Ο έρωτας κρυμμένος πίσω
από την συκομουριά έστελνε
τα καλογυαλισμένα βέλη του.
Κανείς άλλος δεν τον κατάλαβε
εκτός από αυτούς.....
Κανείς δεν τον πρόσεξε όσο κι
αν ηχηρά βροντούσε από λαγνεία.
Ουδείς δεν τον υπολόγισε,
ψυχρή η καρδιά ενδύθηκε πέπλα βαριά.
Μονάχα οι δυο εραστές
τον γεύτηκαν.
Αποκλειστικά δικός τους τρύπιος καμβάς
για να ζωγραφίσουν πάνω του
τα πάθια της αγάπης.
Παράνομος έρωτας και το σώμα
στην πρώτη του άνθιση
να εκλιπαρεί την σαρκική ένωση
που ποτέ όμως δεν ήρθε.
Μεταμεσονύχτιο του πόθου φιλί
που δόθηκε κλεφτά ύστερα
από έναν γλυκό, ολιγόωρο
ύπνο δίπλα στις φλύαρες καλαμιές.
Αποτραβιόταν το σώμα
από τα γήινα κι έβαζε πλώρη
για το υπερβατό.
Ποιος να τους δει εκεί ψηλά
που πήγαν;
Το σπίτι της δεν την νοούσε
και ποτέ δεν διάβασε τον δυσανάγνωστο
κοχλία της για χρόνια.
Είχε μαγκώσει σαν κλειδαριά
που ποτέ δεν ανοίγει για να βγεις
στο φως σαν εαρινό ξεφάντωμα.
Χορεύτρια στα βήματα της ηδονής
αυτή κι ο εραστής της το ντέφι
και οι εκρηκτικές κλακέτες.
Ένα τους χαρίστηκε σάρκινο
φιλί μόνο, πεινασμένοι εσαεί να το
κουβαλάνε στις κλειστές τους
αποσκευές, μακριά από τα ήθη
και τη μονότονη τριβή του κόσμου.