Το απόκοσμο τέρας
κουνούσε την ουρά του.
Τραχύ το σώμα του.
Φολίδες σταχτιές
και που και που
κάποιες στο χρώμα
της λάβας.
Ανοιχτό στόμα
ξεδοντιάρικο
και γλώσσα άσεμνη
καυτή σαν αστραπή.
Μιλούσε ακατάπαυστα.
Ξερνούσε λόγια ιταμή
με άγνωστες ρίζες.
Βρισιές κακούργων,
φονιάδων και γερόντων
σαλεμένων από το πιοτί
ξεστόμιζε βρυχώντας
Το απόκοσμο τέρας
δεν κοιμόταν ποτέ
Δίπλα του καμμένα
δάση, έμβρυα νεκρά,
ένα κανάτι με δηλητήριο
και δυο ιδρωμένες παλάμες.
Έρποντας σήκωνε χώμα,
ραγισμένα οστά και
ψεύτικα μαλλιά μιας
κούκλας που ένα φοβισμένο
παιδί άφησε στην άσφαλτο.
Ανοιχτά τα μάτια του κατακόκκινα
φλόγες πετούσαν και
κίτρινο θειάφι, χλώμιαζε
ο ορίζοντας κι ο ήλιος
ωχρή φορούσε στολή.
Οι γύρω λόφοι θυμιάτιζαν
βαρύ καπνό για να το αποκοιμίσουν.
Οι αθώοι έκλειναν τα βλέφαρα
να μην το βλέπουν, το
καταριόνταν, σήκωναν
τις φούστες ψηλά
οι γυναίκες
κι έβγαιναν πουλιά
υπερμεγέθη
από τους κόλπους τους
για να το καταδιώξουν,
τη σπλήνα
να του αφαιρέσουν.
Οι νεκροί σπιούσαν
τα μνήματα
μην αντέχοντας άλλο
την ταφόπλακα και το
σαπισμένο κρέας.
Έβγαζαν ασπίδες.
Κοντάρια μοίραζαν
στα πλήθη.
Το απόκοσμο τέρας
ψυχορραγούσε
κι ανασταίνονταν εσαεί.
Κάποιοι λίγοι
του παραστέκονταν.
Μιαροί.
Αλήσμονες.
Μωροί.
Με φολίδες κι αυτοί
στο σώμα όπως εκείνο.
Μάχη δόθηκε
στήθος με στήθος
Ο λαός ξάγρυπνος
σε κελί υγρό το απώθησε.
Πάνω του έριξε όλο
του κόσμου το ανάθεμα.
Εφεξής τροχίζει μαχαίρια,
σπαθιά κραδαίνει,
στίχους ψελλίζει
κουλουριασμένο
κι υπνωτισμένο να
το βρει και να το αποκάνει.