Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

η ενδέκατη ώρα


Πονούσε η χορδή της καρδιάς
Στην θέα του ερεβώδους ωκεανού
Σήκωνες τα χέρια ψηλά
Να φτάσεις τους πολιορκητές
Της Άγιας Αρμύρας
Αποστασιοποιημένος πάντα
Στα κελιά των μοναχικών λειμώνων
Οξειδωνόσουν σε πλανήτες
Μακρινών ονειροδρομίων
Έκλαιγε η Αυγή
Με το τραχύ ύφασμα στο χέρι
Και τα μπουκέτα της αγράμπελης
Στην περίφρακτη αγκάλη
Υποταγμένη λες από χρόνια
Να ανακοινώνει αργά και παρήγορα
Τις οικτρές αναχωρήσεις
Και τις άχρονες αναγγελίες
Των υπόγειων σιδηροδρόμων
Άφαντοι οι επιβάτες
Ολοφύρονταν
Στις τροχιές του ισημερινού
Τα λαβωμένα δάκρυα τους
Κυλούσαν αέναα μετά
Πάνω στην προβλήτα
Με τις τρέμουσες γωνίες
Μαστίγωνε η σελήνη
Τον τροχό και το θείο χέλι
Του αόρατου ποταμού
Οι πέστροφες των πόλεων αδερφές
Βυθίζονταν απαλά
Σε καλοσυνάτες μοναξιές
Αργοπορούσες στην κλίμακα
Των τραυμάτων πυώδης και ωχρός
Σαν τη γλώσσα του φιδιού
Που παραπαίει στο φως
Φλέγονταν τα υπέρθυρα
Της πράσινης ματιάς
Κραυγές έγερσης σε διαπερνούσαν
Θάλασσες και σμήνη γλάρων
Περιέβαλλαν το δαχτυλίδι του πόθου
Με την αλυσίδα του νερού
Μοσχοβολούσε το άπαρτο
Στέμμα του έρωτα
Λεμονάνθια και υγρές αμαρυλλίδες
Οι αιώνες των αγαλμάτων
Σήμαιναν την ενδέκατη ώρα
Απωθούσαν τα νεκρά χέρια των πηγαδιών
Και την χοάνη της πορφύρας
Σε μακρινούς απόκρυφους μαιάνδρους
Ατημέλητος διάβαινες
Και δειλά προσκαλούσες
Το πάλλευκο περιστέρι
Στο περβάζι με τα αειθαλή ρόδα
Και τους πικραμένους κατιφέδες
Εμβόλιζες τις πτυχώσεις
Της γιορτινής γιρλάντας
Στον στολισμένο πόντο
Των θριαμβικών ενθυμήσεων
Μια χούφτα ασημένιου δελφινιού
Πρόδιδε το βλέμμα του Αδερφού
Τα λύτρα σου παραγκωνισμένα
Στις φιλύποπτες φραγκοσυκιές
Του εφήμερου Έρωτα
Βραδιά δυσοίωνη
Με τα σκάφανδρα
Ενός βραδυφλεγή Δεκέμβρη
Πώς να δώσεις έμφαση
Στην ματωμένη πλευρά
Του φεγγαρόφωτου;
Πονούσε η χορδή της καρδιάς
Στην θέα του ερεβώδους ωκεανού 
Σήκωνες τα χέρια ψηλά
Να φτάσεις τους πολιορκητές
Της Άγιας Αρμύρας

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

η εφαπτομένη της ζωής


Ύψωνες την εφαπτομένη της καρδιάς
Μπροστά στη μαβιά σημαία της Δύσης 
Αλύτρωτος βάδιζες
Παγιδευμένος 
Στις κυανώσεις της άναρχης λήθης
Έρχονταν η νύχτα με τους νάρδους
Και τους κρίνους στο χέρι
Καρδιοχτυπούσες
Ανάπλεκες λέξεις
Βουβή η νύχτα
Σε χτυπούσε με το ρομφαία της
Και το αιχμηρό χαράκι στους ώμους
Σκιρτούσες
Σαν μπροστά σε μια παλιά
Αγαπημένη φωτογραφία
Ταπεινωτικά θαμμένη
Στην αφιλόξενη τσέπη του χρόνου
Ποτέ το παρελθόν δεν σε σκίασε
Με τις προκρούστειες κλίνες του
Είχες  τις πόρπες σου καλογυαλισμένες
Το τόξο σου στο ερμάρι των πλανητών
Και τη σοφή σου κλεψύδρα στα αιμάτινα
Κλαριά της χαραυγής
Διάστικτο το φεγγάρι
Παράστεκε  το αφιονισμένο
Κυπαρίσσι του αναφιλητού
Ολόγραμμα ζωής μιας σπονδής
Στον κήπο με τα διαυγή αγάλματα

Ένας προφήτης μελετούσε
Τον ρόγχο του κόκκινου ουρανού
Παραδόθηκαν οι ρίζες του έρωτα έλεγε
Στους ωχρούς βράχους
Με τις κρύες πηγές
Η νύχτα σκούπιζε τη τέφρα της
Άναβε τα αστέρια
Των κολασμένων ποιητών
Με τα μεγάλα όνειρα
Και τα σταυροκάρφια στο χέρι
Προνοούσε για τους
Μυστικούς τους περιπάτους
Στα βαλτώδη νερά του Άδη
Κι έδινε το αντίτιμο
Στον βαρκάρη
Της Αχερουσίας αγκάλης
Τα δάκρυα των μυστών ύφαιναν
Τις εύθραυστες φτέρες
Και την άδολη μνήμη των άνθεων
Ο θάνατος έπλενε
Τα χέρια της ζωής
Με το αρμυρό νερό των βωμών
Και τα μύρα των ασφόδελων
Έσβηνε το μονόγραμμα σου
Από την άμμο των κυμάτων
Αδρανής ο μύθος των ουρανών
Πρόβαλε τα ικριώματα
Των διυλισμένων νεφών
Στον υπέργειο υδρατμό της μουσικής
Ύψωνες την εφαπτομένη της ζωής
Μπροστά στη μαβιά σημαία της Δύσης
Αλύτρωτος βάδιζες
Παγιδευμένος 
Στις κυανώσεις της άναρχης ανάμνησης 

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

το πληγωμένο χέρι του έρωτα



Με ευχές ντύσαμε το ασημένιο πουκάμισο της αρπαγής 
Μάτωνε το σώμα στην ανάκρουση του τελευταίου μύθου
Περιμέναμε ανέστιοι μπροστά στον φεγγερό ορίζοντα
Λυπημένοι να δούμε  την φρενιασμένη λήθη να περνά
Φοβηθήκαμε να κοιτάξουμε το στεφάνι του πηγαδιού
Η λάμα κύρτωνε πάνω στο λεκιασμένο μπράτσο της λίμνης 
Ήταν νωρίς να αποκοιμίσεις τα όνειρα πάνω στον πάγο
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

Προσπέσαμε θρηνητικά  ένα πρωί στο άρμα της αγάπης
Ο χωρισμός σπαραγμένο αιλουροειδές χωρίς αίμα 
Ένας ύφαλος ο πόνος κυμάτιζε στα στήθη μας
Δεν πήραμε απόκριση, θυμωμένο το κτέρισμα
Με το κέρινο χερούλι πολιορκούσε τα απογεύματα μας
Μακρινές εξοχές συλλάβιζαν τις αποχρωματώσεις του κάδρου
Στένεψαν οι θάλασσες και τα βυσσινιά μουράγια
Πάνω στα  χείλη των ψαράδων απλώθηκε το χαραγμένο
Όστρακο των Αδερφών με τα κατάστικτα μάτια
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

Μέσα σε διττές απουσίες καλύψαμε τον αγιασμό
Με το σκουρόχρωμο βασιλικό και την μεθυσμένη λεβάντα
Το θυμίαμα έκαιγε στο αργυρό φτερό του αητού
Χρύσιζε ο ουρανός το ρόδο έπεφτε  νεκρό στα πόδια μας
Αιχμηρούς σταυρούς καρφώσαμε στο φεγγίτη του σπηλαίου
Δίπλα στον σταλαγμίτη βρήκαμε το σφαγιασμένο
Φως του αποσταμένου κωδωνοκρούστη, δεν μας μίλησε
Κινούσε τα χέρια του δεξιόστροφα σαν να ήθελε να πετάξει   
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

Στην αποτέφρωση του κορμιού μας συνάξαμε σταγόνα σταγόνα
Την αφρώδη αρμύρα, απέριττοι περιμέναμε το ξημέρωμα
Έπειτα ήρθαν οι άγγελοι με τις λευκές τριζάτες μπλούζες
Μας φίλησαν στο μέτωπο και ένα κλωνάρι βάγιας μας χάρισαν
Σε πολυεπίπεδες αίθουσες μας οδήγησαν, βγάλαμε τα μαντήλια μας
Στρίψαμε τσιγάρο με φεγγαρόσκονη μη μας αναγνωρίσει ο δήμιος
Τα απογεύματα την ώρα του καφέ αυτοκτονούσαμε στη γαλήνη του τραπεζιού
Μαζεύαμε τα ψίχουλα από το μπαγιάτικο μάτι του ήλιου και  δέσμιοι
Περιμέναμε μάταια το πιάνο να κατρακυλήσει τις νότες του στην ψυχή μας
Ελεήμονες σβήναμε τα πέλματα μας από τις τροχιές και τα σκοινιά του χρόνου
Απάντηση δεν πήραμε για το άγος, η ζωή μας πύρωνε τους κρυστάλλους
Είχαμε χρόνια αποκλεισμένοι στα θαλερά μαύρα κουτιά της αγάπης
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

στον φίλο Φάρο

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

σουρεαλιστικά δρώμενα


"γωνιομετρώ τις εγκάρσιες φλέβες σου
εκεί που ζεις με ένα άλικο λουλούδι στα χείλη" 



Έκλεισες τη ζωή σου
Σε ένα σπίτι δίπλα
Στην αρχαϊκή πλατεία
Λιτός ο χώρος
Ρυτιδωμένος
Από τα γκρίζες ριπές
Της ύστερης καταιγίδας
Ο καστανάς σαν ευέλικτος
Ζογκλέρ
Έστελνε τις φρεσκοψημένες
Ψίχες του
Στα νεαρά ζευγάρια
Με τους ιώδεις
Χαρταετούς
Τα παιδιά απουσίαζαν
Στις σπονδυλωτές ζωγραφιές
Του δάσους
Οι μανάδες έτριβαν
Με χαρά τις φιλικές
Παλάμες τους
Ανυπομονούσαν
Σήμερα δεν πέρασε
Ο ταχυδρόμος
Τα γράμματα αποξεχάστηκαν
Στο πηγάδι του άφωνου
Επταπύργιου
Δίπλα στο περίπτερο
Το τρενάκι συλλάβιζε
Τους τριγμούς
Της απέθαντης άρπας
Είχε ένα κόκκινο κουμπί
Και μια κερματοθήκη
Διχασμένης απουσίας
Σώπαινε
Δυο σταγόνες ιδρώτα
Στις ρόδες του
Και μια ανάμνηση
Μακρινής εξοχής
Στον σκυρόδετο
Ανεμοδείχτη της
Ενόρασης
Κλείδωνε η ζωή
Την βουλιαγμένη
Σιωπή της
Στο ξαναμμένο
Παγκάκι με τη γκρι
Ομπρέλα

Έκλεισες τη ζωή σου
Σε ένα σπίτι δίπλα 
Στην αρχαϊκή πλατεία
Αβρός ο χώρος
Λεπτοδεμένος 
Σαν τη μικρή φλέβα
Της ανήσυχης 
Θυγατέρας 
Που καθέλκυε τους
Μανδύες του
Απογεύματος   
Το άγαλμα χρέωνε
Στους θλιβερούς 
Περιπατητές
Την αισιοδοξία 
Της πράσινης γρίλιας 
Ζητούσε το αντίτιμο
Της γλυκόριζας 
Χωρίς να ματώσει 
Τη μουσκεμένη του 
Κνήμη 
Πονούσε ο έρωτας
Καμπάνες ακούστηκαν
Από τα οδοφράγματα 
Της πολιτείας 
Το κωδωνοστάσιο 
Αποχαιρετούσε τη σκόνη
Του ορίζοντα
Μέσα από την έλξη της 
Μεσιανής Πέτρας
Το μάρμαρο 
Σιγμοειδείς ποταμός
Χάραζε αγγελικά 
Αρχικά πάνω στην μετόπη του

Έκλεισες τη ζωή σου
Σε ένα σπίτι δίπλα 
Στην αρχαϊκή πλατεία
Ζεστός ο χώρος 
Ασκητικός 
Ο εφιάλτης του 
Ονείρου ανέβαζε 
Στις σπασμένες χορδές του
Το είδωλο του ακροβάτη 
Πλακόστρωτος 
Ο πόνος του παγοπώλη 
Έφερνε στα μάτια 
Πλάγιους ολοφυρμούς   
Σκοτείνιαζε στις άκρες
Της καλοσυνάτης 
Χειρονομίας 
Στο παλτό σου 
Έλειπε το δεύτερο κουμπί 
Αέρας κρύος 
Διαπερνούσε τα εφτά 
Χρώματα του Μάγου 
Βιαζόσουν 
Τύλιξες εγκάρσια 
Την εφημερίδα σου 
Έτσι για να απασχολήσεις 
Τα μουδιασμένα δάκτυλα σου 
Το σπίτι σου 
Φθαρμένο πορτραίτο 
Της δικής σου σταύρωσης 
Σε καλωσόρισε 
Στα παντζούρια 
Και στο πλατύσκαλο
Είχαν στήσει φωλιές 
Τα ασπρόρουχα της θάλασσας 
Τα ανάδεψες με τον αντίχειρα 
Κι απόκρυφα τράβηξες 
Το μάνταλο της πόρτας 
Στο όνειρο σου ήρθε 
Η μορφή του αδέσποτου 
Σκύλου με το σπασμένο 
Πόδι 
Βγήκες στην πλατεία 
Όλοι είχαν φύγει 
Μόνο το άγαλμα 
Σφύριζε μπαλάντες 
Της βροχής 
Στο γκρίζο ίσο  
Της ομπρέλας 
Την άνοιξες 
Κι άρχισες να πετάς 
Στην ισορροπία
Του ικριώματος 
Κανείς δεν σε αναζήτησε 
Για τα επόμενα 
Τριάντα χρόνια

αφιερωμένο στην Φαραώνα 

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

η ιλαρότητα της αμαζόνας


Στο ασημένιο φόρεμα της λίμνης
Ξεχώριζαν τα ολόλευκα φτερά της χήνας
Κι εκείνο το δερμάτινο βαλιτσάκι
Του απαγχονισμένου μουσουργού
Που επέπλεε πάνω
Στα σπιρούνια
Της μικρής αμαζόνας
Οι όχθες βρυώδεις νεκρές
Έστελναν τις μακρόσυρτες νότες
Του μελαγχολικού ορατορίου
Στην επιφάνεια της μακρινής πατρίδας
Κωπηλατούσες στο φως
Ανονείρευτος κι αβαρής
Με τα γκέμια του ήλιου στον ώμο
Ψελλίζοντας εικόνες της ψάθινης θάλασσας
Εκεί που κάποτε ξάπλωνε το δάκτυλο της αγαπημένης
Άγνωστο κύμβαλο της παρειάς σου
Φιλημένο από την ανθρώπινη θαλασσογραφία
Εφτάφωτος έρωτας και της λαγνείας σκληρή οπή
Σιωπούσε στον εύηχο λιμενοβραχίονα της ροδοδάφνης
Ελλιμενισμός ενός ακρότατου φιλιού στις όχθες σου

Στο ασημένιο φόρεμα της λίμνης
Ξεχώριζαν τα ολόλευκα φτερά της χήνας
Ριπές φιλιών ανάβλυζαν
Από τα βάθη των μοναχικών νούφαρων
Βάλσαμο στα έφιππα μάτια
Της μικρής αμαζόνας
Φύλλα με το άρωμα του κιτρολέμονου
Φυγάδευαν στις φωτιές των νυμφών
Τις εικονογραφημένες γλώσσες
Των αδέσμευτων πευκώνων
Αδημονούσες στο σκότος
Ξυλιασμένος από την μαγεία της αγάπης
Ρυτιδιάζοντας αργά την επιφάνεια της λίμνης
Με τα δάκρυα του τελευταίου καλπασμού
Στη βαλίτσα κλειδωμένα
Τα μουσικά σου τετράδια
Παλινωδούσαν στις σπονδές του σύθαμπου
Την ελευθερία του φωτόδεντρου
Και του σπαραγμένου βλέφαρου το δάκρυ
Αργά το απόγευμα ντύθηκες
Τα ασημένια φτερά της ειμαρμένης
Κι απέδρασες στην αχλή της μουσικής
Σαν απόμακρος ιππέας του θεού
Η αμαζόνα χάιδεψε με ιλαρότητα
Το πιγούνι του κυανόχρωμου αγάλματος
Και συνομίλησε με τον Θεό των μαγικών ιππέων
Ελλιμενισμός ενός ακρότατου φιλιού στις όχθες
Του σύμπαντος έρωτος 

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

ο χορός των μυστών


Πετούσες το αδράχτι της μοίρας
Πάνω στις χρυσές
Καντηλήθρες του ήλιου
Δεν φοβόσουν  τη ζωή
Τον θάνατο αντέκρουες
Με δίχτυα με μνήμες
Και  με τα ναυαγισμένα χέρια
Του γυάλινου πόντου
Εκείνου που μνημόνευες κάθε που έφευγες
Για τους άφωνους κύκλους
Απέσπασες  στο οχυρό της ακοής σου
Τον ασημένιο ήχο της φιλύρας
Το πανδαιμόνιο σύρσιμο
Της σαύρας
Και τη ταπεινή προσευχή
Της καμπανούλας
Ύστερα χόρεψες
Κάτω από την βροχή
Σαν Θεός που εξιλεώνει
Τους τριγμούς της ρίζας του
Αναμάρτητος πλάνητας
*
Χορός των μυστών
Των πρωινών κήπων
Και των απαρηγόρητων φύλλων
Ανάταση του μερμηγκιού
Και του πολυμήχανου
Σκορπιού
Έδωσες πνοή ανάσας
Στον παράδεισο σου
Από ένα καύκαλο
Εκατόχρονης χελώνας
Συμπορεύτηκες με τη μαγεία
Των επιθαλάσσιων νεφών
Χωρίς ποτέ να σπάσεις
Το λαγήνι
Με τα μύρα της άγριας ανεμώνης
*
Αιθέριος και μόνος
Τράβηξες για τις πάμφωτες
Πόλεις του Νότου
Ήσουν ο άξιος συνεχιστής
Της αθώας πεταλούδας
Μακροημέρευσες για να δεις
Και να περιγράψεις την ανία
Του μαύρου νήματος
Λαβύρινθοι τώρα σιγούν
Στα γόνατα σου
Κι ένας εσωτερικός παραδαρμός
Προσκρούει στα μάτια
Της αήττητης μέλισσας
Ποτέ οι σειρήνες δεν έδωσαν
Νόημα στην Ιστορία των λυγμών
Αφουγκραζόσουν την προεξοχή της  ζωής
*
Μόνος τώρα διαφυλάττεις
Τους κρουνούς
Του αρχαίου σταδίου
Και προχωράς
Μοναχική πεταλίδα
Κολλημένη στον βράχο
Το χορό σου παρακολουθεί
Σεμνά ο δίδυμος αδερφός
Της θυσιασμένης σελήνης
Εκκωφαντική η μνήμη
Του πεντελικού μάρμαρου
Ταξιδεύει στις φλέβες
Των νόστων σου
Μαρμότες κι ακανθόχοιροι
Πληγώνουν τα χέρια σου
Αλλά ευτυχείς να δημιουργείς
Τους νέους σου κόσμους
Πλάι στο βασίλειο των νεκρών
Σε περιμένω στο σκοτεινό φως
Της άρρωστης λιβελούλας
Να βρούμε  εξαρχής
Την εσοχή του μαύρου ηφαιστείου
Είναι σκληρό να αποκοιμίζεις
Τα χέρια σου πάνω στη φωτιά

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

οι μνηστήρες της πέτρας


"πόες και πέτρες φύτρωσαν στις σκαλωσιές του σπιτιού"

Τα αφρώδη μάτια της ακτής
Σε κοιτούν κατάματα
Σαν γέρικα ρολόγια που τους
Λείπουν οι λεπτοδείκτες
Και αέναα μαγκώνουν
Τις βλεφαρίδες τους
Πάνω στην
Καρφίτσα της ψυχής
Πιο πέρα από τους
Λειμώνες της φρέσκιας γης
Εκεί στο πουθενά
Που σε αναζητούσα δακρυσμένη

Πεινασμένοι οι μνηστήρες
Της θεάς πέτρας
Σκουπίζουν το ανεμοδρόμιο
Της βροχής
Δεν θέλουν να πεθάνουν
Είναι αργοκίνητοι
Και μυημένοι στους
Καρτεσιανούς κύκλους
Ερωτευμένοι κι αναλφάβητοι
Με τον λίκνο της ομορφιάς

Παθιασμένοι κάθε πρωί
Βάφουν τους τοίχους
Του πύργου τους
Στο χρώμα της ώχρας
Και κίτρινο καναρινί
Τα παντζούρια του νοτιά
Συνδιαλέγονται
Με τους θεούς
Της πανώριας  ώρας
Αντικρούουν τις μνήμες τους
Με εποχικά τσίρκο
Που διανυκτερεύουν

"πόες και πέτρες φύτρωσαν στις σκαλωσιές των δακτύλων σου"

αφιερωμένο 

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

οι οριζόντιες προσωπίδες



Όταν τα μάτια σου
Εξαγγείλουν
Το ψέμα 
Θα ντυθώ 
Την σιδερένια σου 
Προσωπίδα 
Δεν θα με αναγνωρίσεις 
Όσο κι αν ποθείς 
Τη διαύγεια 
Της γόνιμης σάρκας μου.. 
Τα πορτοκαλάνθια  της λήθης 
Θα έχω ντυθεί 
*
Μικρά ψάρια 
Αιωρούνται στον ορίζοντα
Οι αστραπές της φυγής 
Ξεκουράζονται 
Στα χρυσά τους λέπια 
Λευκαίνουν τα μάτια τους
Με τις ψηφίδες του ορείχαλκου 
Μακάρια τα ψάρια 
Λιπαίνουν  τη χλόη 
Του αστέρινου γαλαξία 
Με αίμα γαλαζωπό εμβρυογενές 
Δίνονται στον έρωτα
Σαν αιώρες θνησιγενείς
Επιστρέφουν στο φως
Εκεί που η θάλασσα 
Τινάζει τα αφρώδη σεντόνια της 
Στο κόλπο της Αιολικής πέτρας 
Τα ψάρια αναπνέουν 
Τις φιγούρες 
Των αρματοφόρων σύννεφων
Και κονιορτοποιούνται
Σε ψήγματα ανθρωπινής σιγής 
*
Λιθοβολούσαν τον άνεμο 
Άρμενα νοτερών 
Ναυαρχίδων 
Απόβαση 
Σε κοραλλιογενείς νήσους 
Προσχεδίαζαν οι φανοστάτες 
Χωρίς ούτε έναν αποστάτη 
Στο εφαλτήριο τους 
Αδημονούσαν οι λαοί
Η γη ένα δώμα ασημόκρουστο
Σώπαινε
Κανείς δεν την προειδοποίησε 
Για το ταξίδι 
Της απατημένης αγάπης 
Ο αποσπερίτης ανέβαζε
Τις πράσινες γαζέλες 
Της σαβάνας 
Οπισθοχωρούσε  ο ορίζοντας 
Σαν κάτωχρος σκύλος 
Είναι βουβός ο πόνος 
Κάτω από το χώμα   

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

η μυσταγωγία των ωκεανών

Μέσα σε ταπεινά απόσκια νησιά σε αγαπώ

Εκεί που δεν καταδέχονται

Να ρίξουν τα ακριβά τους βλέμματα

Τα δελφίνια

Είσαι εκεί και παντού

Φιγουράρει το σκίτσο σου

Πάνω στους υγρούς αμμόλοφους

Και μέσα στα αρμυρίκια βοούν

Οι σπινθήρες από το δικό σου αίμα

Το ακρόκυμα κρατάει στις αψίδες του

Τα άδεια σου μπράτσα

Κάθε βράδυ μιλάς με τα γλαροπούλια

Μου είπες

Κι έχεις για συντροφιά σου το γέρο καπετάνιο

Με το σπασμένο τιμόνι

Εκκολαπτόμενες μέδουσες διεισδύουν

Στις παρανυχίδες των δακτύλων σου

Για αυτό σε αγαπώ με πόνο και τρέλα

Ο γέρο καπετάνιος σου ιστορεί

Για πολλοστή φορά

Τα καραβίσια βάσανα

Τις γοργόνες που αγάπησε κι άφησε

Και τις βέρες που χρωστάει ακόμα

Σε μια νέγρα στο Κονγκό

 

Τα καρνάγια άδειασαν μονομιάς

Ένα βράδυ

Απέπλευσαν στόλοι πλοιαρίων

Αυτός μοναχικός σέρνει τα βήματα του

Και κολυμπά πάνω στην πλάτη

Της στεριανής αρμύρας

Θα λιποταχτήσω από τη ζωή

Σου είπε μια μέρα

Την κρύα νύχτα δεν θα δεχτώ

Στο προσκεφάλι μου

Θα λιποταχτήσω από τις παράγκες

Που κρύβουν

Τα ακάνθινα στεφάνια των αχινών

Θα λιποταχτήσω από τις ισχνές στεριές

Για να βρω τον σταυρό του πόντου

Καρφωμένο ξανά πάνω στα τατουάζ μου

Πριν με αφομοιώσει η σκέπη

Των θαλασσίων μνημάτων και φύγω...

 

Εσύ, οι γλάροι κι ο καπετάνιος

Οι μόνοι μου φίλοι

-Σε αγαπώ με πόνο-

Ίσκιους κυνηγάς και δισκοπότηρα

Θρυμματίζεις πάνω στο μεθύσι σου

Παρηγοριά σου το άρωμα της μυρτιάς

Κι ο μίσχος της πικροδάφνης αδερφός σου

Σε βλέπω

Σε προσέχω

Σε γεύομαι 

Αντίσταση δεν φέρνεις

Σε βλέπω

Σε προσέχω

Δεν σε χορταίνω

Τα χιονισμένα σκίνα δεν προσκυνάς

Σε βλέπω

Σε προσέχω

Σου δίνομαι

Και δυο κρυστάλλους αλατιού

Κρατώ κρυμμένους

Σε μελανόχρωμα αγγεία

Θα έρθω κοντά σου γιατί αξίζεις

Μια λόγχη φως από το τηλεσκόπιο

Της αυγής

Εγώ, εσύ, ο καπετάνιος κι η ισχνή στεριά

 

Θα έρθω κοντά σου

Αρκεί να μάθω στα δελφίνια

Τις ελικοειδείς σπείρες των νησιών σου

Αξίζουμε μια βόλτα πάνω στη ράχη τους

Μόνο πρόσεξε το σχήμα της μεγάλης άρκτου

Σαν παίρνει τη μορφή μιας ολόδροσης καρδιάς

Είναι η δική μου που στα μέρη σου φτάνει

Δεν θα αργοπορήσω

Θα αναδυθώ μες από το πέλαγος σαν Αφροδίτη

Κρατώντας στα χέρια μου

Τα μονοκοτυλήδονα  του Έρωτα μας

Σε θέλω σε εμπεριέχω ανήκω στο αίμα σου

Και δώρα ακριβά της σάρκας θα σου χαρίσω

Σε θέλω σε εμπεριέχω κρατάω τη στάχτη σου

Κι αποδομούμαι

Σε αγαπώ με πόνο

-Έσταξες θάλασσα πάνω στα μάτια μου-

Μέσα σε ταπεινά απόσκια νησιά

Καρτέρεψε με!

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

αμαρτύρητοι στίχοι



Τρία νεκρά κορίτσια έστησαν μια αναθηματική στήλη

Για τον αρχάγγελο του κήπου 

Μέσα στην θαλάσσια δρόσο της αυγής

Βγήκαν χιλιόχρονα ιστία

Με σφραγιστά τα ονόματα των πλοιαρίων 

Ανακόλουθος ο πόνος πισωγύριζε δειλά

Τους κύκλους της ενόρασης στη λάμψη       

Στιχουργήματα παρακλητικά και δασώδεις ύμνοι

Φλυαρούσαν πάνω στα χείλη 

Του απεσταλμένου αρχάγγελου 

 

Μην αποσπάσεις το ορφανεμένο βότσαλο

Από το έγκλειστο δάκρυ της ζωής

Φύλαξε βαθειά στο αίμα σου

Την κρήνη της εμπόλεμης σκηνής

Έτσι που να μην απεργάζεται

Τις κρύπτες των αδένων σου  

Έπειτα στην μάχη δώσου ακμαίος

Και ετοιμότατος  

Μάζεψε άναμμα από της φυγής το αμπέλι

Για να μην κυρτώσει η ευλογία

Της ελιάς πάνω στο είδωλο της λίμνης

Πάρε χαράκι και στιλέτο της αστραπής

Και βίασε τις λευκές ομπρέλες

Που έκρυψαν για πάντα τη μορφή της ζωής 

Και τις αιθέριες γλύπτριες του σήμαντρου

Γαλούχησε τα έμβρυα του ναού

Με το στημόνι της επίγνωσης

Κι άφησε ελεύθερη τη γη να γεννοβολά

Κρινάκια με μαύρους ύπερους

Στη ράχη της αχιβάδας χάραξε έναν χρησμό

Και τον βραχώδη ρόγχο του Τρίτωνα

Και όταν κάποια  στιγμή θα έρθουν οι ξένοι

Από της Ρηνανίας τα μέρη

Φίλεψε τους φασκόμηλο μέντα αχνιστή

Και διοσμαρίνι κρύο

 

Τρεις ξένοι από τα χωριά της Ρηνανίας

Αναθυμούνται τις πλαγιαστές πλάτες

Των ερωμένων τους και σιγούν

Πάρε ένα θυμητάρι φως από την εικόνα

Της γλώσσας

Το στερνό γράμμα από την άνω πόλη

Κι ύστερα αφάνισε μονομιάς

Τις λέμβους της φραγκοσυκιάς

Σαν να ήσουν από χρόνια θαλασσοπόρος

Και μαχητής της αργίλου

Ένας πεισιθάνατος έμπορας της ευστάθειας

Πάρε βαμβάκι που αστόχησε στην αιθάλη   

Και πλύνε τις πληγές στο μηρό

Του αγεφύρωτου  πόντου

Σήκωσε αχούς και τραγούδια

Την ώρα που τα παιδιά κλαίνε

Την ιλαρότητα του ηλιοβασιλέματος

Κούρντισε το τριζόνι στο κύμβαλο της μέρας

Για να αποκτήσουν ζωή οι αναστημένοι αδερφοί

 

Με πείσμα και τέχνη τράβηξε τη βαριά

Που βρήκε πάνω στις αμυχές του αιματίτη 

Έτσι θα έχεις δυο περιστέρια που θα τσιμπολογούν

Τη χολή του έρωτα σου

Κι έναν αποστολέα γέρο και τυφλό να σου θυμίζει

Τα αλληλούια της λαβωμένης σιταρήθρας

Στάσου κοντά μου όταν σου μιλώ

Για τα κοντόκλωνα δέντρα της αλέας

Κι όταν το δάχτυλο ακουμπήσεις

Πάνω στο μάρμαρο

Δεν θα καείς

Ένα αποτύπωμα θα αφήσεις μόνο

Του εσφιγμένου πόθου

Κι όταν αρχίσεις να αναζητάς την ηδονή

Της εκπνοής

Εγώ θα είμαι η πρώτη που θα σου παρασταθώ

Με χέρια βέβηλα

Και πόδια αποστατούντα

Και μάτια βαθυγάλανης φλέβας

 

Θα είμαι εκεί δίπλα στα πέτρινα

Μνήματα των κορασίδων

Να επιτηρώ την ανάληψη της Άγιας πέτρας

Με μόνο στολίδι τη διαιρεμένη φωνή μου

Αναζητώντας τις πατρικίες των αθανάτων

Για σένα ήταν οι χαράξεις πάνω στην στήλη

Ο αρχάγγελος έφυγε δαγκώνοντας τα χείλη του

Ώσπου έσταξε αίμα

Άοπλος από πάθη τράβηξε

Για το οφίκιο της λησμονιάς

Σε σένα έλαχε ο κλήρος μιας δεύτερης ζωής

Πρόσεξε μόνο η ετεροθαλής αδερφή σου

Σμιλεύει με το χώμα παγωμένα ανθάκια

Κυκλάμινου

Και κρουστούς λαιμούς εδωλίων

Μην παραπλανηθείς από τα ζυγωματικά της

Κι  έλα την ώρα που το πεπρωμένο

Του ενάλιου όρκου ορίζει 

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

η γητεία της ανεμώνης

"Αλυσοδεμένος ο έρωτας πάνω στην ούγια της γης"



Στους αρμούς των δακτύλων μου

Μουσκεύουν τα δικά σου ρόδα

Ένα βράδυ σάλπαρες για τις

Ωκεάνιες φωλιές των αστερισμών

Η καραβίσια αρμύρα έγλειφε

Τις πληγές στα υπέρθυρα των ματιών σου

Ο φανός της μέρας κομμένος στα δύο

Λιποτακτούσε σβηστός στα χάη   

Που ταξιδεύουν τα μάτια σου;

Σε καρτέρεψα

Στις θαλασσινές αγκαλιές των σπηλαίων

Σε γεύτηκα

Σε ουρανίσκους άμωμων παρθένων

Σε λαχτάρισα

Σαν το έμπυο δάκρυ των μεθυσμένων ωρών

Σε λάτρεψα

Σαν που λατρεύουν τα μωρά τη ρώγα της μάνας

Δεν ήρθες


Φύσηξε βοριάς μες τη χοάνη της ψυχής

Άσπιλα όνειρα άνοιγαν μαύρες φτερούγες

Στη γραμμή των χειλιών μου είπα να σε κρύψω 

Να μη σε ψαύσει ο κρύος βλαστός της νύχτας  

Πρωινός αναβάτης εσύ το άρρητο ρίγος προσπερνάς 

Σαν άγρια βλαστωμένη πέτρα θα σε αναζητώ

-Άμπωτης των κουρσάρων θα γίνω πριν πνιγώ-

Πυρρόχρωμο η μάνα της νύχτας μου έστειλε ένα νεύμα

Ο έρωτας μου είπε ζει βαθιά μέσα στο ασήμι της ελιάς

Εκεί που ξεψυχά το τριζόνι της μοίρας

Το έχασα το στοίχημα με το άρμα του  ήλιου

Κι έμεινα μόνη με σαϊτιές να περιφράζω

Την όμορφη εικόνα σου


Την υπεροπτική ανεμώνη θα αγαπήσω τώρα 

Και τις βυθισμένες ανεμότρατες της Βιθυνίας

Ο άλιος καβαλάρης με προσπέρασε γελώντας 

Αλυσοδεμένος ο έρωτας πάνω στην ούγια της γης 

Αναριγεί πνοή καυτή της λήθης  

Δεν θα δειλιάσω στον εξώστη θα παραμείνω

Του απρόσμενου κόσμου μασώντας το σταυρουδάκι 

Του ματωμένου δίφθογγου

Μια πένθιμη ιέρεια της μοναξιάς θα γίνω

Να καρπίζω αργά την γητεμένη ανάσα

Της Περιβλέπτου οδύνης 

Έχοντας μοναδική συντροφιά την τρίαινα 

Του Ταινάριου Ποσειδώνα

Στους όρμους των δακτύλων μου

φυτρώνουν τα δικά σου ρόδα