Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Αμαρτωλό παρελθόν

Κι ήρθαν εκείνες οι σκληρές 
νύχτες που δεν γνώρισαν ξημέρωμα. 
Χοντρές φορούσαν πατατούκες 
και με μια βελέντζα τραχιά σκεπαζαν
τα άλκιμα σώματα των νεαρών ακολούθων τους
που μέσα στον οίστρο της μέθης
σε ένα μπαρ κατάφορτο θλίψη 
αυτοκράτορες γίνονταν σε ένα 
βασίλειο ξένο παιγμένο προ πολλού 
στά χαρτιά για λίγες μόνο κορώνες. 

Γύρω φυσούσε αέρας κι έκανε ένα 
φαρμακερό κρύο. 
Ο χειμώνας στο μαθητικό καλεντάρι 
είχε μακριά άσπρα γένια κι άστατα 
μαλλιά. 
Όλα γύρω γδυτά και παγωμένα. 
Ένα τρέμουλο στο σαγόνι κι ένα 
τρίξιμο των δοντιών έμοιαζαν με
τον ήχο που έκαναν εκείνες οι 
ξύλινες καστανιέτες που είχες 
αγοράσει στο πρώτο μακριά από 
την πατρίδα ταξίδι. 

Στις πύλες της νύχτας εμφανίζονταν 
ο,τι αποτρόπαιο στη ζωή υπάρχει
από καταβολής κόσμου. 
Συμμαχούσε το χάος με το έρεβος. 
Χέρι χέρι πήγαινε ο γδικιωμός με
το σκοτεινό του έρωτα σαρκίο.
Ξάπλα ξάπλα πάλευαν οι επιφανείς 
αφεντάδες με τους ποιητές που
τους στίχους τους αφιέρωναν στη 
κρυφή πλευρά της σελήνης. 
Κάνεις δεν νικούσε, κανείς δεν 
παραδίδονταν όλοι ηττημένοι. 

Ξεμαλλιασμένες γυναίκες κλείδωναν 
καλά τις πόρτες για να μην ξεμυτίσουν 
τα αγόρια τους κι αγαπήσουν 
εκείνες τις φτερωτές αμαζόνες που
σου έκλεβαν το νου.
Χτυπούσαν δυνατά τις πόρτες αυτές 
αφηνιασμένες μιας και κανένας έως τώρα 
δεν τις είχε απαρνηθεί.
Οι νύχτες επέμεναν κρατώντας καμτσίκι
και άνθη ασφόδελου. 

Κι όταν επιτέλους μετά από μακρύ
χρονικό διάστημα ήρθε το ξημέρωμα 
τίποτα δεν ήταν ίδιο. 
Σκουρόχρωμα σύννεφο κάλυπταν τον ουρανό. 
Οι εκκλησίες έπαψαν να λειτουργούν. 
Ξεχάστηκαν οι ψαλμοί. 
Μα πάνω από όλα τα αγόρια ενέδωσαν 
στις αμαζόνες και γεννήθηκαν παιδιά
με ένα αστέρι κατάστηθα να υπενθυμίζει 
το αμαρτωλό παρελθόν. 
Όλα είχαν αλλάξει. 

Η κουκίδα

Σε φέρνω εδώ όπου κι αν είσαι. 
Μια κουκίδα κρατώ στο χέρι 
και δεν την αφήνω να χαθεί στο άπειρο.
Μπροστά στο πατρικό σου σπίτι 
ανεβάζεις τώρα την τέντα ο αέρας 
να μπει στο σπίτι με τα γαλάζιο 
παντζούρια για να σβήσει την υγρασία 
από το πάτωμα και τα έπιπλα. 

Όλα μέσα τακτοποιημένα από
χέρι στοργικό.
Στο πιάνο απάνω μια φρεσκοκομμένη 
ανεμώνη κι ας έχει περάσει ο χειμώνας 
και στο κύκλο του καλοκαιριού 
έχουμε μπει για τα καλά. 
Αναρωτιέμαι αν εκεί που ζεις υπάρχουν 
ανεμώνες του θέρους. 
Ίσως. 
Δεν μου απαντάς.
Χρόνια κυριως αυτή η ερώτηση με παιδεύει. 
Φτιάχνω σενάριο, πλάθω ιστορίες 
δεν βοηθιέμαι όμως.
Ανασυντασομαι και περιμένω ένα σου 
έστω φωνήεν.

Ένας σβηστήρας μαθητικός απειλεί 
τη μνήμη μου.
Αυτή η πολιορκία μου κόβει τα γόνατα. 
Σπρώχνω την εξώπορτα και μπαίνω
στο σπίτι. 
Στον μαυροπίνακα δίπλα στην καλημέρα 
γραμμένο ένα γνωστό ρητό. 
Κάνω να το διαβάσω τα μάτια μου
δεν υπακούνε. 
Κάνω να το συλλαβίσω κι ένας βόμβος 
ακούγεται μόνο σαν του τρένου που 
απομακρύνεταο πέρα στα χωράφια 
με τα σιτηρά. 

Μένω απαθής να κοιτώ μια σανίδα 
φουσκωμένη και σαρακοφαγωμένη 
στο πάτωμα. 
Λέω να την σηκώσω για να δω τι κρύβεται 
από κάτω.
Δεν το αποτολμώ.
Έχει φουσκώσει η καρδιά μου σάν αυτή 
τη σανίδα μα κανένας δεν τη βλέπει. 
Μην με διαψεύδεις. 
Ήρθα απλά να σου πω μια καληνύχτα 
Κοιμήσου.