Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Στιγμές

Τα φυσίγγια ήταν αδειανά 
κατρακύλησε ο έρωτας 
παροπλισμένος ανάμεσα 
στις φτέρες και ξεψύχησε. 

*
Ο φούρναρης έβγαλε ζεστό 
το ψωμί από τη λαμαρίνα. 
Η μυρωδιά του σκέπασε 
την αυλή, το δρόμο, την
προκυμαία κι έφερε κοντά του
τα πεινασμένα σπουργίτια
ψίχουλα να τσιμπήσουν 
από την ανοιχτή του παλάμη. 

*
Στο δρόμο με τις πικροδάφνες 
πέρασε το φορτηγό φορτωμένο 
με φρούτα εποχής. 
Η Μαρία ζήλευε τα κεράσια 
αλλά ο καιρός τους δεν είχε 
έρθει ακόμη.
Πήρε να κλαίει με δάκρυα κορόμηλα.
Αυτά έμελλε να γευματίσει 
εκείνο το προχωρημένο δείλι.

*
Στην ασβεστωμένη μάντρα 
κάθονταν δυο παιδιά με τις 
ξύλινες σφεντόνες στα χέρια. 
Δεν σημάδευαν πουλιά. 
τουναντίον είχαν βάλει στόχο 
τα λεμόνια της ασφάλτου. 
Τα κίτρινα λεμόνια που η Μαρία 
είχε στον κόρφο. 

*
Ο δρόμος που οδηγούσε 
στην εκκλησία ήταν αδειανός.
Μοναχά ένας σαλεπιτζής διαλαλούσε 
την πραμάτεια του.
Ύστερα ήρθε ένας πιστός 
άφραγκος και τον προσπέρασε.
Έντονα μύριζε το σαλέπι τρυπώντας
τα ρουθούνια του.
Πήρε κλεφτά ένα ταληρο από το 
παγκάρι.
Το σαλέπι ξάφνου έχασε τη γεύση του.

Δωδέκατη ώρα

Από τριπλό πεθαίνω έρωτα 
και καθελκύω το κορμί μου
να ψηθεί σε ήλιου πέτρα. 
Έρωτας για τα κλαριά που
υψώνονται σε περγιάλι 
δαντελένιο, εκεί που η λήθη 
στιβαρά τραβά μια γραμμή 
για να ξεπλυθεί κατόπιν από το κύμα
που μηνύματα ηδονικά φέρνει 
στους εραστές του Αυγούστου. 
Κλαριά από αρμυρίκια και δάφνες 
που παχύ ίσκιο προσφέρουν 
στους μοναχικούς περιπατητές
που βαδίζουν δυο δυο 
δίπλα στις άγριες βιολέτες 
και στα βότσαλα. 

Έρωτας για εσένα που πριν 
ακόμα χαράξει μου ξέφυγες
και για χρόνια αμέτρητα 
περιπλανιέσαι μόνος 
σε κήπους ανθισμένους που
η μνημοσύνη τους κρατά ζωντανούς. 
Εδώ η πασχαλιά κι η ευωδιά 
του επιταφίου. 
Εδώ το κρίνο της Παναγίας 
κι η δόξα της πρωίας. 
Εδώ η κοσμική γαρδένια 
και το άδειο καλάθι του 
αλχημιστή σε κέντρο απόμερο
πνιγμένο στην αιθάλη. 
Σε μυρίζομαι και σε θέλω 
Σε ακουμπάω και σπαράσσω 
Σε κλείνω στη φούχτα 
σαν δίδραχμο φτωχού. 

Έρωτας για τους σπογγαλιείς
των λέξεων που ανεβάζουν 
μέσα από βυθούς κοραλλένιους 
στο φως πάνω στιχουργήματα 
και τραγούδια για την κόρη 
που κοιμήθηκε ένα βράδυ με 
τα αγάλματα και βάφτηκε 
κόκκινο το φόρεμα της από 
το κρασί του πόθου. 
Άκου το τραγούδι, δικό της είναι. 
Μέθυσε από το πάθος του.
Δοκίμασε το πουκάμισο του
που για το κορμί σου μονάχα 
ράφτηκε τη μαγική για να κρύψεις 
εκεί λέξη της αυταπάτης.
Από τριπλό χάνομαι έρωτα 
και κουρδίζω το ρολόι 
να χτυπήσει στη δωδέκατη 
ώρα το φιλί να μην χαθεί.