Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Ξυπνάς με των χρωμάτων την ακανόνιστη παλέτα στα χέρια




Ξυπνάς με των χρωμάτων
Την ακανόνιστη παλέτα στα χέρια...
Σαν το παιδί  ξεχνιέσαι που ακολουθεί
Τους τροχούς του ποδηλάτου
Και μειδιά στο ακτινωτό παράγγελμα τους
Μέσα από τις πηγές των ματιών σου
Αναβλύζουν τα πλήθια πάθη του κόσμου
Χορεύεις σε κέλτικους ρυθμούς
Και με ανένδοτο κι ασίγαστο πάθος
Ανάβεις την τσακμακόπετρα του ουρανού
Μη μείνει ο λύχνος σβηστός στον ερχομό μου!

Διατείνεσαι πως με λάμα σκουριασμένη
Αφαλόκοψες του Έρωτα το σκληρό πηρύνα
Και το κατόρθωσες
Δεν αμφιβάλω εν μια νυκτί μόνο
Επιχρωματίζοντας το ακάνθινο στέμμα μου
Με τις άλικες αποχρώσεις του αίματος...
Πρόσεξε με!
Χαλκέντερη έγινα για σένα
Χάρη ζητώντας από το θάνατο που με προόριζες!
Απόσταση κράτησα από τη ζωή
Για να την έχω διπλή στου ονείρου το χρηματιστήριο
Αυγαταίνω
Ταράζομαι
Συστρέφομαι
Μεταμορφώνομαι για να αποθαρρύνω τις έρευνες σου
Ζήτα μου μόνο αυτό:
Να πάω κόντρα στον άνεμο με σκληρή διάθεση ερινύας
Κλαρί να κρατώ δάφνης
Την επισφαλή σου λήθη να δω ποδοπατημένη
Θρυμματισμένος λίθος να σταθείς και να πενθείς
Το λάμδα του ονόματος μου!

Διατείνεσαι...
Πως τρωικοί πόλεμοι έγιναν φορές δύο για χάρη μου
Ασπίδα φορώντας την οιμωγή των χρωμάτων
Που σε περιέλουσαν με αγάπη γοερή
Φρόντισε τα βαρέα άρματα
Να μην μπουν εμπροσθοφυλακή
Γιατί απλά η μάχη δίνεται στους αντίποδες της Ιστορίας
Και ουδέποτε επαναλαμβάνεται στου μέλλοντος το κύμβαλο
Ξυπνάς με των χρωμάτων
Την ακανόνιστη παλέτα στα χέρια...
Κι εγώ αποποιούμαι το ενύπνιο εφιάλτη της άρνησης σου
Βαδίζοντας με σκληρή διάθεση ερινύας
Στα χαρακώματα των ρυτίδων σου βαθυκύανη
Κι αποφασισμένη να μεταμορφωθώ σε πυρά που θα μας αφανίσει!





Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Ενδιαμέσως



Προ κατακλυσμού σε συνάντησα
Τότε που οι σπόροι
Δεν είχαν ακόμα τοποθετηθεί στα ερμάρια της κιβωτού
- τροπή νέα στα ασυσσώρευτα πάθη-
Κατακλυσμιαία τα σπίτια μας τυλίγονταν στις ψυχρές μάζες των πόλων
Το δίκιο νόμο της πέτρας ρωτούσαν να μάθουν διακαώς
Τις βουλές των θεών και των μαγίστρων
Να ξεκρίνουν με τα σπασμένα ματογυάλια τους
Φτελιές δεν υπήρχαν κοντά μας
Κι η ψυχή του χώματος ανάστατη περιφέρονταν
Πόντους πολλούς πάνω από τη γη ανασηκώνονταν
Γιατί άδικα ένα βράδυ της αποστέρησαν
Το αλέτρι
Τη σπορά
Το τσίγκινο φτυάρι
Για το παράχωμα των προσφιλών νεκρών
Μα πιότερο απ' όλα εκείνο το φιδίσιο ποτάμι
Που γλύκαινε τους λωτούς τις καμέλιες
Και τις αγριαψιθιές
Τα γονικά μας
Τριμμένα κελύφη τζιτζικιών
Χωρίς της ελιάς τον ιερό ίσκιο για συντροφιά
Κατάμονα κι έρημα να τείνουν το χέρι προς την ανατολή
Πλάι στα φθαρμένα καπέλα των υπαίθριων οργανοπαιχτών!

Κατακλυσμιαία τα σπίτια μας πρόσμεναν
Το αχνογέλιο του φλοίσβου
Απαλά να τα βυθίσει στο όνειρο
Σαν γαλέρες φτενές
Σε λωρίδες γαλαζωπές εκχερσωμένες
Εκεί που τα παιδιά μας ξεκολλούσαν αχινούς
Ροφούς και χταπόδια κάθε δείλι του Αυγούστου
Αρμυρισμένα τα σπίτια μας
Από το υπόλευκο αλάτι των ύφαλων
Που σεβάσμιες γερόντισσες
Συνέλεγαν βουβές κάθε που έφτανε
Της παλίρροιας η μυστική ώρα
Εξασθενισμένα τα μάτια τους κατακόκκινα
Κι οι δείκτες κολλημένοι στα ρολόγια
Καρτερούσαν την ώρα που η καρδιά
Αστραπή και αίμα θα ζητήσει απ' τους αθανάτους
Και στις φλέβες των κροτάφων σαν βουητό να τρέξει η προγονική οργή

Το πανηγύρι του Αγιαννιού
Ποτέ δεν έλαβε χώρα στις πλατείες μας
Αιτία οι πέτρες
Που σε μια νύχτα μόνο ανάβλυσαν πόνο
Σχήματα  ιερογλυφικά
Από τα ακρόνυχα των γλάρων χαραγμένα
Αιτία λοιπόν οι πέτρες που είχαμε παραχώσει στο αμπέλι
Το σιβυλλικό τους λόγο
Ένας μόνο τον κατάλαβε
Ο πρώτος της σκηνής
Ο πρωταγωνιστής  στο θρήνο του μαντολίνου
Στην καταρρακτώδη βροχή ο αρεστός επισκέπτης
Αυτός που αρέσκονταν να αποκολλά ψηφίδες
Από τα γράμματα της αγαπημένης του
Ορκιζόμενος πάνω στην πέτρα αιώνια πίστη
Γραφή πυρωμένη κλεισμένη σε μποτίλια
Σε πελάγη ανοιχτά έστελνε
Εκπλήσσοντας τις ανυποψίαστες γοργόνες
Και τις βυθισμένες πολιτείες
Των φτωχών ψαράδων προστατεύοντας απ' την τρίαινα
Οι υμνωδοί ποτέ δεν συνάντησαν τη θάλασσα
Κι έμειναν τα σπίτια
Να κατοικούνται από πέτρινες μνήμες
Με ολόγυμνα τα λεπτά πέλματα
Κι από ιέρειες αισθαντικές σαν πεταλούδες
Που στα σπλάχνα τους μέσα κυοφορούσαν
Το συμπαντικό κεφάλαιο της αφαιρετικότητας

Προ κατακλυσμού σε συνάντησα.....





Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

δεντρολιβανιάς όλβια πετούμενα



Όταν απομακρύναμε τις ριζιμιές πέτρες 
Ανακαλύψαμε το άγαλμα της προϊστορικής θεάς 
Τυλιγμένο στην αρχαία τέφρα της λήθης 
Νυχτωθήκαμε σε σωρούς χωμάτων σκάβοντας ερμητικές στοές
Να σφραγίσουμε το μυστικό μας...

Δεν ξεχωρίζει η μέρα από την νύχτα
Αν απολησμονηθείς στου πάγου το ικρίωμα
Διαπλέκονται των ονείρων οι ιστοί
Σαν λιναριού υφάδι φτιαγμένο από χέρι μαστορικό
Σε τρελό μεθύσι πορεύεται της καρδιάς το μιτάτο
Χωρίς βραγιές και τέμνουσες να το υποτάσσουν
Κραδαίνοντας μόνο ένα πικρό στήμονα μονοκοτυλήδονου
Σε ύπνωση από άρωμα μέντας διακριτό
Πέφτει η δίδυμη λαγνεία του απλήρωτου έρωτα!

Όταν απομακρύναμε τις ριζιμιές πέτρες 
Ανακαλύψαμε το άγαλμα της προϊστορικής θεάς 
Τυλιγμένο στην αρχαία τέφρα της λήθης 
Νυχτωθήκαμε σε σωρούς χωμάτων σκάβοντας ερμητικές στοές
Να σφραγίσουμε το μυστικό μας ...

Δεντρολιβανιάς όλβια πετούμενα
Δρασκελίζουν τη φιδοραφή της μάσκας
Τσιμπούν βδελυρά την χοάνη των ίσκιων
Εκεί που αποκοιμηθήκαμε φασκιωμένοι
Με μεταξιού φρεσκοπλυμένο σεντόνι
Απλωμένο στα ακίνητα πλευρά μας
Πνιγηρά έρχονταν της όστριας το πλοιάριο
Με τη βαριά σκανταλόπετρα στα ύφαλα
Να μας οδηγήσει στα άπατα βάθη με τους μυθικούς γεωμέτρες
Φύκια έζωναν τις σπηλιές που καταλύσαμε
Χωρίς θερμά ρεύματα να μας υφαρπάζουν τη θύμηση
Σε ύπνωση από άρωμα πελάγου διακριτό
Πέφτει η δίδυμη λαγνεία του απλήρωτου έρωτα!

Όταν απομακρύναμε τις ριζιμιές πέτρες 
Ανακαλύψαμε το άγαλμα της προϊστορικής θεάς 
Τυλιγμένο στην αρχαία τέφρα της λήθης 
Νυχτωθήκαμε σε σωρούς χωμάτων σκάβοντας ερμητικές στοές
Να σφραγίσουμε το μυστικό μας...


Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

έφυγαν χωρίς επιβάτες οι τελευταίοι συρμοί



έφυγαν χωρίς επιβάτες οι τελευταίοι συρμοί 
βουβή η Ρωξάνη επιβιβάστηκε στο σύννεφο 
ασήμιζαν φως τα πέδιλα της στις δίνες του αγέρα...

Διασταυρώθηκαν τα χέρια μας σήμερα
Ερημίτες που ψαύουν σκυθρωποί
Την υπέρθυρη επιγραφή της μοναξιάς
Χειροκροτώντας εύθυμα πάντα
Στην τρύπια απόχη της αβύσσου
Που το ρόδο τους να κλείσει αδημονεί
Μέσα σε λευκό κελί θανατοποινίτη
Κόψε το υφάδι απ΄το βλέφαρο
Πονάει το χάδι της ερημιάς
Κάθε που αλλάζει ο καιρός!

Έσμιξαν θρηνητικά τα χέρια μας απόψε
Μάργωσαν τα ψαλίδια των αρμών
Πριν το πικρό αντίο
Κι αναστενάζοντας κρυφά επικάλυψαν
Τις εσοχές της πίκρας με σπαράγματα κωνοφόρων
Να μην υπάρχει άλλος χώρος να αποδράσει η ευτυχία!

έφυγαν χωρίς επιβάτες οι τελευταίοι συρμοί 
βουβή η Ρωξάνη επιβιβάστηκε στο σύννεφο 
ασήμιζαν φως τα πέδιλα της στις δίνες του αγέρα...

Έπιασαν τις ταχύτητες του ελαφιού
Οι σφυγμοί στους καρπούς μας
Κι ύστερα πεζούλι γύρεψαν
Ρυτιδωμένο από τις λόγχες της ελιάς
Να θητεύσουν εξαρχής στης πατρίδας το πένθιμο αλφαβητάριο!

Μύραναν τα χέρια μας
Του πόθου το άβατο ξωκκλήσι
Με αλαδανιάς μυστική ρητίνη
Συλλεγμένη το δείλι στο ακρόρεμα
Πονάει το κρύο χάδι του αποχωρισμού
Κάθε που αλλάζει ο καιρός!

έφυγαν χωρίς επιβάτες οι τελευταίοι συρμοί 
βουβή η Ρωξάνη επιβιβάστηκε στο σύννεφο 
ασήμιζαν φως τα πέδιλα της στις δίνες του αγέρα...

Κουρασμένα τα χέρια μας
Λάτρεψαν του πύθωνα
Την διχαλωτή γλώσσα
Που μυστικό κανένα δεν ξεστόμισε
Σαν την άγγιξε ενσταλάζοντας
Το κεντρί των φιλιών μας!

Διασταυρώθηκαν τα χέρια μας
Σαν ράγες που ερωτικά τέμνονται
Σε φεγγαρίσιο αναλόγιο οξιάς
Παραδομένα τα χέρια μας στη φεγγοβολιά
Του αυγινού δροσουλίτη
Δώσανε όρκο αιώνιας πίστης
Και ανοιχτά το ξημέρωμα βρίζοντας τον αθέτησαν!

έφυγαν χωρίς επιβάτες οι τελευταίοι συρμοί 
βουβή η Ρωξάνη επιβιβάστηκε στο σύννεφο 
ασήμιζαν φως τα πέδιλα της στις δίνες του αγέρα...


Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

της άγριας φτέρης τα φαναράκια



Μου έλειψαν σου έλεγα
Οι μπλε καλαμιώνες
Όταν αναπηδούν ευθυτενείς
Από το δροσερό
Μοιρογνωμόνιο του ποταμού
Σαν κεφαλάκια νεοσσών σπίνων
Πεινασμένων
Κι ήρθα εδώ τον ξεναγό
Να κάνω της ξελογιάστρας νύκτας
Γνώσεις από βιβλία της Ανατολής
Σεπτά να αποθέσω
Στων ποδιών σου
Τον δαντελωτό ίσκιο
Να μην βραχείς
Από δάκρυ λάβας
Αδιάβροχο διπλό να φοράς
Κάθε που θα αναδιπλώνω
Σε χάρτη ειμαρμένης
Τις λέξεις του Έρωτα
Ενός Έρωτα που σε λωρίδες
Διαγώνιες κόπηκε να αγιασθεί!

Φοβάσαι μου είπες το έρεβος
Κι εγώ με μικρό
Αστρολάβο στο χέρι
Φαναράκια σου έφερα
-Ναυάγια θαλάσσης
Ακαταπόντιστα-
Να συντροφεύουν
Της άγριας φτέρης
Τις υγρές κρυψώνες
Να μην σκιαχτείς
Από εφιάλτες σαρκωμένους
Και πέσεις στις κακοτοπιές
Στεφάνια να φοράς
Και με δυόσμο να ευωδιάζεις
Τον φιλήδονο κόσμο σου
Περαστικός να είσαι
Σαν καβαλάρης θερισμένος
Από τα φυραμένα της λήθης σώματα!

Φαναράκια θα σου φέρω
Γιρλάντα να τα βάλεις
Στη χριστουγεννιάτικη
Επιτήδευση του χιονιού
Να ρυτιδώνουν χαράσσοντας
Του προσώπου σου
Τους Άγιους Τόπους
Με χιλιάδες φωτοραβδώσεις
Φαναράκια θα σου φέρω
Να μην σκοντάψεις
Καθώς θα ελαύνει ρυθμικά
Της τρύπιας Ιστορίας το ψέμα
Όρθιος να κρατηθείς
Καθώς ο Ίκαρος
Θα πλευρίζει την ακτή
Θυσιάζοντας κερένια ομοιώματα
Όρθιος να παραμείνεις
Μεταπλάθοντας ωσάν ενάλιος κύκλος
Την κίνηση της Αστραπής
Σε φτερώματα τεθλασμένα!


Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

υδάτινες οικτίρμονες διαστρωματώσεις



Πλαγιομετωπική κι άστοχη σύγκρουση με τη θεά φύση
Μέσα σε χιλιετηρίδας θαύμα κοσμικό που αναδιατάσσεται βαριά πληγωμένο
Πλαγιομετωπική συμπλοκή και μικρόνους πορεία χωρίς φρένα και διορατικότητα
Για να παραφράσουν αμίλητοι οι μύστες και τα παιδιά χαμένους χάρτες
Με βλέμματα που βιαστικά ακινητοποιούνται σε λιμνιαία συναισθήματα στιγμής
Σύρραξη συνδιαλλαγής από αλύγιστους μεταπράτες του κρυστάλλου
Η μάλλον θα έλεγες δάκτυλος εγκληματικός γενιών φλύαρων
Να στήσουν βασίλειο μέγα στο απροσπέλαστο γίγνεσθαι
Της αρχέγονης ομορφιάς με λευκά μαντήλια που συνοδεύουν χορευτές του πυρρίχιου!

Υδάτινες οικτίρμονες διαστρωματώσεις που κοσμούνται με μανδύες απληστίας!
Καταρράκτες ασίγαστοι διαβρώνουν το περικάρδιο έρωτα της μικρής εσκιμώας
Λίμνες καθελκύουν πολικά λεωφορεία με έγχρωμους επιβάτες μονήρεις
Ζωντανοί οργανισμοί μετακομίζουν σε σπηλαιώματα με άθικτα ορυκτά
Σαν μεταλλωρύχοι με σπασμένες λάμπες φθορίου και κυρτωμένα πόδια και ψυχές
Μέτωπα κούρων αστεφάνωτα από πικροδάφνες καταβυθισμένες στον βωμό Ποσειδώνα
Πνίγονται στο δραματικό λοφίο του ιδρού και τραγωδούν με λύρα επτάχορδη τις αντιστάσεις τους!

Χαίρε ο ασέληνος ουρανός που με άστρα ντύνει τα φαράγγια των πάγων
Χαίρε το σμόκιν του πιγκουίνου που αριστοκρατικά δίνει φιογκάκια και στέγες στη μνημοσύνη
Χαίρε ο παγωμένος αστερίας που διασκορπίζει ποταμούς φωτός στην εγκατάλειψη
Μα πάνω απ΄όλα χαίρε της Δρυάδος το τόξο που διαφυλάττει τον αμυγδαλώνα της πάχνης
Από τους επιδρομείς με τα θερινά πουκάμισα εκστρατείας - ενδύματα κλεμμένα
Ασέληνος ουρανός αστροφόρετος παραστρατεί χωρίς πυξίδα
Από το μέγιστο Άστρο της Γραφής οικτρά αποδιωγμένος
Υδάτινες πληγωμένες διαστρωματώσεις ψάχνουν εναγώνια του ιγκλού τη φάτνη
Χάθηκε ο μίτος, ποτέ δεν ξετυλίχτηκε να απελευθερώσει θυματικές μοναξιές
Απόμειναν μόνο οι παράκτιες πόλεις να σκαρώνουν γόνδολες για τους ερωτευμένους αλιγάτορες!