που η μοίρα σου έταξε
να ζεις ήρθα και το φώτισα.
Πήρα λυχνίες από το
παιδικό μου δωμάτιο
και στα σκαλιά σου
πλάι στα γαριασμένα ρούχα
ήρθα και τις απέθεσα.
Φωτίστηκαν τα πόδια σου,
τα αραιά μαλλιά σου,
τα πονεμένα ισχία σου
και το κουδουνάκι
που κρατούσες στα χέρια σου
και που μου διέκοπτε
χρόνια τώρα
τα όνειρα, ούτε μια στιγμή
δεν παραμέλησα.
Το φως αμυδρό ήταν,
δεν σου έφτασε κι εγώ
σε άλλες λύσεις κατέφυγα.
Ζώστηκα μια σειρά
από πυγολαμπίδες
και στους ναούς σου
πλάι στα κατακερματισμένα
ειδώλια ήρθα τις άφησα.
Έλαμψαν για λίγο τα περιστύλια,
οι εσοχές, τα σπασμένα
σου γόνατα και τα φτερά
του κορυδαλλού που
για θυσία τον προόριζες
την προσήνεια των θεών
για να έχεις.
Γέλασες δυνατά και
τις πυγολαμπίδες έσβησες.
Τριγμοί παντού και σκότος
και μια τεράστια αράχνη
να υφαίνει τους ιστούς της.
Το θεοσκότεινο σημείο
που ζεις ήρθα να φωτίσω.
Σώμα ζητούσες και αίμα
κι εγώ τα σεντούκια
άνοιξα διάπλατα των
στίχων τις αστραπές
να αφαιρέσω.
Μέσα τους ξεδιπλώνονταν
ο έρωτας, ο θάνατος,
οι ρήσεις των αγγέλων
και τα σπάταλα λόγια
των απατημένων εραστών.
Έλαμψες ολάκερος
κι εγώ παροπλισμένη
σε παρακολουθούσα.
Τώρα σε θεοσκότεινα
με οδηγείς καταγώγια
να υπομένω τη ζωή.
Ευτύχημα για μένα
ένας μόνο στίχος
που κράτησα και
στο λαιμό μου τον
έδεσα για μενταγιόν.
"Σε αγαπώ αφού."
Προζύμι τον κάνω
για να συνθέσω στο μέλλον
των στίχων τα δεμάτια
που άπλετα τα μονοπάτια
θα φωτίσουν εδώ για να 'ρθεις.