Είμαι σαν ένα ερημοκκλήσι που
παλιά συχνά το λειτουργούσαν.
Ήταν περιποιημένο και καλαίσθητο.
Κάθε που έμπαινε η άνοιξη το
ασβέστωναν με χάρη, το
δάπεδο του το έπλεναν με περισσή
επιμέλεια και από τις κανδύλες του
φρόντιζαν να μη λείπει ποτέ το λάδι
και το φυτίλι.
Παπάδες με πετραχήλια και χρυσούς
σταυρούς το λειτουργούσαν τακτικά
και το έβγαζαν από την αφάνεια.
Με τα χρόνια εγκαταλείφθηκε
άγνωστο γιατί.
Κανείς πια δεν το πλένει και δεν το
ασβεστώνει, κανείς δεν αγγίζει
το σήμαντρο του και τα άγια βιβλία του.
Έτσι έγιναν οι γωνίες του και το ιερό
του βήμα καταφύγιο αραχνών και
τρωκτικών.
Στο έλεος της φύσης ζει.
Παγκάρι πια δεν έχει να αφήσεις
τον οβολό σου.
Κεριά δεν διαθέτει για να στείλεις
ψηλά την προσευχή.
Κι ούτε λόγος για ευαγγέλια με
κατάνυξη να κοιτάξεις τον ουρανό
πέρα και πάνω από τα θόλο του.
Μόνο μια αγέλη λύκων κάποτε
πριν χρόνια έφτασε εδώ και
φωλιά έστησε εκεί κοντά.
Τσαλαπατήθηκαν οι εικόνες του.
Έσπασαν τα στασίδια του.
Το τέμπλο του στο σαράκι παραδόθηκε.
Και η ιερή του πύλη γέμισε
φύλλα και ακαθαρσίες.
Έτσι κι η ψυχή μου
με αυτό το ερημοκκλήσι μοιάζει.
Σκέπη δεν έχω να απαγκιάσω και
να ακουμπήσω το φόβο μου.
Το σήμαντρο του κατέρρευσε
κι η καμπάνα του θάφτηκε στη γη.
Πώς να καλέσω σε βοήθεια;
Αντίδωρο πώς να μοιράσω τώρα
που ο ουρανός οικτρά με εγκατέλειψε
και στα θηρία βορά με παρέδωσε.