Το μακροβούτι
Στον ουρανό έλαμπε το φεγγάρι. Το κοιτούσε πίσω από τα κλωνάρια του αρμυρικιού. Ολοστρόγγυλο καθρεφτίζονταν στα νερά της θάλασσας. Η ακτή έρημη. Μόνο αυτή κι ο σκύλος της. Ο τετράποδος φίλος της έκανε χαρές μεγάλες. Έμπαινε στη θάλασσα και κολυμπούσε και ξανά έβγαινε στην ακτή τινάζοντας το τρίχωμα του δυνατά.
Η νύχτα φτάνει
πεπόνι στην πιατέλα-
σπόροι κίτρινοι.
Κυλίστηκε στην άμμο ρουθουνίζοντας από χαρά. Έσκυψε και τον χάιδεψε. Κόλλησε η άμμος στα χέρια της. Αυτός κούνησε την ουρά του φιλικά και με ένα σάλτο βρέθηκε πάλι στα νερά. Κάποια στιγμή κι ενώ είχε φτάσει στα βαθιά αλαφιάστηκε κι άρχισε να γαβγίζει το φεγγάρι. Τον κάλεσε πίσω μα αυτός δεν υπάκουσε. Στο τέλος το γαύγισμα έγινε διαπεραστικό ουρλιαχτό.
Χρυσή η άμμος-
γλυκιά σάρκα καρπουζιού
ήχος τζιτζικιών.
Αφού ηρέμησε ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια της. Τώρα δεν ακούγονταν τίποτα άλλο παρά μονάχα ο παφλασμός των κυμάτων. Ετοιμάστηκε για ένα μακροβούτι. Τα νερά ήταν ζεστά. Ψαράκια της τσιμπούσαν τα πόδια κι ένας νεκρός αστερίας επέπλεε στα νερά. Δίπλα της προσγειώθηκε ένας γλάρος που επιτέθηκε σε ένα σμήνος από αφρόψαρα. Τσιμπολόγησε κι έφυγε γρήγορα αφήνοντας πίσω του έναν κρωγμό.
Ώριμα σύκα-
διχαλωτός ο κορμός
γλέντι μελισσών.
Πριν βγει έξω είδε μία παρέα να πλησιάζει. Ήταν μία θορυβώδης ομάδα παραθεριστών. Άκουσε νιαουρίσματα. Ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει δαιμονισμένα. Του πέρασε το λουρί. Αγριεμένος είχε σηκωθεί στα πισινά του πόδια κι αλυχτούσε. Έφυγαν με τον σκύλο να έχει ανασηκωμένες για τα καλά τις τρίχες του.
Φυσά ο λίβας-
συγκομιδή των σταχυών
λάμπουν σώματα.
Η νύχτα φτάνει
πεπόνι στην πιατέλα-
σπόροι κίτρινοι.
Κυλίστηκε στην άμμο ρουθουνίζοντας από χαρά. Έσκυψε και τον χάιδεψε. Κόλλησε η άμμος στα χέρια της. Αυτός κούνησε την ουρά του φιλικά και με ένα σάλτο βρέθηκε πάλι στα νερά. Κάποια στιγμή κι ενώ είχε φτάσει στα βαθιά αλαφιάστηκε κι άρχισε να γαβγίζει το φεγγάρι. Τον κάλεσε πίσω μα αυτός δεν υπάκουσε. Στο τέλος το γαύγισμα έγινε διαπεραστικό ουρλιαχτό.
Χρυσή η άμμος-
γλυκιά σάρκα καρπουζιού
ήχος τζιτζικιών.
Αφού ηρέμησε ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια της. Τώρα δεν ακούγονταν τίποτα άλλο παρά μονάχα ο παφλασμός των κυμάτων. Ετοιμάστηκε για ένα μακροβούτι. Τα νερά ήταν ζεστά. Ψαράκια της τσιμπούσαν τα πόδια κι ένας νεκρός αστερίας επέπλεε στα νερά. Δίπλα της προσγειώθηκε ένας γλάρος που επιτέθηκε σε ένα σμήνος από αφρόψαρα. Τσιμπολόγησε κι έφυγε γρήγορα αφήνοντας πίσω του έναν κρωγμό.
Ώριμα σύκα-
διχαλωτός ο κορμός
γλέντι μελισσών.
Πριν βγει έξω είδε μία παρέα να πλησιάζει. Ήταν μία θορυβώδης ομάδα παραθεριστών. Άκουσε νιαουρίσματα. Ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει δαιμονισμένα. Του πέρασε το λουρί. Αγριεμένος είχε σηκωθεί στα πισινά του πόδια κι αλυχτούσε. Έφυγαν με τον σκύλο να έχει ανασηκωμένες για τα καλά τις τρίχες του.
Φυσά ο λίβας-
συγκομιδή των σταχυών
λάμπουν σώματα.