Φεγγάρι χλωμό
μονότονοι οι γρύλοι -
βιολιά της νύχτας.
Βγήκε στο μπαλκόνι. Ένα αεράκι απαλό σαν μετάξι της χάιδεψε τα μακριά της μαλλιά. Το σκοτάδι απόλυτο, το γιασεμί ανθισμένο κι ο ουρανός συννεφιασμένος. Αναζήτησε μάταια κάποιο αστέρι ή μια υποψία φεγγαριού. Τίποτα τα σύννεφα βαριά τα είχαν φυλακίσει. Κάθισε στην καρέκλα, ο καφές ζεστός ακόμη άχνιζε. Στο τραπέζι παρατεταγμένα τα ενθύμια της θάλασσας. Βότσαλα στρογγυλεμένα, κοχύλια κι ένας μεγάλος αστερίας με στραβά πόδια.
Σιγανό κύμα
αλλόφρονα τζιτζίκια-
μελωδοί φωτός..
Μία νυχτερίδα πέταξε. Στο μυαλό τής έφερε πάλι το όνειρο. Προσπαθούσε λέει σε έναν βράχο κοφτερό να μαζέψει αλάτι. Είχε γδάρει τα χέρια της κι έτρεχε το αίμα ποτάμι. Ώσπου ξάφνου το σκηνικό άλλαξε, τα βράχια λειάνθηκαν κι οι γούβες του αλατιού την καλούσαν. Το αίμα όμως δεν σταματούσε. Ανήμπορη παρακολουθούσε να πνίγεται μέσα σε βαριά μαύρα κουβάρια. Αδίστακτη η νύχτα την τραβούσε στο βασίλειο της άβουλη σαν αμνός που έχει ξεκόψει απ' το κοπάδι.
Φυσά μαΐστρος
σγουροί οι βασιλικοί-
το μνήμα ψυχρό.