Haibun
Η γυναίκα με τα μαύρα
Κατέβηκε στο σταθμό του τρένου Φορούσε τη χοντρή
της ζακέτα. Είχε αγριέψει τελευταία ο καιρός κι έπιανε
πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.
πολύ χαμηλές θερμοκρασίες.
Πλησιάζοντας το τρένο σφύριξε τρεις φορές.
Έπιασε θέση στο πρώτο βαγόνι, δεν είχε κόσμο.
Μόνο μια μητέρα που θήλαζε το μωρό της και μια άλλη
με μαύρη φορεσιά που κρατούσε μια τεράστια καλαθούνα
γεμάτη με χρωματιστά μαντήλια.
Θέλησε να αγοράσει δύο αλλά η γυναίκα με τα μαύρα
την κοίταξε αυστηρά λέγοντας της να μην τα αγγίξει γιατί
αυτά ήταν τα ορφανά παιδιά της και καλά θα κάνει να
της χαρίσει το χρυσό σταυρό που φορούσε στο λαιμό
για να μπορέσει να τα μεγαλώσει.
την κοίταξε αυστηρά λέγοντας της να μην τα αγγίξει γιατί
αυτά ήταν τα ορφανά παιδιά της και καλά θα κάνει να
της χαρίσει το χρυσό σταυρό που φορούσε στο λαιμό
για να μπορέσει να τα μεγαλώσει.
Σαν το ξυράφι
πάνω στον άσπρο χασέ-
κόβει το κρύο.