Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

Το διπλό νύχι του πατέρα

Πόσο σπανάκι, πόσα αντίδια, 
πόσα σέλινα κι άλλα μυρωδικά 
πέρασαν από τα χέρια σου πατέρα;
Βυθισμένος στο χώμα, μαύρα
τα νύχια σου και σκληρά σαν καλάμι
ή σαν σχιστόλιθο από το αρρενωπό βουνό.
Έξυνες το γούλι απ' το σέλινο,
καθαρό να το αγοράσουν οι καλοκυράδες.
Πρώτο πόστο στο παζάρι με 
παλάντζα ακριβείας, παραδίπλα
σου ένας χοντρός ορεσίβιος που
έστριβε διαρκώς το μουστάκι του.
Τα ξεπουλούσες τα χορταρικά όλα,
πολύ πριν από αυτόν.

Άσαρκος ήσουν πατέρα με κάτασπρα
δόντια και μαυριδερό δέρμα.
Η μάνα σου σε ξέχασε στη νάκα
μωρό ακόμη κι ο ήλιος σε πήρε και 
σε έψησε.
Μήπως πατέρα κατσιβέλα σε έφερε
για μαγιοπούλα για γενιά ξένη;
Καταπώς έλεγε η γιαγιά.
Αστειεύομαι...
Έπλενες ταχτικά τα πόδια σου στην 
χτυπημένη τσίγκινη λεκάνη, μαύριζε
το νερό πατέρα.
Βυθισμένος στο χώμα μια ζωή με 
παροιμιώδη ευστροφία πώς τα χάλασες
στο τέλος με τα γράμματα;
Τρίτος μαθητής στο σχολαρχείο αλλά τη γη
εσύ διάλεξες ή με το στανιό σου εδόθη;
Τα ατίθασα τσουλούφια στην κορυφή 
του κεφαλιού με ζαχαρόνερο τα πέρναγες
για να ισώσουν και τον τελευταίο
καιρό θυμάμαι με μπριγιαντίνη.

Δάκρυζες εύκολα πατέρα μα δεν 
γνοιαζόσουν τόσο τις αγκαλιές.
Διψούσαμε πατέρα για την σκέπη σου 
μα εσύ καντήλια άναβες στους Αγίους 
και μάζευες στις ρεματιές σπαράγγια.
Διψούσαμε πατέρα το χαμόγελο σου 
μα εσύ με ένα τσαπί μάλωνες με τις πέτρες
και τους χοντρούς σβώλους και την αγία
γραφή διάβαζες με τα πουλιά παρέα.
Σώμα μυώδες, σάρκα και κόκκαλα ένα.
Κρησάριζες το χώμα και το όργωνες με
τα τσιμεντένια μπράτσα σου μόνο.
Η φοράδα ξεκούραστη χλιμιντρούσε στο
κατώι. 
Μόνο κάθε Σάββατο της φερόσουν 
σκληρά σαν ήταν στο παζάρι να πας
με δυο μεγάλες κοφίνες ζωσμένες γύρω 
στην κοιλιά της.
Πόσες χιονίστρες, πόσο θειάφι, πόσο λίπασμα
και κουρνιαχτός πέρασαν από τα 
χέρια σου πατέρα;