Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

πλαγιαστό δάκρυ της φιλύρας

Στο σύνορο της πόλης με το δάσος της φιλύρας
Εκεί που κατεβαίνουν οι τελευταίες
Ξύλινες παράγκες του γκρεμού
Ίπταται ολοσκότεινο το πράσινο αερόστατο της χλόης
Φαράγγια βαθύσκιωτα βγαλμένα λες από τη
Παλέτα του ανθρώπινου ποταμού
Φυλλώματα ζέοντα σαν τα κοντόκανα εξάσφαιρα
Των γλάρων που ένα βράδυ ενταφιάσαμε
Στου κήπου το κυπάρισσο
Ένοχες οι κλαγγές και τα οστά του Απρίλη
Πάνω στο κεραμίδι με την αρχαία στάχτη
Ηττημένες οι αποδράσεις μας στου καπνού το σκέλια σβήνουν
Μια χελώνα αποτολμά ένα ταξίδι
Κι ένα ελάφι τα βατόμουρα τρώει
Από την ακάνθινη άλω της νοσταλγίας
Μες στο ζεμπίλι του δασοφύλακα με ιεροτελεστία
Κρύψαμε τρία βλαστάρια αγριοφουντουκιάς
Δύο κόκκους γύρης λαδανιάς, σπόρους υγρούς
Ασφοδείλου και το πρώτο κεντίδι της μέλισσας
Βουβή η μυθολογία των λαών αντιβαίνει
Τον όρκο της θλιμμένης προσευχής των πτηνών
Στο σύνορο της πόλης πεσμένα τα μουσικά τετράδια
Του αφανισμένου πιανίστα ενορχηστρώνουν
Τα ορατόρια της ανώνυμης καλεντούλας
Άγγελοι καταθέτουν κρυστάλλινα φτερά
Κι η επωδός του ποιήματος βάφει τα νύχια της με ώχρα
Μελάνι χυμένο καταγής σκληραίνει τους ανθούς του πάγου
Καταδιωκόμενο το ποίημα συλλαβίζει
Φτηνές ατάκες από εφήμερα λαϊκά αναγνώσματα
Τριγμοί της γης μελίρρυτοι μπροστά στις τσακισμένες κυψέλες
Ισολογισμοί παραλήψεις κι αποφάσεις αναίτιες…
Στο σύνορο της πόλης βελόνες πυρωμένες
Κεντούν με τατουάζ τα πάθη του οργασμικού κενού
Στις υδροφόρες ρίζες του ακρωτηριασμένου ορίζοντα

«Πλαγιαστά στο δάκρυ αργοκοιμάται
το υπεραστικό τρένο της λήθης»