Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

γυμνός καθρέφτης


Σε γαληνεμένους  ουρανούς
Επιθεωρώ τα φτερά μου
Μοιάζω σαν της χειρομαντείας το πέπλο
Ριγμένο στο οπάλιο γαλάζιο των χειλιών σου
Ευήκοος οπαδός στης στέρνας το αρχηγείο
Μετέρχεμαι στα σταθερά ύδατα της ενοχής
Επικάθεται στο πλευρό μου απαλά
Το ατσάλινο σύρμα της ομίχλης
Ενοχοποιώντας το σκοτάδι της ώριμης πεταλίδας
Ατλάζι αιχμηρό δένει τις αποστάσεις
Ανάμεσα στις λέξεις που ιδρώνουν
Κρύο αβοκάντο και πιπερόριζα
Σε φώναξα με τα ονόματα του Βόρειου Σέλαος  
Και με της καμέλιας το δίπτυχο σεντόνι
Κανείς δεν εκπυρσοκρότησε το λευκό ήμαρ
Της παρατεταμένης εκδούλευσης σου
Παιδιά με ξενυχτισμένες βλεφαρίδες
Κρατούσαν στα χέρια διαβήτες και αιχμηρούς κανόνες
Παρακολουθούσες με μάτια σκιερά
Τον αδούλωτο έρωτα των νεαρών δρομέων
Αφουγκραζόσουν τις αλπικές νύμφες
Στο γκρίζο μετάξι του λυγερού Ταΰγετου
Έπαιρνες τον δρόμο του γυρισμού
Περπατούσες με πόδια γυμνά
Στο προσήλιο μονοπάτι της μαύρης ράχης
Έδενες ένα δεμάτι στάχυα
Στο κόσμο της αναφορικής λαγόνας
Μοναχός ακροβολιστής της ερήμου
Χανόσουν ξανά στα νεφοσκεπή ακρογιάλια
Εκπαίδευες τους ανύποπτους γλάρους
Πάνω στους αναμμένους δίαυλους της μυλόπετρας
Έβγαζες ήχους παράταιρους όλο αιδώ και λάμψη
Και φώτιζες την μικρή πλάνη της ασπαίρουσας ηλακάτης
Πριονίζοντας τις φεγγερές  στιγμές της θρυαλλίδας
Μπέρδευες το χρωματιστό νήμα της ουράνιας πολιτείας
Και για μια φορά μόνο σιγούσες μπροστά στο κανάλι
Της απαγορευμένης αλήθειας
Ησυχαστής και μετεωριστής της επίπεδης αγκάλης
Έζωνες στα χέρια σου το άρμα της άγλυκης ανίας
Σαν μικρός Θεός έμπαινες στη μάχη των Τιτάνων
Σκορπώντας ασημένια δαφνόφυλλα στης Πυθίας το τέμπλο
Σκούπιζες το δάκρυ μπροστά στο καθρέφτη
Της εξαγιασμένης λήθης γυμνός ατραπός της αντανάκλασης
Μετανοούσες προσπέφτοντας στο αλγεινό μαρτύριο των επωδών
Μιλούσες μια γλώσσα ακατάληπτη στο βωμό του αστερία
Λέξεις ποιητικής αδείας από τα κρυμμένα άσματα του πένθους
Που ακούραστα μελετούσες τις νύχτες των χορωδών αμπελουργών
Διάβαζες τα μελλούμενα στην αυστηρή ωμοπλάτη της φύσης
Σαν πράσινος γυμνός ακροβάτης στην παλέτα της πλατείας
Κυκλοφορούσες μικρές συλλογές ποιημάτων
Μέσα στους δικαστικούς χιτώνες της αποκάλυψης
Νερά και βρύα κρύβανε την όψη των αστερισμών
Μαλάκωναν την άτεγκτη σύνδεση των αρματοφορέων
Στον μαγικό κόσμο της άλογης λαγνείας
Μια επίθεση στο άσπιλο κρατίδιο του έρωτα
Απέβαινε κρυφά στους εαρινούς αναστεναγμούς των οργασμών
Θέα ακριβή της ανθισμένης γαζίας στο ερημοκλήσι του μακρινού κάβου
Άνοιγες τα κρυφά ευαγγέλια των πόθων
Και απήγγειλες την ουσία των μυστικών προσευχών
Στο κήπο με τις λιλιπούτειες ορχιδέες
Ιερουργός και ναύκληρος της μοναξιάς
Αποσιωπούσες τον μέγα όρκο των στιγμών
Στον ανοιχτό πόντο με τους ιεροκήρυκες της στάχτης
Πονούσε το σώμα του παρθενικού αίματος
Και στράγγιζε την οργή της έκλυτης πεταλούδας
Πάνω στο μεσοφόρι της ανίκητης Άνοιξης
Αργοπορούσες μπροστά στη χώρα των οφθαλμών
Και έπαιρνες την τελευταία αμαξοστοιχία της αγάπης
Με προορισμό άγνωστο χαώδη στο βάλτο της Αφαίας
Χωρίς ποτέ να απαριθμείς τα λάθη των κεραυνών
Και των σεπτών αδερφών τα πλατύγυρα καπέλα
Μόνος και άμεμπτος μπροστά στη καντηλήθρα
Της απρόσμενης λατρευτικής χρείας
Πρόδιδες την απομακρυσμένη ματιά της μνημοσύνης
Δίπλα στον άνισο αγώνα της πέτρινης γύμνιας
Που πάντα ακούσια κυοφορεί της αορτής το στερνό ταξίδι
Σε γαληνεμένους  ουρανούς
Επιθεωρώ τα φτερά μου
Μοιάζω σαν της χειρομαντείας το πέπλο
Ριγμένο στο οπάλιο γαλάζιο των χειλιών σου

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

δίδυμος κόσμος


Σε αγαπώ και σε περισφίγγω
Σαν τον φλοιό του ευκάλυπτου
Στην ψυχιατρική μονάδα της ευθαλούς νιότης
Αποσκιρτάς αργά από τις ρίζες
Του αιώνιου κισσού λοιδορώντας
Τους κρίκους των δακρύων και των ράντζων
Ρυθμίζω την ατελή αναπνοή σου
Και με παρωδία παραλλαγής
Εφημερεύω με σκονισμένα σαντάλια
Στην ψίχα  της άναρχης δενδροστοιχίας
Ταξιδεύω το αίμα σου στη πορφύρα της αλόης
Με δέρμα φτενό φαρμακωμένο από τη λησμοσύνη
Μέσα σε κάστρα με προφυλαγμένες πύλες
Διαμοιράζω επίτοκες λαβίδες εξουσίας
Στο αλσύλλιο της κατασκοπευτικής αρμάδας
Σαν άνθρωπος των πλασματικών δρόμων
Σε συναντώ στη περήφανη πλατεία
Στα αγάλματα του παλαιοπωλείου σε αντικρίζω
Αγάλματα με προτεταμένες κνήμες
Με εμφατικές καρδιές παλλόμενες
Υιοθετημένα από τα ανάγλυφα χέρια
Της λαμπρής παλάμης ενός ήλιου
Που πλαστογραφεί κίβδηλους αστερίες
Ευφυής νυγμός στον πάγο
Της γενέθλιας λιμνοθάλασσας
Χαρακώματα από νάρθηκες Αιγαιοπελαγίτικους
Κρύβουν τα ασπρόμαυρα καρτ ποστάλ
Με τα νοσταλγικά χαμόγελα της Άρτεμις
Κυνηγός στα συρματοπλέγματα της λειασμένης ψυχής
Που αποτυπώνει μικρούς μαίανδρους
Στα σκαλοπάτια της εμπόλεμης αγροικίας
Παλίρροιες και σκαμμένα χείλη στο ηλιακό
Στερέωμα προσγειώνουν τη θανατωμένη πατρίδα
Στην χρόνια απρέπεια των ερειπίων της
Τρομάζεις το μέγα κύμα στο λάκτισμα
Της δρεπανοφόρου σελήνης
Ανοίγεις τον επίλογο της αγάπης
Στο λήμμα της όμορφης τραγωδού
Και με σοφούς σελιδοδείκτες
Αντιστέκεσαι στους παγκόσμιους ουρανούς
Δραματικές αυγινές ανακρούσεις
Πλησιάζουν το πικρό άρωμα
Της εκτενούς εξομολόγησης
Η συνάντηση κανονίστηκε
Στο σταυροδρόμι του ελικοειδούς
Λαβύρινθου σαν να μην υπήρχαν ποτέ
Οι γεωμετρικές ακτίνες της παρτιτούρας
Ο πόνος καθέλκυε το καροτσάκι
Της ενδόμυχης προτομής
Κείμενα με ελλιπή στοιχεία στίξης
Περιέγραφαν τις σφραγίδες του ανικανοποίητου
Έπαιρνες τις σκιές του Θεοτοκόπουλου
Αγκαλιά μαζί με τα σκαιά πορτρέτα
Των αγαπημένων σου ποιητών
Άνοιγες τις κρύπτες της γλώσσας
Και συνέθετες μουσικά αποσπάσματα
Τέλειας θεατρικής λαγνείας
Μιλούσες για το γεγονός της φαιάς
Υπαρξιακής αντιπαλότητας των νόστων
Κι ύστερα σιωπούσες ψηλαφώντας
Τις ραφές του καλοκαιρινού πουκάμισου
Έστηνες στην ριπή του ύψους σου
Τα αστάθμητα χωρία των αινιγμάτων
Προκαλώντας το δικαίωμα της Άνοιξης να εισέλθει
Στα ενδημικά δεινά και στα πελαγίσια σκοτάδια
Αμόλυντος τυμβωρύχος της σκιάς
Σε σταθμούς ιστορικών μαρτυρολογίων
Υπεράσπιζες τη λάμα της ερωτικής κατάδυσης
Σαν ξαφνικό ξέσπασμα πυρκαγιάς
Που αποσοβείται από τη σκέψη παρθενικής κατάρας
Και ζητά άσυλο μες στη παρειά
Του πλουμιστού παγονιού στο κήπο της εξορίας
Εδώ σε βρίσκω παρέα με τους στρεβλούς
Ανεμοδείκτες σου τα ανυπόγραφα φέιγ βολάν
Και με τις εξωμήτριες θεάσεις της ασημένιας ελιάς
Χτίζεται το όραμα σου στο βαμβάκι του νεκρού
Ζητά να επικοινωνήσει με την συνύπαρξη των λυγμών
Και με των αειθαλών ρόδων το φτεροκόπημα
Σε αναζητώ στους ύμνους των εραστών
Και στα ρέκβιεμ των μαραμένων φύλλων
Ανασηκώνει η γη το έλκος της νυχτερινής αλχημείας
Και προσμετρά την ύπνωση της μαγείας
Μέσα στη λήθη που φυγοδικεί τα πάθη του ροδίτη
Μόνο εσύ ισορροπείς στα στόματα των λεόντων
Κραδαίνοντας τους κρεμαστούς κήπους της αλληλουχίας
Τα μπρούτζινα χέρια σου είναι η διαδοχή της αέρινης σάρκας
Που αναριγά στο κώνειο χρώμα της ήβης
Ιβίσκοι σε περιθάλπουν στο μελίρρυτο ιστό του θανάτου
Συμπλεγματικοί άγγελοι τίκτονται στη ψυχοσύνθεση
Της αμαρτωλής θωριάς των κρυστάλλων
Σταλαγμίτες γοητεύονται από το ανάρριχτο βλέμμα
Της φαιδρής απεικόνισης προτάσσοντας δευτερόλεπτα
Στο αιώνιο βιβλίο της βιωματικής αλήθειας
Η εκστρατεία στο Δούρειο Ίππο μετέρχεται
Στα κόκκινα στίφη των λαβωμένων χαρταετών
Το όνομα σου μια κουκκίδα μικρή στο χάρτη
Του μυστικού ειδώλου ένα λατρευτικό ερώτημα
Στην λέξη σε αγαπώ ένα πέρασμα στη φτερούγα
Του αετόμορφου βράχου πριν ο βρυχηθμός του σιρόκου
Συνεπάρει στους συμπαντικούς του ώμους το λιγοστό χιόνι
Σαν σεπτή λεία του τεμαχισμένου σώματος
Ρίχτηκες στο θεόμορφο πηγάδι του Έρωτα
Σε αγαπώ και σε περισφίγγω
Σαν τον φλοιό του ευκάλυπτου  
Στην ψυχιατρική μονάδα της ευθαλούς λατρείας
Κατοικώ στην Αχερουσία σου πηγή 
Σαν κωμωδός στο χειμαδιό της ανθρωποθυσίας 
Με λειψά βήματα πλάθω τον δίδυμο κόσμο σου

Στον Θανάση   

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

ο όρκος των οιωνοσκόπων


Μέσα στην άδεια πλατεία
Σεργιάνησε ο πόνος και ο φόβος των στίχων
Γέμισαν ενδύματα λερωμένα ζητιάνων
Τα εγκαταλελειμμένα παγκάκια
Οι φανοστάτες βυθίστηκαν
Στην οργή της αλκοολικής μάσκας
Γέρικες πικροδάφνες μελετούσαν
Την ανάστροφη παλάμη της σελήνης
Έβγαζαν τα παλιομοδίτικα καπέλα τους
Τα πελάγια έπη των ημερολογίων
Τα σήμαντρα της παρακείμενης εκκλησίας
Παραδίδονταν στη βοή των ωριαίων λόγων
Τα μάτια της Αγίας αγκυροβολούσαν
Πάνω στο άγγιγμα του Μέγα Σκιαθίτη
Δάκρυζαν τα παιδιά αντικρίζοντας
Το ηλιακό πένθος της Κνωσού
Οι μανάδες έπλεναν αποβραδίς τις χλαίνες
Και τα ιμάτια του σκοτωμένου λίθου
Ετοίμαζαν αχνιστή ψαρόσουπα και τη πρόσφεραν
Στο κόκκινο και το μαύρο κιονόκρανο
Οι μέθυσοι και οι νεκρές πόρνες κρατούσαν
Τα παρθενικά χείλη του δειλού ακροβάτη
Έπιαναν χέρι χέρι τα φιλεύσπλαχνα όνειρα
Και καταδύονταν στην θρηνητική λαχτάρα
Του αγοραίου έρωτα σπαταλώντας
Μικρά κουτιά σπίρτων δίπλα
Στην καθηλωμένη ταμπακιέρα
Το τσιγάρο στο χέρι του πρωτόπειρου ποιητή
Μεταλάμβανε την πίσσα της μοναξιάς
Έστριβε με υγρό τσιγαρόχαρτο το πορτρέτο
Της αναθηματικής στήλης τις πρωινές ώρες
Το λεωφορείο αργούσε να περάσει και οι επιβάτες
Έστηναν στις στάσεις δρομείς κρυστάλλινους
Πικρούς καφέδες σερβίριζαν οι άνθρωποι
Των ισημερινών ελλείψει του παλαιού πένθους
Οι νεκροί ψαράδες ξεψάριζαν τα δίχτυα τους
Στήνοντας τα αποκαθηλωμένα αγάλματα της γοργόνας
Οι σχεδίες στους ταρσανάδες παρακολουθούσαν
Τα μαστορικά χέρια του μετέωρου πελάγους
Καρυδότσουφλα και γρι γρι σάλπαραν
Στο παλίμψηστο ερωτικό βίο του παρελθόντος αιώνα
Οι ταξιδιώτες με τα αβαρή φτερά κυνηγούσαν
Αδέσποτες πικρές μνήμες στην απόχρωση της λήθης
Κρατούσαν τα ακυρωμένα εισιτήρια σε αρωματικούς φακέλλους
Και ιχνηλατούσαν τα ακρωτηριασμένα
Εκμαγεία της λευκής γαρδένιας
Το χώμα ανέβαζε τις ρίζες ψηλά
Για να εισακούσουν εκ νέου τη καταδίκη τους
Ο όρκος των οιωνοσκόπων
Καταλύονταν μπροστά σε λάμπα ανίχνευσης
Απαντούσαν σε νέα αινίγματα και σαν νέοι Θεοί
Κατέφευγαν στη λαμπρή αρχαία βιβλιοθήκη των νερών
Λίμναζαν οι πόθοι στους ταμιευτήρες των μύρων
Και αχνόφεγγαν οι νυχτερινές θύρες
Των λυδικών Φυλακών
Οι νυχτοφύλακες έθεταν σε διαθεσιμότητα
Τα πολιορκημένα αστρικά συμπλέγματα
Τα κλειδιά της Ανατολής ξεχασμένα
Πλάι στο βωμό της ανευρυσματικής Πατρίδας
Περίμεναν τις μαινάδες με τα φασματικά περιδέραια
Για να κουρντίσουν τα κλειδοκύμβαλα των Μουσείων
Η νύχτα έστελνε ξανθές πευκοβελόνες
Στη κόρη με τα φαιά πέλματα αποπληρώνοντας το φιλί
Η ξεχασμένη φρουρά της πύλης έπαιζε τραπουλόχαρτα
Με τους γηγενείς ήρωες των παραμυθιών
Χάραζαν μια πινελιά στον ουρανό
Για να ζωντανέψουν τον ραδιοφωνικό θρύλο
Ρεμπέτες έπαιρναν αγκαλιά επιγραμματικές φωτιές
Και με αυτογνωσία πλησίαζαν τα κρυοπαγήματα του  έρωτα
Επαναστάτες αναδιφούσαν από τον συνθηματικό ήλιο
Τις καιόμενες ορντινάντσες με μια γλώσσα σμιλευμένη
Καραδοκούσαν σε πλατείες οι μουσικοί
Μεταφράζοντας την Αλεξανδρινή ανθολογία
Φυγόκεντρες δυνάμεις κατέρχονταν
Τους νόμους της φθοράς πάνω σε ασημένιες γενειάδες
Αναθεωρώντας ξενόφερτα είδωλα λατρείας
Στο μαγνάδι της μυθοπλασίας λαοί
Με ψαλιδισμένα φτερά ενδοσκοπούσαν μικρές ρομφαίες
Έφερναν στο φως την αιχμηρή Παλατινή γραμματεία
Και με αφορισμούς υποδέχονταν το λεύκινο μυστικό
Παραμελώντας τις δραματικές εκκλήσεις
Του Αθάνατου τραγοπόδαρου σύμβολο της ιερής κουφοξυλιάς
Άσματα και ρίμες συνέθεταν οι μύστες της άρπας
Συνεπικουρούμενοι  από την ένδεια των αδερφών
Ο πλακούντας της γης βούλιαζε
Στην αρτηρία της λάσπης
Μόνο ένας μοναχός κρατούσε το ισοκράτημα
Του μελίρρυτου ψαλμού  σαν καρδιά θεατρική
Γέμιζε η πλατεία γυναίκες που χωρίστηκαν το οξυγόνο
Απαριθμώντας το πόνο και το φόβο στις μελωδίες των τζιτζικιών

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

φώτο μνήμες


Στην σήτα της ελιάς
Κατακαλόκαιρο
Βρήκα ένα αηδόνι
Να ψηλαφεί
Τις απαγορευμένες
Μελωδίες των ερτζιανών
Είχε σπασμένη
Τη μικρή χτένα
Των φτερών του
Και τσιμπολογούσε
Ουρανό
Συμπαντικό θαύμα
Το τραγούδι του                
Έφτυνε φτηνά
λιοκούκουτσα
Στο χώμα
Της αειθαλούς
Φοινικιάς

Ρυμοτομούσες
Τις αιώρες
Του σκοταδιού
Έσπαγες ένα ρόδι
Για να αναμετρηθείς
Με τους ανυπόδητους
Νάνους
Με τα μικροσκοπικά
Σκουφάκια
Οι ευχές
Αποχαρακτήριζαν
Το πρόσωπο σου
Στεφάνι λυγισμένο
Στο γόνατο
Της ανεμικής
Ανεμώνης

Τα μούρα
Κρατούσαν αγκαλιές
Αρωμάτων
Στο μαντήλι
Των θεραπαινίδων
Είναι δουλειά
Των γλάρων
Να εκκολάψουν
Το σπόρο
Της γηραιάς
Φλαμουριάς

Πέρασε
Το εφτάφωτο
Λεωφορείο
Με τους στιγματισμένους
Επιβάτες
Στο λούκι
Της πόλης
Κρέμασες
Τα λευκά σου
Εσώρουχα
Με το πικρό
Άρωμα
Της παπαρούνας

Οι ώμοι σου
Καλυμμένοι
Την ώχρα
Των φτηνών
Ξενοδοχείων
Στο ραντεβού
Με τους λεύκινους
Κύκνους
Κρατούσες
Τη σπασμένη
Καρδιά
Του επουράνιου
Κρίνου

Έπλεκες
Τα μαλλιά σου
Τον κότσο
Των Παριζιάνων
Το τακούνι χτυπούσε
Στο δρόμο
Σοκάκι
Ασβεστωμένο
Με κιμωλία
Χάρτινος
Ο πίνακας
Στο χρώμα
Του σπαρακτικού
Κισσού

Το χαρμόσυνο
Γεγονός
Της γέννησης
Συνδυάστηκε
Με την ανατίναξη
Της καμίνου
Στο γυλιό
Του κουρδιστού
Ήλιου
Προεξείχε
Το θλιβερό
Κεφάλι
Της ερωτευμένης
Μαργαρίτας

Χώλαινε
Το πόδι
Του θανάτου
Στο λούνα παρκ
Των αεικίνητων
Μαρμάρων
Η κόρη
Με το σπασμένο
Καθρεφτάκι
Έτεμνε δεξιά
Την σελήνη
Σαν τους ακτινωτούς
Μίσχους
Του βουβού
Γιασεμιού

Η βουή
Της πόλης
Έρχονταν
Από μακριά
Στη κάμαρα
Σαν ξεσπόριασμα
Αραποσιτιού
Το κλειδί
Κομμένο σε φέτες
Η αμπάρα
Λιτή κι απέριττη
Σαν σκοτεινή
Πυξίδα
Βορινής
Αρμπαρόριζας

Στον ματωμένο
Γάμο
Η ιέρεια της γης
Μαδούσε
Το σοφό
Κεφάλι
Του ηλίανθου
Ο παρανύμφιος
Έρωτας
Σκορπούσε
Πεταλίδες
Και τα φαρμακερά
Βέλη
Του σκιερού
Κάκτου

Πρασίνισε
Το πέλαγος
Στις Ανοιξιάτικες
Στοές
Στα ξάρτια
Του τυφώνα
Τρύπωναν
Αποδημητικές
Μνήμες
Λαχουράτο
Το βλέφαρο
Σκορπούσε
Ικμάδες
Φρεσκοκομμένης
Μέντας

Άναβαν του νου
Οι μώλοι
Γιρλάντες λαμπρές
και ταπεινά
Πεφταστέρια
Ακοίμητο
Το ημισέληνο
Όνειρο
Κυοφορούσε
Ριζιμιές
Ακροβασίες
Πάνω στο χνώτο
Και το θρήνο
Της νεογνικής
Λεύκας

Λυόμενο σπίτι
Στην ακροποταμιά
Κρύβει
Στα τοιχία του
Αστραφτερές
Πέστροφες
Ανεβαίνουν
Κατά μήκος
Της πρυμναίας
Δοκού
Γλυφό νερό
Κεντρίζει
Τον ομφάλιο λώρο
Του απρόσιτου
Αθάνατου

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

οι άνθρωποι των μουσώνων


Σας μίλησα στο παρελθόν για το απόβροχο της Κυριακής
Μέρα στιλβωμένη του Μάη να λαμπυρίζει
Στα πόδια των αθλητών όμοια με κουπιά στο τρεχαντήρι
Με τη τυποποιημένη ονομασία "Άκανθος Παναγία"
Έφερες πληγές από σαϊτιά στο μεσαύλι του στήθους
Στεκόσουν στο μπαλκόνι με τα ολάνθιστα νυχτολούλουδα
Λιβάνιζε ο αέρας το αποχυμωτήριο του αίματος
Ο φευγαλέος γλάρος έλυνε τα πανιά στα ιστιοφόρα
Έπλεαν ελεύθερα στον αχαρτογράφητο σκόπελο του πόντου
Οι ναύτες καρδιακοί φίλοι των νόστων απομάκρυναν
Το λεβητοστάσιο και τις μικρά μοιρογνωμόνια του ασύρματου
Έμειναν ορφανοί οι άνθρωποι των μουσώνων
Χωρίς περιστροφές άνοιγαν τα κιτρινισμένα παλίμψηστα
Διάβαζαν δυνατά τους ευτυχείς στίχους των νεκρών ποιητών
Αφιερωμένοι στις μικρές ερωμένες με τα λουλουδάτα φορέματα
Το αγκάθι παρέσερνε στην αιχμή τους δακτύλιους της Δύσης
Στου Παπαφράγκα τα σπηλαιολίθια λείαναν οι φαροφύλακες τις κηροδεσιές
Κρεμούσαν τα τάματα στα ριγωτά πουκάμισα των Αγίων
Θαύματα μεγάλα δημοσιοποιούσαν οι θύσανοι των σκίνων
Τα αρμυρίκια βάφτιζαν με αρχαιοελληνικά ονόματα τους όρμους
Αθηνά και Λυδία Ελένη και Άρτεμις Ηλέκτρα και Εκάβη
Οι λουόμενοι καβαλίκευαν τη μέθεξη των Αχράντων ωρών
Έστηναν ρομφαίες και προτομές στο κέλυφος των γυαλιστερών
Κρατούσαν παράξενα αερόστατα στα χέρια που ταξίδευαν
Στα ουρανομήκη εκτάρια της αφυπνισμένης ερήμου
Η άμμος κολλούσε στα γόνατα και υφάρπαζε την αναπνοή
Οι ταμιευτήρες του φωτός χρύσιζαν στο δακτυλίδι της κόρης
Διαμαντικά και πέρλες φορούσαν οι άγγελοι
Με τους πάλλευκους κρίνους και κρυφογελούσαν σαν νεογνά
Έρχονταν το μεσημέρι σχεδίαζες πάνω στη παλάμη σου
Με κάρβουνο εξαπτέρυγους ήλιους και μεθυσμένες σελήνες
Τα παιδιά κεντούσαν στα χράμια του έρωτα το φαιό στεφάνι
Κλυδωνίζονταν από το βάρος οι πολύχρωμοι αρμοί των χαρταετών
Χόρευαν πεντοζάλη οι αγροικίες των θαλερών ψαράδων
Η τεμνόμενη πεταλούδα περιγελούσε σκισμένες ιχνογραφίες
Βγαίναν από τα σοκάκια της πόλης οι μάγισσες με τα σκιερά πέπλα
Η Σαλώμη επενδύονταν τις ενοχές της μπροστά στα αναμμένα κεριά
Καβαφικές συναντήσεις καθόριζαν τα ωράρια των καφενέδων
Η χαρμολύπη χάριζε στους ελάχιστους εκλεκτούς της το ρακί της γιορτής
Γιρλάντες όμοιες με λαιμοδέτες παρεισφρούσαν στα άλκιμα μέλη
Της ηλιόλουστης νεράιδας στένευε το χρεμέτισμα του αλόγου στη πηγή
Δυο κίονες ξιφουλκούσαν τα αποξηραμένα δαφνόφυλλα του μαρμαροκονίας
Έφευγαν τα χρόνια μπροστά κρατώντας το καροτσάκι της λήθης
Η καρδιά έβρισκε το ρυθμό της μέσα στο πάταγο της ηλεκτρικής γης
Βάραιναν οι θημωνιές με τα άγουρα στάχυα στον μυστικό αχυρώνα
Όλες οι λέξεις αποτίναζαν τα μακρυά τους μανίκια κι έπλεκαν ζωνάρια
Στου κάτω κόσμου την Αχερουσία αγκάλη Απήγανος και κρύα μέντα
Το εισιτήριο για τις βραχώδεις περιοχές κλεισμένο στης σωτήριας πληγής το κλειδί
Στην Φαίδρα Φις  

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

ο θαλερός ορίζοντας των μύρων


Λυγίζω το κορμί ώσπου να πάρει
Τη μορφή του εαρινού βέλους
Στα μέρη με τα θαλασσινά χαλίκια
Καταδύομαι αίφνης στο φως
Καταδρομέας της ανοιχτής ηλιόπορτας
Στον ναό της αγάπης εισέρχομαι
Αισθάνομαι την διαύγεια της αγνότητας 
Σαν ένας άμωμος κοπετός που αναδύεται
Από το λαμπερό ποτάμι του Ιλισού    
Απόμερα περίμενα το καιρό
Του φρυγμένου βλέμματος
Να αναστήσει ξανά 
Την ηχώ του πολικού σήματος 
Η σπορά και η σοφία της βροχής
Σπαράζονταν ηδονικά πάνω
Στο ονειρώδες φέγγος
Της αρχαίας φτέρης
Ο ερημίτης κανάκευε
Της γεωμετρίας τον ήλιο
Και τον χαρταετό
Με τα κουρελιασμένα ζύγια

Μηχανεύτηκα τα ανήσυχα χορικά
Της τεμαχισμένης σελήνης
Και απρόθυμος μετείχα
Στην κατερήμωση του αξιοδάκρυτου
Δράκου με τους μπλε χιτώνες
Μέσα στα κλήματα είδα
Τον έγχρωμο θόρυβο της πόλης
Να καταλύει τον άγγελο της προτομής
Η έκταση του γρύλου έφερε
Την περγαμηνή της πραγματικής
Σταύρωσης
Πυρσοφόρος Θεός λείαινα
Του αίγαγρου την αχνιστή χλόη  

Ξεθύμαιναν άσκοπα στο φως 
Τα διχασμένα πτηνά του έρωτα
Μέσα στη κόκκινη βαλίτσα
Οι λεγεωνάριοι απόθεταν με ευλάβεια
Ένα σβωλαράκι χρυσής προσωπίδας
Και τις νησίδες του Πάδου
Αθώα η σκέψη ακροβολούσε
Τα τάματα με τα ερωτευμένα μάτια
Στο χορταριασμένο εικονοστάσιο
Σκηνίτης της αλήθειας σκόπευα
Του αμέθυστου τη διαιρεμένη δόξα
Φύλαγα τον αγέρωχο πάταγο
Της κιθάρας στη δόμηση της νόησης
Οι χορδές συμμετείχαν στο παιχνίδισμα
Της αχαλίνωτης κίνησης της ωδής  
Πλησίαζα τη σκάλα του σκοταδιού
Με προτεταμένα τα ακροδάκτυλα
Συναντώντας τα φτερά της κοιτίδας
Να με περιβάλλουν αέναα   

Κομματιασμένα τα μέλη μου
Σε δροσερό θάνατο
Μαδούσαν
Την ηδονική ράχη του όρκου
Βρήκα το ευαγγέλιο μέσα στα φυλλώματα
Μαζί με την γλυκιά ευωδιά
Των ακοίμητων αγγέλων
Βυθίστηκα στο θαλάμι του σύννεφου
Καρτερώντας τα μάτια του φόνου
Να με αποσπάσουν από το ρίγος
Των κεραυνοβολημένων ερπετών
Μια ζώνη με απωθούσε
Από τη πύλη της λησμονιάς
Έμεινα μόνος 
Μεταλαμβάνοντας
Την σκληρότητα του τροχού
Στην αιχμηρή αιθρία της φωτιάς
Ολόρθος στάθηκα να κοιτώ 
Σαν γέρος ερυθρόδερμος 
Που λύνει το γόρδιο κόμπο του μάγου 
Προς δόξα της φυλής του 

Ακμάζει ακόμα το κορμί της γυναίκας 
Στο θαλερό ορίζοντα των μύρων
Μην οξύνεις τη λύτρωση 
Των σμαραγδένιων ρόδων
Παραδόσου στα χέρια των ληστών  
Στάσου ικέτης μπροστά 
Στο καπνό του ποιήματος 
Μέχρι να κοπάσει ο κίνδυνος 
Και η κραυγή του γκρίζου 
Φεγγαρόφωτου που απέρχεται
Σιωπηλά κοιτώντας
Το θαλασσινό αέτωμα
Στου έρωτα τη σπηλαιώδη κοίτη   

Επενδύσου τον λευκό τύφο 
Του άλγους και χάραξε 
Με λαμπερά ξυράφια 
Τον όρθρο της ηλιακής έκλειψης 
Ρίχνοντας με το χέρι ανθόνερο 
Στο οπάλιο ψηφίο της ερήμου 
Έρχεται ο εντολοδόχος αδερφός 
Με τους αναμμένους δαυλούς 
"Ενθάδε κείται ο ιστός της Ανδρομέδας"
Λυγίζω το κορμί ώσπου να πάρει
Τη μορφή του εαρινού βέλους
Στα μέρη με τα θαλασσινά χαλίκια
Καταδύομαι αίφνης στο φως
Καταδρομέας της ανοιχτής ηλιόπορτας
Στον ναό της αγάπης εισέρχομαι
Αισθάνομαι την διαύγεια της αγνότητας
Σαν ένας άμωμος κοπετός που αναδύεται
Από το λαμπερό ποτάμι του Ιλισού   

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

η άμπωτις της νύχτας



Δυο νύχτες μόνο σε είχα και δεν σε είχα στα χέρια μου 
Σαν ξαφνικό μειδίαμα κορυδαλλού στο δάσος του Σέιχ Σου
Αποκαθηλωμένη καρτερούσα το πολύλαλο κελαηδισμό
Φωτογραφίζοντας τη λάμψη του σταυρωμένου έρωτα
Άσκοπα επί μέρες πετροβολούσα κόκκινες ορχιδέες
Και δροσερές ορτανσίες περιφρονούσα οικτρά 
Στα μέρη εκείνα που ο θεατρικός παράμονος γόος
Ερμήνευε της Κυβέλης τον θρήνο ξυλεύοντας τον Άττι 
Καπηλεύτηκα μια στιγμή ζωής μέσα στο πιθάρι του Διογένη  
Ασπάστηκα τα στερνά τεταρτημόρια της φλογερής λαίλαπας
Ακροάστηκα τον συριγμό της θεοσκότεινης σαλαμάντρας
Αποκάλεσα το ραβδί του τυφλού βάρδο της ένδοξης ελαίας
Κι ύστερα κατέφυγα αποσταμένη στις βραχώδεις νήσους
Για να ξεκουρντίσω τα χαλασμένα ρολόγια των ναυαγών
Η θάλασσα σήμερα δεν δέχτηκε τους μυώδεις κολυμβητές
Κατέβασαν τα ιστία τους οι ερινύες των καθαγιασμένων πόντων 
Άπλωνες γάζες των Φαραώ και σεντόνια λευκά νυφιάτικα  
Σε καταστρώματα φορτηγών πλοίων που έμεναν παροπλισμένα
Μπροστά σε λιμένες με χάρτινα φύκια και οργισμένους Φαίακες
Ψιθύριζες λόγια ποιητικά και ύμνους των νεοφώτιστων αδερφών
Στα δρομάκια με τους ανέμελους βοστρύχους αναδιφούσες το καμβά του αέρα
Πλανιόσουν στωικά στις ρίμες παγιδεύοντας μικρές πεταλούδες  
Ένα δερματόδετο βιβλίο ιστορούσε τα πάθη των βιβλικών αθλίων
Πάθη του σκουριασμένου μολυβιού σε θηκάρι ραγισμένο
Πάθη της ανεμόεσσας άμμου πάνω στο στήθος του κουπιού
Έτσι που να διαστέλλεται αργά κι επώδυνα η άμπωτις της νύχτας  
Κανένα ξημέρωμα δεν σου έγνεψαν οι δροσοσταλίδες το αντίο
Μόνο ένας σαλτιμπάγκος περιγελούσε ουρανομήκεις μελωδίες
Ξεχνιόσουν στο αντήλιο χέρι της όστριας σαν ένοχος μύστης  
Αποτραβιόσουν στις σκιάσεις του ντροπαλού ηλίανθου
Έκλαιγες θυμωμένος σαν παιδί που του κλέψανε το νόμισμα
Συνεπαρμένος διάβαζες τη στήλη με τα ιερογλυφικά
Ιστοριοδίφης και μέγας πολεμιστής του αρχέγονου πόνου
Αντανακλούσαν τα μάτια σου Γρανικές νυχτερινές επιθέσεις
Από την αρχή κήδευες τον αφελή λήθαργο του αδύνατου εντόμου 
Γόρδιες πλεκτάνες άπλωνες πάνω στο ατλαζένιο γοβάκι της μάγισσας
Στα αλώνια που έκαιγε το ζεματισμένο σπαθί μετέθεσα την ηδονή του θανάτου
Και σαν αφαλός συρματόσκοινου μυήθηκα στα πολύγωνα κελιά της σφήκας 
Δυο νύχτες μόνο σε είχα και δεν σε είχα στα χέρια μου 
Σαν ξαφνικό μειδίαμα κορυδαλλού στο δάσος του Σέιχ Σου
Αποκαθηλωμένη καρτερούσα το πολύλαλο κελαηδισμό
Φωτογραφίζοντας τη λάμψη του σταυρωμένου έρωτα   

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

οι οδηγοί της νύχτας



Επιμηκύνω την εικόνα σου ως το ύψος του κυκλώνα  
Μέχρι να γίνει το φλογερό ταίρι της αστραπής
Της ξαφνικής βροχής το κοφτερό καμτσίκι
Ένα αιματοκύλισμα αργό στο λουλακί χρώμα της απειλής
-Αναδίφηση στο κρουστό κρουνό του ερωτευμένου χειλιού-
"Μια διάρρηξη είπες του μεταφυσικού αρμού
Μας αποκόπτει από την αγνότητα της κρύας βιτρίνας"
Έφυγα τρομαγμένη στους δυτικούς παράλληλους
Να συναντήσω τον διαβάτη με την λευκή μνήμη
Έσκαψα στους νερόλακους να βρω
Το χαμένο κρησφύγετο της απώλειας
Στο κήπο του παλιού αρχοντικού
Γύρεψα τη πράσινη αχλή της βερικοκιάς
Ένα μονοπάτι με καλούσε στο σκοτάδι
Οδηγοί δεν υπήρχαν παρά μόνο
Ένα ζευγάρι πλούσιων υλοτόμων
Που έκλειναν στο βλέμμα τον αντίλαλο του φλοίσβου  
Ξεχάστηκα πάνω στα προσχήματα της δικής τους αφής
Ναρκώθηκα στους πόνους των μικρών ρόζων
Και συλλάβισα για πολλοστή φορά τα αρχικά
Της μεταμφιεσμένης νεράιδας χωρίς να αστοχήσω
Τώρα ψαύω το κατεστραμμένο είδωλο σου
Με την φενάκη της τυφλής αλχημείας σε πλησιάζω
Καλώ πλανεμένους ανέμους να αγγίξουν
Τα χαρακωμένα αχνάρια του πήλινου ανδριάντα
Αδιαφορώ πυρπολώντας το μακρυμάνικο μαχαίρι των πειρατών
Δεν υφίσταμαι αποκρούω το σώμα της νησιώτικης αύρας
Και στο δάπεδο του παλαιοπωλείου
Χαράσσω ασπίδες του θέρους
Στα βελούδινα νερά προσπαθώ να κρύψω
Τα ιριδίζοντα μαύρα μαλλιά σου
Πως να αναχαιτίσω τη σκέψη της μισότρελης λάμιας
Πως να κατηφορίσω στην συστοιχία των βομβαρδισμένων κατοικιών
Και πότε θα σπείρω τα μικρά θραύσματα της ομορφιάς σου
Στο κήπο εκείνο που καθελκύει πάνω στο καθρέπτη του ουρανού
Το θαμπό θρόισμα των λευκών πελμάτων
Χωρίς να λατρέψω ξανά το άυλο φως της επιδερμίδας σου
Ντυμένη χρώματα και πέπλα κοινότυπα
Θωρώ τα αρώματα του μακρινού επιταφίου
Ένα κοντάκι και δυο δαφνόφυλλα αποθέτω
Στο μνήμα του απέθαντου έρωτα
Για να κατευνάσω τον ήχο του αποτρελαμένου τριζονιού
Που χαμογελά τρυφερά στις γιρλάντες του πόθου
Και στις νιφάδες του χιονιού προσπέφτει 
Επιμηκύνω την εικόνα σου ως το ύψος του κυκλώνα   
Μέχρι να γίνει το φλογερό ταίρι της αστραπής
Της ξαφνικής βροχής το κοφτερό καμτσίκι
Ένα αιματοκύλισμα αργό στο λουλακί χρώμα της απειλής   

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

η αδημονία του καβαλάρη


Αποκολλήθηκε από το σώμα μου ο τελευταίος στίχος
Σαν ασύλητο ψαροκόκαλο και λέπι λεπτό που αποκόπτεται
Από τη κρουστή επιφάνεια του φαιού πετρόψαρου
Γοργόνες εμφύτευαν σκούρο καναβάτσο διχαλωτές ρίμες
Και κόμες λευκές στα σαρκώδη χείλη των κυματιστών τέμπλων

Μάκραιναν οι σπασμένες πτυχές του ρόδου
Στο καθολικό νεκροταφείο του ερειπωμένου νάρθηκα
Η Ματθίλδη φορούσε το φόρεμα της πυρκαγιάς
Τα φλογερά της πόδια καθρεπτίζονταν με ανταύγειες πυρός
Στα δακρυσμένα μάτια της κατάστηθης αλήθειας

Ένας μονόκερος αδερφός έκλεβε στο ζύγι και στην αγάπη
Στο παζάρι με τα σπασμένα ακροκέραμα παιδί ακόμα
Πρόδιδε τις χνούδινες παλάμες του Αργίτικου κάμπου
Βύθιζε μικρές κόρες στα αόρατα ενυδρεία του μουσείου
Για να κερδίσει τη προμηθεϊκή φωτιά που τον φλέρταρε επίμονα

Στην πέτρα του μαλαχίτη τραβούσες μια ελικοειδή χαρακιά
Σχηματίζονταν ένα τρεμάμενο ουράνιο τόξο με πικρούς οφθαλμούς
Αποξεχνιόσουν κρατώντας ελεύθερη να στάζει την υδρία
Με τις λεοντοκεφαλές έργο ενός διάσημου γλύπτη των φυλών
Ξεχασμένος αποτραβιόσουν στην αδημονία του αγοροκόριτσου

Απαριθμούσες τις σπασμένες χάντρες του κομπολογιού σου
Ένα άρωμα διαχέονταν στο στερέωμα με τα σβησμένα άστρα
Μάζευες πειθήνια τις χάντρες μη και σε βρει η αυγή μονάχο
Ταυτισμένος πάντα με την οπλή του ελαφιού και του αίγαγρου
Τραυμάτιζες την στιχομυθία του χιονιού πάνω στον εξώστη

Έτρεχες να ανακαλύψεις την παλαιομοδίτικη  λευκή φανέλα
Του αγωνιώδη νεκρού με τα θρυμματισμένα κουμπιά
Σε κοίταζε επίμονα μέσα από τις βαριές βλεφαρίδες και σώπαινε
Πως να υπολογίσεις τα ιερά σκεύη του σκοτεινού χειμώνα
Χωρίς να βάλεις ενέχυρο την κραυγή του αδούλωτου καβαλάρη

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

διαφυγή


Κρατούσες στο χέρι σου απαλά
Το όστρακο της διαφυγής
Παλαιό σου όνειρο ερωτικό
Κορυφωνόταν στην απλίκα
Της δεύτερης εξορίας
Το σκαλοπάτι έτριζε τη νύχτα
Το βάρος διογκώνονταν στο κενό
Καταλάμβανε τις σήραγγες
Των μικρών κοχυλιών
Δάκρυ τα πότιζε και αίμα  
Σαν Κοχλαστό ποτάμι
Που αναδύεται από το φαράγγι
Της μακρινής Ανδαλουσίας    
Το μάργαρο αποκολλιόταν
Από τη βάση της πέτρας
Πέτρα θαλασσινή του σεληνίτη
Ακροδάκτυλο του κύματος
Να σκάει στα λεπτά σου χείλη
Φέροντας αινίγματα και δεσμούς
Που την λύση τους φαιδρά
Επιβουλεύονταν οι αντένες
Των βουβωνικών ρωγμών
Έμπαινε ένα δίχτυ ανάμεσα μας
Στρογγύλευε ο ορίζοντας
Κι έστελνε αμφίβιες
Μελωδίες προανάφλεξης
Στον ερτζιανό έρωτα
Τα σημεία του χρόνου
Αναζητούσαν τις κορυφές
Του άλιου καβαλάρη
Τα μήκη και τα πλάτη της αγχόνης
Επευφημούσαν τον μέγα
Πολιορκητή της σκονισμένης
Ακροποταμιάς βασανιζόσουν  
Άκριτος επαναστάτης ο ήλιος
Μεταμόρφωνε το μπρούτζινο
Χέρι του αγάλματος σε αιθέριο
Νήμα καλοκαιρινής μπόρας
Έπιανες την μια άκρη
Οδηγός του πεπρωμένου
Σε έβγαζε στο πλωριό καράβι
Με τους ματωμένους χάρτες
Βάδιζες στα ακρόπρωρα
Στη προσπάθεια να εξυφάνεις
Το κονιορτό της απογυμνωμένης
Ψυχής μετεωριζόσουν πάνω
Στο ψυχανέμισμα της αορτής
Χόρευες με πόδια γυμνά
Φιγούρες νέγρικες από παιδικά πέλματα
Αργούσε να έρθει η ενηλικίωση
Στο βουβό κλαυθμό της ράγας
Οι νυχτερινοί σταθμοί
Παρηγορούσαν τους άστεγους
Ωροδείκτες
Μιλούσαν για την ακμή
Της πυρωμένης βελόνας
Φευ! Η διαφυγή είναι
Ένα αποδημητικό μαντίλι
Στα ριγωτά σκέλη
Των κολασμένων νυμφών
Ένας αποχωρισμός με χαμένα
Τα προδοτικά αργύρια
Των σπινθηροβόλων αρμών
Ένα μυστικό αραξοβόλι
Στον τελευταίο δείπνο
Του επιθανάτιου ρόγχου
Μαδούσαν οι ύπεροι
Της μεταφυσικής νεροσταγόνας
Πόντιζε ο ναύτης
Τρικάταρτες απουσίες
Σε πελάγη άγρυπνα του σκότους
Ωχριούσες βουβός επισκέπτης
Τσεκάριζες την αντοχή
Του πάθους μπροστά στον ιβίσκο
Της μεταμφιεσμένης αυταπάτης
Ξεχνούσες τα ηλεκτρονικά
Σημάδια της μοίρας
Κι έχριζες αυτοκράτορα
Το ηφαιστειακό αηδόνι
Στις χώρες που γεννιούνται
Οι μαύροι κάκτοι του έρωτα
Την νύχτα των μεγάλων βρυχηθμών
Περιδιάβαινες το κορμί μου
Σαν ήχος απόμακρος της όστριας
Λάβωνες την συνισταμένη
Ελπίδα στους κωδικούς του αίματος
Στις Αφίδνες είχες κατακρατήσει
Τον σπόρο του ηλίανθου
Που ευθυγραμμίζονταν στο άπλετο φως
Του απόλυτου μεσημεριού
Στεκόσουν δίπλα στο χορταριασμένο μνήμα
Του φαιού φοινικόδεντρου
Κι ανάξια προετοίμασες την διαφυγή σου
Πικρό σκίνο του άλγους
Αμφίβολα κατέρχεσαι στο κενό    

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Νυχτερινή περίπολος


Υπάρχουν πόλεις παραμυθένιες
Ιστορικές καστροπολιτείες
Προβλήτες του λιμανιού  
Που μόνο στη φαντασία
Των μικρών παιδιών υπάρχουν
-Μέσα στο φευγαλέο τρικ της Αμάλθειας
Και στις τρέσες των γυναικών-
Σπίτια με ορθάνοιχτα παράθυρα
Και κληματαριές αναρριχώμενες
Να φέγγουν οι πτυχώσεις
Του θαλασσινού φορέματος στα σοκάκια

Δρόμοι χαλικόστρωτοι που οδηγούν
Στις αποθήκες με τα κλειστά σεντούκια
Εκεί που αποθέτουν οι κλόουν και τα παιδιά
Τα μαγικά τους φίλτρα
Τα πένθιμα κυπαρισσόμηλα
Της μέντας το φυλακτό
Και τις ασημένιες πόρπες
Της περιπλανώμενης θεατρίνας
Τα σπίτια κρατούν μισάνοιχτες
Τις βαριές τους θύρες
Μπαίνει ο αγωγιάτης
Να ξεκουραστεί
Μαζί με τον επιστήθιο φίλο του
Φίλος με ξύλινα πέδιλα που κρότο δεν κάνουν
Σε πρώτο πλάνο η σαϊτιά του φιδιού
Να γυρνά το μαγκάνι της νύχτας
Να ξεδιψούν φιλιά οι ερωτευμένοι

Οι καμινάδες ανεβάζουν
Τις κρυμμένες ψυχές της δρυός
Τα ρετσινωτά αρώματα
Του έλατου και του νεαρού πεύκου
Τις κυκλωτικές αναθυμιάσεις
Του θυμαριού και της λαδανιάς
Τις ένδοξες τουλίπες από το φως των καντηλιών
Του τσαγιού το νεφέλωμα

Υπάρχουν πόλεις μαγικές
Που τα ηλεκτρικά σύρματα
Έχουν κοπεί από κύκνειους
Γυναικείους λαιμούς
Τις φωτίζει ολονυχτίς
Ο δίσκος του φεγγαριού
Ολόγιομο το φεγγάρι
Προχωρεί στο οδόστρωμα
Να λούζει με σιντέφι
Την αδερφή με το πλούσιο στέρνο

Μια ώρα πριν το χάραμα
Βγαίνουν από τη κρύπτη
Να παρελάσουν
Οι νυχτερινοί περίπολοι
Των έφιππων στρατιωτών
Οι αστραφτερές μαθήτριες
Με τα μοβ ακροδάκτυλα
Οι ακτιβιστές της πλατείας
Που κρατούν αιθέρια τύμπανα
Από δέρματα αντιλόπης
Οι μυστήριοι μαύροι γάτοι
Αινίγματα άλυτα του Οιδίποδα
Που τα μάτια τους ακτινοβολούν
Μαρτυρίες της λιμνοθάλασσας
Και τσιγγάνικα λατρευτικά τραγούδια

Υπάρχουν πόλεις ανέφελες
Με μόνο γυμνές γειτονιές
Πολύδροσες και χρωματιστές
Οι άνθρωποι εκεί δεν πενθούν
Ο θάνατος δεν εισβάλλει
Η Αχερουσία λίμνη στραγγίζει
Μαλάματα λιβάνι και θραύσματα
Της ασημωτής αγριελιάς
Η ρόδα της γης αποδιώχνει
Τα αγριάγκαθα του ναού
Συναρμολογεί και καρφώνει
Το κρουστό πέταλο της ποίησης
Στο μαγιάτικο ξεχερσωμένο κήπο
Σκάει ξάφνου η μήτρα και γεννά αγγέλους
Χαμολούλουδα κάκτων 
Και αρχοντικούς ανθούς λεβάντας

Ευχαριστώ την nameliart 
που έντυσε εικαστικά το ποίημα 

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

ιχώρ της λάμψης



Χάλκινες ραφές έραβες
Πάνω στα φραγκοστάφυλα
Της επηρμένης φλόγας  
Στα μέρη εκείνα του Νότου
Όπου ζούσες απόμακρος
Μαζί με τον εξόριστο ποιητή
Αδιόρατος από το πορτοκαλί υφάδι
Φυγάδευες αργά το δάκρυ σου 
Στην καλύβα με τους απόσκιους
Νερόλακους προστατεύοντας
Την ίριδα του εσταυρωμένου
Νυχτολούλουδου στο αναρρωτήριο
Με τα πράσινα παραθυρόφυλλα
Πονούσες, το απαρηγόρητο κενό
Σε εξαθλίωνε φιλώντας σε
Μέσα στις μαύρες εσθήτες
Της πολύλαλης πεταλούδας
Αναγύρεψες την πικραμένη
Κεραία του εγκλωβισμένου
Ήταν τότε που πέρναγε
Ντυμένη στα λευκά
Η ζωντανή ορδή
Των ακοίμητων μελισσών
Πορεία στο κεχριμπαρένιο νερό
Χόρευαν οι κυκλικοί υδρατμοί
Στο μάγουλο της μοναχικής κόρης
Ονειρευόσουν μια αμμουδιά
Με κελύφη αχινών
Και κόκαλα σουπιάς
Που το κύμα ξέβραζε τις νύχτες
Του ανέσπερου μαλαχίτη
Πράσινη η ουρά του γαλαξία
Παράστεκε την ανέμη του σκότους
Όταν στο πλατύσκαλο απόθετες
Τη στάμνα με τις διαμάντινες ώρες
Η θάλασσα αποκοιμιόταν
Κάτω από το βαρύ της κάλυπτρο
-Απειθάρχητη συνοδός- 
Σαν θαλερός μετεωρίτης
Που χάνει τη πιθανή του πορεία
Και κυρτά γέρνει την πλούσια κόμη του
Στους μαύρους χιτώνες της γης
Μια αγκαλιά αναφαίνονταν
Στους σπόρους της άλικης μιμόζας
Ο χωρισμός βάραινε στα βλέφαρα
Σαν το κοπίδι του ήλιου
Πάνω στο ώριμο στάχυ
Βάραιναν τα βλέφαρα
Ασκήτευε το κρύο χέρι
Αποδιωχνόταν ο σφυγμός των δακρύων
Στο ανώγειο παλάτι του έρωτα
Μαζί με το νεκρό ερωδιό
Στο λιμναίο πάρκο της Υλίκης  
Βλάσταινε η ρίζα της μυρτιάς
Απογευματινές αίλουρες προσευχές
Η ιαχή της καλύπτρας αναπαυόταν
Στους χωμάτινους θόλους των σπηλαίων
Πέταγες ένα πετραδάκι
Στις στεφανωτές υγρές καμάρες 
Άκουγες πολλαπλάσιο τον ήχο
Να διασκορπίζεται στον ιχώρ της λάμψης
Απόκοσμος βάδιζες πάνω στη λάμα του
Στον έρωτα ταγμένος των θεών
Χάλκινες ραφές έραβες
Πάνω στα φραγκοστάφυλα
Της επηρμένης φλόγας   

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

αναγερτό βλέμμα (μικρό μου)


Αναγερτά φορούσες τη περόνη του ήλιου
Εκεί στον αριστερό βραχίωνα, φοβόσουν
Μη και αστοχήσει το πύρινο βόλι της όστριας
Πάνω στην άλω της βακχικής ζαμπέλας
Χρώμα σκληρό του δέρματος
Πέτρωμα του αχάτη αιχμηρό δόρυ κυρτό του έρωτα
Να κόβει οριζόντια τα πτερύγια του ορίζοντα
Οπλή χαραγμένη στην αμμουδιά των κρυστάλλων
Σαν απουσία αποδιωγμένη από το κάματο του κύματος
Πηγή δακρυρροούσα τον μουσικό λυγμό
Έτσι αχνά να διαφαίνεται η ρίζα του λαιμού σου
Που απόγεια αναβλύζει νύχτιο σκλήθρο και ελατοκορφές
Μικρό κορίτσι εσύ λέαινα της σαβάνας
Με τους έγχρωμους βοστρύχους
Ποιος μίτος οδηγεί στον λαβύρινθο σου;
Κυματισμός τρελός βαραίνει τα βλέφαρα σου
Γοητευμένος ο ουράνιος θόλος
Περισφίγγει τα εφηβικά σου δίχτυα
Δίχτυα βαριά απλόχερα στο πέλαγος
Ψαριά του αιώνιου αρσενικού
Ο έρωτας ματίζει τους υγρούς σου κόρφους
Βγαίνει το φαιό παλίμψηστο
Των όρκων να σε προϋπαντήσει
Μικρό κορίτσι εσύ γοργόνα μυθικών αινιγμάτων
Οι πλόιμες μέρες σου με οδηγούν στα ακρόβραχα
Εκεί που κατοικείς με τις ορφικές σου άρπες
Να δέσω θέλησα στην αβρή παλάμη σου
Ένα μικρό χρυσόφτερο του αδερφού σου γλάρου
Να σε στολίσω με φίλντισι το δρόμο να μη χάσεις
Να σε μαγέψω με τα  φίλτρα της καρδιάς για να με βρεις
Καθώς στητά θα ξενιτεύεις τη σαΐτα  της ματιάς σου
Πάνω στην βυθισμένη χώρα των παγετώνων που ζεις
Μέχρι να σημάνει του πόθου σου η ώρα
Στράγγισμα της χνούδινης αγκάλης σου
Μικρό κορίτσι εσύ γραμμωμένη σκιά του σύθαμπου
Κόβεις το φως σε λόγχες σπαθωτές υπαίθριου βιτρό
Αφήνεις πανάκριβα το βλέμμα σου να γυροφέρνει
Στις χαρτογραφημένες ακτές του αδρού σου πιγουνιού
Λάκτισα δυο πέρλες λευκές από το λύχνο των ματιών σου
Να φέγγει ο δρόμος μου σαν πρωινή ομίχλη
Μη και σκοντάψω στην άργιλο των χειλιών σου
Μικρό κορίτσι εσύ του ουρανού αιμάτινη φρεγάτα
Προσκυνητής στον όρθρο σου προσφεύγω
Μέσα στου ναού σου τα σφριγηλά θεμέλια να ζεσταθώ

Ευχαριστώ πολύ τη Christina
που έντυσε το ποίημα εικαστικά
     

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

ξένιος αναχωρητής


Ξενίστηκα νωρίς την ώρα εκείνη που ήμουν
Το τιμώμενο πρόσωπο της ένδοξης ρίμας
Αναχωρητής ταγός των μετέωρων υδάτων
Οι συστάσεις της αυγής αποσιωπημένες στο χθες
Παρακρατούσαν τα στοιχεία της ενοχικής Ίρμας
Στο ηλιοδρόμιο του φλεγόμενου πόθου
Συναντούσες τους παρελθόντες έρωτες των βυθών  
Οι ακριβείς ημερομηνίες πόντισης είχαν χαθεί
Απάντηση δεν πήραμε στο άλγος του πένθους
Κυνηγοί αφουγκράζονταν απαλά τη φλέβα της γης
Οι βάγιες κομμένες στο αριστερό γόνατο
Εκεί στο πλάι που η Πυθία προμήνυε
Την μυθική αρπαγή του μικρού Ναυτίλου
Αποξεχαστήκαμε στα όνειρα σαν ανάεροι αετοί
Στην χοάνη του πευκώνα κρύψαμε τα αντικλείδια
Του ανακλώμενου σεληνόφωτος
Κανείς δεν φρουρούσε πλέον το Επταπύργιο
Με τις ανυποψίαστες αγράμπελες
Στα δύο αγάλματα αναθέσαμε
Τις διχαλωτές ακμές των Άνδεων
Το αρχιπέλαγος δοσμένο πιστά στα χέρια μας
Από καταβολής του ένθεου πανικού
Περιφερόσουν εύανθος σε στάδια και σε αρένες
Με διχασμένες τις εμπρήστριες των αναμνήσεων
Έμοιαζες με πέπλο της  Άνοιξης σκεπασμένο
Με τις σκιώδεις φυλλωσιές των σκίνων
Ανάσαιναν τα βότσαλα πολύτιμα μέταλλα
Ο ταυρομάχος φορούσε
Ένα κόκκινο περιβραχιόνιο
Στέκονταν απέναντι στα πλήθη γυμνός
Με μόνο το δέος της επερχόμενης μάχης
Στα υγρά του μάτια
Στεφανωμένοι Μινωίτες
Υμνούσαν τις ρωμαλέες διαθλάσεις
Των υπερκόσμιων ηλιαχτίδων    
Στα ανάκτορα δεν είχε απομείνει κανείς
Κορίτσια με έγχρωμους ώμους
Δρασκελούσαν τις σπηλαιώδεις τοιχογραφίες
Το δακτυλίδι με την αχνή σφραγίδα
Ξέπεσε στο πανάρχαιο πηγάδι της σελήνης
Αποξεχνιόσουν στους μηρούς των βιβλικών νεκρών
Θρηνούσε το μπονζάι της γέρικης αγριελιάς
Συστρεφόμενο στις πενιχρές του ρίζες
Οι κόκκινες αμαρυλλίδες φέγγιζαν
Στα δώματα με τους αμαρτωλούς δανδήδες
Έστρεφες το πρόσωπο σου στο ακραιφνές κενό
Να απαγκιστρώσεις το μέγα μυστήριο της διττής λέξης
Ξένιος πολιορκητής εσύ που μαρτυράς στην οργή
Απόξενος τρυγητής εσύ που αναρριγάς στη μέθη
Ονειροτόκος ταξιδευτής εσύ που εφορμάς στα νέφη
Ξενίστηκα νωρίς την ώρα εκείνη που ήμουν
Το τιμώμενο πρόσωπο της ένδοξης ρίμας 

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

η προσευχή του πόθου



Νεκρολούλουδα κρατούσες στα χέρια σου
Άλικα να τα μαδάει ο αγέρας των παρθένων
Ωρών με δυο λαμπιόνια άσβεστα στο κόρφο
Χορευτής άνεμος μπάτσιζε με πελαγίσιες ριπές
Το πρόσωπο σου στις ανώγειες θαλασσορωγμές
Εκεί που τις μέρες του καλοκαιριού περιπλανιόσουν  
Με τα τρεμάμενα βαθυγάλαζα δελφίνια
Της Ακροναυπλίας κατάσαρκα στο μέγα κύμα
Κυπαρισσότοπος κορυδαλλών με απόκρυφα Αγάλματα
Άκαμπτες σιταρήθρες και νυχτέρια γρύλων
Να πάλλει το ζάρι της ζωής ανάμεσα στις ένδοξες
Ορτανσίες χορηγός μιας αδαμάντινης λάμψης 
Τα γόνατα λύγιζαν μπροστά στο ιεροεξεταστήριο
Των υπέρθυρων κιόνων της ιεράς πολιτείας
Καθοδηγούμενες προσευχές πρόσταζαν ψυχρά
Την μετάνοια της ανάδελφης ορχήστρας
Μουσικές εσπερίδες στο υδατοφράκτη της προσμονής 
Φυλάκιζαν ήχους και κλαγγές σαξοφώνων
Το ψηφιδωτό των αισθήσεων καταμαρτυρούσε
Την ανασαιμιά του ασκητικού ιππόκαμπου
Θάλασσες δακρύων και γραίγοι υψιπετείς 
Συνωστίζονταν στο ζεστό φιλί της φιλύρας
Διψούσε η πηγή της νεραγκούλας το πόθο 
Αψύ το μέταλλο της ομιχλώδης ηλακάτης
Πάσχιζε να υφάνει την κεντρομόλο
Επιφάνεια της μοναχικής Ανδρομέδας
Δέντρα με ολοζώντανους δράκους στα φυλλώματα 
Έκαιγαν τα χέρια της λουόμενης κόρης 
Κοντάρια της ανέμελης βροχής
Άδραχναν σκληρά τους πόρους
Του σεπτού σου πέλματος
Μαίανδροι φυσικοί της έχιδνας
Χαράκωναν τις αδρές ρυτίδες του μετώπου
Περιβόλια με ολόφρεσκες περικοκλάδες
Ξετύλιγαν τις κρήνες των υποθαλάσσιων παθών  
Κήποι σεπτοί με νότες αγριόκυκνων  
Πετάριζαν στους μελλοθάνατους ύμνους της Αλόης  
Ένας Απολλώνιος άσπρος ίσκιος καλπάζοντας 
Αποτύπωνε το φως στους εαρινούς άκανθους
Το μανουάλι της καρδιάς αναμμένο
Συλλάβιζε το τροπάριο της οργίλης ήττας
Μια προσευχή θεϊκή του υστερότοκου έρωτα 
Σπαράζουσα ανέβαινε στα λάγνα σου χείλη  
Νεκρολούλουδα φύτρωναν στα χέρια σου
Άλικα να τα μαδάει ο αγέρας των παρθένων
Ωρών με δυο λαμπιόνια ηδονικά στο κόρφο

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

η γύρη της λήθης


Άτακτα τάγματα άπορων σπουργιτιών
Κατέλυσαν τις αλέες της πόλης
Πλάι στους ιστούς του εαρινού δρόμου
Μελαγχολικές υδραντλίες της φυγής  
Θορυβήθηκαν οι σπάνιοι κάλυκες
Των λευκών αστρολούλουδων
Έγυραν τεθλιμμένα και βουβά
Τα σγουρά κεφάλια της μικρής
Καλεντούλας στο πλοιάριο της ζωής
Οι βιοποριστές  της παραλίας
Φύσηξαν αγριεμένοι από το μεθύσι 
Την μπουρού του αρχιπελάγους
Χελιδονοουρές κυμάτισαν
Πάνω στα καφενεία των άστεγων
Προφητών και των λιποτακτών της βροχής 
Οι χρησμοί της ασημένιας ομίχλης
Εκτεθειμένοι κι ανερμήνευτοι 
Ακουμπούσαν στις σκαιές πληγές
Της ευλαβικής λεύκας
Στο πάρκο με τον τυφλό βιολιστή
Βγήκαν τα παιδιά με τα χρυσά λάφυρα 
Οδοιπορούσε το κλέφτικο χιόνι του στίχου
Να συνθέσει τον παιάνα του υπαίθριου άνθους   
Τα μονοπάτια και τα φαράγγια 
Της Όσσας πλημμύρισαν 
Με χαλύβδινους ανθρώπινους καημούς 
Έκαιγε θειάφι και σμύρνα 
Στο θυμιατό των ξεραμένων
Πευκοβελόνων εκεί στο ερημοκλήσι
Με τον ουράνιο άστρινο τρούλο 
Ακάλυπτο το δάκρυ πότιζε 
Το οπάλιο μάγουλο 
Της αμφιλύκης με τις δέσμες της αγάπης  
Μουσκεμένοι οι μηροί έτρεμαν μαζί
Με τα βαθυγάλαζα μάτια 
Του Άχραντου Έρωτα των βυθών 
Ανοικτές πληγές και ανεμικές παντιέρες
Έφεραν το σπόρο του αναγεννημένου 
Σύμπαντος στη κοίτη του ερωτόληπτου Πάμισου 
Όχθες με ποταμόχορτα βότσαλα και μούσκλια 
Αφιερώνονταν στη ροή της άνωθεν γης 
Πικροί δουλευτές ξεχέρσωναν
Το φως του ανθρακίτη
Από το πουκάμισο της γυναίκας
Αργός κι επώδυνος ο θάνατος 
Σημάδευε με δηλητηριασμένα βέλη 
Το γόνιμο χώμα της οπτασίας 
Βάραινε η ζωή στο ζεμπίλι της κόρης  
Η άμπελος κόχλαζε στο γιοματάρι του Ήλιου
Τον οίνο και τα κρασοστάφυλα 
Της νεογέννητης Λακωνικής κοιλάδας
Βομβούσε η μέλισσα μπροστά 
Στους βοστρύχους της Απέθαντης νεραντζιάς 
Ο μανιασμένος άνεμος ύμνος της ζωής 
Χτυπούσε και λάξευε τη πληγή 
Της λησμονημένης  Πανάρετης
Ήρθε ο καιρός της αναπαράστασης του φονικού 
Κλείσε την αυλαία πριν τα σπουργίτια 
Αναπολήσουν το κρύο χνώτο των συστάδων
Και ακμαία δοθούν στη γύρη της λήθης παντοτινά  

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

η μπαλάντα των μουσών


Το χακί της ανοιξιάτικης νύχτας
Είναι το κλειδί των Λυδικών φυλακών
Το χαμόγελο της στρατευμένης χαράς
Που λάμνει στο σκούρο κάγκελο του ναού
Με ένα γράμμα ερωτικό στη τσέπη
Τα αστέρια του ουρανού στασιάζουν
Μπροστά στο φως της τρεμάμενης αναλαμπής
Ο αποσπερίτης κρούει μια μικρή καμπάνα
Σμιλευμένη στο αδιαίρετο κέντρο
Του ήλιου και στης σελήνης τη φαρέτρα
Απάτητες απλόχωρες οι εκτάσεις
Που αρμονικά διάβαζες τις γραμμές τους
Τα πολυβολεία θαμποί καθρέφτες
Με είδωλα ανεμόδαρτων γλάρων
Το τατουάζ ξέφτισε στους μηρούς
Της λικνιζόμενης μπαλαρίνας
Το χακί της ανοιξιάτικης νύχτας
Είναι το άρωμα της μακρινής μανόλιας
Το όραμα της παλιάς αχυρένιας πολυθρόνας
Που πάνω της ξεκουράζεται
Ο πολεμιστής λαϊκός μάρτυρας
Της πυρπολημένης πεταλούδας
Πυρετός μπλοκάρει τους μαγικούς
Λεπτοδείκτες του υπαίθριου ρολογιού
Ο ερχομός του θερμαστή στο λατομείο
Ανατινάζει τις μεταξωτές κάλτσες
Της έγχρωμης ιερόδουλης
Τα γιασεμιά της πουλήθηκαν
Σε τιμή ευκαιρίας στα πλωτά παζάρια
Ναυαγοσώστες αποσύρουν στο σκοτάδι
Τις σκουριασμένες άγκυρες
Και τα αγάλματα των κούρων της πλατείας
Χαλιά με μαινάδες και σάτυρους
Στρώνονται στο ιερό βήμα του έρωτα
Τάματα ακριβά στο μεσαίο δάκτυλο
Της ατιμασμένης αδερφής προσκρούουν
Στις γροθιές της ανθισμένης τρικοκκιάς
Μένουν οι σκοτωμένοι ερωδιοί άταφοι
Στα κοιμητήρια ζητούν σειρά προτεραιότητας
Κυπάρισσοι αργοσαλεύουν
Τις φαιοπράσινες χλαίνες τους και μειδιούν
Το χακί της ανοιξιάτικης νύχτας
Είναι το μεσιανό κατάρτι
Της Αιγαιοπελαγίτικης πολιτείας
Ανήμερα στη γιορτή
Της πολιούχου Ορθίας Αρτέμιδος    

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

απαγορευμένη συνομιλία


Η αναχώρηση ορίστηκε στις 5μ.μ
Τριμμένα χαρτιά αποσιωπήσεις ζωής
Χωρίς μεθεπόμενους προορισμούς
Χάθηκαν οι διευθύνσεις των παρόδων
Που ακροπατούσες αβέβαιος
Η ζωή με αποτυπώματα γνήσια
Αμαρτάνει στη συνήθεια των διωγμών
Μένει μονάχα η αποβίβαση να πραγματωθεί
Βαλίτσες ξέχειλες με στοίβες κηρήθρων
Τρένα που κλειδώνουν αναμνήσεις
Στα ατίθασα μέλη της βουκέντρας
Παρηχήσεις πλοίων που εξωκοίλουν
Στις παρυφές των νεκρών Νηρηίδων
Φορτηγά με προσημειωμένες πορείες
Ένα χαντάκι σμίλη στη ροή των ωρών
Δαίδαλοι ωραιοί καλύπτουν με κερωμένες
Σημαίες το βουβό σώμα του πελάγου
Πικρός καφές να σε συνόδευει
Τσιγάρο στριφτό σέρτικο
Η συντροφιά κρύβει την συντριβή
Της απαγορευμένης νουβέλας
Οι ήρωες μεθούν με λευκές
Περγαμηνές χτυπώντας το τέλι της θύρας
Καταδότες καταγράφουν
Την απαγορευμένη συνομιλία
Κίβδηλος ο χρόνος μακαρίζει
Το οργιαστικό κόκκινο της παπαρούνας
Συνταξιδιώτες οδοφραγμάτων
Κρούουν αυλούς και σήμαντρα
Μπροστά στα διπλοκλειδωμένα
Ερημοκλήσια των παγωμένων Αγίων
Χαμηλωμένα τα παραθυρόφυλλα
Κυριεύουν στο πετάρισμα της όρασης
Την ακριβή αδούλωτη αξία της αγάπης
Επανέρχεται αργά το άλγος της επαφής
Πάνω στο χρυσοκέντητο τούνελ
Του διακορευμένου Έρωτα
Ήρεμο ήμαρ βυθοσκοπεί
Το ρευστό κελαρυστό ποτάμι
Της αρχαίας Λούσιας αγκάλης
Το δάκρυ λοιδορεί τους νύχτιους 
Αφορισμούς της ειμαρμένης παγόδας
Η αναχώρηση ορίστηκε στις 5μ.μ
Τριμμένα χαρτιά αποσιωπήσεις ζωής
Χωρίς μεθεπόμενους προορισμούς    

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

η περιδίνηση του όρκου



Ανάπαιστοι σιωπές και μωβ βιολέτες
Στόλιζαν τον επιθανάτιο θρήνο
Του ασβεστωμένου κάστρου
Μια περιδίνηση ξαφνική
Της μοιραίας αστραπής πάνω στις
Κακώσεις που χάραξαν οι ορδές
Των μακρόθυμων πεύκων
Στα θεμέλια του γκρίζου θανάτου
Απίθωνες το χέρι σου
Πάνω στο ψίθυρο του βιολιού
Μιλούσες με τον κοίλο φακό
Αριστερά στο στέρνο σου
Το αύριο μια λέξη
Φασκιωμένη από το σκοτάδι
Μεμψιμοιρούσες σαν τον μικρό
Θαλασσομάχο μπροστά
στο προσκυνητάρι του κύματος
Πως απασφαλίζεται  πες μου
Ο θυμός του χαμινιού
Που σου γυάλισε
Τα παπούτσια με τις τρύπες σόλες;
Οι δροσοσταλίδες δεν γερνούν
Απάντησες
Απλά και μόνο
Ταριχεύουν τα όνειρα τους
Στα μακρόμαυρα μαλλιά
Της νύχτας
Βουβές κι αιώνιες
-Οι φυσιοδίφες εμπιστεύονται  
Στις καλοκυράδες του Ρεμπώ
Τον όνυχα της αράχνης-
Ξαναγεννιούνται οι δροσοσταλίδες
Πάνω στα μενεξεδένια
Κρουστά μαντήλια του πετρόχορτου
Εκεί κοντά στο καρπό
Του πέτρινου λήθαργου
Ακουμπισμένος ράθυμα
Συνήθιζες να ανασαίνες κάθε πρωί
Τα μύρα της ανθισμένης τρικοκκιάς
Αναρριχώμενος πάντα στις πλευρές
Της ανίκητης Άνοιξης
Να φτάσεις που;
Στην άγονη κοιλάδα την εσπέρα
Περίμενες βουβός το φεγγαρόφωτο
Και με μια χούφτα σκόνη χλόης
Στα ματόκλαδα σου
Να σε περισφίγγει απαλά
Σαν τη θηλιά των τρομαγμένων Δαναών  
-Παρείσφρηση οικτρή του πόνου-
Οι λευκοί αμαξηλάτες
Περίμεναν την βροχή των δακρύων
Δάκρυα ζεστά του φλοίσβου
Δάκρυα ηχηρά από αρχαίο σουραύλι
Δάκρυα θύελλας της τρυφερής κληματσίδας
Γύριζε το μαγκανοπήγαδο
Της αυταρέσκειας σου αργά
Το δάσος έθαλλε στις φτερούγες του
Η φωλιά της δασολάλητης πέρδικας
Μοναχική και συλλημένη
Από τους κουρσάρους
Της κατηφορικής λιακάδας
Μαύρους κρίνους έμπαζες
Στα μύχια σπλάχνα
Της θετικής ώρας
Αποσβολωμένος
Από τη γύμνια της ψυχής
Ανοιχτά τα χέρια σου
Θεατρικά στους χωμάτινους δρόμους
Έκλειναν μικρές κουκκίδες γύρης
Στις απολήξεις των δακτύλων τους
Έφυγα κρατώντας την εικόνα σου
Και την απροσπέλαστη ανάκλαση
Των ματιών σου στα χείλη μου
Όταν φιλώ το χέρι Του Θεού
Αφήνω το σημάδι σου
Χνάρι χρυσό στην νιότη της αγάπης
Όρκος βαθύς στο κέλυφος του έρωτα
Ανάπαιστοι σιωπές και μωβ βιολέτες
Στόλιζαν τον επιθανάτιο θρήνο
Του ασβεστωμένου κάστρου
Έφυγες
Εξιλεώνοντας τις όχθες 
Της δικής σου δίνης