Τετάρτη 23 Απριλίου 2025

Το πορτοφόλι

Βρισκόμουν στο δεύτερο βαγόνι πατέρα 
πριν από λίγο. 
Ήθελα καφέ και ένα σνακ να τσιμπήσω.
Εκεί κατάλαβα πως δεν πήρα μαζί μου 
το πορτοφόλι. 
Αφηρημάδα πες το, καλή τύχη ή απόλυτη 
δυστυχία. 
Επέστρεψα λοιπόν  στο βαγόνι μου και
τότε ακούστηκε ένα τεράστιο μπαμ
σαν σεισμός πέντε Ρίχτερ μας φάνηκε
κι ίσως παραπάνω. 

Βγήκαμε από τα παράθυρα πατέρα 
Εγώ κρατούσα ακόμα το πορτοφόλι. 
Αυτό που με κράτησε ζωντανό
ή μήπως θλιμμένα απών;
Τεράστιες φλόγες τύλιγαν τα μπροστινά 
βαγόνια πατέρα. 
Τα παιδιά φώναζαν απελπισμένα:
Θέλω οξυγόνο.
Βοήθεια.
Καιγόμαστε. 
Εγώ με το πόδι σπασμένο έφτασα ως εκεί. 
Αδύναμος ένιωσα μπροστά 
στην απόλυτη καταστροφή. 
Ανίκανος να βοηθήσω. 
Τα καζάνια της κόλασης μου φάνηκαν 
λιγότερο τραγικά από αυτό 
που ξετυλίγονταν μπροστά μου. 

Τώρα δύο χρόνια μετά με καταδιώκουν 
φλόγες  κι απελπισμένες φωνές. 
Το πορτοφόλι που ήταν ο σωτήρας μου
δεν το ξαναχρησιμοποίησα.
Στο εικόνισμα το έβαλα δίπλα 
στην Παναγία, την Αγία Κυριακή 
και τον Μέγα Βασίλειο. 
Η μάνα μου το προσκυνάει σαν εικόνα 
θαυματουργή. 
Εγώ αποφεύγω να το κοιτάζω. 
Τα νεύρα μου στραπατσαρισμένα.
Την καρδιά μου τρυπούν πενήντα 
εφτά καρφιά και δικαίωση ζητούν. 
Μια άσπρη τούφα απέκτησα εκείνο 
το βράδυ και με πηγαίνει συνεχώς 
στο παρελθόν.
Γέρασα πατέρα πριν ζήσω. 

Έλαβε μέρος στο 33ο Συμπόσιο Ποίησης που
διοργάνωσε η Αριστέα μας