Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Στιχουργία

Τράβηξε αυτόν τον σύρτη
άνοιξε την κλειδαριά
με το βαρύ κλειδί
μην μένεις σ' αυτό το
κάστρο ολομόναχος.
Οι τοίχοι δεν σε γνωρίζουν.
Οι καθρέφτες σε μουντζώνουν.
Τα ποτήρια στραγγίζουν
πριν ακόμα γεμιστούν με ρούμι.
Φοβάσαι.
Απορείς.
Διψάς.
Γιατί μένεις;
Θα αργήσεις στο ραντεβού
με το πρωινό άστρο κι η κόμη
σου δεν θα χρυσίσει με φως
όπως θα έπρεπε.

Σ' αυτό το κάστρο πώς μπήκες;
Εγώ άλλη σου είχα ετοιμάσει
ζεστή φωλιά με τα σπαράγματα
του έρωτα.
Πώς και έχασες το δρόμο;
Αυτό το κάστρο στην κορυφή
ενός λόφου βρίσκεται και
στεφανώνεται από νεφέλες.
Σε χάνω.
Εκεί έχει καταλύσει ο γκιώνης
με τα πένθιμα ορατόρια.
Καρδιές λυγίζει η φωνή του.
Δεν βαστώ να τον παρακολουθώ.

Εγώ σου είχα ετοιμάσει
μουσικές από το σπέρμα
της αγάπης.
Χαρωπές μουσικές αισθαντικές
στο χορό τους να μπαίνεις
με πέλματα ολόγυμνα.
Θυμάσαι που χόρευες στη
μέθεξη του τρύγου;
Πόσο όμορφος ήσουν.
Με ένα τσαμπί στο στόμα
γλυκογέλαγες και με καλούσες.

Πέτα το κλειδί αν δεν μπορείς
να ανοίξεις κι εγώ στον αέρα
θα το πιάσω για να βγεις.
Η φωλιά μας μικρή αλλά
απέραντη από χαρά είναι.
Σε περιμένει.
Δεν έχει κιγκλιδώματα
κι ούτε βαριά κλειδιά.
Η φωλιά μας ο τελευταίος
στίχος ενός σονέτου που
ο ποιητής ξέχασε να γράψει.
Έλα να το συνεχίσεις.
Πονούν πολύ τα ακρωτηριασμένα
ποιήματα.  

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Τα σπίτια του έρωτα

Στο ακατέργαστο κίτρινο
μίας αστραπής κατοικείς
με τα χέρια διάπλατα 
στην έκταση για να σε 
βλέπω καθαρά. 
Κάθε που βυθίζονται
τα καράβια και πιάνει
καιρός κοντά μου έρχεσαι. 
Οι αεικίνητες διακλαδώσεις
σου με βρίσκουν και με
φωτίζουν ολάκερη έτσι
που σαν δίδυμη να μοιάζω
αδερφή σου. 

Κανείς εκτός από εσένα
δεν παρατηρεί τη νέα μου
μορφή. 
Όλοι με προσπερνούν
κι είναι ο κόσμος σαν να 
γεννήθηκε μόνο για μας
τους δυο. 
Μόνο τα σπίτια με τα 
απαρχαιωμένα παράθυρα
με ξεχωρίζουν και
σκίζονται να με δουν. 
Είναι τα σπίτια που διάλεγες
στον έρωτα να δοθείς
και στην αγάπη να μιλήσεις. 
Το θυμάμαι καθαρά αυτό
το δόσιμο και τον νου μου
ως σήμερα εξιτάρει δυνατά
με το ρεαλισμό του. 

Σε ένα από αυτά τα σπίτια
κι εγώ κατοικώ. 
Ψηλά ταβάνια, γύψινα σκαλιστά
στην οροφή, ασπρόμαυρα
πλακάκια και πόρτες δίμετρες
να χωρούν οι πόθοι κι οι
καημοί. 
Μία αστραπή εσύ κι εγώ
η ιστορία η μεγάλη των
μαχών που αυτολεξεί
γνωρίζεις απέξω. 

Σαν δέντρο αστραπής 
έρχεσαι και με βρίσκεις. 
Δεν με σκοτώνεις, χάρη
μου δίνεις για να ζήσω
για ακόμα μια μέρα. 
Μια μέρα λοιπόν που
σαν αιώνας θα μοιάζει
θα σου δοθώ φτάνει να
μην τελειώσουν οι βροχές
πάνω στη γη και τα σπίτια
να παραμείνουν όρθια
κόντρα στην ασχήμια
και την προχειρότητα. 

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Τροφός σου γίνομαι

Οκτώ χρόνια τώρα ζω
σε ένα υδαρές περιβάλλον.
Δάκρυα πολλά αναβλύζουν
από τις πηγές των ματιών μου.
Μουσκεύει ο κόσμος μου
κι εγώ περιφρονημένη
το χέρι της μοναξιάς κρατώ.
Σιγά σιγά σχηματίστηκαν
οι δικοί μου ποταμοί
με τους καταρράκτες τους
και ασίγαστα πλοκάμια τους.
Εκεί βρίσκω την τροφή μου.
Εκεί ξεδιψάω.
Εκεί με την βοήθεια
των ασταμάτητων ρυθμών
τους γράφω τα ομοιοκατάληκτα
ποιήματα και στα αφιερώνω.

Προχθές ψάρεψα δυο
πέστροφες αναποφάσιστες.
Τις έψησα και στην κοιλιά
της πιο μικρής βρήκα
το χρυσό που είχα χάσει
δακτυλίδι στα χρόνια
της νεότητας.
Μου ταίριαζε γάντι.
Τα χρόνια δεν επηρέασαν
τα κομψά μου χέρια.

Την κράτησα την μικρή
πέστροφα στην πιατέλα
να ρθεις να δειπνήσεις.
Χρόνια αυτή η πιατέλα
γεμάτη από ποταμίσια
όντα μένει και σε καρτερεί.
Μάλιστα όταν πριν καιρό
πήγα στα αρραβωνιάσματα
της γοργόνας φρόντισα
γλυκίσματα να πάρω
την πιατέλα σου να γεμίσω
να μην σου λείψει τίποτα..

Μη μου πεις πως δεν
πεινάς.
Μην νομίζεις πως σου
φτάνει η αμβροσία που
τρέφεσαι.
Αδυνάτισες πολύ.
Όπως πας κλαράκι θα σε
παρασύρουν οι άνεμοι του
ουρανού.
Πόσο άλλο να σε προσέχω.
Εγώ κι η μικρή μου
γοργόνα οι δικοί σου
άνθρωποι.

Σε νοιαζόμαστε όπως
νοιάζεται η κόρη τον
τυφλό της πατέρα.
Έλα στους ποταμούς μου
γρήγορα γιατί ξέρεις
φοβάμαι πολύ
το σφουγγάρι της λήθης
μην ξεφύγει από τα
πλάτη της θάλασσας
κι έρθει και σε αφανίσει.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Η σταύρωση

Αγαπούσε πολύ όλα τα φυτά
μα πιο πολύ λάτρευε τις
ευφορβίες που είχε
στο μπαλκόνι της.
Δύο στο σύνολο.
Η μία σε μικρή μεγέθους
γλάστρα κι η άλλη η πιο
μεγάλη σε κανονική.
Την πρώτη της την χάρισε
μια γειτόνισσα.
Την είχε δει στα σκαλοπάτια
της εισόδου με τα πορτοκαλί
ανθάκια και πολύ την ζήλεψε.
Της έδωσε λοιπόν ένα μόσχευμα
χωρίς άνθη, έπιασε αμέσως
κι έβγαλε γρήγορα τα δικά του
λουλούδια που έμοιαζαν
με κούπες.
Ίσως γι αυτό να την
αποκαλούσαν και κυάθιο.
Την δεύτερη την πιο μεγάλη
την αγόρασε απ' την λαϊκή
αγορά.
Είχε μικροσκοπικά κόκκινα
άνθη κι ήταν ψηλή με πολλά
αγκάθια.
Όταν ρώτησε πως την λένε
της απάντησαν αγκάθι
του Χριστού.
Πού να συγκρατήσουν το άλλο
δύσκολο όνομα σκέφτηκε.
Ευφορβία, κυάθιο με πενήντα
και πλέον είδη.
Ομορφαίναν το μπαλκόνι της
προς το παρόν.
Ποιος ξέρει ίσως στο μέλλον
να τις χρησιμοποιούσε για
να φτιάξει το δικό της
ακάνθινο στεφάνι.
Στο διάβα της ζωής
είχε υπερβεί πολλούς
θανάτους μα τώρα κάτι
της έλεγε πως η θυσία της
ήταν πολύ κοντά.
Γέρασαν κι ευφορβίες.
Πόσο θα ζούσαν; 
Άσε που και τα μοσχεύματα
τους αδύναμα ήσαν τώρα. 

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Τα ρούχα που δάκρυζαν

Ήταν πικρό το χαμόγελο μας
σαν τα καλά μαύρα ρούχα 
που έβαζε η μαμά στις κηδείες. 
Αυστηρά ρούχα, καλοσιδερωμένα, 
ενταφιασμένα στην καρυδένια
ντουλάπα για προστασία. 
Για ένα σκοπό είχαν φτιαχτεί
αυτόν του οδυρμού και της απώλειας. 
Ρούχα επιμελημένα από τα επιδέξια 
χέρια και μάτια μιας παραδοσιακής
μοδίστρας με διπλές ραφές, πιέτες  
ίσιες και κουμπότρυπες τέλειες.  
Στη χάση και στη φέξη τα έπλενε 
η μαμά καθώς τα δάκρυα
που διαπερνούσαν τις ίνες τους
φρόντιζαν να τα αποσπούν και να
τα αποκόπτουν από τη σκόνη της 
καθημερινής τριβής. 
Φόβητρο γίνονταν για εμάς και
μόνο στη θέα τους τρέμαμε. 
Καθόλου δεν τα θέλαμε, 
δεν τα πλησιάζαμε και προσευχές κάναμε 
όσο το δυνατόν πιο σπάνιες
να είναι οι εμφανίσεις τους. 
Μια μέρα μετά το ξόδι ενός
υπέργηρου του χωριού η μαμά 
τα ξέχασε στην αναπαυτική 
πολυθρόνα της εισόδου δίπλα 
στον παλαιικό καθρέφτη. 
Τί ήταν να συμβεί αυτό;
Δάκρυσε το σπίτι συθέμελα, 
πληγώθηκαν οι κήποι, 
οι ανοικτές αυλές πάγωσαν
και τα λουλούδια χλόμιασαν 
Το χωριό λαχτάρησε για τα καλά
κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει. 
Η μάνα στις ελιές χαμπάρι δεν πήρε. 
Μια γειτόνισσα καλοσυνάτη
με το αχρόνιαγο μωρό στην αγκαλιά
της ήρθε τα πήρε και τα έκρυψε βαθιά
στη σκοτεινή πάλι τους θέση. 
Την επέπληξαν όλοι τότε τη μαμά 
για την παράβλεψη της κι αμέσως αυτή 
μετανιωμένη και συντετριμμένη 
πήρε τα ρούχα τα σαβάνωσε με 
χαρτιά και τα έκρυψε στο σκουριασμένο 
μπαούλο της κάμαρας της 
να μείνουν εκεί για πάντα. 
Δεν ξαναπήγε σε ξόδι κι εμείς 
απαλλαγμένοι από τον φόβο
μάθαμε επιτέλους να χαμογελάμε. 
Μόνο που κάποιες νύχτες κυρίως
του Αυγούστου ακούγαμε ένα βουητό
μες στα όνειρα μας κι έναν κλαυθμό,
ήταν απ' τα ρούχα που δακρύζανε 
καταδικασμένα στην εγκατάλειψη τους. 
Δεν δίναμε σημασία όμως, 
χαμογελούσαμε  προς τα μέσα, 
μόνο που η μάνα άυπνη έμενε 
να φτιάχνει πίτες και σκαλτσούνια 
της γιορτής για να μας γλυκάνει το πρωί. 
........................................................
Όταν μετά από πάρα πολύ καιρό η μαμά
μας άφησε χρόνους αυτά τα ρούχα 
-τα δροσερά από τα δάκρυα- τής βάλαμε
λες και να μας κυνηγούσε σαν κατάρα
η ενοχή που νιώθαμε από την επιλογή μας 
να την αποτραβήξουμε από το πένθος 
που τελικά αποδείχθηκε πως ήταν 
σύμφυτο με την όλη της ύπαρξη. 

Αγώνας δρόμου

haibun
Αγώνας δρόμου.
Στον κήπο είχε τρεις λεβάντες. Τις είχε φυτέψει την ίδια χρονιά, πάνε τέσσερα χρόνια τώρα. Η μία από τις τρεις είχε ρίξει πολύ μπόι
κι είχε γίνει σωστός θάμνος. Οι άλλες δύο καχεκτικές με ελάχιστα λουλούδια και κιτρινισμένα φύλλα. Το ίδιο τις πότιζε, την ίδια κοπριά τους έριχνε, το ίδιο τις αγαπούσε δεν έλεγαν να συνέλθουν. Απογοητεύτηκε κι άφηνε το χέρι του χρόνου να αποφασίσει γι αυτές.
Γλιστρά η βάρκα
σε γαλήνια νερά-
γλάροι την σέρνουν.
Τις είχε κατά νου τις δυο αρρωστούλες. Η γιαγιά της, της έλεγε να μην πικραίνεται και πως η εύρωστη λεβάντα απλά είχε ερωτευτεί το χώμα και το φως. Αντίθετα από τις άλλες που είχαν δεν είχαν τις ηλιαχτίδες βαθιά μες την καρδιά. Σκληρά λόγια, τα απέρριπτε. Έφτασε στο σημείο να τις περιποιείται ιδιαίτερα Τις σκάλιζε πιο ταχτικά, τις δρόσιζε με τον ψεκαστήρα ακόμα και κλασσική μουσική τους έβαζε μπας και συνέλθουν.
Σκάει το κύμα
πάνω στα ακρογιάλι
τζιτζίκια ηχούν.
Κάθε καλοκαίρι η μεγάλη φούντωνε έβγαζε λουλούδια πολλά, ενώ οι άλλες δύο, οι κακομοιρασμένες, ίσα που πέταγαν ίσα με δέκα κλωνάρια με ανθούς. κι αυτά ισχνά σαν ποδαράκια μικρού πτηνού. Τους είχε δώσει κι ονόματα λες και ήταν έμψυχα πλάσματα. Την πρώτη, την ξεχωριστή, την έλεγε Μυρτώ και τις άλλες δύο τις έλεγε Χαρά και Ευθαλία. Τις λάτρευε και έπιανε κουβεντολόι μαζί τους..
Στεγνό το χώμα
κονιορτός στον δρόμο-
λίβας φυσάει.
Μάζευε πάνω στην άνθιση τους κάποια από τα κλωναράκια χωρίς να τις μαδάει τελείως. Τα άφηνε στον ήλιο να ξεραθούν. Η γιαγιά της έφτιαχνε στην παλιά της ραπτομηχανή χρωματιστά και δαντελωτά σακουλάκια. Εκεί έβαζε τα λουλούδια που είχαν πλέον αποξηρανθεί από τον ήλιο και τα έδενε με κόκκινες βελουδένιες κορδέλες. Γέμισε τις ντουλάπες της κι η κάμαρά της μοσχομύριζε σαν κήπος ολάνθιστος. Οι σκόροι δεν πάταγαν πόδι εδώ.
Ρίχνει καμάκι
ο ήλιος στο μπαλκόνι-
σταφύλια τρυγά.  

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

Γλάρος να ήταν;

Πήγα στο γιαλό με την παχιά άμμο
εκεί που κάποτε έπαιζες με τα παιδιά.
Περνούσε ο άνεμος, φυσούσε γκρέμιζε
πύργους έπαιρνε καπέλα, στίλβωνε μαλλιά.
Δεν τα παρατούσες.
Συνέχιζες απτόητος, τα παιδιά
χειροκροτούσαν, τα καπέλα
επέστρεφαν και θρηνούσαν
πιεσμένα κάτω από βαριά βότσαλα.

Πήγα χτες στο γιαλό.
Άγριες βιολέτες, καλαμιές
και άμμος σπυρωτή.
Ένας γλάρος έκρωζε, ένα πανί
εξαφανιζόταν, ένα ψάρι δοκιμάζονταν
στον αφρό.
Χαμηλή πτήση, έφοδος.
Ο γλάρος δεν βουτά στο κύμα.
Η άμμος καίει το ράμφος του.
Οι πύργοι μια φωτογραφία παλιά.

Ο άνεμος να τρέχει σβαρνώντας αναμνήσεις.
Τρέμουν οι πύργοι σαν χέρι σε προσευχή.
Ο γλάρος εκεί να κόβει βόλτες.
Μυρίζει καμένο.
Ανεβαίνει σαν καϊμάκι ο πόνος.
Χαμηλές πτήσεις, σκάει το κύμα
σώζονται οι πύργοι την τελευταία στιγμή.
Χειροκροτήματα ακατάπαυστα.
Τα παιδιά φευγάτα.

Εγώ, ο γλάρος, ο άνεμος κι ο γιαλός.
Μου φεύγει το καπέλο.
Άνεμος καρμανιόλα.
Το αρπάζει έπειτα ο γλάρος το παίρνει μακριά.
Εξαφανίζεται.
Δυο σύννεφα σμίγουν, πέφτουν
σταγόνες.
Τσαλαβουτάω στην άμμο,
τα χνάρια μου πατημασιές γλάρων.
Ακούω κρωξίματα, αναπηδώ.

Πλάι στην άγρια βιολέτα πέφτει
μια τριμμένη καρτ - ποστάλ
με έναν μεγάλο γλάρο.
Δοκιμάζω να την αγγίξω,
δεν ξεχωρίζω τι γράφει.
Τσαλαβουτάω στην άμμο
τα χνάρια μου μια δυσδιάκριτη γραφή,
κάποιος μου επιστρέφει το καπέλο και φεύγω.
Γλάρος να ήταν; 

Τρίτη 2 Απριλίου 2024

Τάνκα

Άνθη της μανόλιας
περιφραγμένος κήπος
ο καιρός υγρός
πετροβολώ την νύχτα
αυγή κοντοζυγώνει. 

*
Δέντρο του λωτού
σκισμένη μπουτονιέρα
το χώμα ζεστό
παίρνω κλωστή των άστρων
το άνθος καρφιτσώνω.

*
Άνθος του πένθους
θλιμμένη η βιολέτα
τα χείλη πικρά
διψάσανε οι μίσχοι
νερό ρίχνω στο βάζο.

*
Άνθη της γιορτής
στεφάνια 'θε να πλέξω
κλωστή μετάξι
κίτρινες μαργαρίτες
γιρλάντες στο λαιμό σου.

*
Λυγερή κόρη
λευκή η ανθοδέσμη
το πλήθος ξεσπά
σκύβω μαζεύω άνθη
αρώματα γαρδένιας.

*
Άνθη κερασιάς
ζεστό το ξημέρωμα
γύρη στα χέρια
στολίστηκε ο κήπος
μαγικά τα χρώματα.

*
Τούφες ομίχλης
τα άνθη μες στο βάζο
θαμπά χρώματα
μοσχοβολά το σπίτι
αμέριμνος χορέυω.

*
Ξανθιά η κόμη
αμάραντα τα άνθη
μάγουλο ωχρό
έλα να σε φιλήσω
η ομορφιά με πνίγει. 

*
Πέφτει το δείλι
τον δρόμο μου φωτίζει
μια παπαρούνα
λυχνάρι δεν θα πάρω
τα άνθη θα μου φέγγουν. 

*
Άνθη νερατζιάς
στολίστηκε η πόλη
λάμπουν τα κλαδιά
γιορτή των αρωμάτων
μαγεύεται το πλήθος. 

*
Πράσινοι μίσχοι
άνθη της μαργαρίτας
πέταλα τραβώ
ερώτηση θα κάνω
το σ' αγαπώ γυρεύω. 

*
Πυκνό το δάσος
καμαρωτές πέρδικες
αργό το βήμα
παραμερίζουν άνθη
η ομορφιά περνάει. 

*
Σταθμός του τρένου
άνθη πουλά η κόρη
ο κόσμος στέκει
τα γιασεμιά διαλέγω
η πληρωμή γενναία. 

*
Άνοιξης στολή
μπουμπούκιασαν οι κρίνοι
φύλλα θαλερά
τα χρώματα φάνηκαν
λευκά θα βγούνε άνθη. 

*
Άνθη πασχαλιάς
λαμπρό το μωβ προβάλλει
χορός μελισσών
σκύβω κλαδί να κόψω
κεντρί στο δάχτυλο μου. 

*
Μπαίνω στον κήπο
τριγύρω μου τα άνθη
φιλιά πρωινά
πανσέδες και ζουμπούλια
φωλιάζουν μες τις γλάστρες. 
*
Ροζ κυκλάμινα
καρδιόσχημα τα φύλλα
βαθιές οι ρίζες
σκύβω φιλώ τον βράχο
άνθη σκουφάκια κόβω. 

*
Λευκά τα ρόδα
τα αγκάθια αιχμηρά
αγκάλες ζεστές
δέκα μαζεύω άνθη
τα μπράτσα γρατζουνίζω. 

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Παροτρύνσεις κι αποτροπές

Η λάβα

Μην αγαπήσεις της ειμαρμένης 
τα ποιήματα, αγκαλιά μην τα πάρεις. 
Στεγνώνουν πίκρα στον ήλιο τα πρωινά. 
Κάποια τα καταφέρνουν μια χαρά, 
μα κάποια άλλα τα πιο συννεφιασμένα 
σε χειμάρρους  από λάβα μεταμορφώνονται 
κι απειλούν να σε κάψουν. 
(Οδυρμός γίνονται και πεσμένα δόντια
στο πρωτοΰπνι.) 
Μην τα ακολουθείς - κι έστω αν 
υποθέσουμε ότι γλυτώσεις 
και δεν χαθείς - σίγουρα κάτω από
την σκοτεινιά των φτερούγων τους 
δια παντός θα σε κρύψουν. Με 
αφιόνι σκληρό θα σε αποκοιμίζουν 
μέχρι που θα σε βάλουν στη "στενή"
να προσεύχεσαι χωρίς αγίου μειδίαμα. 

*
Ανάσταση

Μην εμπιστευτείς τις γυναικείες μήτρες
αυτές που γεννούν κανονικά παιδιά. 
Μόνο στο αμόνι των άστρων στηρίξου. 
Μέσα από το σίδερο και τις σπίθες 
ξεπηδούν οι ποιητές κι οι απόμαχοι.
Αυτοί που μόνο την καρτερία της
ανάστασης έχουν ως ύστατη επιλογή. 

*
Σκώληξ

Μην συρρικνώνεις άλλο το σώμα σου
πληθωρικά άστο να κινείται στον άνεμο. 
Θα πεθάνεις και δεν θα βρεθεί κανείς
να σε ενταφιάσει. 
Μες τον κόσμο θα έρπεις σαν σκώληξ 
βουλιμικός που από τα απόβλητα 
της καθωσπρέπει κοινωνίας τρέφεται
και στα βουρκόνερα των βάλτων ζει. 

*
Ο αχυρώνας

Μην αποπειραθείς ποτέ να πλαγιάσεις
σε παρθενικά κρεβάτια όσο αφράτα κι 
αν είναι. 
Γνώρισε καλύτερα των αχυρώνων την
τραχιά υφή. Αγκυλώσου, τρυπήσου, 
στέναξε από ηδονή. Κι αν δεν μπορείς
εκεί να πας στους καλαμιώνες τρέξε. 
Το δηλητήριο της οχιάς είναι το καλύτερο 
αντίδοτο γι αυτούς που μίσησαν τη ζωή. 

*
Μηλιά αμίλητη

Μην θελήσεις να βαδίσεις σε 
καλόστρωτα μονοπάτια. Αγνόησε
την πελεκητή πέτρα και τη βουβή 
συνομιλία με τα προσκυνητάρια. 
Στο φρύδι του γκρεμού έλα. 
Πιάσε το κουβεντολόι με την 
αμίλητη μηλιά κι αυτή θα σε 
μυήσει στα αναπότρεπτα. 
Όμορφη εκεί έρχεται η άνοιξη
και κλείνει ραντεβού με τα πάθη
των πουλιών και των ανθρώπων. 
Φίλησε την κάτω από τους 
ανθοφόρους κλάδους. 
Η νέα γενιά των σαλεμένων ποιητών
να προκύψει μέσα από αυλούς ερωτικούς. 

*
Το κοστούμι

Μην ράψεις κοστούμι από τα
αποφόρια της άνοιξης. 
Μάδησαν οι μαργαρίτες, κύρτωσαν 
οι παπαρούνες κι οι λαδανιές 
τρίφτηκαν από το χάδι του Μαμωνά.
Σκουτί πάρε από των άστρων
την καταιγίδα. Κλείσε το μάτι
στην πούλια και θα 'ρθει στο 
λεμονοδάσος χρυσό να σου φέρει
κοστούμι αρωματισμένο με τους
ανθούς των δέντρων. Θα σε βρει
ο έρωτας να σε φιλήσει και στην
μπουτονιέρα να σου κρεμάσει 
λευκούς δυο αγάπανθους να
ομορφαίνεις στο άγημα της αυγής.