Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Τάνκα απαραίτητη η λέξη γράμμα και με 5/7/5/7/7 συλλαβές

Κλειστό το γράμμα
μυρίζει αγιόκλημα
αγάπη αγνή
αργεί ο ταχυδρόμος
τον κόρφο μου μυραίνω.

*
Λευκό το χαρτί
γράμματα στον φάκελο
ψηφία μικρά
ρέει μαύρο μελάνι
εσώκλειστο το φιλί.

*
Ύμνοι αγάπης
ερωτικό το γράμμα
ποίησης οίστρος
μικραίνουν αποστάσεις
πυρπολούνται οι καρδιές.

*
Άνοιξης μέθη
ανθίζουν τα λουλούδια
το γράμμα αργεί
κόβω ροδοπέταλα
τον λόγο μου στολίζω.

*
Θάλασσα πλατιά
πηγενέλα των γλάρων
ήχος κυμάτων
αγάπης στέλνω γράμμα
διώκτης η αρμύρα.

*
Ανάσες κοφτές
πανούργος ο έρωτας
μελάνι υγρό
καλώ τον ταχυδρόμο
εωθινό το γράμμα.

*
Ανοιχτό γράμμα
δάκτυλα τρεμουλιάζουν
τρέχει η γραφή
φτερά βγάζω πετάω
μυστικός ο έρωτας.

*
Έρωτος γράμμα
καρδιά πυρπολημένη
το αίμα στάζει
αποστατεί το σώμα
θερμή γραφή σου στέλνω.

*
Χωρισμού γράμμα
τρέχει καυτό το δάκρυ
τρέμει η καρδιά
έχασα το ταίρι μου
λίγος ο έρωτάς σου.

*
Φρουρός συνόρων
χέρια κρατούν το γράμμα
το όπλο βαρύ
σκίζεται η καρδιά του
μπότα εχθρού δεν βλέπει.

*
Άπιστος έρως
ανεπίδοτο γράμμα
γραφές της καρδιάς
απών ο παραλήπτης
νερό της λήθης πίνει.

*
Δάκρυα τρέχουν
εμποτισμένο γράμμα
μελάνι ρευστό
σπαρταράει η καρδιά
αδιάβαστος ο λόγος.

*
Αγάπης καημός μικρές ψηφίδες πέφτουν σκισμένο γράμμα το νόημα δεν βγάζω ακροβατώ στις λέξεις. * Ανέμου πνοή τσαλακωμένο γράμμα η τσέπη στενή τις ξόβεργες ξεπλέκω γυρίζω τη σελίδα.
 

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Θαμπά είδωλα

Μέσα μου ξαγρυπνά
μια φουρτουνιασμένη
θάλασσα.
Το κορμί μου χρόνια
πολλά φθείρεται από
την αρμύρα.
Αλατίζω το φαΐ μου,
την σκορπίζω στα μαλλιά
μου κακό να μην με βρει.
Ανάμεσα σε δύο κύματα
κοιμάμαι κι όνειρα
βλέπω με πειρατές
σκληροτράχηλους.
Ψάχνουν τα τιμαλφή μου,
φτωχαίνω.
Σταγόνες αίμα μού
αποσπούν, ζαλίζομαι.
Μια κλεφτή ματιά
ρίχνουν στα ποιήματα μου,
υπερηφανεύομαι.
Φορούν φαρδιές βράκες,
μαύρα πουκάμισα και στα
χέρια τους κρατούν λάβαρα.
Κατά σμήνη έρχονται,
με κουρσεύουν,
αποδημώ σε χώρα ξένη
και λευκή ξεδιπλώνω
σημαία.
Άρματα δεν έχω μόνο
μια πλατιά αγκαλιά από φιλιά.

Μέσα μου κοιμάται
μια γαλήνια θάλασσα.
Τις ημέρες την ξεχνώ,
μα τις νύχτες μάτι δεν
με αφήνει να κλείσω.
Κοπάδια από γλάρους
κάνουν χαμηλές πτήσεις.
Το χρυσόψαρο στην γυάλα
μου φοβάται.
Τα κοράλλια στην
κοσμηματοθήκη μου
χάνουν την γυαλάδα τους.
Το ψωμί στην ψωμιέρα
ξεραίνεται.
Χάνω τους φίλους μου,
την λάμψη μου, την
επιούσια τροφή μου.
Ένα δελφίνι με κοιτάει
στα μάτια, παρηγοριέμαι
προς στιγμή.
Γύρω από την φούστα μου
πεθαίνουν τα μελτέμια.
Σε ένα θερμό κλοιό ζω,
ξεχνώ τις προσευχές,
αδυνατίζω κι η χλωμάδα
μαρτυρά τις λίγες
που μου μένουν ώρες.
Τα παράθυρα μου φινιστρίνια
φέγγουν ένα φως επιθανάτιο.
Χάνω τους ένδοξους χειμώνες
μου, τα κρύσταλλα στα
δάκτυλα μου λιώνουν,
η ενθύμηση του έρωτα
χαλαρώνει, σωπαίνω
και τα θορυβώδη φτερά
σκεπάζουν τους παλμούς
μου, δεν υπάρχω.

Θυμάμαι τον ποιητή
κάτω από το δέντρο
(βελανιδιά ήταν ή πεύκο;)
με το χέρι στην σκανδάλη.
Του προσφέρω ένα λουλούδι.
Με αγνοεί και τις νουθεσίες
μου δεν ακούει.
Σε στενά σοκάκια τριγυρνάω,
παλιώνουν τα ρούχα μου,
τρίβονται τα μανίκια μου
κι η καρδιά μου σκεπάζεται
με βλέννες.
Περιτριγυρισμένη από
τις θάλασσες εξοβελίζομαι
σε μια άγονη νησίδα.
Χνωτισμένος καθρέφτης
με θαμπό το είδωλο μου
στον επέκεινα ζω χρόνο. 

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

Οι μεταμορφώσεις ή ο ταγός του ουρανού

Ανάμεσα σε δύο διπλά
ουράνια τόξα ζεις και
μάχεσαι το μαύρο. 
Εκεί το σπίτι σου
Εκεί ο κόσμος σου
Εκεί κι οι τερμίτες
που σε συντροφεύουν. 
Ολόγιομος χρώματα 
σαν τους παλιάτσους
των επαρχιακών τσίρκων
κινάς και φτάνεις στις
δίπλες του χορού. 
Πολύχρωμα μαντήλια 
κρατάς στα χέρια
και ντρίπλες κάνεις
στον αέρα. 
Αδύναμη εγώ πώς να σε
συγκρατήσω και στο 
ανέμισμα των φιγούρων
σου πώς να ανταποκριθώ;
Ιδρώτα στάζω και καλώ
τους αγγέλους μου
για βοηθούς. 
Σε χειροκροτώ και χαμογελάς
σαν το μικρό παιδί στο
πανηγύρι με τα συγκρουόμενα. 

Ανάμεσα σε δύο νέφη ζεις
και με δρόσο ραίνεις τη γη. 
Εκεί το σπίτι σου. 
Εκεί ο κόσμος σου. 
Εκεί κι η σαλαμάνδρα που
σε συντροφεύει. 
Ορειχάλκινο ποτιστήρι κρατάς
και καταβρέχεις τα λουλούδια, 
τα φυτά και τα δέντρα. 
Απλώνει κλώνους ο βασιλικός, 
βγάζει άνθη η ντάλια, τα
γαρύφαλλα πέτα στολίζουν
κι ο περήφανος έλατος 
φουντώνει. 
Όμορφη εγώ σε παρακολουθώ
τα μαλλιά μου σαν λούζεις
με το νερό της αθανασίας. 
Άτρωτη γίνομαι και το σώμα
μου όμοια τανάλια
σε αγκαλιάζει σφιχτά. 
Εκστασιασμένη ποιήματα 
γράφω που μιλούν για
ποταμούς και για ιστορικές
λίμνες. 
Σε θαυμάζω και μου δίνεσαι
σαν το έμπιστο σκυλί στις
διαταγές του αφεντικού του. 

Ανάμεσα σε δύο αστερισμούς
ζεις και με το φως σου 
φωτίζεις τις κάμαρες
των ερωτευμένων. 
Εκεί το σπίτι σου. 
Εκεί ο κόσμος σου. 
Εκεί κι η πυγολαμπίδα
που σε συντροφεύει. 
Δεμάτια από αχτίδες κρατάς
και μπαίνεις στις ονειρώξεις
των εφήβων. 
Αδύναμη εγώ πώς να 'ρθω
κοντά σου;
Με κατανοείς και βροχή
των άστρων γίνεσαι και
το σώμα μου με βέλη πυρπολείς. 
Την καρδιά μου ξυπνάς 
και στο θυσιαστήριο
την οδηγείς. 
Αμνός εγώ με κομμένο τον
λαιμό αίμα παίρνω και γράφω
τα αρχικά μας στα
αιγαιοπελαγίτικα πεζούλια. 
Σε ακολουθώ και πάνω
στα κάρβουνα της λήθης
πατώ κι ανάμεσα σε δύο
αχτίδες σου κοιμάμαι. 

Δεν πονώ, δεν καίγομαι
και μικρός γίνομαι πυροβάτης
και με γυμνά τα πέλματα
αφήνομαι να βαδίζω 
στις ιερές τελετές
των αρχαγγέλων
και πλούσιο άρτο 
να μοιράζω στους 
επαίτες και στα
πρησμένα από την πείνα
παιδιά. 

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

Οι οδηγοί μας

 Ήρθε η θάλασσα
και μας καθέλκυσε
πάνω σε χοντρά βότσαλα.
Κάποια ήταν τόσο μυτερά
που την καρδιά μας κάρφωσαν
Επιζήσαμε.
Αγαπήσαμε τις πληγές μας
και τις ματίσαμε με καραβόσκοινο.
Λίγες οι επιλογές μας.
Κοιτάζαμε το μέλλον
με τους οφθαλμούς
του παρελθόντος.
Σηκωθήκαμε στα πόδια μας.
Πήραμε δυο βότσαλα
και ζωγραφίσαμε πάνω
σε αυτά με το αίμα μας
της ζωής τα ξαφνιάσματα.

Στο πρώτο φτιάξαμε
ένα ακάνθινο στεφάνι
από την εποχή του
σταυρωμένου έρωτα.
Η σελήνη με φλόγες μας έντυσε.
Τσουρουφλίστηκαν τα μαλλιά
μας, κάηκαν τα χέρια μας,
τα πόδια καρφωμένα στη γη
τη σπαρμένη με κάρβουνα.
Αλειφτήκαμε με λάδι,
μέρωσε ο πόνος.
Βαρύ το φορτίο δυσβάσταχτο
μα εμείς ακολουθήσαμε
τον δρόμο των επίορκων
εραστών.
Οι γραφές μας μνημόνευσαν,
χαμογελάσαμε.

Στο δεύτερο βότσαλο
σχηματίσαμε τη μορφή
της μάνας και δυο φρατζόλες
ψωμί.
Πεινούσαν τα όνειρα μας
αγάπη, στοργή, χαμόγελα
και ζεστή αγκαλιά.
Δεν χρειάστηκε να τα ψάξουμε
πολύ όλα μπροστά μας.
Όλα του χεριού μας.
Χορτάτοι ξεκινήσαμε
το ταξίδι προς την πολιτεία
με τους αραχνιασμένους
φανοστάτες και τα
στραβοπατημένα σανδάλια.

Βρυχιόνταν η θάλασσα μακριά μας.
Δεν μας αποπλάνησε.
Είχαμε τη μάνα μας μαζί,
το ψωμί και τον έρωτα.
Είχαμε κι ένα κοχύλι
για να μας εξηγεί τους χάρτες.
Στα καμένα χέρια μας
ένας αστερίας φακός έγινε
για να φωτίζει τους ατραπούς
μέσα στη θεοσκότεινη
νύχτα μας.
Βρεθήκαμε στο έμπα της
πόλης και δώσαμε τα χέρια.
Αργά άρχισε να ξημερώνει.

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Οι οχυρώσεις

Τις νύχτες βγαίνω
και κλαδεύω τα γιασεμιά
της πόλης.
Οι αυλές με καλοδέχονται.
Τα σκυλιά δεν γαβγίζουν.
Τα φαντάσματα κρύβονται
κάτω από τα λινά τους σεντόνια,
δεν με πειράζουν.
Επίπονη δουλειά, μα τα καταφέρνω
μια χαρά.
Άνθη δεν κόβω, χάθηκε
δια παντός εκείνο το κορίτσι
που τα πουλούσε στα εξοχικά
κέντρα αντί μιας δραχμής.

Λίγο με παιδεύουν αυτά
που πολύ ψηλά έχουν
αναρριχηθεί και δεν τα φτάνω.
Πάντα όμως μια σκάλα
θα κρατώ μαζί μου
κι άλλοτε πάλι εκείνα
τα ξυλοπόδαρα που έκλεψα
μια βραδιά από ένα
περιπλανώμενο τσίρκο.
Δεν με είδαν ήταν πολύ
απασχολημένοι με τους
κρίκους των αρκούδων
και με των πιθήκων τις ουρές.
Ήταν η μόνη κακή μου πράξη
στο ορκίζομαι.

Στο σπίτι μου φέρνω
τα κλαδιά που κόβω.
Τα βάζω στο σαλόνι δίπλα
στις βαριές κουρτίνες.
Ευωδιάζει το δωμάτιο.
Ένας κήπος με οργιώδη
βλάστηση γίνεται.
Κοιμάμαι μαζί τους.
Τα στρώνω πάνω στο τραπέζι
και κολατσίζω.
Μερικά που είναι ανθισμένα
στεφάνια τα κάνω
και στολίζω τα αραιά μαλλιά μου.
Όμορφη δείχνω.

Σε όλα τα σπίτια φροντίζω
να πηγαίνω.
Ανοιχτές οι κλειδαριές.
Χαμηλές οι περιφράξεις.
Μόνο στη δική σου αυλή
δεν κατάφερα ως σήμερα
να μπω.
Το προσπάθησα πολλές φορές.
Ψηλή έχεις περίφραξη
κι αγκαθωτά έχεις βάλει
συρματοπλέγματα.
Ματώνω, δεν μπαίνω.
Γρατζουνιέμαι, σταματώ.
Πληγώνομαι, τα παρατάω.
Τα γιασεμιά ακλάδευτα όπως
είναι γιγάντωσαν και σε κρύβουν.
Η εικόνα σου ολισθαίνει.
Τα λόγια σου σκόρπια πουλιά
δεν τα πιάνω.

Κόφτης δεν μου βρίσκεται
για να ξεπεράσω τα εμπόδια.
Εντούτοις κάθε νύχτα περνώ
από εκεί, δοκιμάζω μάταια
τα αντικλείδια.
Κάποτε θα σε συναντήσω,
δεν θα μπορέσεις χρόνους
ολόκληρους να ζεις
πίσω από τον ήλιο.
Τα γιασεμιά τα δικά σου είναι
τα πιο εύοσμα και διαρκώς
με προκαλούν.
Νισάφι πια οι οχυρώσεις σου,
τα κωδικοποιημένα ποιήματα
και η απροσπέλαστη ζωή σου.  

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

sedoka

Άνθη γαρδένιας
γυαλιστερά τα φύλλα
δώρα ακριβά

Άρωμα φίνο
γεμάτο το πανέρι
καλούδια της γης.

*
Φύλλο κομμένο
ανοιχτή η θυρίδα
σπαρταρά το φως.

Άρωμα βαρύ
το κορμί σου μυρίζω
δέντρο του κέδρου.

*
Φύλλα στο χώμα
λασπωμένη η μπότα
το βλέμμα βουβό.

Χρυσός καθρέφτης
τη μορφή σου κοιτάζω
απαρχή φωτός.

*
Έπεσαν φύλλα
οι υπόνομοι κλείσαν
λίμνες στο χωριό.

Πράσινη χλόη
απειλητική βροχή
σπίτια χαμηλά.

*
Μικρό χαγιάτι
χτενίζεται η κόρη
φύλλα στα μαλλιά.

Κοπάδι περνά
κουδούνια ακούγονται
πεταχτά φιλιά.

*
Κίτρινα φύλλα
ισχυρός ο άνεμος
γυμνά τα κλαδιά.

Εικόνα σιωπής
έφυγε το μπουρίνι
ήλιος προβάλλει.

*
Γόνιμος κήπος
όρνιθες ξεσκαρίζουν
τα φύλλα πέφτουν.

Πνοές αγέρα
κιτρινωπό το χαλί
χορός της φύσης.

*
Πράσινα φύλλα
άνοιξη ξεπροβάλλει
τρέμουν τα κλαδιά.

Άνθη στον κήπο
μαζεύω δυο μπουκέτα
λαμπρή η κόμη.

*
Κλειστή η πόρτα
τα φύλλα στοιβαγμένα
αέρας φυσά.

Ψάθινη σκούπα
στρωμένα τα πλακάκια
χλωμό πρωινό.

*
Πτώση των φύλλων
φοβισμένα τα σκιάχτρα
τάπητας παχύς.

Πρωινή βόλτα
βουλιάζουν τα τακούνια
ξύλινος κρότος.  

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023

Ο πλαστουργός

 Με διασταλμένη την κόρη
παρακολουθώ με αγωνία
τις αναπνοές σου.
Κοντανασαίνεις.
Αφοπλιστικά με κοιτάς.
Το οξυγόνο δεν σου φτάνει.
Μπλαβίζει το μικρό σου νύχι.
Το σώμα σου κανάτι που πλάθει
ο αγγειοπλάστης και μισοτελειωμένο
μένει στους αιώνες.
Στους Θεούς των ανέμων
προστρέχω κι αρχαϊκούς
θυμάμαι μύθους.
Καλώ τον Πουνέντε, την Όστρια,
τον Λεβάντε, τον Μαΐστρο.
Δεν εισακούγομαι.
Σε βωμούς μαρμάρινους καταφεύγω
και παχυλά σφάζω αρνιά.
Τα πανιά μου ανοίγω και σαν
τριήρης πολεμική ταξιδεύω
σε πελάγη νέα και σε ποταμούς.

Κοντά σου φτάνω λαχανιασμένη.
Απ' τους ανέμους μου πιάνεσαι
τρέμοντας σύγκορμος.
Αρχίσεις να αναπνέεις.
Η λεπτή φλεβίτσα του λαιμού
σου πάλλεται.
Τα πόδια σου όμοια κουπιά
του Αη Λία αρχίζουν προς
τα βουνά να κινούνται.
Μικρός γίνομαι Θεός και σε
ξαναπλάθω.
Στο σώμα σου ζωή εμφυσώ.
Μια πανσπερμία σου φέρνω
από λέξεις, τα τραγούδια μου
να θυμάσαι κι αγιασμό απ' τους
στίχους να παίρνεις.

Αρχίζεις να ανασαίνεις με
αναπνοή βρέφους.
Τον αέρα με γροθιές χτυπάς.
Σε πλένω, σε ταΐζω, το γάλα
του γαλαξία σου φέρνω.
Πένα σου δίνω στα χέρια
πάνω στου ουρανού την πλάκα
να γράφεις ποιήματα.
Ανοίγεις την παλάμη σου
και με χαιρετάς.
Ωραίος ωσάν τους ερωτιδείς
προτάσσεις τα φτερά σου
κι έρχεσαι μπροστά στην
πόρτα μου.
Χτυπάς το ρόπτρο.
Σου ανοίγω.
Στις μάχες σε πηγαίνω
του σώματος και σε κλίνες
σε κοιμίζω.

Με βάγια στολίζω την κόμη σου.
Πλαστουργός σου γίνομαι και τα
κλειδιά σου φανερώνω
να μην χαθείς στα μεγάλα
πεντάγραμμα των τραγουδιών.
Ανυπόδητος στον κόσμο
μπαίνεις των αιωνίων κι εγώ
μικρός χαρταετός σε ακολουθώ
κατά πόδας με το σκοινί
τεντωμένο σαν το τόξο της
Αρτέμιδος στα βουνά της Θεσσαλίας.

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Τα μήκη της νυκτός

Αγαπώ την νύκτα όπως
ο σακάτης αγαπά το
ξύλινο του πόδι που
στην ακροποταμιά το
αφήνει και πέφτει στα
κρουστά νερά και μες στη
δίνη τους αντιστέκεται. 
Ειδικά όταν έχει κατεβασιά 
μεγάλη δεν είναι 
ανυπεράσπιστος πάντα 
μια καλαμιά  θα τον σώσει 
ή ένα βατράχι
θα του συμπαρασταθεί. 

Αγαπώ το σκοτάδι όπως
μια γυναίκα αγαπά το
στενό βελούδινο της ρούχο
που το βάζει τα βράδια
για να βγει στα κλαμπ
της πόλης με την μοναξιά
να αναμετρηθεί. 
Ακριβό ρούχο με μια σειρά
από παγιέτες στο τελείωμα. 
Πίνει το ποτό της και μια
κόπιτσα πάντα θα την στενεύει.
Συνηθίζει στο τρίτο ποτό
να σταματά και ζαλισμένη
να μετρά τους εραστές της. 

Αγαπώ τα αστέρια όπως
το μικρό παιδί αγαπά το
ξύλινο του άλογο και το
ιππεύει. Χιλιόμετρα κάνει
με την φαντασία του και
σε χώρες άγνωστες πάει
με χαμογελαστό πρόσωπο
και με τις αντένες του 
προσαρμοσμένες στην αγάπη. 
Καθηλωμένο στο ίδιο σημείο
ταξιδεύει και δυνατά
τραγουδά κι η μάνα του
το χειροκροτά ενθουσιασμένη. 

Αγαπώ τη σελήνη όπως
ο δρομέας αγαπά τα βήματα
του. Στιγμή δεν ξαποσταίνει
κι ο τερματισμός μακριά πολύ
βρίσκεται. Ιδρώνει, οι γάμπες
του μια σφιχτή μπάλα
γίνονται και το στήθος του
αρπακτικό πουλί που
πετάει με κόντρα άνεμο. 
Ξεχωρίζει από τους 
υπόλοιπους δρομείς τόσο
στην ταχύτητα όσο και στην
τόλμη. Πίσω τους αφήνει
κι απρόσκοπτα προχωρά. 
Το πέλμα του ακούραστη
μηχανή που ποτέ δεν σταματά. 
Φτάνει στο τέρμα και
πάλι ξεκινά την αέναη
πορεία του προς τα μπρος. 

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

Katauta

ποιήματα με τη λέξη πηλός

Πηλός μαλακός
λερωμένα τα χέρια
πλούτος στην καρδιά. 
*
Σπίτι του πηλού
η βροχή το απειλεί
ξάφνου συντρίμμια.
*
Πέτρινο σπίτι
διαιρέσεις με πηλό
θύμα του σεισμού.
*
Πόδια του πηλού
το σκιάχτρο δεν αντέχει
σωριάζεται στο χώμα. 
*
Μπάλα του πηλού
χέρια μικρά τον πλάθουν
στόλος καραβιών.
*
Βάζα του πηλού
λαμπρός αγγειοπλάστης
χαρά ανεκτίμητη. 
*
Εύπλαστος πηλός
επιδέξια τα χέρια
στάμνες του νερού. 
*
Ρούχο βραδινό
πήλινη η κονκάρδα
χαραγμένα τα σχέδια. 
*
Πήλινα πόδια
ψεύτικες οι ειδήσεις
παλμός στο κοινό.
*
Άγος του πηλού
περιστροφές μηχανής
τρέχουν τα χέρια. 
*
Πηλού στολίδια
λήκυθες και αγγεία
ευρήματα αξίνας. 
*
Κούκλα του πηλού
απρόσεκτη η γάτα
θραύσματα παντού. 
*
Πλάστες τα χέρια
ψηλόλιγνα αγγεία
πηλός και νερό. 
*
Ξαφνική βροχή
αυλακιές στα λιόδεντρα
πηλός το χώμα. 

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2023

Τελική έκβαση

Στο γόνατο σφάζουν αστέρια 
λιγοστεύει το φως, θρηνεί ο ουρανός.
Χάθηκε η Ανδρομέδα, 
ο Ωρίωνας, η Πούλια, 
η μικρή και η μεγάλη Άρκτος, 
ο Αιγόκερως, ο Ηνίοχος κι ο
Ηριδανός.
Στυγνοί δολοφόνοι κάνουν
περατζάδα εκεί ψηλά.
Σηκώνουν μανίκια.
Στους βωμούς στέκονται.
Το σκότος επιλέγουν.
Παίρνουν και βάφουν
με μαύρη ανεξίτηλη μπογιά
μεγάλα κουβάρια από νήμα.
Στον ουράνιο θόλο τα τοποθετούν 
και σαρδόνιο έχουν χαμόγελο.
Απλώνεται παντού το
αδιαπέραστο μαύρο.
Σβήνει κι αυτή ακόμα
κι η σελήνη, ξεψυχούν οι αστερισμοί.

Οι άνθρωποι φοβούνται,
δεν βλέπουν, σκοντάφτουν, 
τυφλοί μένουν.
Πέφτουν σε ύπνο βαθύ.
Ξεχνούν να μετρούν με τα
δάκτυλα.
Τους νεκρούς άταφους
τους αφήνουν.
Έρχεται το παιδί με το
ποδήλατο για να τους
ξυπνήσει.
Μόνο τα σκυλιά πετάγονται
πάνω με τα αυτιά όρθια
σαν κεραίες.
Αλυχτούν, γλύφουν τις πληγές,
συδαυλίζουν τα αστέρια, ουρλιάζουν, 
συμμαζεύουν τα κουτάβια τους, 
κουνούν ουρές, δεν φοβούνται.
Τα σκυλιά είναι φίλοι του.

Το παιδί του μεροκάματου 
χαμογελάει προς τα μέσα.
Έχει ένα συννεφιασμένο
βλέμμα και στα χέρια του
κρατά μια λευκή σημαία.
Φωνάζει.
Εκλιπαρεί.
Οι άνθρωποι δεν το ακούν,
εξακολουθούν να κοιμούνται
έναν ύπνο με εφιάλτες.
Μόνο οι στυγνοί δολοφόνοι
το πλησιάζουν, το σπρώχνουν,
το πετούν, το λιντσάρουν,
το σημαδεύουν με την μαύρη
μπογιά ίδια με αυτή των νερών
του βρώμικου λιμανιού.
Ίδια με τα νήματα που
τύφλωσαν τ' αστέρια και
στέρεψαν το φως απ' τον κόσμο.

Το παιδί με το ποδήλατο
εκεί ψηλά κυνηγάει τους
φονιάδες του, πατάει πετάλι
χτυπάει το κουδουνάκι,
ορθώνει ανάστημα, μάχεται.
Οι άνθρωποι ξυπνούν.
Του δίνουν μια σανίδα
να κρατηθεί.
Το φιλεύουν τσικουδιά.
Του δίνουν φιλιά, το προσέχουν.
Δυο τρεις μόνο εξακολουθούν
να το καταδιώκουν.
Ο λαός τους πνίγει στα θολά
νερά, τους καταριέται,
τους αποσπά τα κουβάρια.
Λάμπει ξανά ο ουρανός.
Η σελήνη προβάρει 
το καινούργιο της φόρεμα.
Τα αστέρια επανέρχονται.
Το παιδί δεν κρυώνει πια
στη χόβολη του γαλαξία
ζεσταίνει τα χέρια του,
λειαίνει τη λεπίδα της μνήμης
και χαμογελάει πίσω από τα πανό. 

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2023

haibun

Η πεταλούδα

Ο χωρικός αφού ήπιε το τσάι του στην φθαρμένη πορσελάνινη κούπα, ανέβασε τις πεσμένες τιράντες του, κατέβηκε τα σκαλιά και βαριεστημένα προχώρησε προς το στάβλο. Οι κατσίκες κοιμούνταν ακόμα, οι κότες έκαναν ένα δαιμονισμένο θόρυβο και το καλόβολο του γαϊδουράκι είχε πέσει μέσα στο παχνί με τα άχυρα και έτρωγε λαίμαργα.

Φέγγει η μέρα
ξύπνησαν τα τζιτζίκια-
ύμνοι του θέρους.

Πλησίασε το ζωντανό του και το χάιδεψε στην τουρλωτή του κοιλιά. Του φόρεσε το καπίστρι με την τριχιά και το τράβηξε κοντά του. Έπειτα του έστρωσε το σαμάρι κι ανέβηκε πάνω του. Βγήκαν στο δρόμο που οδηγούσε στο χωράφι με τα κηπευτικά. Δεξιά αριστερά πυκνά δέντρα και κάπου κάπου ακούγονταν τα πρώτα τιτιβίσματα των πουλιών. Σε λίγο θα ξημέρωνε.

Ζεστή η νύχτα-
άνθισαν τα γιασεμιά
το χώμα υγρό.

Έφτασαν στον προορισμό τους γρήγορα. Ένας λαμπρός ήλιος πρόβαλε πίσω από το βουνό. Καταγάλανος ο ουρανός, πουθενά ούτε ένα ίχνος σύννεφου . Ο χωρικός άρχισε να μαζεύει τα κηπευτικά του μέσα σε δύο καλαθούνες που είχε φέρει μαζί του. Ντομάτες ώριμες, κολοκυθάκια, αγγούρια, πιπεριές, μελιτζάνες και τις αγαπημένες του μπάμιες.

Ζεστή η φωλιά-
κούρνιασαν τα αηδόνια
το βράδυ φτάνει.

Έδυσε ο ήλιος κι έφυγαν. Ο γάιδαρος του πήγαινε γρήγορα και που και που έσκυβε για να βοσκήσει. Φτάσανε σπίτι, κατέβασε τα κηπευτικά και τα έβαλε στο τραπέζι της αυλής. Ξάφνου είδε μια πεταλούδα να βγαίνει μέσα από την καλαθούνα. Έκανε κάποιες απαλές κινήσεις και κατέληξε στο γιασεμί. Ο γαιδαράκος ξεχύθηκε να την φτάσει γκαρίζοντας δυνατά. Τρομαγμένη αυτή κρύφτηκε στο χωνάκι του ιβίσκου. 

Πέφτει ο ήλιος
αγιόκλημα και κρίνα
λεπτές μυρωδιές. 

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

haibun

Ο θησαυρός

Ξύπνησε αχάραγα. Όλη νύχτα έβλεπε ότι έβρεχε. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα για να δει έξω. Ξαστεριά καντήλι κι ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι, ούτε μια ιδέα σύννεφου. Ο χωρικός βιαστικά φόρεσε τα τριμμένα του ρούχα. Το παλιό ντρίλινο παντελόνι του που είχε φθαρεί στα γόνατα, την βαμβακερή μπλούζα και στο τέλος τα άρβυλα του και το κασκέτο και βγήκε από το δωμάτιο σκουντουφλώντας.

Υγρή η νύχτα
σειρές τα κυκλάμινα-
πρωινή δροσιά.

Έψησε καφέ και έφαγε πρόχειρα τρία κρίθινα παξιμάδια και μια καλή φέτα χλωροτύρι που είχε πήξει η κυρά του. Τον είδε ο κανελής γάτος κι άρχισε να νιαουρίζει και να τρίβεται στα πόδια του. Του πέταξε λίγο ψωμί και τον χάιδεψε στη ράχη. Το ένα άρβυλο τον ενοχλούσε. Το έβγαλε και πέταξε ένα μικρό χαλίκι από μέσα του. Στην κρεμάστρα της εισόδου το πανωφόρι του τον περίμενε.

Καρπός της μηλιάς
απότιστο το δέντρο-
φύλλα πράσινα.

Θα πήγαινε στον μπαξέ. Οι πορτοκαλιές διψούσαν. Πήρε την αξίνα, τον κασμά, το φτυάρι και ξεκίνησε. Βάδιζε βιαστικά πάνω στο χωματένιο μονοπάτι με κατεύθυνση το χωράφι. Τα πουλιά είχαν ξυπνήσει και καλαηδούσαν. Στάθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένας δροσερός άνεμος τον μπάτσισε ελαφρά. Από μακριά ακούγονταν ο ποταμός.

Ξυπνά η φύση-
κοάσματα βατράχων
λάδι η λίμνη.

Άρχισε να ποτίζει τα δέντρα ένα ένα. Με την αξίνα και το φτυάρι άνοιγε αυλάκια να περάσει το νερό. Ίδρωσε κι έβγαλε το χοντρό πανωφόρι. Στην τελευταία σκαψιά είδε κάτι να γυαλίζει. Έσκυψε και το πήρε στα χέρια του. Ήταν ένα αρχαίο χρυσό νόμισμα. Το κοίταξε έκπληκτος και το παράχωσε βιαστικά στην τσέπη του. Συνέχισε να σκάβει κι ευθύς βρέθηκε μπροστά σε έναν μεγάλο αμφορέα γεμάτο με χρυσά νομίσματα.

Βγήκε ο ήλιος-
κιτρίνισαν τα φύλλα
φθινοπώριασε.

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2023

Επ' αφορμή ενός έρωτα

Φορούσα μια καφέ γούνα
και βάδιζα μέσα στη 
χειμωνιάτικη νύχτα. 
Όμορφη ήμουν μέσα
στην τεχνητή της πλούσια
τρίχα. 
Έβρεχε και φορούσα 
από μέσα ένα κρινολίνο. 
Ξέχασα την ομπρέλα μου
είπα σε ένα μπαρ. 
Γύρισα πίσω, το μπαρ
είχε κατεβάσει ρολά. 
Στην είσοδο ένας σακάτης
πουλούσε κάστανα. 
Με κέρασε ένα από αυτά. 
Ψάχνω την ομπρέλα μου
είπα. 
Έλα εδώ να ζεσταθείς
μου απάντησε. 
Δεν έχω τίποτα άλλο
παρά μόνο αυτή τη φουφού. 
Μεταχειρισμένη είναι
μια σειρά από βαριά
παλιοσίδερα. 

Ζητάω την ομπρέλα είπα
καθώς με κερνούσε ένα
δεύτερο κάστανο. 
Κάθισε κάτω από την
μαρκίζα μου είπε και
δεν θα βραχείς. 
Εδώ κάθε βράδυ στεγάζονται
πολλοί αμαρτωλοί έρωτες. 
Άρχισα να τον γνωρίζω 
καλά. 
Στο τρίτο κάστανο τον
ήξερα τόσο πολύ που 
δεν το έφαγα. 
Το πήρα μαζί μου όταν
σταμάτησε η βροχή
κι έφυγα. 
Χαλάλι η ομπρέλα 
ψιθύρισα όταν γνωρίζεις
την γλυκιά ψίχα μιας ψυχής
όμοια με αυτή του τρίτου
κάστανου. 
Έσφιξα την γροθιά μου
κι απομακρύνθηκα όλο
και πιο πολύ. 
Το πρόσωπο μου ήταν
ξαναμμένο ακόμα από
το καύμα της φουφούς. 

Την επόμενη γύρισα πίσω
ο φίλος μου είχε εξαφανιστεί. 
Η ομπρέλα κάτω από την
μαρκίζα σκισμένη. 
Όταν την άνοιξα βρήκα
μέσα της μία μεγάλη
σακούλα με ζεστά κάστανα. 
Έτσι τον αγάπησα. 
Μασώντας το πρώτο 
κιόλας κάστανο έγινε 
δικός μου. 
Πουλάω κάστανα φώναξα
αντί αυτού, ελάτε. 
Εδώ θα βρείτε την άλλη
μισή σας καρδιά. 
Κανείς δεν αγόρασε μόνο
που μία σκιά με ακολουθούσε
όπου κι αν πήγαινα. 

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023

Το σμάλτο της νύχτας

Από τα μακριά νύχια
της νύχτας κρατιέμαι. 
Εκεί στήνω την αιώρα μου. 
Άγρυπνη τραμπαλίζομαι
μια δεξιά μια αριστερά. 
Εδώ ο χώρος μου
κι η σκοτεινή κλίνη μου. 
Δεν μιλάω. 
Δεν ζαλίζομαι καθόλου. 
Λίγο κρυώνω μα δεν με νοιάζει. 
Τα μεγάλα τόξα
των κινήσεων μου 
τα παρακολουθούν οι νεκροί μου 
μέσα από των αστεριών
τα τηλεσκόπια όπου διαμένουν. 

Δεξιά του τόξου τοποθετώ 
τα ανεκπλήρωτα όνειρα
που ποτέ δεν θα πραγματωθούν. 
Συνεχείς οι κινήσεις μου
κι εγώ τα βλέπω συνεχώς
να ξεμακραίνουν. 
Δεν θλίβομαι παρά
μονάχα καρτερώ αίολη 
τον άνεμο να τα τραβήξει
στους ουράνιους αμπελώνες
οι νεκροί να τα παραλάβουν
για να μην ξεχνούν τα επίγεια. 

Αριστερά βάζω τα μεγάλα
ιδανικά μου και ένα ξερό
κρίθινο ψωμί. 
Οπαδούς δεν έχω και στα
πτυχωτά ρούχα της ουτοπίας
κρύβομαι.
Στα περιθώρια ζω μιας
ιστορίας προδομένης. 
Εκεί οι άγονοι τόποι
της εξορίας κι οι φυλακές. 
Εκεί κι ο φωτογράφος 
που πούλησε τα φιλμ του
στους βασανιστές του αντί
μικρής αμοιβής. 
Μπερδεύομαι λίγο μα
δεν λιποτακτώ. 
Μένω μόνο να ακούω
το τραγούδι των γρύλων
και το ερωτικό κάλεσμα
των τζιτζικιών σε έναν
τόπο άγνωρο μα και φιλικό. 

Η νύχτα με παρηγορεί
και με αφήνει στο μαύρο
σμάλτο των νυχιών της
να γράφω αδιαλείπτως ποιήματα. 
Αναγνώστες δεν έχω. 
Μέντορες δεν με στηρίζουν. 
Παχυλά βιβλία δεν βγάζω. 
Καλλιγράφος δεν είμαι 
τους στίχους μου μόνο
εγώ κι εσύ μπορούν να
αποκρυπτογραφήσουν
και στα σκοτεινά τους
να μπουν δώματα με το
καντήλι των άστρων στα χέρια. 

Μεγάλοι ποιητές 
με συντροφεύουν που 
τη δόξα δεν γνώρισαν. 
Εκείνους εμπιστεύομαι. 
Εκείνοι προωθούν τις 
λέξεις μου σε πλανήτες
μακρινούς και ξένους. 
Αν τις βρεις χάιδεψε τες. 
Εσύ ο μόνος τους παραλήπτης. 
Εσύ το ατελές ποίημα 
που αέναα θα γράφω 
με την άοκνη συνδρομή
της νύχτας. 

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023

Η αιώνια άνοιξη

Αγιασμένο το χώμα
που σε σκέπασε αγάπη. 
Μέσα του ζει μια πληθώρα
σπόρων από αγριολούλουδα. 
Εδώ η λαβανιά, η ερωτιάρα
μαργαρίτα, το ταπεινό
χαμομήλι κι ο ασφόδελος. 
Λιβάδι γίνεσαι κι ανθίζεις. 
Παιδιά έρχονται και παίζουν
μαζί σου κλέφτες κι αστυνόμους. 
Μελισσάκια σε πλησιάζουν
και διαλεχτή σου ετοιμάζουν
τροφή. 
Δεν πονάς, δεν πεινάς, 
δεν πλήττεις μόνο χαίρεσαι. 

Ιερό το χώμα 
που σε κρύβει αγάπη. 
Μέσα του ζουν οι διακλαδωτές
ρίζες του σφενδάμου, 
του πεύκου, του μαύρου 
έλατου και της αγριοσυκιάς. 
Δάσος γίνεσαι και μας  δροσίζεις. 
Στα κλωνάρια σου άπειρα
πουλιά συνθέτουν εαρινές
συμφωνίες. 
Πολλές οι πηγές που 
σε περιστοιχίζουν. 
Εκεί να πλένεσαι, να ξεδιψάς, 
να καθρεφτίζεσαι και να
ομορφαίνεις. 
Δεν λυγίζεις, δεν διψάς, 
δεν φοβάσαι μόνο χαίρεσαι. 

Καρπερό το χώμα
που σε τύλιξε αγάπη. 
Μέσα του ζουν 
κι αναπτύσσονται μυριάδες
φυτά και βότανα. 
Εδώ το καλαμπόκι, η φασολιά,
η καρπουζιά και τα αρώματα
της μέντας. 
Κήπος γίνεσαι και μας τρέφεις. 
Στις βραγιές σου πετούν 
πεταλούδες, λιβελούλες
κι όμορφοι
χρυσομπούρμπουνες. 
Έρχεσαι και μαζί τους παίζεις 
κρυφτό και κυνηγητό. 
Φτερά ανοίγεις κι εξυμνείς
τα ουράνια πλάτη. 
Δεν πιάνεσαι, δεν κοιμάσαι, 
δεν δειλιάζεις μόνο χαίρεσαι. 

Σε μια αιώνια ζεις Άνοιξη
και καμιά άλλη εποχή 
δεν σε επισκέπτεται. 
Έρωτας γίνεσαι του Απρίλη. 
Μαστίγιο κρατάς 
και μια λήκυθο
έχεις στα χέρια. 
Τις μικρές λαβώνεις 
κορασίδες και τα αμούστακα
μυρώνεις αγόρια. 
Τίποτα δεν σου ξεφεύγει. 
Αερικό γίνεσαι 
και υπάρχεις παντού. 

Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

Ο επιστολογράφος

Τα μάγουλα σου όταν
βρέχονται με δάκρυα
γίνονται δυο λίμνες
απάτητες. 
Σε αυτές καταφεύγω
ερημίτης που λαχταρά
λίγη δροσιά κι ανάσα ζωής. 
Εσύ μου δίνεις το 
καλοτάξιδο σκαρί
με το αρχαίο όνομα. 
Εσύ μου δίνεις τα
κουπιά για να κωπηλατώ
ανάμεσα στα νούφαρα
και τις χαμηλές λυγαριές. 
Εσύ μου προσφέρεις τα
δίχτυα να τα ρίχνω βαθιά
και μια πλούσια να πιάνω
ψαριά. 

Η καθιστή ελιά που
έχεις στην αριστερή
σου παρειά νησάκι
γίνεται ξεκούραση
να μου προσφέρει
και παρέα όμορφη
στη μοναξιά μου. 
Εκεί τα βατράχια
κι οι κορμοράνοι. 
Εκεί οι λιβελούλες, 
οι σκνίπες κι οι
άμορφοι γυρίνοι. 
Πετώ μαζί τους, 
τραγουδώ και σάλτο 
κάνω από λειχήνα 
σε λειχήνα πριν
στο νερό καταλήξω
γυμνή από έγνοιες. 

Τα γυριστά ματόκλαδα σου
καλαμιώνες γίνονται
που διαρκώς θροίζουν. 
Το τραγούδι τους ζηλεύω. 
Με κοφτερό μαχαίρι
κόβω και φτιάχνω 
τα δικά μου πνευστά  
όργανα. 
Γεμίζει ο τόπος μουσικές
κι αντίλαλους. 
Μαγεύονται τα ψάρια. 
Τα νερά κυματίζουν
και τα πλατάνια της
όχθης ξυπνούν τα
αηδόνια ορχήστρα 
για να φτιάξω μαζί τους
τα πρωινά να
ακουστούν ορατόρια. 

Η καθάρια λίμνη μου εσύ. 
Το αγιασμένο νερό
εσύ κάθε που πέφτει
ο σταυρός πάνω του
και στο κύμα επιπλέει. 
Βουτηχτής γίνομαι
και τον πιάνω. 
Τα πλήθη γύρω
χειροκροτούν και
με επευφημούν. 
Ένα περιστέρι έρχεται
και κάθεται στο χέρι μου. 
Το χαϊδεύω. 
Το φροντίζω. 
Το ηρεμώ. 
Φίλο το κάνω και
ταχυδρόμο μου. 
Αυτό είναι που
θα μου φέρει την
είδηση που χρόνια πολλά
υπομονετικά περιμένω. 
Τη δική σου πολυπόθητη 
επιστολή με τις δύο
ζωγραφισμένες μας καρδιές 
στο περιθώριο. 

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Οι πλούσιοι του κόσμου τούτου

Τα ακριβά των τάφων 
κτερίσματα από την χώρα 
του ήλιου τα πήραμε. 
Τι κι αν κάηκαν τα χέρια μας. 
Τι κι αν σταφίδιασε το δέρμα μας 
και τα ατίθασα μαλλιά μας 
με γενειάδα καλαμποκιού 
πήραν να μοιάζουν, εμείς στιγμή 
δεν διστάσαμε θησαυρούς 
να κορφολογούμε κι έπειτα 
αμίλητοι σε προθήκες μυστικές 
δίπλα στα στέφανα του γάμου 
να τους αποθέτουμε ευλαβικά. 

Τον ξέραμε καλά το δρόμο 
ως εκεί πέρα. 
Δεν χρειαστήκαμε χάρτες διόλου 
μήτε βιβλία ονείρων
συμβουλευτήκαμε. 
Γνώριμη η διαδρομή 
σαν κι εκείνη του παράδρομου 
που παίρναμε παιδιά ακόμα 
για να φτάσουμε στα ξωκλήσια 
-όμοιοι ταπεινοί προσκυνητές-
με το αριστερό μας χέρι να 
χτυπήσουμε την σκουριασμένη 
από τον χρόνο καμπάνα σάμπως
φωτιά μέγιστη να μας κυνηγούσε. 

Ο ήχος έφτανε στα χωριά μας. 
Ξυπνούσαν οι μανάδες και
έτρεχαν έντρομες για να μας 
φέρουν πίσω με μια βέργα 
μυρτιάς στο χέρι. 
Ανυπάκουοι εμείς δεν τις ακολουθούσαμε, 
φτερά βγάζαμε, φεύγαμε κλέβοντας τους 
τα τσεμπέρια μέσα τους  
για να κρύψουμε 
παπαρουνόσπορους μαζί με δυο 
σπυριά διαλεχτού σταριού. 
Γελούσαμε έτσι όπως ήταν 
αναμαλλιασμένες και ξοπίσω μας έτρεχαν. 

Μεσημέρια πάντα τις κάναμε
αυτές τις διαδρομές. 
Τότε που ο ήλιος, 
μέγας αντάρτης του ουρανού, 
γυάλιζε τις κοντόκανες 
του καραμπίνες με λάδι απ'
το καντήλι των αδικοχαμένων
ναυτίλων. 
Τον παρακολουθούσαμε 
εκστασιασμένοι κι αυτός
πειθήνια μας παρέδιδε
στα πόδια τα κλειδιά με
τον σπάνιο θυρεό. 

Στη χώρα του μπαίναμε. 
Βοηθούς του μας έχριζε. 
Σε κολυμπήθρα βαθιά μας έχωνε 
και αρχαία μας έδινε ονόματα. 
Τέκνα του εμείς εκλεκτά 
κτερίσματα υφαρπάζαμε απ' 
τους κοιτώνες του πολλά. 
Πλούσιοι του κόσμου τούτου 
κατά το δείλι επιστρέφαμε
στο σπίτι με τις τσέπες 
παραγεμισμένες με θησαυρούς. 
Οι μανάδες γέλαγαν και με τα 
καινούργια μας προσφωνούσαν 
ονόματα.
Τους απαντούσαμε με ένα νεύμα  
συνωμοτικό και σε ένα γαλήνιο 
πέφταμε ύπνο χωρίς όνειρα.

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

Το απόκοσμο τέρας

Το απόκοσμο τέρας
κουνούσε την ουρά του. 
Τραχύ το σώμα του. 
Φολίδες σταχτιές 
και που και που
κάποιες στο χρώμα 
της λάβας. 
Ανοιχτό στόμα 
ξεδοντιάρικο 
και γλώσσα άσεμνη
καυτή σαν αστραπή. 
Μιλούσε ακατάπαυστα. 
Ξερνούσε λόγια  ιταμή
με άγνωστες ρίζες. 
Βρισιές κακούργων, 
φονιάδων και γερόντων
σαλεμένων από το πιοτί
ξεστόμιζε βρυχώντας

Το απόκοσμο τέρας
δεν κοιμόταν ποτέ
Δίπλα του καμμένα
δάση, έμβρυα νεκρά, 
ένα κανάτι με δηλητήριο
και δυο ιδρωμένες παλάμες. 
Έρποντας σήκωνε χώμα, 
ραγισμένα οστά και
ψεύτικα μαλλιά μιας
κούκλας που ένα φοβισμένο
παιδί άφησε στην άσφαλτο. 
Ανοιχτά τα μάτια του κατακόκκινα
φλόγες πετούσαν και
κίτρινο θειάφι, χλώμιαζε 
ο ορίζοντας κι ο ήλιος
ωχρή φορούσε στολή. 

Οι γύρω λόφοι θυμιάτιζαν 
βαρύ καπνό για να το αποκοιμίσουν. 
Οι αθώοι έκλειναν τα βλέφαρα
να μην το βλέπουν, το 
καταριόνταν, σήκωναν 
τις φούστες ψηλά 
οι γυναίκες
κι έβγαιναν πουλιά 
υπερμεγέθη  
από τους κόλπους τους 
για να το καταδιώξουν, 
τη σπλήνα
να του αφαιρέσουν. 

Οι νεκροί σπιούσαν 
τα μνήματα
μην αντέχοντας άλλο 
την ταφόπλακα και το 
σαπισμένο κρέας. 
Έβγαζαν ασπίδες. 
Κοντάρια μοίραζαν
στα πλήθη. 
Το απόκοσμο τέρας
ψυχορραγούσε 
κι ανασταίνονταν εσαεί. 

Κάποιοι λίγοι
του παραστέκονταν. 
Μιαροί. 
Αλήσμονες. 
Μωροί. 
Με φολίδες κι αυτοί
στο σώμα όπως εκείνο. 
Μάχη δόθηκε
στήθος με στήθος 
Ο λαός ξάγρυπνος
σε κελί υγρό το απώθησε. 
Πάνω του έριξε όλο
του κόσμου το ανάθεμα. 
Εφεξής τροχίζει μαχαίρια, 
σπαθιά κραδαίνει, 
στίχους ψελλίζει 
κουλουριασμένο 
κι υπνωτισμένο να
το βρει και να το αποκάνει. 

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

Χαϊκού

Σύνθλιψη σταριού
βαριές οι μυλόπετρες-
σκόνη πλανιέται. 

*
Ισχνά κρινάκια
καμήλες της ερήμου-
άμμος και σκόνη. 

*
Άλογο περνά-
σκόρπιοι ήχοι και σκόνη
καφάσια μήλων. 

*
Σχισμές με σκόνη
βράχια με κυκλάμινα
η ρίζα λεπτή. 

Άκουσμα γρύλων-
σκόνη του γαλαξία
φεγγάρι χλωμό. 

*
Κίτρινη σκόνη
άνθη της μαργαρίτας-
ρίψη πετάλων. 

*
Θερισμός σταριού
οι μηχανές βουίζουν-
σκόνη τ' άγανα

*
Μπάλες μ' άχυρα
η σκόνη αιωρείται-
ο ήλιος θαμπός. 

*
Σκόνη της χέννας
ανεμίζουν κοτσίδες-
θέρους μελτέμι. 

*
Γούβες αλατιού-
κρωξίματα των γλάρων
αρμύρας σκόνη. 

Άνθος του λωτού
σκόνη γίναν τα φύλλα-
φονικό το πυρ. 

*
Καυτή κάμινος-
μακάβρια μία σκόνη. 
θέρους τελετή. 

*
Κύμα του θέρους
σκόνη πάνω στους βράχους-
χταποδιών φωλιές. 

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

senryu

17συλλαβο χιουμοριστικό ποίημα (συλλογική προσπάθεια τριών) 

Κοτρώνα εν πλω
χαλίκια κατρακυλούν
τραβούν στο χαμό. 

*
Τρύπιες παντούφλες
χαλίκι στη θάλασσα
το πόδι πονεί. 

*
Μια θρούμπα ελιά
το λάδι σού έβγαλε
άδειος τενεκές. 

*
Βρήκα μια ελιά
αλλόκοτη τη νιώθω
σκατάκι μοιάζει. 

*
Ταίρι αγύρτης
μακαρόνι στα δύο 
ήσουν μια λαίδη. 

*
Όμορφα βρύα
το ταίρι τους προσμένουν
βρήκαν λειχήνες. 

*
Τα φώτα σβηστά
ξεκινούν οι νταλίκες
ο χάρος γελά. 

*
Φώτα σε σένα
δώσε ό,τι γνωρίζεις
κατίγκω γίνε.

*
Σπάει το κουμπί
η τιράντα θα πέσει
αποκάλυψη. 

*
Τρίμματα βράχου
τα χαλίκια στον βυθό
λεπτές λεπίδες. 

*
Σκαιός ο γαμπρός
νύφη πατάει πόδι
φιάσκο ο γάμος. 

*
Πέσαν τιράντες
το σώβρακο φάνηκε
πιτσιλιές ούρων. 

*
Μακρινά φώτα
σαλπάρει το καράβι
ποντικιών φωλιά. 

*
Έπιασε κρύο
χιονάνθρωπος στον κήπο
μπάμια η μύτη. 

*
Πυκνή γενειάδα
μοναχός στο κελί του
πασιέντζα ρίχνει. 

*
Άμαξα περνά
τα μάγουλα ανάβουν
μούτρα ντροπαλά. 

*
Θράκα κόκκινη
οστά εν τω καμίνω
μούμια η ψυχή. 

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

Έτερη φύση

Μέσα στο μπαούλο μου
κρατάω ένα φόρεμα πορφυρό. 
Νεράιδες το είχαν πάρει
και το έβαψσν στα χρώματα
του δειλινού. 
Ακριβό είναι ρούχο από
μετάξι με πολλά βολάν 
και πιέτες διπλές. 
Ποτέ δεν τσαλακώνεται 
καθώς τα αερικά του ποταμού
φροντίζουν με ένα παλιό
σίδερο με κάρβουνα οξιάς 
να το σιδερώνουν κάθε που 
χαράζει η μέρα στην πόλη 
κι οι αχτίδες αντανακλώνται
μέσα στα σύννεφα. 

Τα απογεύματα το φοράω
και βγαίνω στην αγορά 
χρωματιστές κλωστές 
κι αρώματα να πάρω. 
Έτσι μακρύ και πλούσιο
που είναι ξεσκονίζει καλά 
τα πλακάκια των πεζοδρομίων, 
την καυτή άσφαλτο και
τα παγκάκια που κλίνες
γίνονται τις νύχτες των
ζητιάνων και των ποιητών. 

Βαρύ είναι φόρεμα κι ωραίο
μόνο που έχει ένα μικρό 
ελαττωματάκι στο φερμουάρ. 
Δεν κλείνει ως πάνω κι έτσι
αφήνει να φαίνονται γυμνοί
οι ώμοι, η πλάτη και το βαθύ
ντεκολτέ. 
Είπα να το επιδιορθώσω 
μα που χρόνος και χρήμα κι όρεξη. 
Ο κόσμος με κοιτάει περίεργα
και κάπως καχύποπτα μα εγώ
τους προσπερνάω 
αμίλητη χαιρετώντας
τους με την ανοιχτή μου παλάμη. 

Από μικρή έχω συνηθίσει 
αυτά τα βλέμματα που 
καρφώνουν ίσα στην καρδιά. 
Περπατάω λοιπόν αγέρωχη
κι ανέμελη με το πορφυρό
μου ρούχο κι αγναντεύω
το ηλιοβασίλεμα σμίγοντας
τα μάτια μου. 
Αυτό το φόρεμα είναι το άλλο
μου μισό. 
Εκείνο που κατοικεί στα δυτικά
του κόσμου στενάκια και
με φωνή στεντόρεια σε καλεί
να γυρίσεις πίσω για να 
κλείσεις επιτέλους
ως απάνω το φερμουάρ. 
Εσύ μόνο μπορείς χέρι
να μου δώσεις και καρτερία 
μισόγυμνη να μην με βρίσκει
και με μολευει ο όχλος
και τα περίεργα πλήθη
που βαδίζουν δίπλα μου
συντεταγμένα σε ορδές. 

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Η άνυδρη γη

Ρόδισε η ανατολή αγάπη. 
Καθαρότατος προμηνύεται
να βγει σε λίγο ο ήλιος πίσω 
από τις λεύκες. 
Πάρε μαζί σου μια λάμα 
κοφτερή να σφάξουμε ένα 
σύννεφο την πορεία 
προς το φως να μην μας ανακόψει. 
Είναι τόσο όμορφες οι ώρες
οι πρωινές και φορούν
κατάσαρκα νέες ελπίδες. 
Ήσυχα και παράξενα είναι 
όλα γύρω. 
Το νυχτολούλουδο δες αφήνει
το νυχτοκάματο και πάει
να κοιμηθεί στο στενό ντιβάνι. 
Το σαλιγκάρι που σεργιάνιζε
στις χλωρασιές κρύφτηκε
στο καβούκι του εξαντλημένο. 
Η αργυρή σελήνη μάζεψε μια
φούχτα αχτίδες και σαν μωρά
τις αποκοιμίζει. 

Στο πέτρινο σπίτι κανείς
δεν ξύπνησε και κοίτα τους
πως στα όνειρα πηγαίνουν 
βουβοί στάζοντας δάκρυ 
κι ιδρώτα. 
Ακόμα κι η γάτα στο χαλί
χουζουρεύει ανυποψίαστη. 
Έλα εδώ με το πρώτο χάραμα. 
Είναι χρόνια που κοιμάμαι
ελάχιστα και διακαώς σε 
περιμένω φορώντας ένα
διάφανο ρούχο την ψυχή μου
να διαβάζεις. 

Σου έχω ετοιμάσει διπλό
καφέ όπως κάθε μέρα άλλωστε. 
Χρόνια γυρίζω το φλιτζάνι
σου και πάντα μια κερκόπορτα
βρίσκω στο δεξί χείλος. 
Πώς να την ανοίξω;
Τα κλειδιά μόνο εσύ τα κρατάς 
μέσα στο διπλωμένο μαντήλι
της οικοδομής μαζί με τα
μουσκεμένα μου φιλιά. 
Φρουρός του έρωτα γίνομαι. 
Την πόρτα ποτέ δεν σφαλίζω. 
Τα παράθυρα μισάνοιχτα τα
αφήνω. 
Και στην μάντρα που εσύ έχτισες 
τρεις μεγάλες πέτρες αφαίρεσα 
πέρασμα να βρίσκεις
να έρχεσαι εδώ μόνο για μένα. 

Έλα πριν ο ήλιος ανατείλει
και μας σκάψει τα μάγουλα βαθιά 
και το πηγούνι μας στραβώσει. 
Σε θέλω όμορφο. 
Σε θέλω αδάκρυστο κι ευθυτενή. 
Σε θέλω λουσμένο και καθαρό
με την πρωινή δροσιά στο λινό
σου σακάκι να μπαίνει. 
Να σε ακουμπήσω, να σε πιω
για μια στιγμή. 
Κοίτα το σώμα μου πόση
ξηρασία έχει μαζέψει. 

Τίποτα δεν φυτρώνει πάνω
του κι εγώ που αγαπούσα 
τόσο τα γιασεμιά και τις τουλίπες 
άλλο δεν έχω τώρα παρά 
μόνο μία άνυδρη γη. 
Εσύ ο γάργαρος καταρράκτης. 
Εσύ το νάμα κι ανοιχτή αρτηρία. 
Το πρώτο τρένο εσύ που χωρίς
αποσκευές θα μας πάει
στα μέρη εκείνα που κάθε μέρα
σχόλη έχουν. 
Σε περιμένω με δυο φιλιά στα
χείλη μοναδικό για σένα δώρο 
κι ύστατη απαντοχή. 

Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Χαϊκού των εποχών

Μια πεταλούδα-
βγήκε απ' το κουκούλι της
φτερά τινάζει. 

*
Λάμψη του θέρους-
βόλους παίζουν τα παιδιά
αλάνα παλιά. 

*
Καλούν τζιτζίκια-
ο άνεμος κοπάζει
θάλασσα λάδι. 

*
Γεύμα θερινό-
ώριμο το καρπούζι
κουκούδες μαύρες. 

*
Βαρύ πεπόνι-
ψευτόμαγκας με ύφος
σφάζει η ματιά. 

*
Πέφτουν αστέρια-
αδειανό στερέωμα
οι γρύλοι άδουν. 

*
Φωλιά ελαφιού
πυκνώματα του δάσους
αηδόνια λαλούν. 

*
Φωνές προσκόπων-
στοιχισμένη ομάδα
λαφρά τα ρόδα. 

*
Το κρύο δριμύ-
μπουκωμένη η μύτη
μάτια ζεματούν. 

*
Θέρους πάθημα-
βελόνες των αχινών
πονά το πόδι. 

*
Ανεμότρατα
συνοδοί τα δελφίνια
χορός υδάτων. 

*
Βαριές πιατέλες
λουκούλλειο το γεύμα
το ρόδι σπάει. 

*
Άσπρη η σκάλα-
μυρωδιά βασιλικού
λεπτά ανθάκια. 

*
Άμμος με κρίνα
ήχος της τραμουντάνας 
ασημί βότσαλα. 

*
Ξηρός ο λαιμός
μπαινοβγαίνει το κρύο
κουβέρτα ζεστή. 

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

Senryu

Χιουμοριστικό ποίημα με 17 συλλαβές και με απαιτούμενη λέξη τη σκόνη. 

Κυνηγός περνά
μυρίζει το μπαρούτι
σκόνη ο λαγός.

*
Άμαξα φτάνει
ματοτσίνορα κλείνουν
τουλούμια σκόνης.

*
Αθλητής περνά
γοργά τα βήματα του
μυγάκια σκόνης

*
Γάμος γίνεται
φτερνίστηκε η νύφη
σκόνη ο γαμπρός. 

*
Μια μαργαρίτα
πανδαισία χρωμάτων
τόπια η σκόνη. 

*
Μια πεταλούδα
στριφογυρνά στη λάμπα
τερμίτες σκόνης. 

*
Παλιά ντουλάπα
κατοικία του σκώρου 
σκόνη τα ρούχα. 

*
Μυρμηγκιών φωλιά
κρισαρισμένη σκόνη
ο τόπος σαθρός. 

*
Στράτευμα περνά
παραλλαγής οι στολές
σκόνη ο εχθρός. 

*
Γεροντοκόρη
χρυσή βέρα στο χέρι
σκόνη τ' όνειρο. 

*
Τρανός ο γλύπτης
βραχίονας με σκόνη
κεφάλι γουλί. 

*
Φθινοπώριασε
χορεύουνε τα φύλλα 
θρύψαλα σκόνης. 

*
Κουστούμι μαύρο
σκόνη η πιτυρίδα
μαλλί λιπαρό. 

*
Βαθιά λακκούβα
πέφτει και τσακίζεται
σκόνη το γόνα. 

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2023

Οι αμόλυντοι

 Πλύναμε τις αμαρτίες μας
στη θάλασσα.
Καθαρτήρια αυτή μας δέχτηκε
σαν την μάνα τον αγαπημένο 
πρωτογενή της.
Πήρε τα ανομήματα μας και
τα κατέβασε στους βυθούς.
Δίπλα σε κοράλλια ασύλητα,
σε ιππόκαμπους κολλημένους πάνω
στα βράχια και σε αστερίες με σπασμένο
το δεξί τους πόδι τα εναπόθεσε.
Νιώσαμε ξάφνου ελαφροί σαν
τις πεταλούδες που τρυγουν
νέκταρ από λουλούδια αθάνατα
μέσα σε περιβόλια που ποτέ
δεν πλησίασαν πολεμοχαρή
στίφη.

Πολλά τα ανομήματα μας δεν
μας αφήνανε να κοιμηθούμε.
Με πλοιάρια φτάσαμε ως εκεί.
Σε καλοτάξιδα σκαριά με πανιά
από κάμποτο πλέαμε.
Δώρα κάποιων θεών που
οι πρόγονοι μας απαρνήθηκαν
και τους ναούς είχαν
κάψει με την καύσιμη ύλη
των χειλιών τους.
Στα κρουστά των κυμάτων
νερά είχε φτάσει η στάχτη
από τους συνεχείς βανδαλισμούς τους.

Κάναμε πως δεν γνωρίζαμε.
Χτυπούσαμε τα κύματα
με παλαμάρια τετράκλωνα
και με τις χρυσές αλυσίδες
των χεριών μας που μια νύχτα
είχαμε υφαρπασει από
την εικόνα του Άη Νικόλα
στο παρεκκλήσι με τα
χειροποίητα τέμπλα, τα
καπνισμένα από τις φλόγες
των κεριών και των λιβανιων
τις αναθυμιάσεις.

Στις ακτές αράξαμε τα σκαριά
μας κι αμόλυντοι ξεχύθηκαμε
στους αμμόλοφους.
Εκεί η κατοικία των προσφιλών
μας νεκρών.
Μας περίμεναν εναγωνίως
καπνίζοντας μακριά τσιγάρα
που ποτέ δεν έσβηναν.
Μύριζαν μπαρούτι, θειάφι
και καψαλισμενο θυμάρι.
Μας δέχτηκαν πρόσχαροι.
Μας πρόσφεραν πολλά
ζευγάρια από ξύλινα κουπιά.
Μας κοίμισαν πάνω στην υγρή
άμμο και στον ύπνο μας μπήκαν
και με όνειρα δαιδαλώδη
τον στόλισαν.

Ποτέ δεν απιστήσαμε.
Ποτέ δεν απαρνηθήκαμε
τα δυνατά τους μπράτσα.
Τουναντίον τις νέες μας
κατοικίες δίπλα σε
υψικάμινους τις χτίσαμε,
να έχουν κοντά τους
περίσσια τη φωτιά
για να ανάβουν τα μακριά
τους τσιγάρα.
Εμείς εξαγνισμένοι, ντροπαλοί
και αεικίνητοι άρτους ετοιμάζουμε
να μην πεινάσουν
τα παιδιά μας που ακόμα
δεν γεννήθηκαν και δάκρυ
δικό τους στάξει αλμυρό
και τους επί γης νεκρούς
μας αφανίσει. 

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023

Το αέναο κάλεσμα

Κρέμασα το μαύρο πουκάμισο σου
σε μια κληματόβεργα για
να στεγνώσει.
Φυσούσε δυνατό μελτέμι
και το έκανε να μοιάζει σαν μια
πειρατική σημαία που τρεις
γλάροι με τα ράμφη τους σε
πελάγη ανοιχτά τη σεργιανούν.
Στράγγιζε το πουκάμισο σου έρωτα,
αρχέγονο πάθος, πρωτόγνωρη ηδονή
και άρωμα πορτοκαλιάς από τους
τόπους που αγάπαγες.

Δεν σε χόρταινα, κοντά μου
σε έφερνα με της μνημοσύνης
το μίτο.
Στην κληματόβεργα δίπλα
στις ζαμπέλες το έβαλα.
Είναι καιρός τώρα που έχω
απομακρύνει όλα τα σκοινιά.
Τα φοβόμουν, τα τρόμαζα
τα απωθούσα σαν το παιδί
που δεν ανασκιρτά από αγάπη
όταν το πλησιάζει το ψυχρό
χέρι της μητριάς.

Από κάτω του στοιβαγμένα
στη σειρά τα καυσόξυλα της
οξιάς, της δρυός και της μαύρης
ελάτης.
Πήρα λίγα από αυτά κι άναψα
μια σιγανή φωτιά.
Τα χέρια μου κρύα και τα ζέστανα.
Τα πόδια μου παγωμένα
σαν φτερούγες αποδημητικού
ήρθαν και έδιωξαν το χειμώνα
από τις κλειδώσεις τους.

Σειόταν το άδειο πουκάμισο
κάτω από τους καπνούς όπως
σείεται το ταχύπλοο καράβι
των ποιητών στους όρμους
της φαντασίας.
Μύριζε δάσος κατά τις αναταράξεις του.
Σε οσφραινόμουν.
Σε ζήλευα.
Έκλεινα τις ευωδιές στην
ανοιχτή μου παλάμη σαν όπως
σφραγίζει το γράμμα της
ερωμένης του ο εραστής με φιλιά.

Έμπλεη το κοιτούσα και ταξίδι
με πήγαινε σε ποταμούς
πνιγμένους στα καλάμια και στις
άγριες μέντες.
Ύστερα σε ξέφωτα με έβγαζε,
σε γκρεμούς και σε σπηλιές που
οι λήσταρχοι για κονάκι τις έχουν.
Εκεί στρώνω τώρα τα λευκά μου
σεντόνια, κρεβάτι μου
έχω του βουνού τις πεζούλες
και για προσκέφαλο μου βάζω
παχυλά μούσκλια.

Χάραξα δρόμους, έλα.
Με ρείκια έπλεξα στεφάνια,
όμορφη να με δεις όπως παλιά.
Η κληματαριά γερασμένη λίγους
κάνει καρπούς και οίνο δεν θα
έχεις να μεθάς, ποιήματα να μου
γράφεις αχειροποίητα.
Μαζί μου θα κρατάω το πυρπολημένο
από την πυρκαγιά του έρωτα πουκάμισο.
Σημαία μου κι αίμα μου να γίνεται
σε ένα αέναο κι άσβεστο κάλεσμα:
"Σε ποθώ, γύρισε πίσω."

Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

dodoitsu

Ο ίλιγγος

Κομμένη η ανάσα
τρέχουν τα ποδαράκια
τρακάρει στην ντουλάπα
η σβούρα γυρνά.

*
Πανδαιμόνιο

Ήρθαν οι διακοπές
τρέχει νερό στη βρύση
γελούν τα πιτσιρίκια
χοντρό μπουγέλο.

*
Γενέθλια

Διώροφη η τούρτα
δέκα τα κερασάκια
ακούγεται τραγούδι
τα σάλια τρέχουν.

*
Ο αφηρημένος

Βοσκός με τη φλογέρα
βουνά γύρω βουίζουν
ο λύκος καταφτάνει
τρέχουν πρόβατα.

*
Ο αγύμναστος

Ήρθε το καλοκαίρι
ακρογιαλιές γεμίζουν
ασουλούπωτος γυρνά
πατσάς η κοιλιά.

*
Συννεφιά

Χλωμός βγήκε ο ήλιος
τα συννεφάκια τρέχουν
βροχή χτυπά τους τσίγκους
έλευση στρατών.

*
Το γράμμα

Περνά ο ταχυδρόμος
γράμμα κρατά για σένα
τρέχει σβαρνά στην πόρτα
σπάει τα μούτρα

*
Ο ατζαμής

Παίζει με την κιθάρα
ερωτικό τραγούδι
τρέχουν τα δάκτυλα του
σπάει η χορδή.

*
Καύσωνας

Φωτιά πήρε ο νέος
τρέχει καυτός ιδρώτας
με θερμοφόρα μοιάζει
τρώει παγάκια.

*
Διάλειμμα

Δουλεύει όλη μέρα
στοίβες χαρτιά μπροστά του
τρέχει μακριά η σκέψη
φαλάκρα λάμπει.

*
Ψητοπωλείο

Εργάτης σε ψησταριά
μπριζόλες ξεροψήνει
τρέχει κρουνός ιδρώτας
σβήνει κάρβουνα.

*
Νανούρισμα

Παιδί αποκοιμίζει
ελαφρό το τραγούδι
τρέχει πίσω η μνήμη
βλέφαρα βαριά.

*
Εξοχή

Αμάξι σταματάει
δίπλα τρέχει ποτάμι
καμαρωτός πηγαίνει
σούμπιτος γλιστρά.

*
Φθινόπωρο

Φύσηξε ο αέρας
τα φύλλα παρασέρνει
τρέχουν μες τη πλατεία
τρίζει το χαλί. 

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

haibun

Η κούκλα

Βάδιζε κατά μήκος της προβλήτας. Ώρα δειλινού κι ο ήλιος είχε βάψει ροζ και χρυσά τα σύννεφα. Έκατσε σε ένα παγκάκι και απόλαυσε. Ένα μελτέμι έρχονταν από την θάλασσα και ανασήκωνε την κλαρωτή της φούστα. Την δίπλωσε γύρω από τα πόδια. Φορούσε καπέλο με σατέν λευκή κορδέλα και με μια σειρά ψεύτικες ορχιδέες. Στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο, οι σελίδες του πλατάγιζαν ξέφρενα.

Θάλασσα πλατιά-
χορεύουν τα δελφίνια
η άμμος καίει.

Γύρω της ο κόσμος πολύς. Ζευγαράκια, καροτσάκια και μανάδες, μικρά παιδιά με το μαλλί της γριάς στα χέρια. Ένας άντρας μεσήλικας διαλαλούσε την πραμάτεια του. Μια ουρά από δέκα άτομα είχε σχηματιστεί μπροστά του. Η περιοχή μύριζε έντονα ψημένο καλαμπόκι. Ένα σμήνος από γλάρους πέρασε κρώζοντας δυνατά και προσγειώθηκε στο κατάρτι ενός καραβιού.

Τζιτζίκια καλούν-
γαλάζιος ορίζοντας
το κύμα σκάει.

Σηκώθηκε και βάδισε προς το κοντινό καφέ. Τα τραπεζάκια ακουμπούσαν τη θάλασσα. Γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν με γεμάτους δίσκους. Παρήγγειλε υποβρύχιο κι άνοιξε το βιβλίο. Ξαφνικά άκουσε κλάματα. Ένα κοριτσάκι σφάδαζε. Η κούκλα του είχε πέσει στα νερά. Με μια βουτιά ο μπαμπάς του την ανέβασε πάνω. Το λινό του κουστούμι έσταζε θάλασσα. Δάκρυσε μόλις είδε το χαρούμενο χαμόγελο του παιδιού.

Τρίζει η άμμος-
σαλεύουν αρμυρίκια
ψαριά στην ακτή. 

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

Η γλώσσα των πραγμάτων (παραμυθία)

Τις νύχτες της αγρύπνιας δεν θέλω
κοντά μου να έρχεσαι.
Μόνη άφησε με να οδοιπορώ 
στο απάτητο του πόνου μονοπάτι
και στο ανοιχτό πεδίο των σκοτεινών
ποιητών να πηγαίνω, εκεί που από τον
χαρτοπόλεμο της γιορτής αυτοί φλέγονται
και σονέτα εμπνέονται και στίχους θεϊκούς
που θα μείνουν χαραγμένοι στα σπλάχνα
των βουνών για αιώνες.

Περιπλανιέμαι που λες καιρό τώρα
σε άγνωρα καφέ που μάταια αναζητούν πελάτες
για το τάβλι και τη κολιτσίνα των ξέμπαρκων.
Δίπλα σε λαστιχένιες μπάλες
ξεφούσκωτες αναζητώ επίμονα συντροφιά,
δίπλα σε έντομα ζουλισμένα από το χέρι
της λήθης χαιρετίζω ξεπεσμένους γραφιάδες 
και σε υποστατικά απόμερα που κανείς
δεν πρόσεξε ποτέ, στήνω οδοφράγματα
και χρήσιμες παίρνω συμβουλές από
τις εκατόχρονες ελιές της πατρίδας μου.

Μόνο με αυτούς τους τόπους
κι με αυτό το χώμα ξέρω να συνδιαλέγομαι
κι εκεί να κινούμαι επιδέξια σαν χαμαιλέοντας
πάνω στο παχύ χορτάρι.
Εκεί θέλω να πηγαίνω, παιχνίδι
να αρχίζω με τα ανυποψίαστα παιδιά,
σε κουτάκια σπίρτων
να κλείνω έντομα, το τραγούδι
να μη μου λείψει
και με ιδρώτα να βγάζω το κρίθινο της νηστείας
ψωμί μήπως και ξυπνήσει κάποια φορά
η κοιμωμένη Ευρυδίκη -του ραφτάκου
η κόρη- στη συνοικία με τις φλύαρες λεύκες.

Τις νύχτες της αγρύπνιας δεν θέλω
κοντά μου να έρχεσαι κρατώντας
τα διάπυρα βέλη σου, τραχύς σαν ερημίτης,
στόχο να βάζεις
τις οκνηρές πάπιες,
τα τυφλά ελάφια
και τις τρελές μπαλαρίνες που αποκλειστικό
έχουν χορογράφο το κύμα.
Απομακρύνσου κι έλα μόνο με το φως,
τότε που εγώ θα ξαπλώνω στα βαμβακένια
στρώματα έχοντας σιμά μου τις θεραπαινίδες
με τις τριμμένες βεντάλιες.

Εκεί θα με βρεις, μια ξένη πια για σένα,
με χωλό το πόδι και με εγκαύματα στα χέρια.
Καίω μην πλησιάσεις.
Παραπαίω μην στηριχτείς.
Άλλον αγαπώ εδώ και καιρό.
Τα λυχνάρια μπροστά μου, μάθε το,
θα μου φανερώσουν τα θαύματα κάποια στιγμή.

Δεν ανησυχώ.
Στη φωνή των λυχναριών προσφεύγω
Μόνο που τώρα οι πληγές μου,
βαθιές καθώς είναι, με εμποδίζουν
να τα τρίψω καλά τη μυστική λαλιά τους
να ακούσω μπροστά μου να βγαίνει.
Κι οι θεραπαινίδες δεν βοηθούν,
γιατί τη γλώσσα των πραγμάτων καλά δεν γνωρίζουν
και μια αλλόκοτη μιλάνε διάλεκτο
που το αδύνατο περιφρονεί επιδεικτικά όπως κι εσύ.

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

haibun

Το μακροβούτι 

Στον ουρανό έλαμπε το φεγγάρι. Το κοιτούσε πίσω από τα κλωνάρια του αρμυρικιού. Ολοστρόγγυλο καθρεφτίζονταν στα νερά της θάλασσας. Η ακτή έρημη. Μόνο αυτή κι ο σκύλος της. Ο τετράποδος φίλος της έκανε χαρές μεγάλες. Έμπαινε στη θάλασσα και κολυμπούσε και ξανά έβγαινε στην ακτή τινάζοντας το τρίχωμα του δυνατά.

Η νύχτα φτάνει
πεπόνι στην πιατέλα-
σπόροι κίτρινοι.

Κυλίστηκε στην άμμο ρουθουνίζοντας από χαρά. Έσκυψε και τον χάιδεψε. Κόλλησε η άμμος στα χέρια της. Αυτός κούνησε την ουρά του φιλικά και με ένα σάλτο βρέθηκε πάλι στα νερά. Κάποια στιγμή κι ενώ είχε φτάσει στα βαθιά αλαφιάστηκε κι άρχισε να γαβγίζει το φεγγάρι. Τον κάλεσε πίσω μα αυτός δεν υπάκουσε. Στο τέλος το γαύγισμα έγινε διαπεραστικό ουρλιαχτό.

Χρυσή η άμμος-
γλυκιά σάρκα καρπουζιού
ήχος τζιτζικιών.

Αφού ηρέμησε ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια της. Τώρα δεν ακούγονταν τίποτα άλλο παρά μονάχα ο παφλασμός των κυμάτων. Ετοιμάστηκε για ένα μακροβούτι. Τα νερά ήταν ζεστά. Ψαράκια της τσιμπούσαν τα πόδια κι ένας νεκρός αστερίας επέπλεε στα νερά. Δίπλα της προσγειώθηκε ένας γλάρος που επιτέθηκε σε ένα σμήνος από αφρόψαρα. Τσιμπολόγησε κι έφυγε γρήγορα αφήνοντας πίσω του έναν κρωγμό.

Ώριμα σύκα-
διχαλωτός ο κορμός
γλέντι μελισσών.

Πριν βγει έξω είδε μία παρέα να πλησιάζει. Ήταν μία θορυβώδης ομάδα παραθεριστών. Άκουσε νιαουρίσματα. Ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει δαιμονισμένα. Του πέρασε το λουρί. Αγριεμένος είχε σηκωθεί στα πισινά του πόδια κι αλυχτούσε. Έφυγαν με τον σκύλο να έχει ανασηκωμένες για τα καλά τις τρίχες του.

Φυσά ο λίβας-
συγκομιδή των σταχυών
λάμπουν σώματα.

Τρίτη 1 Αυγούστου 2023

Η κλεψύδρα

 Πάντα αγόραζες ακριβά μοκασίνια
σε χρώμα ταμπά.
Πως σου πήγαιναν αγάπη.
Με αυτά να τριγυρνάς ελεύθερος
στις ρούγες μαζί με τα ανήλικα
κορίτσια που υφαίνανε σε αυτοσχέδιους
αργαλειούς την προίκα των εφτά αστεριών.

Ποτέ δεν σε έκοβαν,
μαλακά ήταν σαν πατουσίτσα γάτου.
Ποτέ δεν σε στένευαν,
ανάλαφρα κι ευρύχωρα ήταν
σαν φτερό κύκνου που το χαϊδεύει
ο άνεμος.
Πληγές δεν σου άνοιγαν γιατί
με τους θεούς είχες από παλιά
συμμαχήσει και πριν ακόμα
γεννηθείς αυτοί νέκταρ σου έδιναν
από της Διοτίμας τα μέρη.

Μονοφόρι τα είχες και πολύ
τα περιποιόσουν.
Ολημερίς τα φορούσες και
σε όλες τις εποχές με αυτά
βάδιζες πρόθυμος όπως πάντα
(μιας κι εγώ εσένα είχα διαλέξει)
να φέρεις τις εντολές πάνω στη γη.
Νοιαζόσουν και πολύ το επιθυμούσες
μην και δεν καρπίσει το σιτάρι
και η βρόμη και πεινάσει ο κόσμος
απαντοχή και χαμογέλιο μικρού παιδιού.

Μόνο τις νύχτες του έρωτα
τα έβγαζες.
Ήμουν τότε πολύ τυχερή γιατί
έβλεπα το τρυφερό σου πέλμα
και τους στρογγυλούς σου
αστραγάλους ψηλάφιζα
Αποκοιμιόσουν γλυκά κι εγώ
έμενα ξάγρυπνη να σε κοιτάζω.
Φοβόμουν αγάπη κι έτρεμα.
Έβγαζα τα κορδόνια μην και
μας βρει το κακό.
Από τα μικράτα μου βλέπεις
είχα μάθει πως ο έρωτας
κι ο θάνατος αντάμα πάνε
σαν σταυραδέρφια αγαπημένα.

Μια νύχτα μόνο ξεχάστηκα
και δεν τα αφαίρεσα, είχα
επωμιστεί βλέπεις να προσέχω
τους γενειοφόρους νεκρούς.
Σάββατο ήταν και μέρα σχόλης
τότε που από τα γήινα ξέφυγες
με δυο κορδόνια στο λαιμό να σε πνίγουν.
Θυμάμαι ακόμα την πληγή
στο λαιμό σαν χαρακιά στιλέτου
σε στιλπνό μάρμαρο.

Εφεξής.
Δεν με συγχώρεσα.
Δεν με αγάπησα.
Τώρα εναγωνίως μπροστά
στους δικαστές καμιά δεν βρίσκω
δικαιολογία ή ελαφρυντικό.
Τα ακριβά σου μοκασίνια
τα φυλάω μα κορδόνια
άλλα δεν βρίσκω να τους ταιριάξω
απέναντι να περάσω τις ουλές
σου να ψαύσω να μην πονούν.
Δεν σε ξεχνώ.
Ο έρωτας σου δυνατός σαν
θάνατος σοβεί στα γυμνά μου
πόδια και την κλεψύδρα μου
διαρκώς γυρίζει εκεί να ακουμπάω
της νύχτας το φιλί. 

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

haibun

Κάστρα στην άμμο

Το αυτοκίνητο πήγαινε αργά. Ύστερα από μια μικρή διαδρομή πάνω σε λακκούβες και χαλίκια έφτασε σκονισμένο στην ακτή. Μεσημεριανή ώρα κι η θάλασσα ήταν γαλήνια. Μια αύρα φυσούσε ελαφρά που εμπόδιζε τη ζέστη. Κρωξίματα γλάρων εδώ κι εκεί και η μηχανή ενός ψαροκάικου διατάραζαν τη γύρω ηρεμία.

Ξέπλεκα μαλλιά
ξερά χόρτα του θέρους-
κρίνα ταπεινά.

Η ακτή ήταν στρωμένη από σπυρωτή άμμο σαν τους κόκκους του ρυζιού χοντρή. Τα τζιτζίκια ακούγονταν έντονα. Βρήκε ένα σκίνο κι έστρωσε την πετσέτα της. Η θάλασσα γαλήνια στα τρία μέτρα απόσταση από το σακίδιο της. Βούτηξε μέσα της με γερές απλωτές. Κολύμπησε ώρα, έκανε βουτιές κι έβγαλε δύο μεγάλα κοχύλια.

Ζεστή η άμμος
φέτα από καρπούζι-
διάτρητη η σκιά.

Βγήκε από τη θάλασσα. Μπροστά της δυο πιτσιρίκια έπαιζαν με την άμμο. Είχαν στήσει ένα τεράστιο κάστρο με πολλές οχυρώσεις. Δούλευαν με τα κουβαδάκια και τα φτυάρια τους για ώρα πολλή. Δεν άκουγες φωνές μόνο κάποια γέλια ανακούφισης. Από μακριά φάνηκε το πλοίο της άγονης γραμμής. Η θάλασσα αγρίεψε κι άρχισε να σηκώνει ξάφνου κύματα.

Καυτός ιδρώτας-
θαλάσσια η χελώνα
φωλιές στην άμμο.

Κύματα πλησίασαν την ακτή. Τα παιδιά ταράχτηκαν. Το κάστρο τους γκρεμίστηκε, δυο μόνο οχυρώσεις έμειναν. Έκλαιγαν δυνατά. Πήγε κοντά τους και τα καθησύχασε. Τρέμοντας αυτά την κοιτούσαν. Αφού τα παρηγόρησε τα βοήθησε να χτίσουν ένα καινούργιο κάστρο δίπλα στο σκίνο για ασφάλεια. Δούλευαν πυρετώδες. Τα φτυάρια τους είχαν πάρει φωτιά.

Φυσά μαΐστρος
κοιμήθηκαν οι γρύλοι-
οπάλιο χρώμα.

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Η ερημία του Ιούλιου

Έκανε πολλή ζέστη.
Η τηλεόραση έπαιζε
ένα προπολεμικό γουέστερν.
Η κανελιά γάτα είχε
πέσει σε λήθαργο,
ξαπλωμένη σε μια μαξιλάρα
ασπρόμαυρη.
Το καναρίνι βαρύθυμο
δεν έλεγε δυο μέρες
τώρα να φάει
το κανναβούρι του.
Η γυναίκα με τα τριχωτά
πόδια και τις βούλες στο
μάγουλα περιφέρονταν
στη κάμαρα που έμοιαζε
με στενό κλωβό.
Που και που στέκονταν
μπροστά στο πιάνο
δοκιμάζοντας τις υψηλές
νότες του λα και του ντο.

Ο Ιούλιος καραδοκούσε
έξω από το παράθυρο.
Έπαιζε με πυρακτωμένα
κουκουνάρια και τα έστελνε
πολλά μέτρα μακριά,
μέχρι το περιαστικό δασάκι
με τις απανθρακωμένες
χελώνες.
Θύμιζε το αμούστακο παιδί,
το μικρό αλάνι της πλατείας
που καρφώνει απανωτά
στα δίχτυα,
χωρίς να έχει αντίπαλο,
μία πάνινη μπάλα.
Άνευ αντιπάλου κι ο Ιούλιος
με την συνοδεία του λίβα
συνηθίζει να παίζει σε ένα
αδειανό γήπεδο
και πετυχαίνει πάντα
θριαμβολογώντας ένα
διψήφιο σκορ.

Δεν τον νοιάζει που κανείς
δεν τον επευφημεί
τουναντίον μάλιστα πάντα
αυτός ο μήνας θέλγεται
και κινείται
στην μοναξιά ενός
καυτού πεδίου που το
κατακλύζει η στάχτη και
ο ιδρώτας των δασοφυλάκων.
Κάποιοι τον λένε τρελό
και μανιακό μα αυτός αγέρωχος
προχωρά πάνω στην
άδεια λεωφόρο τσουλώντας
το πατίνι του και σφυρίζοντας
μία πένθιμη σονάτα.

Η γυναίκα με τις χαριτωμένες
βούλες στα μάγουλα
ανύμφευτη είναι και τον
έχει καθίσει βασιλιά
στο ανάκλιντρο της κάνοντας
του όλα τα χατίρια.
Μαζί του πηδάει τις φωτιές
του Άη Γιαννιού κι έπειτα
μεθυσμένη από τον ίλιγγο
της πυράς ξεσφίγγει το
φουστάνι της και του
δίνεται ολοκληρωτικά
χωρίς να ντρέπεται
ούτε στιγμή για
τις τριχωτές της γάμπες.

Ο Ιούλιος την αγαπά
και την φροντίζει εξόχως.
Της πλένει τα εσώρουχα
με αποσταγμένο νερό κι
αλισίβα.
Κανείς άλλος δεν την θέλει
γιατί απλά είναι μάγισσα
ξακουστή κι ο κόσμος την
εχθρεύεται και την φοβάται.
Μόνο αυτός, μονήρης
καθώς είναι, την αποζητά
απεγνωσμένα και χρεία
την έχει μεγάλη.

Στις καμένες ράχες που
διαβαίνει και στους
πυροστρόβιλους που τριγυρνά
πολλά εγκαύματα
φέρει στο σώμα κι αυτή
με τα μαγικά της βοτάνια και
φίλτρα τον γιατρεύει.
Ερωτομανής αυτός την διεκδικεί σφόδρα.
Είναι η πιστή του θεραπαινίδα,
η αγέραστη του ερωμένη.
Στο κάμα του ιδρώτα
του την αφήνει να λούζεται
έχοντας στο πλάι την
κανελιά της γάτα
και το νεκρό από ώρα
καναρίνι της.

Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Τάνκα

Το τρένο περνά
ίλιγγος ταχύτητας
πλήθος στο σταθμό
ανοίχτηκαν μαντήλια
αλμυρά τα δάκρυα.

*
Βαρύ κεφάλι
βουίζουν τα τύμπανα
στροφές ιλίγγου
χάνω τα βήματα μου
πέφτω και τσακίζομαι.

*
Πολλές οι σκέψεις
αναστάτωση μυαλού
τρομερό συμβάν
επιδρομή του ιλίγγου
χάνω τον βηματισμό.

*
Λεπτό το σκοινί
βήματα ακροβάτη
σιγή στο πλήθος
ανοιχτά τα στόματα
φονικός ο ίλιγγος.

*
Μηχανή περνά
ανεμίζουν τα μπουφάν
μέθη ιλίγγου
ξέφρενες οι κινήσεις
πατημένο το γκάζι.

*
Σφύριγμα μπουρού
το καράβι ξεκινά
χάπια ίλιγγου
έρμαιο των κυμάτων
τρέμουν θολές εικόνες.

*
Ίλιγγος χτυπά
περιστροφή εικόνων
ξύπνημα βαρύ
το ταβάνι γυρίζει
ανεξέλεγκτοι βόμβοι. 

*
Σώματα σμίγουν
ίλιγγος της ηδονής
τρίζουν στρώματα
κραταιός ο έρωτας
ιδρώτας στα σεντόνια. 

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

Imayo με σπάσιμο

Πράσινα τα βατράχια-
ζέστη στη λίμνη
υποχωρούν τα νερά
βόμβος κουνουπιών
οι καλαμιές θροΐζουν
τζίτζικες ηχούν 
της φύσης ξυπνήματα 
η πλάση πάλλει.

*
Βορινή η βεράντα-
ζέστη στην αυλή
γλάστρες με βασιλικά
το χώμα διψά
λαμπρός προβάλει ήλιος 
ο λίβας καίει
ζεματούν οι αχτίδες
φονικός καιρός.

*
Επελαύνει η ζέστη-
ώρα του καφέ
πυκνό το καϊμάκι
η πόλη ξυπνά
υποχωρεί η νύστα
πρώτη ρουφηξιά
υγραίνονται τα χείλη
ώρα αυγινή.

*
Διαβαίνει καβαλάρης-
ήχος πετάλων
κλειστά τα παράθυρα
ζέστη στα κορμιά
το φως περνά τις γρίλιες
ρίγες κίτρινες
πέτρινο καλντερίμι
ο ύπνος βαθύς 

*
Ζέστη χτυπά την πόλη-
δρόμοι αδειανοί
σπάνε τα θερμόμετρα
κλείνουν τα πάρκα
ταξιδευτής ο ήλιος
βράζει το μπετόν
κοφτές βγαίνουν ανάσες
το στήθος καίει

*
Μελανός ο ουρανός-
έπιασε βροχή
δέσμες από αστραπές
ομπρέλα βγάλε
ανασαίνει το σώμα
λάμνει η ζέστη
ευωδιάζει το χώμα
φύλλα σήπονται

*
Θεριστική μηχανή-
λυγίζουν στάχυα
αγκυλώνουν τ' άγανα
καλπασμός ζέστης
τρέχει καυτός ιδρώτας
οργασμός δουλειάς
λάμπει ψηλά ο ήλιος
αργεί η δύση.

Σάββατο 15 Ιουλίου 2023

Ουράνια κτίσματα

Μεσούσης της Άνοιξης
σε άρπαξαν οι άνεμοι.
Πήρες το μυστρί του
μαΐστρου και της όστριας
τον κασμά κι έφυγες.
Βιαστικός ήσουν σαν τον
πελαργό που κουβαλά
στην πλάτη του ανήμπορα
πουλιά και σπαθίζει
τον αέρα με φτερά δίμετρα.

Δεν θυμάμαι καλά αλλά
νομίζω πως γελούσες
κι ήχους έβγαζες γάργαρου
ποταμού.
Νέος ήσουν κι ωραίος
και στο στήθος σου, του
Απρίλη κήπος, ανθίζαν
οι νάρκισσοι, οι πασχαλιές
κι οι μυρωδάτες βιολέτες.
Μοσχοβολούσε ο αέρας
κι οι κόρες έβγαζαν
από τα σεντούκια υφαντά
μαντήλια.
Σε χαιρετούσαν.
Εκλιπαρούσαν ένα σου βλέμμα.
Ποντάραν στο χαμόγελο σου.
Δεν τις έβλεπες, καμωνόσουν
τον αόρατο καβαλάρη
που σε γάμο πηγαίνει
με ρούχα πριγκιπικά ντυμένος.

Τώρα στους ουρανούς
τις νέες πετρόχτιστες
χτίζεις πολιτείες και
τις επαύλεις φτιάχνεις
των αερικών.
Τα υλικά στα προμηθεύουν
οι άγγελοι και τις ώρες
της σχόλης τάβλι παίζεις
με τον Θεό.
Στη μαστορική δεν σε
ξεπερνά κανένας.
Τεχνίτης καλός είσαι με
εφτά παραγιούς για βοηθούς.
Με το μυστρί του μαΐστρου
σοβατίζεις τα όνειρα των παιδιών
και στις βεράντες τους
αποθέτεις νυχτολούλουδα
και σγουρές αρμπαρόριζες.
Με τον κασμά της όστριας
ακούραστος ανοίγεις
νέα θεμέλια να έρθουν
οι ξενιστές να κατοικήσουν
κι οι απένταροι ακροβάτες.

Είσαι απασχολημένος
κι σε εμένα ξεχνάς ένα
πετρόχτιστο να μου χτίσεις
φρούριο.
Τις νύχτες που σε θέλω
πολύ εκεί να έρχομαι με
λυτά τα μαλλιά και ξεδεμένα
τα σανδάλια.
Τους ανέμους γνώρισε μου
για να σε φτάσω.
Φοβάμαι την απανεμιά
και τους σταματημένους
ανεμοδείχτες.

Εδώ υγράνθηκαν τα προσκέφαλα
και η μούχλα απειλεί
τα σώματα των ποιημάτων
και τα βρωμίζει.
Οι παραγιοί σου, κοίτα,
με ζητούν ζυμωτό να τους
φέρω ψωμί και τους νέους
που έγραψα στίχους.
Σπλαχνίσου αυτούς τουλάχιστον
πιότερο από εμένα και
στην δούλεψη σου έλα
να με πάρεις με τα απονέρια
μου να ξεδιψάς και με
τα χρυσά μου αποχτενίδια 
τα ουράνια να στεριώνεις
κτίσματα.