Στο σύνορο της πόλης με το δάσος της φιλύρας
Εκεί που κατεβαίνουν οι τελευταίες
Ξύλινες παράγκες του γκρεμού
Ίπταται ολοσκότεινο το πράσινο αερόστατο της χλόης
Φαράγγια βαθύσκιωτα βγαλμένα λες από τη
Παλέτα του ανθρώπινου ποταμού
Φυλλώματα ζέοντα σαν τα κοντόκανα εξάσφαιρα
Των γλάρων που ένα βράδυ ενταφιάσαμε
Στου κήπου το κυπάρισσο
Ένοχες οι κλαγγές και τα οστά του Απρίλη
Πάνω στο κεραμίδι με την αρχαία στάχτη
Ηττημένες οι αποδράσεις μας στου καπνού το σκέλια σβήνουν
Μια χελώνα αποτολμά ένα ταξίδι
Κι ένα ελάφι τα βατόμουρα τρώει
Από την ακάνθινη άλω της νοσταλγίας
Μες στο ζεμπίλι του δασοφύλακα με ιεροτελεστία
Κρύψαμε τρία βλαστάρια αγριοφουντουκιάς
Δύο κόκκους γύρης λαδανιάς, σπόρους υγρούς
Ασφοδείλου και το πρώτο κεντίδι της μέλισσας
Βουβή η μυθολογία των λαών αντιβαίνει
Τον όρκο της θλιμμένης προσευχής των πτηνών
Στο σύνορο της πόλης πεσμένα τα μουσικά τετράδια
Του αφανισμένου πιανίστα ενορχηστρώνουν
Τα ορατόρια της ανώνυμης καλεντούλας
Άγγελοι καταθέτουν κρυστάλλινα φτερά
Κι η επωδός του ποιήματος βάφει τα νύχια της με ώχρα
Μελάνι χυμένο καταγής σκληραίνει τους ανθούς του πάγου
Καταδιωκόμενο το ποίημα συλλαβίζει
Φτηνές ατάκες από εφήμερα λαϊκά αναγνώσματα
Τριγμοί της γης μελίρρυτοι μπροστά στις τσακισμένες κυψέλες
Ισολογισμοί παραλήψεις κι αποφάσεις αναίτιες…
Στο σύνορο της πόλης βελόνες πυρωμένες
Κεντούν με τατουάζ τα πάθη του οργασμικού κενού
Στις υδροφόρες ρίζες του ακρωτηριασμένου ορίζοντα
«Πλαγιαστά στο δάκρυ αργοκοιμάται
το υπεραστικό τρένο της λήθης»