Ξενίστηκα νωρίς την ώρα εκείνη που ήμουν
Το τιμώμενο πρόσωπο της ένδοξης ρίμας
Αναχωρητής ταγός των μετέωρων υδάτων
Οι συστάσεις της αυγής αποσιωπημένες στο χθες
Παρακρατούσαν τα στοιχεία της ενοχικής Ίρμας
Στο ηλιοδρόμιο του φλεγόμενου πόθου
Συναντούσες τους παρελθόντες έρωτες των βυθών
Οι ακριβείς ημερομηνίες πόντισης είχαν χαθεί
Απάντηση δεν πήραμε στο άλγος του πένθους
Κυνηγοί αφουγκράζονταν απαλά τη φλέβα της γης
Οι βάγιες κομμένες στο αριστερό γόνατο
Εκεί στο πλάι που η Πυθία προμήνυε
Την μυθική αρπαγή του μικρού Ναυτίλου
Αποξεχαστήκαμε στα όνειρα σαν ανάεροι αετοί
Στην χοάνη του πευκώνα κρύψαμε τα αντικλείδια
Του ανακλώμενου σεληνόφωτος
Κανείς δεν φρουρούσε πλέον το Επταπύργιο
Με τις ανυποψίαστες αγράμπελες
Στα δύο αγάλματα αναθέσαμε
Τις διχαλωτές ακμές των Άνδεων
Το αρχιπέλαγος δοσμένο πιστά στα χέρια μας
Από καταβολής του ένθεου πανικού
Περιφερόσουν εύανθος σε στάδια και σε αρένες
Με διχασμένες τις εμπρήστριες των αναμνήσεων
Έμοιαζες με πέπλο της Άνοιξης σκεπασμένο
Με τις σκιώδεις φυλλωσιές των σκίνων
Ανάσαιναν τα βότσαλα πολύτιμα μέταλλα
Ο ταυρομάχος φορούσε
Ένα κόκκινο περιβραχιόνιο
Στέκονταν απέναντι στα πλήθη γυμνός
Με μόνο το δέος της επερχόμενης μάχης
Στα υγρά του μάτια
Στεφανωμένοι Μινωίτες
Υμνούσαν τις ρωμαλέες διαθλάσεις
Των υπερκόσμιων ηλιαχτίδων
Στα ανάκτορα δεν είχε απομείνει κανείς
Κορίτσια με έγχρωμους ώμους
Δρασκελούσαν τις σπηλαιώδεις τοιχογραφίες
Το δακτυλίδι με την αχνή σφραγίδα
Ξέπεσε στο πανάρχαιο πηγάδι της σελήνης
Αποξεχνιόσουν στους μηρούς των βιβλικών νεκρών
Θρηνούσε το μπονζάι της γέρικης αγριελιάς
Συστρεφόμενο στις πενιχρές του ρίζες
Οι κόκκινες αμαρυλλίδες φέγγιζαν
Στα δώματα με τους αμαρτωλούς δανδήδες
Έστρεφες το πρόσωπο σου στο ακραιφνές κενό
Να απαγκιστρώσεις το μέγα μυστήριο της διττής λέξης
Ξένιος πολιορκητής εσύ που μαρτυράς στην οργή
Απόξενος τρυγητής εσύ που αναρριγάς στη μέθη
Ονειροτόκος ταξιδευτής εσύ που εφορμάς στα νέφη
Ξενίστηκα νωρίς την ώρα εκείνη που ήμουν
Το τιμώμενο πρόσωπο της ένδοξης ρίμας