Η νύχτα χρυσοποίκιλτο φορά φόρεμα κι έρχεται
δώρα να αφήσει στα πόδια σου.
Χρυσάφι ατόφιο η μνήμη να τροφοδοτείται.
Μαύρα μαργαριτάρια αλιευμένα από το άλλο
μισό του φεγγαριού για να ξεστρατίζεις από τα επίγεια.
Μπαρούτι εύφλεκτο τους στασιαστές του έρωτα να χτυπά
και να τους αποθέτει δέσμιους στου αναστοχασμού το περιβόλι.
Έχει επίλεκτους εραστές η νύχτα και συμμαχεί μαζί τους.
Τα άγια των αγίων βγάζει στις πύλες της στο τέταρτο
κάθε ώρας για να μεταλαμβάνουν τα κατάστικτα σώματα.
Καλλονή η νύχτα μαθητεύει δίπλα στα παιδιά,
στους τρελούς και τους αλαφροΐσκιωτους
Αυτοί μετρούν τα αστέρια της και πάντα βγάζουν
λάθος αποτέλεσμα μα αυτή δεν πικραίνεται, ξέρει να
συγχωρά και λαδάκι να τους βάζει στο μέτωπο.
Αδέρφια τους βαφτίζει και ατελείωτους πιάνει
διάλογους μαζί τους, για φονικά μεγάλα, για άπαρτα
κάστρα και για ταμπουρωμένες καρδιές που με νεράκι
απ' τις σεληνιακές πηγές ξεδιψούν και ποτέ δεν
χάνουν το ραντεβού με τον σάρκινο εισβολέα.
Η νύχτα ξαγρυπνά πλάι σε τρίστρατα και σε λευκές
κλίνες αειπάρθενες.
Το δρόμο που θα πάρεις ποτέ δεν σου ορίζει.
Εσύ ο διαβάτης που ταγάρι βαστάς γεμάτο χάρτες.
Εσύ ο πυρπολητής που τα όνειρα φυγαδεύεις σε
πηγάδια τσιμενταρισμένα.
Εσύ ο αμαρτωλός που στο μεσιανό κατάρτι έχεις
δεθεί με πενάκι στο χέρι και αχειροποίητα ποιήματα
στην μπαλωμένη τσέπη.
Ξελογιάστρα η νύχτα σε παλάτια ερέβους ζει.
Στρώνει παχιά χαλιά κι απ' τα χέρι σε τραβά στον
χορό να σε μπάσει.
Αγαπά τα μπλουζ και τα ιδρωμένα σώματα.
Μαζί τους χορεύει.
Μαζί τους αθάνατο τους κερνά νερό.
Μαζί τους παρασκευάζει μαγικά φίλτρα και τον
έρωτα απ' την μέση πιάνει και στου γλεντιού την χώρα
τον οδηγεί.
Αναψοκοκκινισμένη η νύχτα τα αιμάτινα φορά πέπλα
της ηδονής και του πάθους.
Το κρεβάτι της, αφράτη κοιλιά εφηβική είναι.
Εκεί το φιλί, εκεί το χάδι, εκεί το σπασμένο αριθμητήριο.
Άγρυπνη μένει και παραισθησιογόνα σε βελούδινες
θήκες ερμητικά κλείνει.
Ξέρει να χαρίζεται χωρίς να χρεώνει λογαριασμό.
Ξέρει ανοίγει νέες πληγές που ράμματα δεν παίρνουν.
Ξέρει να μεθά με το κρασί των ολύμπιων ανάμεικτο με αίμα.
Τροβαδούρος της είμαι και υπασπιστής της πρόθυμος.
Αγαπητικιά μου την κάνω και στο καντήλι της ημισελήνου
αγνό λάδι δεν ξεχνώ να βάζω.
Δρόμους στον γαλαξία ανοίγω με φτυαριές βαθιές
για να υποδεχτώ εκεί τους παράνομους και τους ξελογιασμένους
ακολούθους της να τους ορίσω και απόστολους πάνω στη γη.