Όλη φωταγωγημένη από
τις λάμψεις των ματιών σου
ήρθα απόψε κοντά σου.
Ανοιχτά ήταν τα περάσματα,
μίτο δεν χρειάστηκα, και τα
κλειδιά στην πόρτα βρήκα.
Μυστηριακό ήταν το φως
σου κι εκτυφλωτικό.
Φως αστραπών που πέφτει
στο ελατοδάσος και κατακαίει
τα δέντρα σκίζοντας τα στη μέση.
Σε αυτό το ελατοδάσος
συνηθίσαμε να πηγαίνουμε
παιδιά ακόμα τρελά για να
παίξουμε παιχνίδια.
Έτρεχαν τα πόδια μας ανάμεσα
στα κυκλάμινα και τις φτέρες.
Τρυγούσαμε σαν μέλισσες τις
χαρές και στις πτυχώσεις των
σχολικών ποδιών μας τις αποθέταμε.
Γελούσαν οι μανάδες το βράδυ
κι έκρυβαν τα νήματα απ' το
πλεκτό κάτω από τις μασχάλες.
Από αυτό το δάσος, ένα φεγγάρι,
κόψαμε ένα έλατο για να το
στολίσουμε με τα άστρα που
είχαν περισσέψει από τα όνειρα μας.
Κάθε χρόνο το ίδιο έλατο
στολίζαμε τι κι αν μαραίνονταν
κι έγερνε στην κορυφή
αυτό επιλέγαμε πάντα.
Κορδώνονταν στο σαλόνι κι
εμείς χτυπούσαμε παλαμάκια.
Αδέρφι το χαρακτηρίζαμε
και φίλο πιστό.
Φέτος που λείπεις όσο ποτέ
άλλοτε το έχω ανάγκη.
Στις ρίζες του, που αφήσαμε
πίσω, ξεδιπλώνεται το μπόι μου.
Στον κορμό του σχεδιασμένα
τα αρχικά μας.
Στις βελόνες του περασμένη
η κλωστή για να κεντήσω
τα πουκάμισα σου και τις
χαλαρές γραβάτες σου.
Με τα κεντίδια στο χέρι
θα σταθώ μπροστά σου
κι από το άπλετο φως σου
θα ανάψω τα μανουάλια
των ναών μου.
Ζεις στο φως των αστραπών
και στην καταιγίδα του
μυαλού μου φωλιάζεις.
Αυτόφωτος κι ωραίος
ξεμπερδεύεις την άλικη
κλωστή και κοντά σου
με δένεις, μαριονέτα που
δεν ξέρει να συλλαβίζει
πάρεξ το όνομα της.