Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Το αθάνατο νερό


Ζητώ την αγκαλιά σου όπως
ζητά το κυκλάμινο μια σχισμή
του φθινοπώρου για να ανθίσει. 
Σε κακοτράχαλα βουνά ζω 
κρατώντας στο χέρι μου το
υφαντό κιλίμι του έρωτα που μου
χάρισες κάποιο μακρινό Νοέμβρη. 
Με φτέρες και κλαριά σφενδάμου 
συνομιλώ και την αψάδα απ' τους 
χυμούς τους παίρνω για να γράψω 
το ποίημα του έρωτα. 
Άκουσέ το αγάπη. 
Φώναξέ το στα αστέρια. 
Πριόνισέ το στον άνεμο. 

Αυτό το ποίημα δεν γερνάει ποτέ
ρωμαλέο είναι όπως το όνομά σου
που σκιτσάρησα ένα κρύο βράδυ
στα χυτά μαλλιά ενός αγάλματος. 
Κορασίδα ήταν κι είχε βολβούς
ναρκίσσων για μάτια και χέρια 
κρινένια του γιαλού.
Δεν ήταν στη συλλογή κάποιου 
υπέργηρου συλλέκτη ούτε έκθεμα 
μουσείου απόμακρο μα μία κόρη 
απλή ενός πάρκου βουερού στα 
δυτικά της πόλης προάστια. 

Στέκονταν εκεί όπου οι έφηβοι 
δίνουν το πρώτο ραντεβού 
με την Άνοιξη και στα ουράνια 
πετούν τη σάκα τους ξαλαφρωμένοι 
απ' τις ανούσιες του κόσμου περιπτύξεις.
Εδώ ζεις αγάπη μια ζωή απέθαντη 
και με τα αηδόνια του πρωινού 
συνδιαλέγεσαι και τους αποσπάς 
το μερτικό σου στη χαρά. 
Δεν σε χάνω, εφηβικό είσαι αίμα
και με διαπερνάς.
Δεν σε ξεχνώ, ιμάντας είσαι που
δένει την παραζάλη του χορού. 
Στην αγκάλη μου σε φέρνω 
μετρώντας τις νότες που ξεπηδούν 
μέσα από το όνομά σου
σαν νερό αθάνατο. 

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Ο χορός της επιστροφής

Μετά από ένα μακροχρόνιο
εγκλεισμό στις θύρες του ουρανού
θυροκολλήθηκε η έξοδος σου
αγάπη. 
Δυο άγγελοι σε συντρόφευαν
με τις πύρινες ρομφαίες τους. 
Στα χέρια τους κρατούσαν
τις βαριές αποσκευές σου. 
Ο ένας μάλιστα ο πιο μικρός
σε φίλησε στο μάγουλο και
σου χάρισε ένα ζευγάρι ολόλευκα
φτερά, μαγεύτηκες κι
έμοιαζες με παιδί ανεβασμένο
σε ένα πολύχρωμο καρουζέλ. 

Χαμογελούσες κι άνοιγες διάπλατα
την αγκαλιά σου για να τους
αποχαιρετήσεις συγκινημένος. 
Ήσουν ωραίος, δυνατός, 
ροδομάγουλος και δυο
διπλά ουράνια τόξα κρατούσες
στα χέρια σου. 
Σήμερα νυμφεύομαι τον ήλιο
είπες, τελείωσε η εποχή των
καταιγίδων και των δακρύων. 
Δυνατά ακούστηκαν τα λόγια
ως εδώ με τονισμένα τα φωνήεντα. 
Ανασκίρτησα κι άρχισα να στρώνω
ρόδα τις οδούς για να διαβείς. 

Μπήκα στο σπίτι τρελή από χαρά. 
Σιγύρισα το κρεβάτι μας. 
Τακτοποίησα τα άνθη στα βάζα. 
Έβαλα το γαλάζιο της γιορτής φόρεμα. 
Στην αγκαλιά μου χώθηκε η γάτα 
μας με ένα πήδο νιαουρίζοντας ερωτικά, 
την χάιδεψα. 
Όλα τα πλάσματα της γης σε 
αποζητούσαν απ' το μικρό τζιτζίκι
μέχρι τα πιο άγρια του κόσμου θηρία. 
Κι εγώ πάνω απ' όλους σε περίμενα. 

Γλυκό σταφύλι θα κεράσω
τους αγγέλους και για σένα
θα φυλάξω τις ευωδιές των γιασεμιών.
Στη λάβα των φιλιών μου έλα να καείς. 
Με μύρα θα αλείψω το σώμα μου, 
τα θαύματα να αναπνέεις. 
Πίστα η αγκαλιά μου και σε καλεί,
έλα να χορέψουμε τους διονυσιακούς χορούς 
που κάποτε μου δίδαξες. 

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023

dodoitsu

dοdοitsu χιουμοριστικό ποίημα
με ανατροπή στον τελευταίο στίχο και με 7/7/7/5 συλλαβές. 

Ο επισκέπτης

Τραγουδιστής στο πάλκο
η φήμη του μεγάλη
πανέρι με γαρδένιες
μέρμηγκας εντός. 

*
Αστοχία

Σπουδαίος αστροναύτης
η γη δεν τον χωράει
δόξα έχει και φήμη
τρύπιο το βρακί.

*
Οι εραστές

Ζευγάρι μες το πάρκο
οι φήμες οργιάζουν
παράνομος ο έρως
μοιχείας φιλιά.

*
Παρανομία

Οικονομία κάνει
καβούρια μες τις τσέπες
φήμη τσιγκούνη έχει
μαυραγορίτης.

*
Τα φακελάκια

Ντόκτορ μεγάλος είναι
άριστα το πτυχίο
χιλιάρικο και γέννα
φήμη ζάμπλουτου. 

*
Ανεπρόκοπη

Η πεθερά γκρινιάζει
τη νύφη κατσαδιάζει 
στοίβες άπλυτα πιάτα
φήμη τεμπέλας. 

*
Επιστήμονας

Παγκόσμια έχει φήμη
χρυσές οι περγαμηνές
λάτρης της γνώσης είναι
λίγα τα φράγκα. 

*
Ο μύθος

Τραγουδιστής τζίτζικας
άσπλαχνο το μυρμήγκι
τη φήμη κηλιδώνει 
πέλεκυς βαρύς. 

*
Βαρκάρης

Ιστία ξεδιπλώνει
ψαριά μεγάλη πιάνει
σούπα βράζει στη βάρκα
φήμης τραπέζι. 

*
Ζηλιάρης

Ανάστατος σύζυγος
η ζήλεια τον κατέχει
βγήκαν λάδι οι φήμες
ανυπόστατες. 

*
Ζαχαρωτά

Το ζαχαροπλαστείο
φήμης γλυκά πουλάει
θαυμαστά ζαχαρωτά
το δόντι σπάει. 

*
Το παγκάρι

Πονηρός εφημέριος
καλή δεν έχει φήμη
παχυλό το πουγκί του
παγκάρια κλέβει. 

*
Ο σεφ

Ξακουστός ο μάγειρας
το φήμης δείπνο στρώνει
αχνιστοί οι αστακοί
τάλαρα θέλουν. 

*
Ο τζόγος

Οι εραστές του τζόγου
με τα νούμερα παίζουν
τρία καρό για φήμη
φτωχομπινέδες. 

*
Οι ποιητές

Ξεθωριασμένη φήμη
βιβλία δεν τους γράφουν
οι ποιητές σωπαίνουν
άδοξοι στίχοι. 

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Συνθηκολόγηση

Περικνημίδες έχω στα
πόδια μου και υφέρπω
προς εσένα.
Με ράβδο ανοίγω περάσματα
στην ανεξερεύνητη να μπω
χώρα σου μετόχι να φτιάξω.
Γύρω μου στρατοί, πόλεις
λεηλατημένες, συντρίμμια
και τυφλά παιδιά που
απαγγέλουν καταχθόνιους
στίχους.
Φως πουθενά, κάνει κρύο
και τα μαγκάλια στα τρίστρατα
προ πολλού σβηστά.
Αναχουχουλιάζω τις παλάμες
με χνώτα άρρωστου παιδιού.

Προτάσσοντας τα χέρια
κινούμαι αργά πάνω σε ένα
δρολάπι κολαστήριο.
Κέρινα τα χείλη μου
ψιθυρίζουν προσευχές
από νεότευκτα βιβλία.
Τα πλήθη με σπρώχνουν και
με εκτρέπουν απ' το δρόμο μου.
Ψηλά δόρατα σκιάζουν το φως.
Επιμένω με την λαχτάρα
και το θάρρος των μανάδων
μπρος στον νόστο των μαχόμενων
παλικαριών.
Μαζί τους βαδίζω και μια
μονάχα έχω έγνοια, εσένα.

Μακρύς ο δρόμος και δύσβατος.
Δεν σταματώ, δεν παραδίδομαι.
Με μόνο το φως από την
καύτρα του τσιγάρου μου
σου γράφω ποιήματα.
Για γραφή διαλέγω αυτή
της καρδιάς σου που κανείς
άλλος στον κόσμο δεν γνωρίζει.
Ταγοί με πλησιάζουν για να
την κλέψουν μα δεν υποχωρώ.
Τα τυφλά παιδιά κλείνουν
ειρήνη μαζί μου.
Τους παραχωρώ τους στίχους
μου και από το πεδίο
των μαχών βγαίνουμε επιτέλους
τροπαιοφόροι και νικητές.

Καλόστρωτα μονοπάτια
τώρα με φέρνουν κοντά σου.
Διψούν τα παιδιά και τις
πλούσιες πηγές σου τους δείχνεις.
Όλος από νερό με αγκαλιάζεις
κι εγώ με την τρίαινα μου
καταλαγιάζω τις θάλασσες
που σε φιλοξενούν και
το μετόχι μου φτιάχνω
πάνω σε καλλιεργημένες
με κάπαρη νησίδες ποτέ
να μην πεινάσεις όσο κοφτά
τις γραφές μου θα αναπνέεις.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Φωτοδότης

Καντηλιέρης γίνεσαι 
κι ανάβεις τα ουράνια
σώματα για να σε βλέπω. 
Δαδιά κρατάς στα χέρια σου. 
Σπίρτα από του παραμυθιού
τη χώρα. 
Στεγνά φυτίλια και κεριά 
και στα ουράνια περάσματα
βαδίζεις αποστολέας του
ανήκεστου λόγου. 
Εσύ ο φωτοδότης κι ο υμνητής. 
Εσύ το ανέσπερο του θέρους 
φως που οι νεράιδες στην 
αγκάλη τους κρύβουν. 
Εσύ η καυτή λάβα που
στα γόνατα μου κατρακυλά.
και που στην χόβολη της 
ζεσταίνω τίμια τα χέρια μου. 

Δεν με καις μ' ανασταίνεις. 
Ξετυλίγεις του ονείρου 
τα πέπλα και στα μύχια 
με οδηγείς θαύματα. 
Γη και ουρανό διαφεντεύεις
και στα μπράτσα μου
όταν δεν σε βλέπω κοιμάσαι. 
Τα ουράνια σώματα σε
φροντίζουν καθαρός κι υγιής
να βγαίνεις στις στράτες. 
Με την Πούλια συνταυτίζεσαι 
και στα παιδιά της το μαύρο
γάλα της ποιήσεως ακουμπάς. 

Κάθε που σημαίνει Ανάσταση
με τη θεϊκή μορφή των ψαλμών 
έρχεσαι στη γη. 
Τα ερημοκκλήσια προτιμάς, 
στα τριμμένα πετραχήλια
ενδίδεις και στις ωραίες 
Κυριακές ξαποσταίνεις. 
Ελαφρύς και μόνος καταφτάνεις
εδώ, άρτο να μας μοιράσεις. 

Φως από τη λαμπάδα των
τυφλών σκαπανέων αφειδώλευτα 
παίρνεις και στην κόμη των ,
πυροτεχνημάτων λούζεσαι. 
Διάπλατα ανοίγεις μάτια
κι εκεί με κλείνεις. Την απληστία 
σου αποδέχομαι και μέσα στην 
φαρέτρα της λήθης σε βάζω. 
Φωτοδότης αληθινός 
την κουρτίνα των σύννεφων 
ανοίγεις και με μια ανάσα 
σου μακριά τα σκορπάς ορατός 
για να γίνεσαι κι εγώ μοναδικά
δική σου κάθε νύχτα για σε 
στο φιλί αργοπεθαίνω. 

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023

Αναγγελία ζωής

Μισόγυμνος στις στράτες
του φεγγαριού τριγυρνάς.
Ανάλαφρα και τριμμένα
ρούχα φοράς και θα κρυώσεις.
Άσε με να ρθω εκεί,
το δρόμο δείξε μου τα
καινούργια να σου φέρω
ρούχα στους αέρηδες ζεστός
να πηγαίνεις.
Πλεκτά ρούχα που χρόνια
τα πλέκω κάτω από το αμυδρό
φως του καντηλιού με
βελονιές περίπλοκες.
Ξενύχτησα ώρες πολλές για
να στα φτιάξω.
Με τη συνοδεία της αγαπημένης
σου μουσικής τα έπλεξα.
Δες τα και πρόσεξε πως
αγαπούν τα τραγούδια και
τους στίχους στα κουπλέ
πως απαγγέλουν.

Περίσσια είχα νήματα της
αγάπης και τα χέρια μου
ακούραστα σαν τα χτένια
του αργαλειού αποδείχτηκαν.
Χρόνια πολλά τα κρατάω εδώ
και με λεβάντες τα στριμώχνω
στα μπαούλα.
Άσε με να σε ντύσω με αυτά.
Ένα παιδί μου είπε πως κρυώνεις
και το χρώμα σου έχει χαλάσει.
Ξανθό παιδί με λίγο χνούδι
στο χείλος άραγε φίλος σου
είναι ή ο φύλακας σου;

Μια πρόσκληση στείλε μου
όταν βγει το νιο φεγγάρι, ένα
χάρτη να μη χαθώ φέρε μου.
Επιχείρησα πολλές φορές να
ρθω εκεί μα μπλέχτηκα στα
δαιδαλώδη μονοπάτια.
Μα πού πήγες;
Πόνεσαν τα γόνατα μου, σκάσαν
οι φτέρνες μου κι οι μηροί μου
γέμισαν φλεβίτσες κι άλλο
δεν μπορώ να τριγυρνάω
στα χαμένα.

Το ξανθό παιδί δεν γνωρίζει
τη γλώσσα μου και στις
παρακλήσεις μου ψυχρό μένει.
Κουράστηκα να το παρακαλάω.
Το χαρακτήρα του άδικα
προσπαθώ να διαβάσω χρόνια
τώρα, δύστροπο μοιάζει.
Φοβάμαι το γαλάζιο βλέμμα του.

Στείλε μου έναν άλλο αγγελιοφόρο
που θα με γνωρίζει καλά και φιλικός
θα είναι.
Εγώ στρατιώτης σου θα γίνω,
δεν θα λιποτακτήσω στιγμή
και πολλά θα κρατάω φιλιά
από τα χρόνια που σε είχα μες
στις αντένες μου να εκπέμπεις.  

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

Χαρτογράφηση

Διαφεντεύω τη φλεβίτσα
του λαιμού σου κι εκεί
κατοικώ.
Κόκκινα βάφονται τα μπράτσα
μου, τα μαλλιά μου, το στήθος
μου, η αγκαλιά μου και χαίρομαι
που με περιβάλλεις έτσι ολόκληρη.
Στον αιμάτινο ποταμό σου
μπαίνω και κολυμπάω και
μια θεία ρώμη σφύζει στο
σώμα μου.
Ταξιδεύω κατά μήκος της
κοίτης σου εξαγνισμένη.

Κατρακυλώ στα πόδια σου
και άλτης γίνομαι
και τα εμπόδια ξεπερνώ.
Φέγγουν τα χαμόγελα της
ζωής στο πρόσωπο μου.
Φτάνω στα χέρια σου και
πυγμάχος γίνομαι που νικά
τον δράκο κι ύστερα
στεγνώνει τον ιδρώτα
του στον ήλιο περιχαρής.
Στο κεφάλι σου καταλύω
κι απ' του μυαλού σου τους
περίπλοκους νευρώνες δάδες
παίρνω και φωτίζω τις επωδούς
που έγραψα για σένα.

Τέλος καταφύγιο ζητώ
στην καρδιά σου.
Στις κοιλίες σου μπαίνω
και ξαποσταίνω.
Στην κεντρική αορτή κρεμώ
τα χάντρινα βραχιόλια μου.
Σμαράγδια και αμέθυστους.
Νεφρίτες και αχάτες.
Μάτια της τίγρης και ρουμπίνια.
Ομορφαίνεις κι οι χτύποι σου
ανεβαίνουν ακατάπαυστα.

Σε καθορίζω και σε οσμίζομαι.
Σε κατακτώ και σε ακροάζομαι.
Στην ζέστα σου μέσα και στην
ευρεία λεκάνη σου θα γράψω
το ποίημα του μέλλοντος,
εκείνο που θα μιλάει μόνο
για τα λαμπερά σου οράματα
που ποτέ δεν τόλμησαν να
πραγματωθούν.  

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Ηρώων βήμα

Σπιθοβολούν τα μάτια σου
πράσινες λάμψεις αγάπη
και σε βλέπω.
Νήματα δένω στα άκρα σου
και σφιχτά σε κρατώ μην
μου πέσεις.
Γύρω από το σώμα μου
περιστρέφεσαι σαν τον
ταλαίπωρο μπούμπουρα
στα παιδικά μας παιχνίδια.
Αυτή η περιστροφή με κρατάει
χρόνια ζωντανή και στου χορού
τις δίπλες ακμαία με φέρνει.

Δες με χορεύω με αέρινες
φιγούρες, ψηλά πετώ.
Στη γη δεν πατώ, μετεωρίζομαι.
Ανάλαφρη σαν νιόβγαλτη
πεταλούδα ρίχνομαι στον
στροβιλισμό μαζί σου.
Το μαντήλι μου κρατάς σφιχτά
και το στόμα σου ανοίγει
διάπλατα σε θαυμασμό.
Εσύ κι εγώ σε μια ατέλειωτη
περιστροφή με σώματα
διψασμένα πόθο και αίμα.

Σε πράσινες κοιλάδες
ξανοιγόμαστε, εκεί κι ο χορός.
Δίπλα μας μαργαρίτες, παιώνιες
κι αειθαλή πεύκα.
Ανοιξιάτικα μας δίνει η φύση
κραγιόνια τον καμβά της ζωής μας
με αποχρώσεις πολλές
να στολίσει.
Κλαρινέτο παίζουν οι καλαμιές
και δυο αγνά βατραχάκια μας
χειροκροτούν.

Οργιάζουν οι πέστροφες στο
ποτάμι και σε ρυθμούς τρελούς
αναλίσκονται.
Το ερωτικό τους κάλεσμα
φτάνει ως εδώ και τα πόδια
μας αντρειεύει καθώς το κορμί
κι ο νους ίπταται κι εφορμά.
Σταματημό δεν έχει τούτος
ο χορός.
Οι μέρες του Απρίλη πολλά
μας προορίζουν κατευόδια.
Προς στις χώρες της φωτιάς
να πάμε τις σούβλες της γιορτής
να στήνουμε πλάι στους
απείθαρχους νεκρούς.

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Η μετενσάρκωση

Στο άγημα των αγγέλων
οδηγήθηκα για να μάθω
που ζεις και που τις
κεχριμπαρένιες σου χάντρες
ρυθμικά χτυπάς.
Οι πρωτάγγελοι με καλοδέχτηκαν
και μου είπαν πως από τα
τάγματα τους ο Θεός κάποιο βράδυ
σε απέπεμψε κακήν κακώς.
Μακριά μου είπαν από τις
μηλιές του παραδείσου ζεις
και η πυρά της κόλασης πια
δεν σε τσουρουφλίζει.
Ελεύθερος στα γήινα μου
είπαν ότι ζεις μονοπάτια
και με την ανάσα σου
τα διάφανα κάτοπτρα
του έρωτα με μορφές χνωτίζεις.

Άρχων της ηδονής
με βαρύ ένδυμα γίνεσαι
κι οι μαστόροι της πέτρας
κάστρα ψηλά σου χτίζουν.
Πέταξε μου τα αργυρά κλειδιά
κι οι δρόμοι με απόστασαν.
Πεταλούδα με πορτοκαλοκίτρινα
φτερά γίνεσαι κι από τα χωνάκια
των γιασεμιών τρέφεσαι.
Χάρισε μου το ακριβό σου
άρωμα μπροστά στον καθρέφτη
της αρμονίας ξανά να κοιταχτώ.
Τζιτζίκι με φωνή υψίφωνου
γίνεσαι και στα ακαλλιέργητα
αμπέλια ξετυλίγεις μαγικά
τις νότες σου.
Δώσε μου πίσω τα ματωμένα
μου τραγούδια την κάψα
του πόθου να υπερνικήσω.

Τις προσταγές μου υπάκουσε
κοντά μου να σε έχω και σε
κλαράκι μυρτιάς σαρκώσου
τα μαλλιά μου να στολίζεις.
Μέσα στα περιβόλια μιας ανίκητης
άνοιξης να ζω και τις εκλεκτές σου
ώρες να μου παραχωρείς αφειδώλευτα.

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

Το ιγκλού

Όταν εκχιονίσαμε το
πεζοδρόμιο το φτυάρι
μας σκόνταψε σε ένα
παγωμένο ιγκλού.
Σκύψαμε έκπληκτοι και
κοιτάξαμε εντός του.
Ο σταυρός της μητέρας
που αποβραδίς έχασε
η θυγατέρα βρίσκονταν εκεί.
Έλαμπε σαν αστέρι πρωινό.
Σκεφτήκαμε πως με τη
δική του λάμψη σχηματίστηκε
αυτό το παγωμένο σπίτι.

Το ιγκλού το ανεβάσαμε
στο σαλόνι.
Στα ποτήρια η βυσσινάδα
της γιαγιάς.
Κανείς δεν μίλησε.
Η καμπύλη του ιγκλού έσβηνε
δίπλα στην θερμάστρα.
Το δρύινο πάτωμα κατάπινε
το κρυστάλλινο νερό.
Μούσκεψε το χαλί και η γούνα
της γάτας.
Το σταυρό τον παραδώσαμε
στη μητέρα.
Η θυγατέρα έκλαιγε πίσω
από την τζαμόπορτα.
Ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι
τον είχε κλέψει.

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Η αποδημία

Στη Νέα Υόρκη ένας
αιμοσταγής έριξε ίσα
στις ακαθαρσίες των
περιστεριών αφού δεν
βρήκε τα ίδια να τα
σκοτώσει.

Αποδήμησαν τα περιστέρια
απ' τις πόλεις του κόσμου
μητέρα και σε άλλη
διάσταση πάνε να ζήσουν.
Τα ορμητήρια τους
έμειναν ορφανά σαν
τα κενοτάφια των ηρώων.
Άδειες οι πλατείες, τα πάρκα
οι αυλές και οι ταράτσες.
Το παιδί με το ποπ κορν
στο χέρι ποιον θα βρει
τώρα να τον ταΐσει;
Κλαίει το παιδί κι η μάνα
φωνή δεν μπορεί να βγάλει
παραμύθι για να του πει
να το καθησυχάσει.

Οι κλάδοι της ελιάς
λυγίζουν το σώμα τους,
πετούν κάτω το καρπό τους
και το μοιρολόι αρχίζουν.
Τελείωσαν οι αποστολές,
τα γέλια, οι κελαηδισμοί
και τα λουλούδια απότιστα
μαράθηκαν και γέρνουν
σαν τα κεφάλια των
κρεμασμένων στρατιωτών.
Μια σιγή εκκωφαντική
απλώθηκε στη γη.
Θέριεψαν τα σύννεφα
κι έφεραν βροχή.
Όχι μια βροχή κανονική
παρά μια βροχή από αίμα.
Σπάνε οι ομπρέλες απ' το
βάρος, τα πόδια γλιστράνε,
πέφτουν τα παιδιά.

Είναι βαρύ πολύ το αίμα
των παιδιών μητέρα και
τα πουλιά εξαφανίστηκαν.
Χιλιάδες που έφυγαν.
Μυριάδες που τραυματίστηκαν.
Εκατοντάδες που αρρώστησαν.
Των μανάδων το μυαλό
έχει σαλέψει από τον πόνο.
Πάνω στα ερείπια
περπατούν λέγοντας
ακατάληπτα λόγια.
Οι στρατηγοί τρίβουν
τα χέρια περιχαρείς
και οι αιμοσταγείς
όπου γης ανενόχλητοι
τραβούν τη σκανδάλη.

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2023

Η μαριονέτα

Όλη φωταγωγημένη από
τις λάμψεις των ματιών σου
ήρθα απόψε κοντά σου.
Ανοιχτά ήταν τα περάσματα,
μίτο δεν χρειάστηκα, και τα
κλειδιά στην πόρτα βρήκα.
Μυστηριακό ήταν το φως
σου κι εκτυφλωτικό.
Φως αστραπών που πέφτει
στο ελατοδάσος και κατακαίει
τα δέντρα σκίζοντας τα στη μέση.

Σε αυτό το ελατοδάσος
συνηθίσαμε να πηγαίνουμε
παιδιά ακόμα τρελά για να
παίξουμε παιχνίδια.
Έτρεχαν τα πόδια μας ανάμεσα
στα κυκλάμινα και τις φτέρες.
Τρυγούσαμε σαν μέλισσες τις
χαρές και στις πτυχώσεις των
σχολικών ποδιών μας τις αποθέταμε.
Γελούσαν οι μανάδες το βράδυ
κι έκρυβαν τα νήματα απ' το
πλεκτό κάτω από τις μασχάλες.

Από αυτό το δάσος, ένα φεγγάρι,
κόψαμε ένα έλατο για να το
στολίσουμε με τα άστρα που
είχαν περισσέψει από τα όνειρα μας.
Κάθε χρόνο το ίδιο έλατο
στολίζαμε τι κι αν μαραίνονταν
κι έγερνε στην κορυφή
αυτό επιλέγαμε πάντα.

Κορδώνονταν στο σαλόνι κι
εμείς χτυπούσαμε παλαμάκια.
Αδέρφι το χαρακτηρίζαμε
και φίλο πιστό.
Φέτος που λείπεις όσο ποτέ
άλλοτε το έχω ανάγκη.
Στις ρίζες του, που αφήσαμε
πίσω, ξεδιπλώνεται το μπόι μου.
Στον κορμό του σχεδιασμένα
τα αρχικά μας.
Στις βελόνες του περασμένη
η κλωστή για να κεντήσω
τα πουκάμισα σου και τις
χαλαρές γραβάτες σου.

Με τα κεντίδια στο χέρι
θα σταθώ μπροστά σου
κι από το άπλετο φως σου
θα ανάψω τα μανουάλια
των ναών μου.
Ζεις στο φως των αστραπών
και στην καταιγίδα του
μυαλού μου φωλιάζεις.
Αυτόφωτος κι ωραίος
ξεμπερδεύεις την άλικη
κλωστή και κοντά σου
με δένεις, μαριονέτα που
δεν ξέρει να συλλαβίζει
πάρεξ το όνομα της.

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

Ωφέλιμο

Πικραμύγδαλο η καρδιά μου 
κι έμαθα να την ξεπικρίζω 
με το οξύ υγρό των δακρύων μου. 
Βλέπεις πολλά αξιώθηκα
δάκρυα μέσα στη ζήση 
να έχω. 
Πότε πόνου. 
Πότε χαράς ή θυμού. 
Πάντα θα μου περίσσευε 
ένα δάκρυ για να αφεθώ
απερίσπαστη στης λύτρωσης 
το πλούσιο δείπνο. 

Κάτω από την κορομηλιά
παιδί ακόμα βαφτίστηκα
στης αρρώστιας 
την στρεβλή ανακολουθία. 
Οι εφημερίδες το έγραφαν, 
οι αρθρογράφοι το επισήμαιναν 
κι εγώ λιανό κλαδί σαστισμένο
χάιδευα τα χαπάκια στην 
τσέπη μου. 
Η θεία κακιώνε 
κι έμενε ξάγρυπνη 
για να τελειώσει
το προικιό της νεκρής της
κόρης. 
Εγώ έπεφτα σε έναν ύπνο
ελαφρύ, δεν με άφηναν οι
σαΐτες όνειρα για να δω
πολύπλοκα. 
Διακεκομμένες οι στιγμές μου
κι η εφηβεία στο κατώφλι
χτύπαγε κουδουνάκια σαν
αυτά που έχουν οι μάγισσες
και χτυπούν όταν λύνουν 
τα μάγια του έρωτα. 

Πικραμύγδαλο η καρδιά μου
με μόνο μία κοιλία. 
Συνήθισα έτσι, τα κατάφερα. 
Πώς να μεσιάσω τους μήνες, 
τις εποχές και τα χρόνια;
Αδύνατον. 
Η μάνα με πήγαινε στους
πρακτικούς. 
Μου έδεναν τα χέρια με 
πανιά από κάμποτο, εγώ
έκλαιγα απελπισμένα. 
Η πικρία μέσα μου πλάταινε 
σαν θάλασσα γκρίζα κι η 
καρδιά κλωτσούσε δυνατά
σαν όπως κλωτσά την πόρτα
ο πεινασμένος για να κλέψει
το ψωμί. 

Ήθελα να φύγω, λαχταρούσα
να αφεθώ και να ενταχθώ στα
πλήθη απ' τις λάμιες 
που με κυνηγούσαν. 
Με τρόμαζε ο θόρυβος
και τα παγερά χέρια
των κομπογιαννίτηδων 
μού μούδιαζαν το σώμα. 
Το στόμα μου κλειστό με
στυπόχαρτο δεν μπορούσε
να καλέσει σε βοήθεια. 
Έμενα στο γρασίδι ξαπλωμένη
να κοιτάζω τα άστρα. 
Άλλοτε πάλι έπαιρνα
δυο πέτρες και τις μουτζούρωνα. 
Τις μόνες που φρόντιζα
να αφήνω καθαρές
ήταν οι πηγές των ματιών μου. 
Έτσι μες την άρμη των δακρύων
μπήκα κι επέζησα ως σήμερα 
και τις αποκοτιές της
μοίρας διόλου δεν φοβάμαι. 

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

Η έκρηξη

Ο ορός δεν στάζει μαμά
φώναξε τους γιατρούς.
Τους δικούς σου γιατρούς.
Αυτούς του ουρανού.
Φορούν χαβανέζικα ρούχα
και δεν τους φοβάμαι μαμά.
Εδώ στη γη όλα παγώνουν.
Οι γιατροί φορούν άσπρες
μπλούζες σαν τις σελίδες
του τετραδίου που άγραφο
θα μείνει και ξεχασμένο
το ποίημα θα γίνει κατακάθι
που η λύπη το κυβερνά.
Φοβάμαι μαμά τα σχέδια του
φλιτζανιού, τις κλειστές
πόρτες τρέμω κι εκείνο
το στεφάνι στο χείλος
πένθιμο είναι και σε ξόδι
ταιριάζει.

Τους δικούς σου γιατρούς
να φωνάξεις μαμά.
Εδώ οι πιο πολλοί γιατροί
δεν αγαπούν τα ποιήματα.
Έχουν νυστέρια, βελόνες
και ψαλίδια
στα χέρια και αίμα στάζει
από τους καρπούς τους.
Τρομάζω μαμά.
Τα ματωμένα χέρια τους
μαμά τρομάζω πιο πολύ.
Μου σφραγίζουν το στόμα,
δεν μπορώ να αναπνεύσω.
Μου κλείνουν τα μάτια
και στη φαντασία μου
διπλή κλειδαριά περνούν.
Δεν μπορώ την εικόνα σου
να κοιτάζω και απ' την άκρη
της ποδιάς σου να κρατηθώ
σφιχτά με εμποδίζουν.
Μου λερώνουν τα σκισμένα
μου ρούχα και πως θα βγω
στην αλάνα να παίξω μαμά.
Θυμάσαι εκείνη την πάνινη
μπάλα που μου έφτιαξες
τον καιρό της ειρήνης
ακόμα την έχω κάτω από
το μαξιλάρι μου.

Απ' όταν έφυγες όλα άλλαξαν
εδώ μαμά.
Τα νοσοκομειακά σφυρίζουν
διαβολεμένα, οι βόμβες
ανοίγουν τεράστιους κρατήρες,
τα όπλα βγάζουν μαύρο
δηλητήριο και οι άνθρωποι
ακρωτηριασμένοι περπατούν.
Εκεί να έρθω θέλω μαμά.
Εκεί να σου λέω τραγούδια.
Τη μοναξιά σου να ντυθώ.
Μην φωνάξεις τους γιατρούς
ήρθα κοντά σου τώρα.
Είμαι χαρούμενη μαμά, εδώ
οι οροί ζαχαρόνερο κι
ανθόμελο έχουν
και στα κρεβάτια παχιά
στρώματα μας κοιμίζουν.
Το χέρι σου μαμά είναι
στεγνό και καθαρό.
Αγκάλιασε με.
Στο πλάι σου γέρνω.
Από μικρό παιδί αγαπούσα
τα χαβανέζικα ρούχα,
τις λουλουδιασμένες αυλές
και τους ίσκιους των πεύκων
που στρώναμε τα φλοκατά
για να δειπνήσουμε όλοι μαζί.  

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

Αυταπάτες

Πόσο διαφορετικός ήσουν
όταν οι άγγελοι σε κάλεσαν
κοντά τους.
Αλλιώς μιλούσες.
Αλλιώς γελούσες.
Αλλιώς αποπλανούσες τον έρωτα.
Αλλιώτικες φτερούγες
είχες τα παλάτια του
ουρανού να κατακτήσεις.

Στον μυθικό Δαίδαλο
δεν έμοιαζες.
Πελάγη το όνομα σου
δεν πήραν.
Της θάλασσας την αγκάλη
δεν καταδέχτηκες.
Στους βυθούς που
κοιμούνται τα βαπόρια
και οι γοργόνες τούς έχουν
για σπίτι τους δεν εισήλθες
ποτέ.
Εσύ το μέγα ύψος.
Εσύ η ουράνια πόρπη
που τη ζώνη συγκρατεί
Του Θεού.
Εσύ το πυροτέχνημα της
λέξης και το βαρύ λεξικό
που ποιήματα γεννά
αχειροποίητα.
Ποτέ δεν σε διάβασα.
Ποτέ δεν σε αποκωδικοποίησα.
Ποτέ στο μεγαλείο των
λόγων σου κλειδί δεν μου
έδωσες να μπω.

Απέξω ξενυχτάω.
Απέξω της Αρετούσας
τους δισταγμούς μαθαίνω.
Στην κάμερα σου που
χειμάζουν τα αηδόνια
κι οι κορυδαλλοί συντροφιά
σου ποτέ δεν με κάλεσες.
Τα γήινα για σένα άγνωστοι
τόποι ήταν.
Ξεμάκραινες από το χώμα,
από τις πηγές από τα πηγάδια
και τις ασημένιες ελιές.
Στους ουρανούς ταγμένος
ήσουν και προς τα εκεί
πάντα κινούσες.

Τους γνωστούς οβολούς
δεν κρατούσες στα χέρια.
Μόνος σου έκοβες χρυσά
νομίσματα στο αλώνι του
Ιουλίου.
Με αυτά τώρα παραπλανάς
μικρούς θεούς και στα τάγματα
τους μέσα ηγέτης τους γίνεσαι.
Μένω εδώ να εκλιπαρώ
κάποια να μου χαρίσεις δώρα.
Ένα ποίημα.
Ένα νόμισμα.
Ένα κλειδί.
Μία αυταπάτη μήπως και
στο αβέβαιο επιβιώσω.
Διακλάδωση δεν βρίσκω
που να βγάζει σε εσένα.
Το σύμπαν σου μακριά κι
εγώ στις εφιδρώσεις
των δρομέων θυσιάζομαι
και ακινητοποιούμαι.  

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Παιδικός σπαραγμός

 Πώς να φύγω μαμά τώρα
που το αρκουδάκι μου θάφτηκε
κάτω από τα ερείπια;
Οι διασώστες με έσωσαν
αλλά αγνόησαν τον καλύτερο
μου φίλο.
Στο αριστερό του αυτί
μια βαριά πέτρα και στο
δεξιό του ένα ξύλινο δοκάρι.
Πώς να με ακούσει μαμά
που το καλώ εδώ να επιστρέψει
η καρδιά να ελαφρώσει και
μορφή να πάρει η ευτυχία
στα χείλη μου;

Η καρδιά μου πονάει μαμά
το αρκουδάκι μου καταπλακώθηκε
ένα μέτρο μακριά μου.
Στο στόμα του σωροί από
σοβάδες και στάχτη μαύρη.
Ποιος θα μου διηγηθεί τώρα
ιστορίες και παραμύθια ο
ύπνος ο γλυκύς να με πάρει;
Νυστάζω μαμά και περπατώ
στα τυφλά.
Το αρκουδάκι μου γνώριζε
τα ομορφότερους του κόσμου
μύθους.
Γυμνό και μόνο γυρίζω μαμά
κι ένα αδράχτι τα βλέφαρα μου
δεν τα αφήνει να κλείσουν.

Η ψυχή μου υποφέρει μαμά
το αρκουδάκι μου έμεινε πίσω.
Στα μάτια του σκόνη πολύ
κι εγώ τον δρόμο δεν βρίσκω.
Αυτό με πήγαινε στα ονειρικά
του κόσμου μονοπάτια.
Ανάμεσα από τα πεύκα με
ταξίδευε και τα αρρενωπά
έλατα.
Τώρα τίποτα δεν διακρίνω
μαμά, παντού χαλάσματα και
κίτρινα μανιτάρια.
Πώς να αντικρίσω την
πύλη που οδηγεί στην χαρά
και στην ασφάλεια, πώς να
μπω εκεί μέσα να κοιμηθώ λίγο
πλάι στα γαλήνια όνειρα.

Το κορμί μου πονάει μαμά
το αρκουδάκι μου σταμάτησε
να γελάει πριν ακριβώς μία ώρα.
Αποζητώ τα χέρια του να με
αγκαλιάσουν.
Στα χέρια του πληγές πολλές,
ραγίσματα από τα μαυρισμένα
μπαλκόνια που κατέπεσαν.
Απάγκιο έβρισκα και ζεστασιά
εκεί μαμά.
Κρυώνω πολύ, οι φλέβες
μου πάγωσαν και το αίμα δεν
ρέει.
Δεν κινούμαι.
Δεν αναπνέω.
Δεν υπάρχω.
Στα χέρια του το αρκουδάκι
κρατούσε ένα κλάδο ελιάς
και ένα περιστέρι.
Καταπλακώθηκαν μαμά
κι οι αιμοσταγείς στρατηγοί
τρίβουν τώρα τα χέρια τους
ικανοποιημένοι.
Η Ειρήνη κι αγάπη ένα χλωμό
αρκουδάκι που δεν το άφησαν να ζήσει.

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2023

Για μια μικρή τσιγγάνα

Αν ποτέ έρθεις αγάπη
εγώ θα φοράω το μαύρο
ημίκοντο φόρεμα μου. 
Ακριβό ρούχο με τέσσερις
πιέτες μεταξωτές στο 
τελείωμα να μπαίνει
ο ήλιος σάρκα να παίρνουν
τα όνειρα κάθε ξωμάχου. 
Ένας ραφτάκος αριστερόχειρας
μου το  έραψε πάνε χρόνια τώρα. 
Πώς να τα υπολογίσω;
Προσεκτική δουλειά, τίμια
Φρόντισε στις κουμπότρυπες 
της ράχης να βάλει 
την περίσσεια του τέχνη του
έτσι που τα κουμπιά να
θηλυκώνουν σφιχτά το γυμνό
τοπίο των σπονδύλων. 

Καλό ρούχο φολιδωτό με την
λεβάντα να έχει διαπεράσει
τις ραφές του μπούστου 
και το γιορτινό γιακαδάκι
με την χειροποίητη δαντέλα. 
Το συντηρώ αγάπη για σένα. 
Μία και μόνη φορά
το φόρεσα σε μια τελετή
αφιερωμένη σε ένα αδούλωτο 
πνεύμα απ' το χώρο της τέχνης. 
Ξεχνώ το όνομα του. 
Δεν τσαλακώθηκε καθόλου
μόνο με λίγο ιδρώτα
λερώθηκε στις αμασχάλες. 
Το έπλυνα αγάπη
με το παλιό σαπούνι της μαμάς. 
Μοσχομύριζε ελιά, σπίτι, 
χέρι φιλικό και ξυλάκι κανελας. 

Αν λοιπόν έρθεις αγάπη
αυτό θα βάλω. 
Ξέρεις, νομίζω 
πως θα με αγαπήσεις 
μέσα από αυτό
το ρούχο, εσύ που 
πάντα κατέλυες στης 
ομορφιάς τα φιλήδονα χείλη. 
Α! δεν σου είπα:
Κάποτε πήγα να το χάσω. 
Μια τσιγγανοπούλα πολύ
το λάτρεψε κι ήθελε
να μου το πάρει. 
Ταίριαζε λέει με τις
δέκα σειρές χρυσά βραχιόλια
που είχε και με τους δυο
πλατινένιους κυνόδοντες της
που φάνταζαν όταν χαμογελούσε. 
Δεν με έπεισε. 
Έφυγε κακιωμένη κρατώντας
μία τράπουλα στο χέρι. 
Πάνε χρόνια που δεν φάνηκε
πάλι προς τα εδώ. 
Ίσως και να μετακόμισε
στις πολιτείες του βορρά. 
Ποιος ξέρει. 

Αν δεν έρθεις εδώ να ξέρεις
πως το φόρεμα αυτό 
που τόσο αγαπούσες 
θα το χαρίσω. 
Αν φανεί η τσιγγανοπούλα
να μου μιλήσει ξανά για
μεγάλες πόρτες, για δρόμους
ανοιχτούς και για
τα μελλούμενα δεν θα αντισταθώ. 
Της πάει άλλωστε γάντι 
αυτό το φιδίσιο φόρεμα 
κι έτσι ψηλή που είναι 
ως το γόνατο θα της πέφτουν
οι φραμπαλάδες του και
θα σείονται ρυθμικά κάτω 
από τον ήχο των βραχιολιών. 

Σομόνκα

Ερωτικό ποίημα ανάμεσα σε δύο εραστές αποτελούμενο από δυο τάνκα και με 5/7/5/7/7  5/7/5/7/7 συλλαβές δεδομένη η λέξη πέλμα. 

Συνάντηση

Πέλματα κρύα
σταλαγματιές της βροχής
έρημος τόπος
αποζητώ τα φιλιά
κορμί μοσχοβολιστό. 

Αράχνης ιστός
σπίτι ερειπωμένο
ο χρόνος περνά
αγάπη επηρμένη 
πλούσια τα στολίδια.

*
Αναμονή

Αγάπη μικρή
ζωγραφιστά πέλματα
κότσος τα μαλλιά
λατρευτή η εικόνα
σφάζει η αναμονή. 

Άσπρος ο κρίνος
αγαλματένιο σώμα
κήποι της πόλης
κοντά σου θέλω να 'ρθω
τα φιλιά πεθύμησα. 

*
Το δώρο

Πρώτος έρωτας
η καρδιά σπαρταράει 
τρέχουν σύννεφα
ακουμπώ στα πόδια σου
τα πέλματα χαϊδεύω. 

Καρδιοχτύπημα
ομορφαίνει ο κόσμος
ανάσες καυτές
λουλούδια στα χέρια μου
την μορφή σου στολίζω. 

*
Χειμώνας

Κρύα η μέρα
παγωμένα πέλματα
χειμώνας βαρύς
την αγκαλιά σου θέλω
νεανική αγάπη. 

Στιβαρά χέρια
καμαρωτό το κορμί
φύσης χάρισμα
διαλαλώ τα κάλλη σου
την ζεστασιά σου ποθώ. 

*
Κεράσματα

Άγουρος καρπός
σταφύλι μεστωμένο 
απαλά χείλη
οίνο κρατώ στα χέρια
το ποτήρι τσουγκρίζω. 

Σπίθες στα μάτια
μεθυσμένο κορίτσι
κυρτό το πέλμα
φυλακή η αγκαλιά
τα κλειδιά της σου δίνω. 

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Η φωταγώγηση

Το θεοσκότεινο σημείο
που η μοίρα σου έταξε
να ζεις ήρθα και το φώτισα.
Πήρα λυχνίες από το
παιδικό μου δωμάτιο
και στα σκαλιά σου
πλάι στα γαριασμένα ρούχα
ήρθα και τις απέθεσα.
Φωτίστηκαν τα πόδια σου,
τα αραιά μαλλιά σου,
τα πονεμένα ισχία σου
και το κουδουνάκι
που κρατούσες στα χέρια σου
και που μου διέκοπτε
χρόνια τώρα
τα όνειρα, ούτε μια στιγμή
δεν παραμέλησα.

Το φως αμυδρό ήταν,
δεν σου έφτασε κι εγώ
σε άλλες λύσεις κατέφυγα.
Ζώστηκα μια σειρά
από πυγολαμπίδες
και στους ναούς σου
πλάι στα κατακερματισμένα
ειδώλια ήρθα τις άφησα.
Έλαμψαν για λίγο τα περιστύλια,
οι εσοχές, τα σπασμένα
σου γόνατα και τα φτερά
του κορυδαλλού που
για θυσία τον προόριζες
την προσήνεια των θεών
για να έχεις.
Γέλασες δυνατά και
τις πυγολαμπίδες έσβησες.
Τριγμοί παντού και σκότος
και μια τεράστια αράχνη
να υφαίνει τους ιστούς της.

Το θεοσκότεινο σημείο
που ζεις ήρθα να φωτίσω.
Σώμα ζητούσες και αίμα
κι εγώ τα σεντούκια
άνοιξα διάπλατα των
στίχων τις αστραπές
να αφαιρέσω.
Μέσα τους ξεδιπλώνονταν
ο έρωτας, ο θάνατος,
οι ρήσεις των αγγέλων
και τα σπάταλα λόγια
των απατημένων εραστών.
Έλαμψες ολάκερος
κι εγώ παροπλισμένη
σε παρακολουθούσα.

Τώρα σε θεοσκότεινα
με οδηγείς καταγώγια
να υπομένω τη ζωή.
Ευτύχημα για μένα
ένας μόνο στίχος
που κράτησα και
στο λαιμό μου τον
έδεσα για μενταγιόν.
"Σε αγαπώ αφού."
Προζύμι τον κάνω
για να συνθέσω στο μέλλον
των στίχων τα δεμάτια
που άπλετα τα μονοπάτια
θα φωτίσουν εδώ για να 'ρθεις.
 

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Τάνκα απαραίτητη η λέξη γράμμα και με 5/7/5/7/7 συλλαβές

Κλειστό το γράμμα
μυρίζει αγιόκλημα
αγάπη αγνή
αργεί ο ταχυδρόμος
τον κόρφο μου μυραίνω.

*
Λευκό το χαρτί
γράμματα στον φάκελο
ψηφία μικρά
ρέει μαύρο μελάνι
εσώκλειστο το φιλί.

*
Ύμνοι αγάπης
ερωτικό το γράμμα
ποίησης οίστρος
μικραίνουν αποστάσεις
πυρπολούνται οι καρδιές.

*
Άνοιξης μέθη
ανθίζουν τα λουλούδια
το γράμμα αργεί
κόβω ροδοπέταλα
τον λόγο μου στολίζω.

*
Θάλασσα πλατιά
πηγενέλα των γλάρων
ήχος κυμάτων
αγάπης στέλνω γράμμα
διώκτης η αρμύρα.

*
Ανάσες κοφτές
πανούργος ο έρωτας
μελάνι υγρό
καλώ τον ταχυδρόμο
εωθινό το γράμμα.

*
Ανοιχτό γράμμα
δάκτυλα τρεμουλιάζουν
τρέχει η γραφή
φτερά βγάζω πετάω
μυστικός ο έρωτας.

*
Έρωτος γράμμα
καρδιά πυρπολημένη
το αίμα στάζει
αποστατεί το σώμα
θερμή γραφή σου στέλνω.

*
Χωρισμού γράμμα
τρέχει καυτό το δάκρυ
τρέμει η καρδιά
έχασα το ταίρι μου
λίγος ο έρωτάς σου.

*
Φρουρός συνόρων
χέρια κρατούν το γράμμα
το όπλο βαρύ
σκίζεται η καρδιά του
μπότα εχθρού δεν βλέπει.

*
Άπιστος έρως
ανεπίδοτο γράμμα
γραφές της καρδιάς
απών ο παραλήπτης
νερό της λήθης πίνει.

*
Δάκρυα τρέχουν
εμποτισμένο γράμμα
μελάνι ρευστό
σπαρταράει η καρδιά
αδιάβαστος ο λόγος.

*
Αγάπης καημός μικρές ψηφίδες πέφτουν σκισμένο γράμμα το νόημα δεν βγάζω ακροβατώ στις λέξεις. * Ανέμου πνοή τσαλακωμένο γράμμα η τσέπη στενή τις ξόβεργες ξεπλέκω γυρίζω τη σελίδα.
 

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Θαμπά είδωλα

Μέσα μου ξαγρυπνά
μια φουρτουνιασμένη
θάλασσα.
Το κορμί μου χρόνια
πολλά φθείρεται από
την αρμύρα.
Αλατίζω το φαΐ μου,
την σκορπίζω στα μαλλιά
μου κακό να μην με βρει.
Ανάμεσα σε δύο κύματα
κοιμάμαι κι όνειρα
βλέπω με πειρατές
σκληροτράχηλους.
Ψάχνουν τα τιμαλφή μου,
φτωχαίνω.
Σταγόνες αίμα μού
αποσπούν, ζαλίζομαι.
Μια κλεφτή ματιά
ρίχνουν στα ποιήματα μου,
υπερηφανεύομαι.
Φορούν φαρδιές βράκες,
μαύρα πουκάμισα και στα
χέρια τους κρατούν λάβαρα.
Κατά σμήνη έρχονται,
με κουρσεύουν,
αποδημώ σε χώρα ξένη
και λευκή ξεδιπλώνω
σημαία.
Άρματα δεν έχω μόνο
μια πλατιά αγκαλιά από φιλιά.

Μέσα μου κοιμάται
μια γαλήνια θάλασσα.
Τις ημέρες την ξεχνώ,
μα τις νύχτες μάτι δεν
με αφήνει να κλείσω.
Κοπάδια από γλάρους
κάνουν χαμηλές πτήσεις.
Το χρυσόψαρο στην γυάλα
μου φοβάται.
Τα κοράλλια στην
κοσμηματοθήκη μου
χάνουν την γυαλάδα τους.
Το ψωμί στην ψωμιέρα
ξεραίνεται.
Χάνω τους φίλους μου,
την λάμψη μου, την
επιούσια τροφή μου.
Ένα δελφίνι με κοιτάει
στα μάτια, παρηγοριέμαι
προς στιγμή.
Γύρω από την φούστα μου
πεθαίνουν τα μελτέμια.
Σε ένα θερμό κλοιό ζω,
ξεχνώ τις προσευχές,
αδυνατίζω κι η χλωμάδα
μαρτυρά τις λίγες
που μου μένουν ώρες.
Τα παράθυρα μου φινιστρίνια
φέγγουν ένα φως επιθανάτιο.
Χάνω τους ένδοξους χειμώνες
μου, τα κρύσταλλα στα
δάκτυλα μου λιώνουν,
η ενθύμηση του έρωτα
χαλαρώνει, σωπαίνω
και τα θορυβώδη φτερά
σκεπάζουν τους παλμούς
μου, δεν υπάρχω.

Θυμάμαι τον ποιητή
κάτω από το δέντρο
(βελανιδιά ήταν ή πεύκο;)
με το χέρι στην σκανδάλη.
Του προσφέρω ένα λουλούδι.
Με αγνοεί και τις νουθεσίες
μου δεν ακούει.
Σε στενά σοκάκια τριγυρνάω,
παλιώνουν τα ρούχα μου,
τρίβονται τα μανίκια μου
κι η καρδιά μου σκεπάζεται
με βλέννες.
Περιτριγυρισμένη από
τις θάλασσες εξοβελίζομαι
σε μια άγονη νησίδα.
Χνωτισμένος καθρέφτης
με θαμπό το είδωλο μου
στον επέκεινα ζω χρόνο. 

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

Οι μεταμορφώσεις ή ο ταγός του ουρανού

Ανάμεσα σε δύο διπλά
ουράνια τόξα ζεις και
μάχεσαι το μαύρο. 
Εκεί το σπίτι σου
Εκεί ο κόσμος σου
Εκεί κι οι τερμίτες
που σε συντροφεύουν. 
Ολόγιομος χρώματα 
σαν τους παλιάτσους
των επαρχιακών τσίρκων
κινάς και φτάνεις στις
δίπλες του χορού. 
Πολύχρωμα μαντήλια 
κρατάς στα χέρια
και ντρίπλες κάνεις
στον αέρα. 
Αδύναμη εγώ πώς να σε
συγκρατήσω και στο 
ανέμισμα των φιγούρων
σου πώς να ανταποκριθώ;
Ιδρώτα στάζω και καλώ
τους αγγέλους μου
για βοηθούς. 
Σε χειροκροτώ και χαμογελάς
σαν το μικρό παιδί στο
πανηγύρι με τα συγκρουόμενα. 

Ανάμεσα σε δύο νέφη ζεις
και με δρόσο ραίνεις τη γη. 
Εκεί το σπίτι σου. 
Εκεί ο κόσμος σου. 
Εκεί κι η σαλαμάνδρα που
σε συντροφεύει. 
Ορειχάλκινο ποτιστήρι κρατάς
και καταβρέχεις τα λουλούδια, 
τα φυτά και τα δέντρα. 
Απλώνει κλώνους ο βασιλικός, 
βγάζει άνθη η ντάλια, τα
γαρύφαλλα πέτα στολίζουν
κι ο περήφανος έλατος 
φουντώνει. 
Όμορφη εγώ σε παρακολουθώ
τα μαλλιά μου σαν λούζεις
με το νερό της αθανασίας. 
Άτρωτη γίνομαι και το σώμα
μου όμοια τανάλια
σε αγκαλιάζει σφιχτά. 
Εκστασιασμένη ποιήματα 
γράφω που μιλούν για
ποταμούς και για ιστορικές
λίμνες. 
Σε θαυμάζω και μου δίνεσαι
σαν το έμπιστο σκυλί στις
διαταγές του αφεντικού του. 

Ανάμεσα σε δύο αστερισμούς
ζεις και με το φως σου 
φωτίζεις τις κάμαρες
των ερωτευμένων. 
Εκεί το σπίτι σου. 
Εκεί ο κόσμος σου. 
Εκεί κι η πυγολαμπίδα
που σε συντροφεύει. 
Δεμάτια από αχτίδες κρατάς
και μπαίνεις στις ονειρώξεις
των εφήβων. 
Αδύναμη εγώ πώς να 'ρθω
κοντά σου;
Με κατανοείς και βροχή
των άστρων γίνεσαι και
το σώμα μου με βέλη πυρπολείς. 
Την καρδιά μου ξυπνάς 
και στο θυσιαστήριο
την οδηγείς. 
Αμνός εγώ με κομμένο τον
λαιμό αίμα παίρνω και γράφω
τα αρχικά μας στα
αιγαιοπελαγίτικα πεζούλια. 
Σε ακολουθώ και πάνω
στα κάρβουνα της λήθης
πατώ κι ανάμεσα σε δύο
αχτίδες σου κοιμάμαι. 

Δεν πονώ, δεν καίγομαι
και μικρός γίνομαι πυροβάτης
και με γυμνά τα πέλματα
αφήνομαι να βαδίζω 
στις ιερές τελετές
των αρχαγγέλων
και πλούσιο άρτο 
να μοιράζω στους 
επαίτες και στα
πρησμένα από την πείνα
παιδιά. 

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

Οι οδηγοί μας

 Ήρθε η θάλασσα
και μας καθέλκυσε
πάνω σε χοντρά βότσαλα.
Κάποια ήταν τόσο μυτερά
που την καρδιά μας κάρφωσαν
Επιζήσαμε.
Αγαπήσαμε τις πληγές μας
και τις ματίσαμε με καραβόσκοινο.
Λίγες οι επιλογές μας.
Κοιτάζαμε το μέλλον
με τους οφθαλμούς
του παρελθόντος.
Σηκωθήκαμε στα πόδια μας.
Πήραμε δυο βότσαλα
και ζωγραφίσαμε πάνω
σε αυτά με το αίμα μας
της ζωής τα ξαφνιάσματα.

Στο πρώτο φτιάξαμε
ένα ακάνθινο στεφάνι
από την εποχή του
σταυρωμένου έρωτα.
Η σελήνη με φλόγες μας έντυσε.
Τσουρουφλίστηκαν τα μαλλιά
μας, κάηκαν τα χέρια μας,
τα πόδια καρφωμένα στη γη
τη σπαρμένη με κάρβουνα.
Αλειφτήκαμε με λάδι,
μέρωσε ο πόνος.
Βαρύ το φορτίο δυσβάσταχτο
μα εμείς ακολουθήσαμε
τον δρόμο των επίορκων
εραστών.
Οι γραφές μας μνημόνευσαν,
χαμογελάσαμε.

Στο δεύτερο βότσαλο
σχηματίσαμε τη μορφή
της μάνας και δυο φρατζόλες
ψωμί.
Πεινούσαν τα όνειρα μας
αγάπη, στοργή, χαμόγελα
και ζεστή αγκαλιά.
Δεν χρειάστηκε να τα ψάξουμε
πολύ όλα μπροστά μας.
Όλα του χεριού μας.
Χορτάτοι ξεκινήσαμε
το ταξίδι προς την πολιτεία
με τους αραχνιασμένους
φανοστάτες και τα
στραβοπατημένα σανδάλια.

Βρυχιόνταν η θάλασσα μακριά μας.
Δεν μας αποπλάνησε.
Είχαμε τη μάνα μας μαζί,
το ψωμί και τον έρωτα.
Είχαμε κι ένα κοχύλι
για να μας εξηγεί τους χάρτες.
Στα καμένα χέρια μας
ένας αστερίας φακός έγινε
για να φωτίζει τους ατραπούς
μέσα στη θεοσκότεινη
νύχτα μας.
Βρεθήκαμε στο έμπα της
πόλης και δώσαμε τα χέρια.
Αργά άρχισε να ξημερώνει.

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Οι οχυρώσεις

Τις νύχτες βγαίνω
και κλαδεύω τα γιασεμιά
της πόλης.
Οι αυλές με καλοδέχονται.
Τα σκυλιά δεν γαβγίζουν.
Τα φαντάσματα κρύβονται
κάτω από τα λινά τους σεντόνια,
δεν με πειράζουν.
Επίπονη δουλειά, μα τα καταφέρνω
μια χαρά.
Άνθη δεν κόβω, χάθηκε
δια παντός εκείνο το κορίτσι
που τα πουλούσε στα εξοχικά
κέντρα αντί μιας δραχμής.

Λίγο με παιδεύουν αυτά
που πολύ ψηλά έχουν
αναρριχηθεί και δεν τα φτάνω.
Πάντα όμως μια σκάλα
θα κρατώ μαζί μου
κι άλλοτε πάλι εκείνα
τα ξυλοπόδαρα που έκλεψα
μια βραδιά από ένα
περιπλανώμενο τσίρκο.
Δεν με είδαν ήταν πολύ
απασχολημένοι με τους
κρίκους των αρκούδων
και με των πιθήκων τις ουρές.
Ήταν η μόνη κακή μου πράξη
στο ορκίζομαι.

Στο σπίτι μου φέρνω
τα κλαδιά που κόβω.
Τα βάζω στο σαλόνι δίπλα
στις βαριές κουρτίνες.
Ευωδιάζει το δωμάτιο.
Ένας κήπος με οργιώδη
βλάστηση γίνεται.
Κοιμάμαι μαζί τους.
Τα στρώνω πάνω στο τραπέζι
και κολατσίζω.
Μερικά που είναι ανθισμένα
στεφάνια τα κάνω
και στολίζω τα αραιά μαλλιά μου.
Όμορφη δείχνω.

Σε όλα τα σπίτια φροντίζω
να πηγαίνω.
Ανοιχτές οι κλειδαριές.
Χαμηλές οι περιφράξεις.
Μόνο στη δική σου αυλή
δεν κατάφερα ως σήμερα
να μπω.
Το προσπάθησα πολλές φορές.
Ψηλή έχεις περίφραξη
κι αγκαθωτά έχεις βάλει
συρματοπλέγματα.
Ματώνω, δεν μπαίνω.
Γρατζουνιέμαι, σταματώ.
Πληγώνομαι, τα παρατάω.
Τα γιασεμιά ακλάδευτα όπως
είναι γιγάντωσαν και σε κρύβουν.
Η εικόνα σου ολισθαίνει.
Τα λόγια σου σκόρπια πουλιά
δεν τα πιάνω.

Κόφτης δεν μου βρίσκεται
για να ξεπεράσω τα εμπόδια.
Εντούτοις κάθε νύχτα περνώ
από εκεί, δοκιμάζω μάταια
τα αντικλείδια.
Κάποτε θα σε συναντήσω,
δεν θα μπορέσεις χρόνους
ολόκληρους να ζεις
πίσω από τον ήλιο.
Τα γιασεμιά τα δικά σου είναι
τα πιο εύοσμα και διαρκώς
με προκαλούν.
Νισάφι πια οι οχυρώσεις σου,
τα κωδικοποιημένα ποιήματα
και η απροσπέλαστη ζωή σου.