Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Ουράνια κτίσματα

Μεσούσης της Άνοιξης
σε άρπαξαν οι άνεμοι.
Πήρες το μυστρί του
μαΐστρου και της όστριας
τον κασμά κι έφυγες.
Βιαστικός ήσουν σαν τον
πελαργό που κουβαλά
στην πλάτη του ανήμπορα
πουλιά και σπαθίζει
τον αέρα με φτερά δίμετρα.

Δεν θυμάμαι καλά αλλά
νομίζω πως γελούσες
κι ήχους έβγαζες γάργαρου
ποταμού.
Νέος ήσουν κι ωραίος
και στο στήθος σου, του
Απρίλη κήπος, ανθίζαν
οι νάρκισσοι, οι πασχαλιές
κι οι μυρωδάτες βιολέτες.
Μοσχοβολούσε ο αέρας
κι οι κόρες έβγαζαν
από τα σεντούκια υφαντά
μαντήλια.
Σε χαιρετούσαν.
Εκλιπαρούσαν ένα σου βλέμμα.
Ποντάραν στο χαμόγελο σου.
Δεν τις έβλεπες, καμωνόσουν
τον αόρατο καβαλάρη
που σε γάμο πηγαίνει
με ρούχα πριγκιπικά ντυμένος.

Τώρα στους ουρανούς
τις νέες πετρόχτιστες
χτίζεις πολιτείες και
τις επαύλεις φτιάχνεις
των αερικών.
Τα υλικά στα προμηθεύουν
οι άγγελοι και τις ώρες
της σχόλης τάβλι παίζεις
με τον Θεό.
Στη μαστορική δεν σε
ξεπερνά κανένας.
Τεχνίτης καλός είσαι με
εφτά παραγιούς για βοηθούς.
Με το μυστρί του μαΐστρου
σοβατίζεις τα όνειρα των παιδιών
και στις βεράντες τους
αποθέτεις νυχτολούλουδα
και σγουρές αρμπαρόριζες.
Με τον κασμά της όστριας
ακούραστος ανοίγεις
νέα θεμέλια να έρθουν
οι ξενιστές να κατοικήσουν
κι οι απένταροι ακροβάτες.

Είσαι απασχολημένος
κι σε εμένα ξεχνάς ένα
πετρόχτιστο να μου χτίσεις
φρούριο.
Τις νύχτες που σε θέλω
πολύ εκεί να έρχομαι με
λυτά τα μαλλιά και ξεδεμένα
τα σανδάλια.
Τους ανέμους γνώρισε μου
για να σε φτάσω.
Φοβάμαι την απανεμιά
και τους σταματημένους
ανεμοδείχτες.

Εδώ υγράνθηκαν τα προσκέφαλα
και η μούχλα απειλεί
τα σώματα των ποιημάτων
και τα βρωμίζει.
Οι παραγιοί σου, κοίτα,
με ζητούν ζυμωτό να τους
φέρω ψωμί και τους νέους
που έγραψα στίχους.
Σπλαχνίσου αυτούς τουλάχιστον
πιότερο από εμένα και
στην δούλεψη σου έλα
να με πάρεις με τα απονέρια
μου να ξεδιψάς και με
τα χρυσά μου αποχτενίδια 
τα ουράνια να στεριώνεις
κτίσματα.