Τα φυσίγγια ήταν αδειανά
κατρακύλησε ο έρωτας
παροπλισμένος ανάμεσα
στις φτέρες και ξεψύχησε.
*
Ο φούρναρης έβγαλε ζεστό
το ψωμί από τη λαμαρίνα.
Η μυρωδιά του σκέπασε
την αυλή, το δρόμο, την
προκυμαία κι έφερε κοντά του
τα πεινασμένα σπουργίτια
ψίχουλα να τσιμπήσουν
από την ανοιχτή του παλάμη.
*
Στο δρόμο με τις πικροδάφνες
πέρασε το φορτηγό φορτωμένο
με φρούτα εποχής.
Η Μαρία ζήλευε τα κεράσια
αλλά ο καιρός τους δεν είχε
έρθει ακόμη.
Πήρε να κλαίει με δάκρυα κορόμηλα.
Αυτά έμελλε να γευματίσει
εκείνο το προχωρημένο δείλι.
*
Στην ασβεστωμένη μάντρα
κάθονταν δυο παιδιά με τις
ξύλινες σφεντόνες στα χέρια.
Δεν σημάδευαν πουλιά.
τουναντίον είχαν βάλει στόχο
τα λεμόνια της ασφάλτου.
Τα κίτρινα λεμόνια που η Μαρία
είχε στον κόρφο.
*
Ο δρόμος που οδηγούσε
στην εκκλησία ήταν αδειανός.
Μοναχά ένας σαλεπιτζής διαλαλούσε
την πραμάτεια του.
Ύστερα ήρθε ένας πιστός
άφραγκος και τον προσπέρασε.
Έντονα μύριζε το σαλέπι τρυπώντας
τα ρουθούνια του.
Πήρε κλεφτά ένα ταληρο από το
παγκάρι.
Το σαλέπι ξάφνου έχασε τη γεύση του.