Ήρθε η θάλασσα
και μας καθέλκυσεπάνω σε χοντρά βότσαλα.
Κάποια ήταν τόσο μυτερά
που την καρδιά μας κάρφωσαν
Επιζήσαμε.
Αγαπήσαμε τις πληγές μας
και τις ματίσαμε με καραβόσκοινο.
Λίγες οι επιλογές μας.
Κοιτάζαμε το μέλλον
με τους οφθαλμούς
του παρελθόντος.
Σηκωθήκαμε στα πόδια μας.
Πήραμε δυο βότσαλα
και ζωγραφίσαμε πάνω
σε αυτά με το αίμα μας
της ζωής τα ξαφνιάσματα.
Στο πρώτο φτιάξαμε
ένα ακάνθινο στεφάνι
από την εποχή του
σταυρωμένου έρωτα.
Η σελήνη με φλόγες μας έντυσε.
Τσουρουφλίστηκαν τα μαλλιά
μας, κάηκαν τα χέρια μας,
τα πόδια καρφωμένα στη γη
τη σπαρμένη με κάρβουνα.
Αλειφτήκαμε με λάδι,
μέρωσε ο πόνος.
Βαρύ το φορτίο δυσβάσταχτο
μα εμείς ακολουθήσαμε
τον δρόμο των επίορκων
εραστών.
Οι γραφές μας μνημόνευσαν,
χαμογελάσαμε.
Στο δεύτερο βότσαλο
σχηματίσαμε τη μορφή
της μάνας και δυο φρατζόλες
ψωμί.
Πεινούσαν τα όνειρα μας
αγάπη, στοργή, χαμόγελα
και ζεστή αγκαλιά.
Δεν χρειάστηκε να τα ψάξουμε
πολύ όλα μπροστά μας.
Όλα του χεριού μας.
Χορτάτοι ξεκινήσαμε
το ταξίδι προς την πολιτεία
με τους αραχνιασμένους
φανοστάτες και τα
στραβοπατημένα σανδάλια.
Βρυχιόνταν η θάλασσα μακριά μας.
Δεν μας αποπλάνησε.
Είχαμε τη μάνα μας μαζί,
το ψωμί και τον έρωτα.
Είχαμε κι ένα κοχύλι
για να μας εξηγεί τους χάρτες.
Στα καμένα χέρια μας
ένας αστερίας φακός έγινε
για να φωτίζει τους ατραπούς
μέσα στη θεοσκότεινη
νύχτα μας.
Βρεθήκαμε στο έμπα της
πόλης και δώσαμε τα χέρια.
Αργά άρχισε να ξημερώνει.
Δεν μας αποπλάνησε.
Είχαμε τη μάνα μας μαζί,
το ψωμί και τον έρωτα.
Είχαμε κι ένα κοχύλι
για να μας εξηγεί τους χάρτες.
Στα καμένα χέρια μας
ένας αστερίας φακός έγινε
για να φωτίζει τους ατραπούς
μέσα στη θεοσκότεινη
νύχτα μας.
Βρεθήκαμε στο έμπα της
πόλης και δώσαμε τα χέρια.
Αργά άρχισε να ξημερώνει.
Θάλασσα πλανεύτρα! Αγαπημένη μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα ακόμα σου όμορφο ποίημα, Ελένη μου.
Την καλησπέρα μου.
Καλημέρα φίλε μου
Διαγραφή