Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

Αποπλάνηση

Θέλησα να αιχμαλωτίσω το βλέμμα σου 

τα βάθια του εαυτού σου να εξερευνήσω.

Πήρα διχάλες παιδιών από ξύλο οξιάς

τις παιδικές μου μνήμες να αναστήσω

που σαν ταύρος μαινόμενος στην αρένα 

με προκαλούσαν να μπω.

Δεν τα κατάφερα, οι σπίθες μου έκαψαν 

την διχάλα, μύριζε η καμένη οξιά κι έλεγα 

πως ήμουν σε ένα αποτεφρωμένο δάσος 

χωρίς ελάφια και πουλιά, χωρίς τους εκδρομείς.


Το βλέμμα σου δύστροπο έγινε, το πλησίασα 

το μπέρδεψα με νήματα αδύνατον να το συλλάβω,

ξεμπέρδεψε τα νήματα και λαβές έβγαλε σαν μαχαίρια.

Έκανα προσπάθεια να απομακρυνθώ μα το  

κοντομάνικο μαχαίρι ίσα στην καρδιά με βρήκε.

Αιμορραγούσα, κανείς δεν το έβλεπε, προς τα μέσα 

έτρεχε η πληγή αίμα και πύον, πώς να γιατρευτώ; 


Πρόστρεξα στην μάγισσα μου, αυτή που στους 

ποταμούς ζει κι έχει για σπίτι της ένα ολάνθιστο νούφαρο.

Διάβασε την σφαίρα, γιατροσόφια και φίλτρα μου έδωσε

το σοκ του σώματος να εξευμενίσει και τα σκοτάδια του έρωτα

με φως αστρικό να φωτίσει, έτσι που σαν θεά να μοιάζω 

με χιλιάδες βέλη στα χέρια κι ένα καλόβολο άλογο 

που με τα φτερά των ποδιών του θα με έφερνε κοντά σου πάλι.


Δεν παραιτήθηκα στιγμή, ξόβεργες έστησα και δόκανα

πλάι στις ακτές σου έβαλα το βλέμμα σου να κατακτήσω.

Ήρθες σαν τον μαΐστρο που κατατρώει τους βράχους.

Δεν με είδες, στο πιο ψηλό αρμυρίκι ο Πήγασος με πήγε  

Κατόπτευα τις κινήσεις σου.

Η ανάσα σου με ζέσταινε.

Στο χαλασμένο σου ρολόι μετρούσα τα δευτερόλεπτα.


Περπατούσες στις ακτές αμέριμνος.

Τα δυο σου μάτια πύλες θεϊκές που βγαίνει το δισκοπότηρο

με τον άρτο και το νάμα.

Μέθυσες.

Εκεί ήταν που σε συνέλαβα.

Πιάστηκες στις ξόβεργες, στο δόκανο χρυσαφένιες άφησες 

τις σπίθες των ματιών σου. 

Αόμματος πετούσες βότσαλα λαβώνοντας μέδουσες, 

χελιδονόψαρα και τα μακριά πλοκάμια των χταποδιών.  


Το βλέμμα σου στα χέρια μου σαν καρδιά που πάλλεται

και διάπλατα ανοίγει στα μυστικά σου μονοπάτια με οδήγησε.

Σε γνώρισα.

Σε φυλάκισα.

Σε γλύκανα με φιλί.

Τις σπίθες δεν φοβήθηκα στιγμή.

Κουβάρια τις μάζεψα κι άρχισα να πλέκω με βελόνες 

ασημένιες αποξαρχής το στρώμα που πλαγιάσαμε 

την πρώτη νύχτα, τότε που τ' αστέρια πυγολαμπίδες έγιναν στη γη.


Αήττητη τώρα σε παρακολουθώ και κοντά μου σε φέρνω.

Με τις σπίθες που περίσσεψαν αραχνούφαντο φόρεμα έφτιαξα,

φουλάρια πολλά και και πουκάμισα αδειανά της Ελένης.

Στο σώμα σε φορώ. 

Όμορφη γίνομαι. 

Και με το πουκάμισο στις εκστρατείες με το φαρί πηγαίνω.

Είσαι εδώ, σε ταΐζω, σου φτιάχνω μύθους και ερωτικά 

ποιήματα σου απαγγέλω.


Τις λίγες σπίθες που δεν σπατάλησα πίσω στις επιστρέφω. 

Το φως σου βρίσκεις και με τα βότσαλα παύεις 

τους κόσμους μου να πληγώνεις.

Πάνω τους ζωγραφίζεις μέδουσες, χελιδονόψαρα, χταπόδια 

και καράβια τρικάταρτα.

Στους ποταμούς τα αφήνεις κι όταν στην Αχερουσία πύλη θα μπουν 

οβολούς δε θα σου ζητήσουν και τον βαρκάρη 

με τα κοντομάνικα μαχαίρια θα σκοτώσω. 

Εκείνα που με σημάδευες παιδούλα ακόμα 

και στις σπηλιές σου με οδηγούσες εξιλαστήριο θύμα 

στους θεούς των ερώτων να με δώσεις.