Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Αναβοσβήνεις σιωπηρά τον σπινθήρα των ματιών μου



Αναβοσβήνεις σιωπηρά τον σπινθήρα των ματιών μου
Κι ο τόπος κομίζει φλογάτα όνειρα πυγολαμπίδων!

Στη περιπέτεια του άγνωστου γεμίζεις στο δισάκι σου
Αποστάγματα λιγωτικά από λευκούς ύπερους
Μηνύματα αθώων κρίνων που δεν παραδόθηκαν
Και λίγα δάκρυα από τα ματόφυλλα του Θεού
Που βρέθηκαν έκθετα στου δάσους τα διάσελα
Πραμάτεια ουτοπική πέρα απ΄τα ανθρώπινα
Τη κουβαλάς προσεκτικά όπως κάνει ο πελαργός
Με τα λιανά ψαλίδια των χελιδονιών στο ταξόδι
Πραμάτεια απόκοσμη αποζητά τα δυνατά χέρια του καμηλιέρη
Την έρημο να διαβεί και στο πεζούλι της Αγίας Αικατερίνης
Να σταθεί προσκυνητής και ανατέλλουσα σελήνη να γίνει
Στου πολύχρονου υφαντού της τη κρουστή κλωστή
Να βρει εκεί το πέλμα του παιδιού μαλακωσιά και χάδι τρυφερό
Τη μάνα του να στέρξει!

Στη περιπέτεια του άγνωστου κρύβεις στο δισάκι σου
Βελονάκια για το ανεβατό κέντημα της ευτυχίας
Χαλινάρια από του Πήγασου το σβέρκο δίχτυ να φτιάξεις
Και ένα ζευγάρι άσπρους αστερίες αποκολλημένους
Από μεσαιωνικό ναυάγιο στα ανοιχτά νερά του Μυρτώου
Πραμάτεια επισφαλής πάνω από το προσδοκώμενο
Θέλει ψυχή ελαφιού καθαρή σαν τη λευκότητα του χιονιού
Πίστη περιπλανώμενου διαβάτη ασίγαστη
Και έναν σπινθήρα κυανό απ' των ματιών το κλέος
Πραμάτεια απόκοσμη αποζητά του βαρκάρη τη νυχτερινή πορεία
Πελάγη και κυματισμούς να προσπεράσει και σε ξέρα ηφαιστειακή
Με θειάφι και με κάρβουνο τις ξέθωρες φτερούγες να τονίσει
Μην βιαστείς κι ούτε στιγμή μην ξαποστάσεις
Ωφελήσου μόνο και πάλεψε με συρματόσκοινο στα δόντια
Πριχού σε βρει το δέντρο του κεραυνού
Με τις πελώριες ρίζες και σε  αφανίσει!


Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Ακάνθινη η απόληξη του τρυφερού σου λαιμού



Όταν βλαστημάς και βίαια χειροδικείς
Τριγυρίζοντας ανάμεσα στα ανώνυμα πλήθη
Αρματώνεις με μαύρες οβίδες
Των σύννεφων το καμένο ναρκοπέδιο
Ακροβολίζομαι και βουβά σε επαίρομαι
Ραμφίζοντας κόκκους πικρούς άρκευθου
Σε χάλκινο δισκοπότηρο μετάληψης
Αιχμάλωτοι περνούν δίπλα μου
Με καλυμμένα τα πρόσωπα
Χέρια αδύναμα ξεροί κλώνοι βλοσυροί μνηστήρες
Έφιπποι στρατιώτες με προσπερνούν κρούοντας ασπίδες
Και σπάθες κυρτωμένες
Με ποδοπατούν παιανίζοντας δυνατά
Φοβούμενοι μην και τους αποσπάσω της επίκρισης
Τον φολιδωτό λόγο απ' τα σκασμένα χείλη!

Όταν βλαστημάς και βίαια χειροδικείς
Τριγυρίζοντας ανάμεσα στα ανώνυμα πλήθη
Αντιγράφεις τις κόκκινες καμέλιες του σούρουπου
Που ποτέ δεν ομονόησαν στο κάλεσμα σου
Αναριγώ και βουβά σε επαίρομαι
Ραπίζοντας με φως εξώκοσμες υπάρξεις
Πριν εισέλθω έγκλειστη στου έρωτα το θυσιαστήριο
Για να χαράξω βαθιά με διαμάντι τη μορφή σου
Στου βωμού το μάρμαρο αδρό να γίνεις σημείο
Στο ραγισμένο κάτοπτρο του χρόνου για πάντα εμφανής
Με προτεταμένο τον αντίχειρα μαλάζω επιδέξια
Το έγγλυφο σημάδι στο μέτωπο
Κίτρινο αστέρι
Μίσχος παπαρούνας γερτής
Υφάλμυρα παιδικά χείλη
Κι εκείνο το σπασμένο στα δυο ακορντεόν
Της περιπλάνησης που ποτέ δεν έπαιξα!

Σε παρατηρώ μες την απουσία σου
Ακάνθινη η απόληξη του τρυφερού σου λαιμού
Αγκυλώνει με χάδια απουσίας
Την ερμητικά κλεισμένη θύρα του κορμιού μου
Μαίανδροι ιστορικοί ξεφτίζουν και σβήνουν
Λαβωμένη ξεσπώ σε γέλωτες πικρούς
Διαφυλάττοντας στην σχισμή της παρειάς
Σπόρους κριθής και λιοκούκουτσα
Για την μεγάλη ημέρα των σεμνών ηρώων
Εικόνα αλειτούργητη σπάζεις σε κομμάτια
Δεν ξεχνώ
Αναχωρώ με βλέμμα ευθύβολο
Τάματα πιστών να κρεμάσω στης ιερής πόλης
Την βυσσινιά εσθήτα πριν παραδοθεί στους πορθητές του λόγου!



Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Επάνοδος



Οι κόκκινες βεντάλιες στέγνωναν
Τον ιδρώτα της νύχτας
Πάνω στην θερμή πλάτη του αγέρα
Μικροί κωπηλάτες τις είχαν ανασύρει
Από τα αμπάρια ναυαγισμένων πλοίων
Μεσοκαλόκαιρο
Ο περιοδεύων θίασος έπαιζε
Για εκατοστή φορά την ίδια ερωτική σκηνή
Τα παιδιά σώπαιναν
Μασώντας άπληστα κόκκινα κοκοράκια
Οι μανάδες είχαν φύγει νωρίς για τους αγρούς
Να δέσουν βιαστικά στο πλατάνι το φαρί του νεκρού ποιητή

Οι άντρες βουβοί κι απορροφημένοι
Χτυπούσαν το πόδι τους στη πέτρα
Δεν μπορούσαν να κρύψουν τη μεγάλη τους χαρά
Με ένα νεύμα και το πεζοδρόμιο ανθούσε
Το τενεκεδένιο δισκάκι του ζητιάνου
Αχνογελούσε απαστράπτον
Σε ένα πεντοδόλαρο φθαρμένο
Πιο πολύ φθαρμένο κι από τις εσωτερικές
Τσέπες του γιορτινού του κοστουμιού

Γύπες εφορμούσαν
Από τα υπώρεια των βουνών
Κι έρχονταν να τους συναντήσουν οι θεατές
Αρμυρή μέρα και το ψωμί πικρό
Σαν τα κυπαρισσόμηλα στις απότομες ράχες του Μιστρά
Εκκεντρικές φιγούρες μάζευαν τις βεντάλιες
Από τις πλατείες
Δροσίζονταν και σφούγγιζαν με τρόπο
Τη γραμμή του σάλιου τους στο κάτω χείλι

Στα σπασμένα σανίδια η παράσταση συνεχίζονταν
Εξάμηνα δύο κράτησαν οι πρόβες
Μαθητεία στο φως
Ποιος θα μαζέψει τώρα τα παιδιά από τις στράτες
Τώρα που οι μανάδες φούρνιζαν άζυμους άρτους

Σκεφτική έγραψα ένα τελευταίο γράμμα
Με στυλό που στίχους αποτύπωνε μόνο στο χαρτί
Παραλήπτης: Άγνωστος
Οι κόκκινες βεντάλιες στέγνωναν
Τον ιδρώτα της νύχτας
Πάνω στην θερμή πλάτη του έρωτα
Μεσοκαλόκαιρο
Κι οι κωπηλάτες σταθερά ακουμπούσαν το χερούλι της πόρτας
Σαστισμένοι έπιαναν το σφυγμό τους
Αναπηδούσε το αίμα γέμιζαν οι τοίχοι σχήματα
Τραβούσαν μια κόκκινη κλωστή και μας τη χάριζαν
 

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Θα υψωθώ πάνω στις στέγες του κόσμου



Θα βαδίσω ολομόναχη πάνω στις κυρτές στέγες
Φουλάρι αγέρα θα φορώ στο λαιμό αραχνοΰφαντο
Να σμίγει το κορμί μου με της καμινάδας το ζεστό χνώτο
Έγκαυμα πυρής ζώνης να σχίζει στα δύο το αδιαίρετο πρόσωπο μου!

Θα υψωθώ πάνω στις στέγες του κόσμου
Με αστρόσκονη θα περιλούσω το σκότος των λαγόνων
Ερωτική θεά θα αναδυθώ επηρμένη μέσα από τις υδρορροές των κτιρίων
Φτερά θα κρούσω και στους σελιδοδείκτες μου μάνταλο θα βάλω διπλό!

Θα βαδίσω ολομόναχη πάνω στις κυρτές στέγες
Φουστάνι εαρινό θα αγγίζει του σώματος τις πτυχές
Καθελκύοντας το αίμα μου σε στέρνα θολή που βούλιαξε το βέλο
Μιας μάγισσας που στα χαρτιά της μέσα αναγεννήθηκε της μοίρας
το μπορντό ρυάκι!

Θα υψωθώ πάνω στις στέγες του κόσμου
Με τα πουλιά που έρπουν πληγωμένα θα συνομιλώ
Να κλέψω θέλοντας τους αρχέτυπους κώδικες των χορδών τους κρυφά
Τραγούδι να υψώσω μελαγχολικό στις νυχτερινές ταφόπετρες
των παλαιών εκκλησιών!

Θα βαδίσω ολομόναχη πάνω στις κυρτές στέγες
Σανδάλια θα φορώ ζωγραφιστά ψυχοπομπός να γίνω του έρωτα σου
Στα βράχια των ματιών μου πανικόβλητη να ζει η αλόγιστη φρίκη
Να πάψει να ηχεί μονότονα η σάλπιγγα στην μακρινή σκάλα των μαχών
που εγκατέλειψες!

Θα υψωθώ μαζί σου πάνω στις στέγες του κόσμου
Αθώρητη σαν μέδουσα να στέλνω αποχαιρετιστήριο γράμμα στους υλοτόμους
Δεν θα το κλείσω σε μπουκάλι σφραγιστό με ρητίνη
Παρά μονάχα στην κοιλιά του σκοτωμένου κήτους με άμμο θα το αρμολογήσω
μη χαθεί!



Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Ξεθωριάζει του σώματός σου η σπασμένη υδρία




Στη φωτογραφία που κρατώ στην τσέπη μου
Ξεθώριασαν τα αρχικά της χρώματα
Ολόσωμη καταφυγή ομορφιάς
Αφανίστηκε στη ραγάδα της λήθης
Χλωμή χαρακιά διατρέχει τώρα το μέρος της καρδιάς
Κόβοντας στα δυο τις άρρωστες κοιλίες
Πήρε χρόνια πολλά να δεσμεύσει τα χρώματα
Κούρσεψε ουράνια τόξα που αχνόφεγγαν
Ωσπου να βρει απρόσκοπτα τη σωστή δόση στη παλέτα της ανάμνησης
Το λαμπρό κόκκινο
Το σμαραγδένιο πράσινο
Του σταριού το αισθαντικό κίτρινο
Και εκείνο το αθάνατο γαλάζιο
Που ταίριαζε με τον μίτο του δικού σου μύθου
Φτιάχνοντας στο τέλος ολοκαίνουργιο τον έγγλυφο σφραγιδόλιθο του σώματος!

Στη φωτογραφία που κρατώ στη τσέπη μου
Ατόνησαν τα αδρά της χαρακτηριστικά
Πότισε ο ιδρώτας το κρυφό αντίσκηνο του θώρακα
Πως να φυτρώσει τώρα ανεμπόδιστα
Ο σπόρος της αφοσίωσης;
Καμένος τόπος, αλυκή της ερήμωσης, μπατανία σκισμένη
Τραβάει τις αποχρώσεις στους χειμερινούς ορυζώνες
Εκεί που εργάτες δομούν λαβυρίνθους ελισσόμενους
Γκρίζα η γη πλέκει πυκνά νυχτοπεταλούδας φόρεμα
Σωρεύεται σκότος
Πληθαίνει του κρυστάλλου ο αμφορέας
Αφρίζει της πείνας ο σκοτεινός θάλαμος
Πως να ξεχωρίσω τον δικό σου δρόμο
Πως να υφάνω το κρουστό της μνήμης εργόχειρο
Που τα μάτια μου βυθίστηκαν στην οχλοβοή
Των στενών πεζοδρομίων και πνίγηκαν
Σταγόνες μαύρης βαθύνοιας κλείνουν την ψυχή μου
Το ευεργέτημα ζητώ της μορφής σου
Να ανοίξω στο φως το πρωινό τα άσπρα πανιά της αιθρίας!

Στη φωτογραφία που κρατώ στην τσέπη μου
Εκμαυλίστηκαν τα υπέροχα φωνήεντα
Κατέβηκαν πάνω σε αόρατο σπάγκο
Όλοι οι ψίθυροι από τα κωνοφόρα του δάσους
Και υφάρπαξαν τη λόχμη του εωθινού σου λόγου
Στόμα κυρτωμένο που σιωπά
Θαμπή ημισέληνος που δραπετεύει
Καμπύλη σβηστού καραβοφάναρου
Υποβάλλει σε δοκιμασία το μαύρο κέλυφος του τρόμου
Αδέσποτη μια νάρκη εκτινάσσει στα πέρατα
Του "σ' αγαπώ" σου το διακλαδιζόμενο ρίζωμα
Δεν είσαι εδώ
Το όνομα σου το ιερουργούν τώρα στη προσευχή τους τα ελάφια
Αποχωρείς γοργά γοργά σκυφτός λίγκας
Και ψηλά σε κορφή πυραμίδας γεύεσαι
Την κρύα αψάδα του χιονιού αμίλητος σαν μισοπεθαμένος γρύλος
Το ορμητήριο ζητώ της κρύπτης σου απεγνωσμένα
Να αμαρτήσει το βλέμμα μου πάλι στα βρόχια των ακροδακτύλων σου!


Δημοσιεύτηκε στην σελίδα ποίησης που διατηρεί ο ποιητής Στρατής Παρέλης
http://poihshkaipoihtes.blogspot.gr/2013/09/blog-post_8.html