Σαν νυχτώνει στη Σιάτιστα,
οι λυγερόκορμες λεύκες κυνηγούν τα παιδιά.
Τρέχουν οι μανάδες αναμαλλιασμένες να τα περιμαζέψουν.
Οι λεύκες αγαπούν τους ψιθύρους,
Το κόκκινο φεγγάρι,
Τις βλεφαρίδες της παπαρούνας.
μα πιο πολύ αγαπούν το αραχνοΰφαντο φόρεμα της Ελένης.
Τα παιδιά αράζουν τα ποδήλατά τους στον αυλόγυρο της εκκλησίας,
χτυπούν την καμπάνα και λειτουργούν την ωραιότητα.
Σαν νυχτώνει στη Σιάτιστα,
βγαίνουν οι εργάτες να παν στον καφενέ.
Τρίζουν τα ξύλα στη σόμπα,
καπνίζουν τα μπουριά.
Πονούν τα μάτια.
Χτυπούν οι κρόταφοι ρυθμικά.
Κοχλάζει το νερό στο μπρίκι του καφέ, φύλλα ευκαλύπτου.
Οι εργάτες βυθίζονται στο τσίπουρο,
τρώνε τα νύχια τους και στρίβουν επιδέξια τσιγάρο.
Σμίγουν οι καπνοί πονούν πιο πολύ τα μάτια.
Ανοίγουν την πόρτα, ξεροβήχουν, βρίζουν τον καιρό,
κουμπώνουν το μπουφάν τους και διώχνουν το τρέμουλο μακριά
Σαν νυχτώνει στη Σιάτιστα,
τρέχουν τα αδέσποτα να κρύψουν μες στο χώμα τα κόκαλα,
Αλυχτούν, φοβερίζουν τις γάτες, φοβερίζουν τους βιαστικούς διαβάτες,
κρύβουν την ουρά τους στα σκέλια, κρυώνουν.
Βρίσκουν καταφύγιο στον αχυρώνα.
Λάμπουν τα μάτια τους μες στη νύχτα σαν τις σπίθες του δαυλιού
Δεν ησυχάζουν λεπτό,
ακόμα και στον ύπνο τους κυνηγούν τις κότες του αστυφύλακα,
Τρομάζουν το μπαρούτι,
τρομάζουν τα κρύα χαμόγελα
μα πιο πολύ τρομάζουν την ορφάνια των φονιάδων.
Χώνουν τις μουσούδες τους στα άχυρα.
Αύριο έχει πανηγύρι κι ίσως να φάνε κανένα κομμάτι.
Τρέχουν τα σάλια του σαν το νερό στην υδρορροή της καλύβας.
Σαν νυχτώνει στη Σιάτιστα
ρυτιδώνεται το πρόσωπο της μέρας
κι όλοι ανυπομονούν ν' ανοίξει ο καιρός
Να χορτάσουν τα παιδιά παιχνίδι,
τα λευκά κόκαλα να βγουν απ' τη γη
κι οι λεύκες να αφήσουν το απαλό τους χνούδι
πάνω στα μουστάκια των εργατών
σαν ασημένια πάχνη.