Βαδίζαμε με τα χέρια στις τσέπες
Αδύναμοι να περάσουμε τα δάκτυλά μας
Στις άρπες του αέρα μην και πληγωθούν
Απ' των πουλιών τα μυτερά ράμφη
Κι είχαμε έναν φόβο διάχυτο στις φλέβες
Φόβο παγερό σαν τα κρύα σκουριασμένα ρόπτρα
Στα εγκαταλειμμένα σπίτια
Φόβο μήπως ξαφνικά
Ξεχάσουμε στα μισά της διαδρομής τα πάθη του αίματος
Τα ακριβά τα νωπά και βουβά σαν τη μνήμη πάθη
Τα δάκρυα, μας ακολουθούσαν ανασαίνοντας βαριά
Κι εμείς έπρεπε να τα ψυχώνουμε
Να τα γευόμαστε να τα ανακαλούμε
Ειδικά τις νύχτες εκείνες του καλοκαιριού
Που για μια στιγμή τα φεγγάρια ματώνουν από έρωτα
Το χαμόγελο μας ξεχασμένο σε μια παιδική ζωγραφιά
Μας καλούσε εναγώνια κοντά του
Μας αγκύλωνε με τις γωνίες του
Μας ρωτούσε το πως και το τι
Βαδίζαμε βουβοί
Τι να απαντήσεις στην λεπίδα της απαντοχής
Ένα γυάλινο χέρι μας τραβούσε εκούσια απ' το βυθό της χαράς
Φέρνοντάς μας δέσμιους στα δαντικά μας κελιά
Βαδίζαμε με τα χέρια δεμένα
Ανίκανοι ν' αγγίξουμε τους παλμούς των δέντρων
Να νοιαστούμε τα τρεμάμενα γόνατα των φύλλων
Να στηρίξουμε πρόχειρα τις ρίζες στο χώμα
Μήπως έτσι μπορέσουμε κι εμείς να υπάρξουμε
Απουσιάζαμε όμως απ' τα αληθινά
Χανόμασταν στην παχιά πάχνη
Έωλοι αφηνόμασταν στο κενό
Βαδίζαμε στη βροχή ασταμάτητα
Φορώντας τα αλήτικα παπούτσια μας τα σκισμένα
Σαν να θέλαμε να κυριεύσουμε
Τις κορφές των ονείρων
Που δεν μας διάλεξαν ποτέ συνοδηγό τους
Τα μονοπάτια προσέχαμε που δεν οδηγούν παρά μόνο στο τέλος
Αυτά αφήναμε πίσω και προχωρούσαμε!