Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Ολιγαρκής

 haibun


Έστριψε το τσιγκελωτο μουστάκι του με μεγάλη επιδεξιότητα. Τι δεν έκανε γι αυτό δεν φαντάζεστε. Το γυαλιζε με μπριγιαντινη, το ψαλιδιζε τακτικά, το χτένιζε και δεν άφηνε καμία τρίχα να εξέχει. Στο κεφάλι του είχε δεν είχε τέσσερις πέντε τρίχες μα το μουστάκι του δασυ κι ακμαίο τον ανταμειβε και τον παρηγορούσε.


Φλάουτο παίζουν

νυχτερινοί οι γρύλοι-

ήχους ξοδεύουν.


Κάθε απόγευμα κάτω από την δροσερή κληματαριά έπαιρνε τα απαραίτητα σύνεργα κι άρχιζε την καθιερωμένη ιεροτελεστία. Με πειθαρχία στρατηγού, μπροστά στο καθρεφτάκι, το σαπουνιζε και το ψαλιδιζε ελαφρά. Το σαπούνι γνήσιο από την μουργα της ελιάς που μόνος του το έφτιαχνε σε μεγάλες ποσότητες.


Γλυκό το θέρος

ακούγονται τζιτζικια-

ύπνος ελαφρύς.


Χρόνια χήρος, δεν την πρόδωσε την κυρία Ευτυχία. Άλλη γυναίκα δεν βρέθηκε να αντικαταστήσει ή να προσομοιασει την θρυλική ομορφιά της. Παιδιά σκυλιά δεν είχε μόνο πέντε έξι φίλους από τα χρόνια του σχολείου. Εκεί στραγγιζε τον θυμό του, τον πόνο του και την πέτρα της μοναξιάς του με ατελείωτες αντρικιες συζητήσεις.


Μαγεύουν τ' άστρα

η πούλια σεργαναει-

γεράνια φέγγουν.


Όποτε δεν είχε άλλη ασχολία έπαιρνε την φλογέρα του κι έπαιζε. Οι καρδιές των γειτόνων ανέβαζαν χτύπους. Με χοντρό καλάμι την είχε φτιάξει μετά το φευγο της κυρας του. Ήταν η συντροφιά του τις ώρες που οι φίλοι του έλειπαν σε δουλειές του χωραφιού. Αυτός δεν είχε κλήρο παρεξ ένα κηπάκι, ένα σπιτάκι από πλίνθους και κανά δυο τρία ζωντανά κι όρνιθες για να τον συντηρούν.


Ψηλά έλατα

χαμηλές ορτανσίες-

βουνίσιος τόπος.