Κράτησα το κερί του έρωτα
μας αναμμένο.
Τι κι αν πέρασα πολλάκις
μέσα από σούδες στενές
που τις έδερναν κρύα
ρεύματα και οι άπληστοι
αέρηδες της λήθης τις
διαπερνούσαν.
Νικητές βγήκαμε με τα
ακριβά τρόπαια στα χέρια
που η μνήμη μας εφοδίασε.
σαν ανταμοιβή για τον δρόμο.
Έγκαιρα είδα το αχόρταγο
μάτι του βοριά να μας
επιβουλεύεται.
Τη χούφτα μου φωλιά
του έρωτα απάνεμη
την έκανα η φλόγα της
αγάπης μας να μην θεριστεί.
Με θέρμαινε η φλόγα
κυλούσε το αίμα γοργά
το κύτταρο της έμπνευσης
ολοζώντανο κυκλοφορούσε
και με κέρναγε στίχους
λαξευτούς.
Τους απήγγελα δυνατά,
φτάναν στις θάλασσες,
στα κύματα, στη χώρα σου
κατέληγαν.
Κράτησα τη φλόγα άσβεστη.
Δεν ήταν λίγες οι φορές
που εγκαύματα με απειλούσαν.
Πονούσα, αγωνιούσα,
προκλήσεις δεχόμουν
μα δεν λύγιζα.
Αρωγός η μνημοσύνη
μου παραστέκονταν.
Με γάζες ποτισμένες
στην αιθάλη έρχονταν
τις πληγές μου να γιάνει.
Αθάνατο νερό έφερνε μαζί της,
έπινα και σε γευόμουν,
δροσιζόμουν και σε ζητούσα.
Σε καλούσαν οι ώρες μου
κι ερχόσουν καβαλάρης
με εκείνα τα σκούρα
αμπέχονα να με σκεπάσεις,
αιμάτινο φιλί να μου δώσεις.
Ξεπέρασα όλους τους φόβους
και τώρα που έφτασα
στους όρμους σου με
τα σπαθιά των Αχαιών
θα σε κουρσέψω και τα
τρόπαια που κέρδισα
στις άνισες μάχες
να καταθέσω μπροστά
στο μνημείο της καρδιάς σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου