Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Το μεγάλο μυστικό

Η θάλασσα στα βάθη της
πήρ' έναν ναύτη.... 

Αλιεύσαμε από τη θάλασσα
ένα μεγάλο όστρακο. 
Υπερμεγέθες. 
Δεν εκλεινε μέσα του 
θησαυρούς ή μαργαριτάρια
παρά μονάχα την πίκρα του
ψαρά που ναυάγησε μαζί
με το σκάφος του μπροστά
στο αγριεμένο μάτι του βοριά. 
Δεν απόμεινε τίποτα
μόνο οι στεναγμοί της γυναικός
του και των παιδιών του
το βρισίδι. 
Τον έψαξαν οι αρχές. 
Τον κάλεσε η εκκλησία. 
Τον φώναξαν οι γλάροι. 
Άδικος κόπος, το αίμα του
δεν γύρισε πίσω. 
Χάθηκε. 
Ένα κήτος τον γυρόφερνε 
στην αρχή μα αυτός δεν του
έκανε τη χάρη, του προέταξε
την άρνηση του απλώνοντας 
τον δείκτη επιδεικτικά 
Αιωρήθηκε το σώμα του
μακριά πολύ απ'τα πορτοκαλί
κοράλλια όπου είχε καταλήξει. 
Άνεμος έγινε που στοιβάζει 
τα φύκια στις ακτές. 
Περνάει τώρα από κοντά μας, 
άκουσε το, και μας τρομάζει. 
Περνάει η πίκρα του στα χείλη
μας και μας εξοντώνει. 
Το μεγάλο όστρακο άδειο
σαν τα μάτια του ζωγράφου
στα χέρια μας απόμεινε. 
Δεν αποκαλύψαμε σε κανέναν
το μυστικό μας, το κρύψαμε
καλά. 
Σταλιά σταλιά στραγγίξαμε 
την πίκρα του μέσα μας κι ένα
καντήλι ανάψαμε για το
συγχώριο στο ξωκλήσι 
με τον αγριεμένο Ποσειδώνα. 

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Βαθιά υπόκλιση

Το τρένο θα είχε καθυστέρηση
μιας ώρας. 
Πώς να κάλυπτε αυτό το 
κενό;
Να έπαιζε πασέντζιες, δεν
είχε τράπουλα. 
Να διάβαζε ένα ποίημα της
έλειπε το βιβλίο. 
Να άκουγε μουσική δεν της
βρίσκονταν ακουστικά. 
Σταυρωσε τα χέρια και περίμενε. 
Χνωτισμένα παράθυρα κι
ο κόσμος πολύς. 

Κοίταξε έξω, είχε αρχίζει
να χιονίζει. 
Πετάχτηκε από το βαγόνι
νιώθοντας σαν μικρό παιδί. 
Κανένας επιβάτης δεν την
ακολούθησε. 
Θα έπαιζε χιονοπόλεμο με
την γέρικη λεύκα. 
Έφτιαξε χιονόμπαλες και τις
πέταξε ίσα στα πιο ψηλά κλαδιά
Η λεύκα χαμογέλασε κι έγυρε
τα κλαδιά της σαν σε υπόκλιση. 

Πήγε κοντά της. 
Έτσι γυμνή που την είδε είπε
να της κάνει συντροφιά. 
Δυο ρίζες της εξείχαν και 
ο κορμός της ήταν πληγωμένος
από ασυνάρτητα αρχικά. 
Προσπάθησε να τα εξηγήσει. 
Να βγάλει κάποιο νόημα. 
Κυριαρχούσε ένα κεφάλαιο Μι
και ένα κάπα μικρό. 
Τι να σήμαιναν;
Ίσως Μαργαρίτα και το μικρό
κάπα κορίτσι. 
Μια νεαρή θα είχε περάσει
από εκεί. 
Υποθέσεις... σκέφτηκε. 

Κοίταξε πιο ψηλά ενάμιση μέτρο
από τη γη πάνω στον κορμό
ήταν χαραγμένη μια καρδιά
χωρίς τα γνωστά βέλη. 
Θα ήταν μια καρδιά ανυπότακτη
σκέφτηκε χωρίς μπελάδες
κι εφήμερους έρωτες. 
Ίσως και να αποξεχάστηκαν
και να την άφησαν ημιτελή. 
Ποιος ξέρει;
Το κορίτσι ίσως, λέω, να ήταν
βιαστικό. 

Το τρένο σφύριξε τρεις φορές. 
Έφευγε. 
Έμεινε ακίνητη, δεν την πείραζε
κι αν το έχανε. 
Θα έπαιρνε την επόμενη
αμαξοστοιχία. 
Είχε φιλιώσει τόσο πολύ με
τη λεύκα που δεν μπορούσε
να την παρατήσει μόνη. 
Σκέφτηκε την Μαργαρίτα που
τόσο λίγο την είχε πλησιάσει
και το λυπήθηκε κι άλλο. 
Άξιζε σ' αυτό το γέρικο δέντρο
μια παρεούλα, λίγος χρόνος
παραπάνω μέχρι να μάθει
καλά να υποκλίνεται χωρίς
να σπάει. 

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Αυθαίρετα

Ποιος σου έδωσε το
δικαίωμα να κινείσαι 
ελεύθερα στους δρόμους μου;
Χαμένο χαρτί η αγάπη σου
σε μια τράπουλα ελλιπή
και πώς να ξεκινήσει
το παιχνίδι;
Οι παίχτες μουδιασμένοι
εναποθέτουν την καρδιά τους
πάνω στην πράσινη τσόχα. 
Δεν μιλούν παρά μόνο
ανυπεράσπιστοι 
περιμένουν την τελευταία
αμαξοστοιχία που θα τους
βγάλει στο πουθενά και 
στην απόλυτη συντριβή. 

*
Τίναξες τα χέρια σου. 
Τα ψίχουλα τα προόριζες 
μόνο για τα πουλιά. 
Κι εγώ που τόσο σε πείνασα
έμεινα να σε παρακολουθώ
εκστασιασμένη με τον ένα
μου κοπτήρα σε αδράνεια
και τη ψυχή σε ύπτια θέση. 
Δεν με έβλεπες. 
Δεν με άκουγες ή μήπως
υποκρινόσουν;
Η εξάτμιση της μηχανής
τα έκρυψε στο τέλος όλα. 
Αιθάλη και βουητό. 

*
Οι λέξεις σε ένα ποίημα
είναι το λευκό μπαστούνι
που κρατούν οι τυφλοί. 
Ψηλαφητά τις αγγίζεις. 
Όταν φθάσουν στο φανάρι
θέλουν συνοδηγό και ταίρι
για να περάσουν απέναντι. 
Σταμάτα να αμφιβάλλεις. 
Στο λυσάρι της φυγής
θα βρεις το εκλεπτυσμένο
τους νόημα. 

*
Στην κούκλα της βιτρίνας
έλειπε το αριστερό χέρι. 
Ίσως να το πήρε ο μονόχειρας
που πριν λίγο σερβίριζε 
αψέντι μια υπερφίαλη γυναίκα. 
Όλα λοιπόν εξηγούνται. 
Μόνο πρόσεξε. 
Αυτή η γυναίκα έχει για φλέβες
μαστίγια που πληγώνουν
τους αδύναμους. 
Ο μονόχειρας μοναχά το
φαντάστηκε κι είναι ο μόνος
τελικά που δεν κρεμάστηκε 
από τον ποδόγυρο της. 

*
Είχε για βιβλιοστάτες
αληθινούς αγγέλους. 
Αυτοί της εξηγούσαν τα
ποιήματα και τροφοδοτούσαν
με μύρα την καρδιά. 
Ο πιο μικρός από αυτούς
την είχε ερωτευτεί. 
Δεν της μιλούσε όμως για
ποιήματα ούτε για
αφορμισμένες πληγές
παρά ξεσπούσε σε αναφιλητά
κάθε που την έπιανε
ο οίστρος για να γράψει. 
Έτσι τα γραπτά της τα
ποτισμένα με δάκρυα θα 
έμεναν σαν φάροι αναμμένοι 
εσαεί. 

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Η αποστολή

Είμαι το παιδί για όλα
τα θελήματα. 
Χτες η κυρία Καλή με έστειλε
να αγοράσω άσπρη
κουβαρίστρα και σήμερα
η κυρία Ξένη μου ζήτησε
να της φέρω ένα μαύρο μασούρι
για να περάσει ένα μπάλωμα.
Πάντα αυτά τα δύο χρώματα
με στέλνουν για να φέρω
κι είναι χειμώνας
παρατεταμένος πάνω στη γη
και τρεμουλιάζω. 

Κάτι πρέπει να αλλάξει για
να έρθει η άνοιξη με το
ανοιχτό κοντογούνι στον
κόσμο. 
Σε εμένα έτυχε ο κλήρος
για να της το κεντήσω και
σίγουρα θα χρειαστώ φωτεινά
χρώματα όπως κόκκινο, λιλά,
κίτρινο και ροζ. 
Γιατί τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς
τα πλουμιστά του στολίδια;
Ένας ασπρόμαυρος εφιάλτης
χωρίς τέλος. 

Πρέπει λοιπόν να αναζητήσω
χρώματα και πούλιες για να
ριχτώ στη δουλειά το
κοντογούνι να τελειώσω.
Χρειάζομαι το κόκκινο για να
έρθουν στη γη οι παπαρούνες
και τα ρόδα. 
Το λιλά για να προβάλλουν οι
βιολέτες και οι πασχαλιές. 
Το κίτρινο για να αναδυθούν
οι μαργαρίτες και οι νάρκισσοι.
Και τέλος το ροζ για να
ξεπεταχτούν τα ζουμπούλια
κι οι υπεροπτικές φρέζες. 

Πρέπει να βγω οπωσδήποτε
στις μεγάλες αγορές για να τα
βρω. 
Να πείσω την κυρία Καλή και
την κυρία Ξένη μια χρωματιστή
να διαλέξουν παλέτα.
Κουράζουν οι χειμώνες χωρίς
τη διαδοχή της άνοιξης. 
Κοίτα μαργώσανε τα νύχια 
του αετού και οι σπηλιές
έχουν κλείσει από την επέλαση
των κρυστάλλων. 

Σας χρωστώ την άνοιξη και
θα σας την φέρω φτάνει να
αγαπήσετε τα χρώματα και
να βοηθήσετε να τραβήξουμε
από τον θρόνο τον γέρο χιονιά
που μας κατσικώθηκε για τα
καλά, έτσι που ο ήλιος να
επιστρέψει ξανά στις γειτονιές
και να μας ζεστάνει. 

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Βαθύ τραύμα

Στέκονταν στον λιμενοβραχίονα
αναποφάσιστος και μόνος.
Φορούσε ψάθινο πλατύγυρο
καπέλο, ψαράδικο παντελόνι
και μπλούζα ριγωτή στα
χρώματα της θάλασσας. 
Είχε περάσει μία ώρα από
τότε που αποχαιρέτησε την
αγαπημένη του. 
Θα πήγαινε να εργαστεί σαν
σερβιτόρα στο πολύβουο 
λιμάνι της πρωτεύουσας. 

Στα ρούχα του ακόμα το 
άρωμα της. 
Στο βρεγμένο μαντήλι του
το ζεστό της φιλί. 
Στα μαλλιά του τα δάκτυλα της. 
Σαν να μην σάλπαρε ποτέ. 
Σαν να έστεκε σαν κίονας
ιωνικός στο ναό που ο έρωτας
τους είχε στήσει στο νησιωτικό
λιμανάκι που την είχε αγαπήσει. 

Δεν κίναγε να φύγει. 
Μαγνήτης η στεριά
τον ακινητοποιούσε στη θέση
που της είπε το αντίο. 
Τον πλεύρισε μια ομάδα γλάρων
με κρωγμούς πολλούς κι
άτσαλα βήματα πάνω στα
πλακάκια. 
Σχεδόν δεν τους είδε, το
βλέμμα του είχε χαθεί στον
ορίζοντα που την είχε πάρει
μακριά του. 
Ένας λιμενεργάτης του ζήτησε
φωτιά, τον κοίταξε αδιάφορα.
Ποτέ δεν κάπνισε. 
Θέλησε να του πιάσει κουβέντα
μα αυτός την φαντασιωνόταν
κοντά του, τρίτος δεν χωρούσε
εκεί.

Τα μεγάφωνα τον έφεραν πίσω
στην πραγματικότητα. 
Το πλοίο είχε προσκρούσει 
σε ξέρα κι είχε βυθιστεί 
αύτανδρο. 
Η αγάπη δεν απαντούσε στα
τηλεφωνήματα. 
Οι γλάροι είχαν φύγει. 
Ο λιμενεργάτης είχε πιάσει
βάρδια. 
Το φιλί, το χάδι και το άρωμα
της ήταν εκεί. 

Έτρεξε στο ναό του έρωτα τους. 
Τα κεριά είχαν λυγίσει
από την ζέστη, οι τοίχοι είχαν
μαυρίσει κι εκείνος ο κίονας
που της έμοιαζε είχε
καταρρεύσει. 
Έκλαψε πόνο μεγάλο. 
Κατόπιν η μεγάλη απόφαση. 
Ένα πλατύγυρο καπέλο επέπλεε
δίπλα στη βάρκα "ελπίς" ενώ
από μακριά ακουγόταν σαν
θρήνος η μηχανή ενός
ρυμουλκού.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Ο φυγάς

Σε μια άγνωστη χώρα εγώ ζω. 
Πολλούς έχω φίλους
έμπιστους κι ενεργούς.
Καθημερινά δίνονται στη μάχη.
Αυτοί συντηρούν τις πηγές, 
την πυρά και τον φλοίσβο
των κυμάτων καθώς σκάνε
στις ακτές, στοιχεία απαραίτητα
για να ζω. 
Παράπονο δεν έχω. 
Γιορτές διοργανώνουν για
χατίρι μου συχνά. 
Πολλά τα σφαχτά, ερυθρός
ο οίνος και καλοψημένοι 
οι άρτοι, τίποτα δεν λείπει. 

Δες με γλεντάω. 
Φέρνω στα χείλη το ποτήρι.
Μόνο που λαβώνομαι. 
Ξυράφι το χείλος του ποτηριού
μου ματώνει τα χείλια.
Σκουπίζω το αίμα στο 
μανίκι και βάφεται η δεξιά
μου παρειά. 

Καθαρή η αριστερή πάντα
παραμένει. 
Ίσως τα λόγια της μητέρας
να χαράχτηκαν βαθιά. 
"Ποτέ μην κοιμάσαι από την
πλευρά της καρδιάς άφησε
την ελεύθερη να αναπνέει."
Το εφάρμοσα στη ζωή μου
πιστά έως τώρα για καθετί. 

Μα αυτό το ποτήρι επικίνδυνο
μπορεί να γίνει. 
Το αίμα πολύ με εμποδίζει
το κρασί μου να πιω. 
Οι φίλοι τρέχουν και με
βοηθούν. 
Μουσκεύονται τα ρούχα τους
με το αίμα μου. 
Πετούν το ποτήρι μακριά
και μου φέρνουν καινούργιο.
Πίνω ευχαριστημένη στην
υγειά τους και ξαλαφρωμένη
από ενοχές.  

Οι φίλοι μου χαμογελούν 
και ξύπνιοι ονειρεύονται.
Παρακολουθώ τα όνειρα τους
που έχουν πάντα κόκκινο χρώμα
και μιλούν για την αγάπη. 
Είναι παιδιά οι φίλοι μου.
Μεγάλα παιδιά που στο
μεθύσι του έρωτα
παραδίδονται. 
Χωρίς τους δεν υπάρχω
κι η άγνωστη χώρα φυλακή
γίνεται σαν αυτή που έκλεισες
το αηδόνι μέσα κι άπενθος
περιφέρεσαι προσπαθώντας 
τα σύνορα να περάσεις. 
Φυγάς πάντα. 

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Η χαμένη άνοιξη

Είχα το πιο καθαρό βλέμμα
κι ήρθες εσύ με τα 
κακόφημα που σε κατοικούν
τοπία και μου το σκοτείνιασες.
Τώρα γύρω μου σκιές βαριές
σαν κουρτίνες βελούδινες
του Γενάρη περιορίζουν
την όραση μου σε μια μικρή
ακτίνα. 

Κάνω να τις τραβήξω μα δεν
τα καταφέρνω, άσε που πίσω
σε αυτές καιροφυλακτεί
ένα τεράστιο αγκάθι
νύχι του διαβόλου, που
απειλεί να μου αδειάσει 
τα μάτια και με χυμένα μάτια
πως θα περπατώ στους
δρόμους που σήμανση δεν 
έχουν καμιά. 

Μένω να ζω στις σκιές κι είναι
χειμώνας και κρυώνω. 
Όσο και να το πεις η λάμψη των
ματιών μου με ζέσταινε κι
ήταν το μόνο που είχα
θερμαντικό μέσο. 
Χάθηκε κι αυτό μαζί με τους
δρόμους που με πήγαιναν ίσα
στην άνοιξη γιατί σ' αυτούς
τους ολάνθιστους δρόμους 
η μοίρα με έταξε να ζω
παιδιόθεν. 

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Ολιγωρία

Όταν σε σκέφτομαι
μου δίνονται απλόχερα
όλες οι κακόηχες λέξεις
όπως: τουτέστιν, μετόπισθεν τοιουτοτρόπως κι άλλες
πολλές. 
Πανταχού παρούσα η εκδημία
της αγάπης κι ανύπαρκτη 
η φτερωσιά του σ' αγαπώ 
η του σε θέλω. 
Φαίνεται πως ολιγωρίσαμε
κοιτάζοντας τ' αστέρια, 
τα συσσίτια στους δρόμους
ή ένα μεγαλοπρεπές
ηλιοβασίλεμα κι υπονομεύσαμε
το πάθος που πριν έκαιγε
τα κορμιά μας, πυροστιά 
κι αίμα. ένα κουβάρι

Οι δυο κόσμοι

Είμαστε δυο ποταμοί
που διαρρέουν την ίδια
πεδιάδα. 
Ξεχωριστές κοίτες, 
ξεχωριστές όχθες, 
ρους αλλιώτικος και 
ονόματα διαφορετικά. 
Ο ένας ο δικός σου
τραβάει προς τα βόρεια
κι ο άλλος ο δικός μου
τραβάει προς το νοτιά. 

Εσύ γοργός κι αφηνιασμένος
χύνεσαι σε ψυχρά πελάγη
και στο διάβα σου ποτίζεις
οπωρώνες. 
Εγώ πιο αργή σχεδόν καρτερική
εκβάλλω σε θερμές θάλασσες
και ποτίζω χρυσούς
σιτοβολώνες. 

Έρχονται τα παιδιά στους
οπωρώνες σου, με μανία
τα διώχνεις και τα απειλείς 
ότι θα τα πνίξεις. 
Έρχονται γυναίκες σε εμένα
με μακριές μαντήλες και
τσόχινα σανδάλια και να
θερίσουν τις αφήνω αφού
πρώτα τις δροσίσω και
γλυκόλογα τους πω. 

Εσύ ο απαγορευμένος καρπός
που κανείς δεν δοκίμασε. 
Εγώ το κεχριμπαρένιο σιτάρι
που μια ολόκληρη χώρα 
μπορεί να θρέψει. 

Οι κοίτες μας δεν θα σμίξουν
ποτέ και διαφορετικοί
θα μείνουμε σε όλα. 
Εσύ ο ασίγαστος γίγαντας
που δέντρα παρασέρνει 
και χάσματα δημιουργεί. 
Εγώ η θηλυκή δύναμη
που φιλιώνει με τη φύση
και μοσχοβολά ρείκι
κι άγρια μέντα. 

Διώχνεις τα πουλιά και
σε εμένα έρχονται, βλαστιμάς
τα βατράχια και σε εμένα
καταφτάνουν να παίξουν με
τους γυρίνους και στα καλάμια
μου να χωθούν. 
Η ζωή εμένα περιζώνει 
και τραγούδια μου
ψιθυρίζει εωθινά κι εσένα 
ένας καταχθόνιος θεός σε
ορίζει κι ένας θάνατος
βασανιστικός σε ακουμπά. 

*
Εγώ είμαι που τραβώ
από τα μαλλιά την κάθε Σύλβια
όταν στέκεται μπροστά
στο γκάζι.

*
Ξεχιόνισες το σώμα μου κάποτε
κι αυτό σου το χρωστάω
Τώρα κρατάω τόσες στοίβες
χιονιού πάνω μου που και χίλια
χέρια να "χες δεν θα έφταναν. 

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Μάτια λεπίδια

Από τα χαρακτηριστικά
του προσώπου σου
πάνω από όλα το κοχύλι
του αυτιού σου αγάπησα
πιο πολύ. 
Ζαλιζόμουν στις στροφές του. 
Ανέπνεα στην επιφάνεια του. 
Ξεκλείδωνα την καρδιά μου
καθώς περνούσα μέσα 
από τις σήραγγες του. 
Ένας γύρος του θανάτου 
να με καλεί σαν μαγνήτης
κοντά του κι εγώ να αφήνομαι
στους διαδρόμους του
ακέραιη χωρίς άλλη σκέψη. 

Και τι δεν έβρισκα εκεί. 
Όλα πολύτιμα κι όλα αληθινά. 
Το ακριβό φιλί μου. 
Οι εξομολογήσεις μου κάτω
από το φεγγαρόφωτο. 
Τα λόγια της καρδιάς προτού
σπάσει. 
Οι αλγόριθμοι της ηδονής
που δονούσαν σαν τάση υψηλή
το σώμα. 
Τα πρόσεχα, τα περιποιόμουν, 
τα δρόσιζα με αθάνατο
νερό και παραφύλαγα νύχτα  
και μέρα ξάγρυπνη κανείς 
να μην τα πλησιάσει. 

Πολλά μαργαριτάρια 
το κοχύλι του αυτιού σου
έθρεψε εντός του και 
μου τα χάρισε για να φτιάξω 
το πιο βαρύτιμο κολιέ. 
Μακρύ κολιέ να το περνάω
διπλό στον λαιμό μου κι
εσύ να με θαυμάζεις και
να με αγαπάς κι εσύ να μου
δίνεσαι και να με προσκυνάς. 
Ιερή εικόνα γινόμουν
και πρωινός όρθρος. 

Από όταν έφυγες τις
σειρές τα μαργαριτάρια
στην κοσμηματοθήκη τα
έκλεισα κανείς ξανά να μην 
τα αγγίξει. 
Μάτια λεπίδια του φθόνου
να μην τα μολύνουν κι
αρρωστήσουν. 
Ξέχασαν την ζέστη του κορμιού
μου κι αποκαθηλωμένα
περιμένουν μια απειροελάχιστη
κίνηση σου για να εισέλθουν
στο φως κι από τα κύτταρα μου
να λάμψουν σαν πασχαλινές
εκκλησίες. 


Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Γυμνό σώμα

Φόρεσε το βαρύ της άρωμα 
και βγήκε στον κήπο. 
Είχε φτάσει η ώρα που
για καιρό περίμενε. 
Στάθηκε μπροστά στο
άγαλμα της ματαιοδοξίας
και της αυταρέσκειας. 
Μια μικρή Αφροδίτη 
με μακρύ χιτώνα, μέση
δαχτυλίδι και αλαζονικό
χαμόγελο. 

Έβαλε μπροστά τη μηχανή, 
το σιδεροπρίονο του πατέρα
και αποκεφάλισε το άγαλμα. 
Πήρε το κεφάλι, το τύλιξε
με μια εφημερίδα και
το άφησε να κλαίει κάτω
από τη γερασμένη κυδωνιά. 

Ύστερα κι αφού πέρασε
την τεχνική λίμνη
έφτασε στο παρτέρι 
με τους ανθισμένους νάρκισσους.
Προσεκτικά έκοψε τα άνθη
να στολίσει το ανθογυάλι 
και ρίχτηκε στο έργο της. 
Ξερίζωσε τα λουλούδια, 
έβγαλε τους βολβούς και
τους πέταξε στο βαθύ πηγάδι
στο κέντρο του κήπου.
Τώρα κλεισμένοι εκεί χωρίς
το μεθύσι του ήλιου
δεν θα μπορούσαν 
να ξανανθίσουν.

Σκούπισε τα χέρια της
από το χώμα και μπήκε 
στο σπίτι απελευθερωμένη
και λυτρωμένη από το 
αγκάθι του εγωισμού. 
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. 
Μια βαθιά ρυτίδα έτεμνε 
το μέτωπο της.
Αδιαφόρησε. 
Έστρωσε τα μαλλιά της
κι έπαιξε δυο τρεις νότες
στο πιάνο.
Περίμενε τον ήχο του
κουδουνιού. 

Ήρθε κι όλα τώρα ήταν
αλλιώς. 
Ο έρωτας δεν ήταν φυγάς
για να γυροφέρνει το αυθάδικο 
σώμα της λήθης.
Με γυμνό το σώμα 
έδωσε όρκους παντοτινούς
που μια άλλη εποχή
είχε αθετήσει και εξιλεωμένη 
έριξε μια ματιά από το
παράθυρο στην αλλαγμένη
όψη του κήπου. 
Δίπλα τα λουστρίνια της
γυάλιζαν σαν τους λαμπρούς
αστερισμούς ενός μακρινού
Αυγούστου έλειπε μόνο 
το μεταξωτό φόρεμα
με τα στρας. 

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Εμπόλεμη περιοχή

 Κράτησα το κερί του έρωτα
μας αναμμένο. 
Τι κι αν πέρασα πολλάκις
μέσα από σούδες στενές
που τις έδερναν κρύα
ρεύματα και οι άπληστοι
αέρηδες της λήθης τις
διαπερνούσαν. 
Νικητές βγήκαμε με τα 
ακριβά τρόπαια στα χέρια 
που η μνήμη μας εφοδίασε. 
σαν ανταμοιβή για τον δρόμο. 

Έγκαιρα είδα το αχόρταγο
μάτι του βοριά να μας
επιβουλεύεται. 
Τη χούφτα μου φωλιά
του έρωτα απάνεμη 
την έκανα η φλόγα της 
αγάπης μας να μην θεριστεί.

Με θέρμαινε η φλόγα
κυλούσε το αίμα γοργά
το κύτταρο της έμπνευσης
ολοζώντανο κυκλοφορούσε
και με κέρναγε στίχους
λαξευτούς. 
Τους απήγγελα δυνατά, 
φτάναν στις θάλασσες, 
στα κύματα, στη χώρα σου
κατέληγαν. 

Κράτησα τη φλόγα άσβεστη. 
Δεν ήταν λίγες οι φορές
που εγκαύματα με απειλούσαν. 
Πονούσα, αγωνιούσα,
προκλήσεις δεχόμουν
μα δεν λύγιζα. 
Αρωγός η μνημοσύνη 
μου παραστέκονταν. 
Με γάζες ποτισμένες
στην αιθάλη έρχονταν
τις πληγές μου να γιάνει. 

Αθάνατο νερό έφερνε μαζί της, 
έπινα και σε γευόμουν, 
δροσιζόμουν και σε ζητούσα. 
Σε καλούσαν οι ώρες μου
κι ερχόσουν καβαλάρης
με εκείνα τα σκούρα 
αμπέχονα να με σκεπάσεις,
αιμάτινο φιλί να μου δώσεις. 

Ξεπέρασα όλους τους φόβους
και τώρα που έφτασα
στους όρμους σου με
τα σπαθιά των Αχαιών
θα σε κουρσέψω και τα
τρόπαια που κέρδισα 
στις άνισες μάχες
να καταθέσω μπροστά 
στο μνημείο της καρδιάς σου.