Χαρισμένο στην Αριστέα
Ήταν ένα σύννεφο αχνό στην γυάλα της δύσης
Ένα χέρι που αγγελοκρούει το πέτρινο σήμαντρο
Κάτω στον κάμπο και χάνεται
Τα κορίτσια που ερωτεύονται κατάφορτες αγριαπιδιές
Στης μέρας το ζεστό κόρφο και μελένια γίνονται φωτάκια
Σε παραθαλάσσια κέντρα
Οι μικρές Παναγίες των ακτών με τα διάφανα δάχτυλα
Δεν ήταν μύθος που υποβόσκει
Ήταν το Θέρος το φεγγερό ...
Ήταν δροσιά αρμύρα φρεσκάδα
Πέπλα γαλαζοπράσινα που ο ζέφυρος ερωτεύεται
Κορμιά που πάλλονται λέξη που αποκρίνεται
Ήταν η μέθη η παραζάλη και το άγος
Το κρυφό μονοπάτι που σε αρνήθηκα
Και μετά σε απόκτησα για να σε ανακαλώ
Δεν ήταν τα βρύα που στην πέτρα σκοντάφτουν
Ήταν η θάλασσα η γλυκοφιλούσα...
Ήταν το γιασεμί το φτερούγισμα των γλάρων η μυρωδιά
Του κίτρου
Το ανάχωμα που εντός του βρήκε η κόρη το χρυσό περιδέραιο
Του Ιουλίου
Η σπονδή που στον δικό του Θεό κατέθεσε
Το μικρό ναυτόπουλο
Στου άλμπατρος τη φτερούγα ένα ανέμισμα φωτιάς
Το οχυρό της σμέρνας που σπαράσσεται απ' το κύμα
Δεν ήταν οι άνυδρες συκιές και το κρυφομίλημα στον καθρέφτη
Ήταν το Θέρος το ποθητό...
Ήταν τα βράχια που λαξεύονται απ' τον άνεμο
Η χρυσή πλεξίδα που έχασε η αδερφή μες στα δίχτυα του χρόνου
Το θαμπό μανουάλι το θησαύρισμα της γης και το τρίποδο του ήλιου
Τα κρινάκια που σπλαχνίστηκαν τη μοναξιά μας
Και αργά βημάτισαν
Δεν ήταν η αργυρή αστραπή στην οπλή του Κένταυρου
Ήταν η άμμος η πολυσυλλεκτική...
Ήταν το κλεφτοφάναρο κι οι πυγολαμπίδες
Στο μέτωπο του Αυγούστου
Η πέτρα η στιλπνή που θυμίαζε το φεγγαρόφωτο
Ήταν οι όρκοι που πατήθηκαν και ποτέ δεν ξεστόμισες
Το πτερύγιο του δελφινιού που γαλάνιζε πλάι στην μπλε σημαδούρα
Το κοχύλι που σε οδήγησε στα άχρονα πάθη
Κι η γιρλάντα του βασιλικού
Δεν ήταν η επιγραφή που το νύχι αφήνει στον πάγο
Ήταν το Θέρος το αργοσάλευτο...
Ήταν το πανέρι κι η γαλαζόπετρα που απ' την θάλασσα ανεβάσαμε
Μιαν νύχτα αστρόφεγγη για προσκεφάλι
Τα παιδιά που μάτισαν και συναρμολόγησαν τραγουδώντας
Τα δυο ημισφαίρια
Η σχισμή που αλαργεύει κι ο πικρός μισεμός
Η μικρή σαλαμάνδρα που αγρυπνά στην καρίνα
Δίπλα στο " έχει ο Θεός"
Δεν ήταν η αμαζόνα με τα χρυσά τα σπιρούνια
Ήταν τα καράβια τα πολυτάξιδα...
Ήταν οι θεριστάδες και το ιδρωμένο μαντήλι
Τα σκίνα που φορτώθηκε ο μικρός αγωγιάτης για στέγη του
Ήταν ο φώσφορος η αυγή κι ο μυχός του αστερία
Πλάι στον αμπελώνα το σούρπωμα
Ήταν ο πετρόμυλος το ψωμί το φιλί κι ο καημός μας
Το λαχούρι που σαν άμφιο σκέπαζε το δάκρυ της στάμνας
Δεν ήταν οι άκανθοι κι οι στερνές προσευχές
Ήταν το Θέρος το αυτοκρατορικό!
Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο 4ο Συμπόσιο Ποίησης της Αριστέας
όπου για άλλη μια άλλη φορά συγκεντρώθηκαν μοναδικές συμμετοχές
από τους φίλους και τους θιασώτες της Ποίησης!
Το παραπάνω ποίημα φιλοξενήθηκε στην σελίδα Ποιητές του κόσμου
του αγαπημένου φίλου ποιητή Στρατή Παρέλη και τον ευχαριστώ πολύ!