Άμωμες οι ψυχές παραδίδονταν
Στις σπασμένες ξιφολόγχες της βροχής
Αδύνατες από καιρό να ενδώσουν
Στις νοτισμένες παρτιτούρες
Του τυφλού οργανοπαίχτη
Που μες στα ροζιασμένα χέρια του
Κρατούσε το μυστικό κλειδί
Των αφανών εραστών
Η νύχτα φαιά οχιά τίναζε
Την σκόνη της ερήμου
Από το κοστούμι των αναπολήσεων
Πικρές οι μνήμες αποσοβούσαν
Στις ανοιχτές αντένες
Την μακαριότητα
Των άγρυπνων παρθένων
Με τα σκουρόχρωμα δαχτυλίδια
Οι διαβάτες υπερκόσμιοι
Άπληστοι κυνηγοί
Σύρονταν στις απολήξεις της Ανδρομέδας
Πανέτοιμοι να εγκλωβίσουν
Στη σχισμή του πιγουνιού τους
Το μελαψό φως του φεγγαριού
Χαλαροί οι σφυγμοί του μελλοθάνατου
Πλαισίωναν τις εικόνες
Από τις ατμώδεις πεδιάδες της νεότητας
Φθονούσε το αρχιπέλαγος
Τον κρουστό γυάλινο λαιμό
Των απαγχονισμένων ερωδιών
Κι έστελνε θύελλες
Φύκια βακχικά
Αντάμα με του σιρόκου το μπλάβο χέρι
Αρχιπέλαγος μεταμορφώσεων
Να διαμηνύει πάνω στα ψυχρά μέλη
Του κραταιού θανάτου
Την οργή των απολησμονημένων βραχονησίδων
Το τετράδιο με τα ενθύμια
Έμενε κλειστό
Κι μπιζουτιέρα με τα μυθικά μαργαριτάρια
Καταμαρτυρούσε τη μουσική σιωπή
Των κοχυλιών της αποβάθρας
Κοχυλιών που αφέθηκαν
Στους τριγμούς και τις ριπές του ανέμου
Και άκτιστη μένει η ψυχή τους
Μπροστά στη σπάθη του κύματος
-Μοιρολόγια αχ του πελάγου
Και της λύπης νέα οικητήρια
Γιορτάσι του Έρωτα στα σπαράγματα της θρυαλλίδας-
Οι διαβάτες σιωπηλοί προσπερνούσαν
Τα αντερείσματα του ήλιου
Με κατεύθυνση τις πολιτείες
Με τα εξαγνισμένα παρεκκλήσια
Μικρό γιασεμί στο τσόχινο πέτο
Επέπλεε στην επιφάνεια της λίμνης ολοζώντανο