Τις νύχτες βγαίνω
και κλαδεύω τα γιασεμιά
της πόλης.
Οι αυλές με καλοδέχονται.
Τα σκυλιά δεν γαβγίζουν.
Τα φαντάσματα κρύβονται
κάτω από τα λινά τους σεντόνια,
δεν με πειράζουν.
Επίπονη δουλειά, μα τα καταφέρνω
μια χαρά.
Άνθη δεν κόβω, χάθηκε
δια παντός εκείνο το κορίτσι
που τα πουλούσε στα εξοχικά
κέντρα αντί μιας δραχμής.
Λίγο με παιδεύουν αυτά
που πολύ ψηλά έχουν
αναρριχηθεί και δεν τα φτάνω.
Πάντα όμως μια σκάλα
θα κρατώ μαζί μου
κι άλλοτε πάλι εκείνα
τα ξυλοπόδαρα που έκλεψα
μια βραδιά από ένα
περιπλανώμενο τσίρκο.
Δεν με είδαν ήταν πολύ
απασχολημένοι με τους
κρίκους των αρκούδων
και με των πιθήκων τις ουρές.
Ήταν η μόνη κακή μου πράξη
στο ορκίζομαι.
Στο σπίτι μου φέρνω
τα κλαδιά που κόβω.
Τα βάζω στο σαλόνι δίπλα
στις βαριές κουρτίνες.
Ευωδιάζει το δωμάτιο.
Ένας κήπος με οργιώδη
βλάστηση γίνεται.
Κοιμάμαι μαζί τους.
Τα στρώνω πάνω στο τραπέζι
και κολατσίζω.
Μερικά που είναι ανθισμένα
στεφάνια τα κάνω
και στολίζω τα αραιά μαλλιά μου.
Όμορφη δείχνω.
Σε όλα τα σπίτια φροντίζω
να πηγαίνω.
Ανοιχτές οι κλειδαριές.
Χαμηλές οι περιφράξεις.
Μόνο στη δική σου αυλή
δεν κατάφερα ως σήμερα
να μπω.
Το προσπάθησα πολλές φορές.
Ψηλή έχεις περίφραξη
κι αγκαθωτά έχεις βάλει
συρματοπλέγματα.
Ματώνω, δεν μπαίνω.
Γρατζουνιέμαι, σταματώ.
Πληγώνομαι, τα παρατάω.
Τα γιασεμιά ακλάδευτα όπως
είναι γιγάντωσαν και σε κρύβουν.
Η εικόνα σου ολισθαίνει.
Τα λόγια σου σκόρπια πουλιά
δεν τα πιάνω.
Κόφτης δεν μου βρίσκεται
για να ξεπεράσω τα εμπόδια.
Εντούτοις κάθε νύχτα περνώ
από εκεί, δοκιμάζω μάταια
τα αντικλείδια.
Κάποτε θα σε συναντήσω,
δεν θα μπορέσεις χρόνους
ολόκληρους να ζεις
πίσω από τον ήλιο.
Τα γιασεμιά τα δικά σου είναι
τα πιο εύοσμα και διαρκώς
με προκαλούν.
Νισάφι πια οι οχυρώσεις σου,
τα κωδικοποιημένα ποιήματα
και η απροσπέλαστη ζωή σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου