Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

haibun

Τα γεννητούρια

Αγουροξυπνημένος σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πήγε στον νιπτήρα, πήρε το σαπούνι ελιάς και καθάρισε πρόσωπο, χέρια και λαιμό . Το κρύο νερό τον ξύπνησε αυτόματα. Άνοιξε την κουρτίνα για να θαυμάσει το λυκαυγές. Ροζ και πορτοκαλί κορδέλες στόλιζαν την πυραμίδα του βουνού που κρατούσε στην επιφάνεια της το χιονένιο του σκούφο. Η ζωή στο σπίτι είχε ξεκινήσει στο σπίτι και στην κουζίνα τον περίμενε ο αχνιστός καφές κι η κριθαροκουλούρα με τις σπαστές ελιές.

Νιφάδες χιονιού
τρεμουλιαστά τα χείλη-
θόρυβος δοντιών.

Ετοίμασε το λιτό κολατσιό του Ψωμί ζυμωτό, κρεμμύδια, σύγκλινο και τυρί από την κατσίκα που μηρύκαζε στο κατώι. Βγήκε στην αυλή ο χιονιάς με τα παγωμένα του χέρια τον αγκάλιασε σφιχτά. Τράβηξε το φερμουάρ κι έσφιξε το κασκόλ του, τουρτούριζε. Μέσα στην ξάστερη νύχτα είχε πέσει πάγος και τα φυτά του κήπου μπρόκολα και λαχανικά φορούσαν το κρυστάλλινο τους ρούχο. Κατευθύνθηκε προς τον στάβλο. Το άλογο σηκώθηκε, πήγε κοντά του κι η άχνα απ' τα ρουθούνια του τον ζέστανε.

Πάγος τριγύρω
μέσα στα καντηλάκια-
πήζει το λάδι.

Φόρεσε το σαμάρι στο άλογο χάιδεψε τον κανελί λαιμό του, το φόρτωσε με τα λιόπανα και ξεκίνησαν για το χωράφι. Από κάπου μακριά ακούγονταν το τεμπέλικο λάλημα ενός αργοπορημένου πετεινού. Σκέπασε την τσιριχτή φωνή του με ένα ρυθμικό σφύριγμα. Ο ήλιος ξεπρόβαλε πίσω από την πυραμίδα και χρύσιζε την γη. Σήμερα θα πήγαινε μόνος του για να μαζέψει τις ελιές καθώς η γυναίκα του παρέμεινε σπίτι. Η νεαρή φοράδα τους απόψε γέννησε ένα ολόασπρο πουλάρι και χρειάζονταν φροντίδα και καλή τροφή.

Βαρύς χειμώνας
σαγόνια τρεμουλιάζουν-
ξύλα στο τζάκι.