Όταν μιλώ για σένα εκατοντάδες μπαλόνια
σκάνε στις αυλές των σύννεφων.
Έρχεται η καλή βροχή και ξεπλένει τα λόγια μου
με τα καθαρτήρια της τόξα, έτσι που
αγνά να περιφέρονται στα καντούνια που ζουν
οι καλοκυράδες με τα λευκά τσεμπέρια.
Ένα αόρατο νήμα με συνδέει με τους ουρανούς
κανείς δεν το διακρίνει παρά μόνο εγώ
κι οι πιστοί μου από παλιά άγγελοι.
Είναι οι μόνοι μου φίλοι.
Με συμπονούν, με προσέχουν και που και που
με κερνούν ηδύποτα ακριβά παλαιωμένα
από τον χρόνο.
Μεθάω, τους αφοσιώνομαι και στο σπίτι με
τα τραπουλόχαρτα έρχονται και με βρίσκουν.
Τους ρίχνω τα χαρτιά και πάντα μια ντάμα κούπα
λείπει από το παιχνίδι.
Αγανακτούν, ψάχνουν από άκρη σε άκρη
το σπίτι χωρίς αποτέλεσμα.
Το στρώμα μου βαρύ, δεν μπορούν να το ανασηκώσουν.
Εκεί η κρύπτη για τα πολύτιμα μου αντικείμενα.
Μια κούκλα που έπαιζα μικρή, ένα βότσαλο
ζωγραφισμένο με κυκλάμινα, ένα φτερό ερωδιού
και μια αρκούντως μεγάλη συλλογή από ντάμες κούπα.
Ανάστατοι φεύγουν, τους χάνω προς στιγμή
μα ξέρω πως πάλι θα ξαναφανούν όταν οι σκέψεις
μου αυγατίσουν για σένα.
Μου αρέσει πολύ αυτό το πάρε δώσε κι είναι φορές
που χάρη τους κάνω και τους παραδίδω
τα κρυφά μου χαρτιά.
Χαμογελούν και με κακομαθαίνουν
με τις φροντίδες τους και τα κεράσματα τους.
Ένας μάλιστα κρατάει στα χέρια του τα δυο φιλιά
που παράνομα δώσαμε μια βραδιά φθινοπώρου.
Μικρό καλοκαιράκι ήτανε κι ένας αγύρτης
άνεμο έρχονταν και δρόσιζε τα φυλλοκάρδια μας.
Εσύ απασχολημένος μετρούσες τους νυχτερινούς
χαρταετούς στον σκούρο καμβά.
Δεν λάθευες αλλά μου ξέφευγες κι από τα επίγεια
ξεμάκραινες κι αν θυμάμαι καλά φτερά κρουστά είχες
στους γλυπτούς σου ώμους.
Αυτά τα φτερά μου απόμειναν τη λήθη να αποκρούω.
Βγαίνω βόλτες κι είσαι εσύ μαζί.
Καπνίζω κι είσαι εσύ τα δακτυλίδια του καπνού.
Φιλιώνω με τις λεύκες κι είσαι εσύ η ρίζα τους.
Αμαρτάνω κι είσαι το δισκοπότηρο με τη λειτουργιά.
Με ακούς.
Μου τραγουδάς.
Μου χαϊδεύεις την αριστερή παρειά.
Οι άγγελοι μου σε γνωρίζουν.
Η ντάμα κούπα είναι το καλό σου φύλλο.
Βυζαίνεις το δάκτυλο και σου δίνω την κούκλα μου.
Σε έχω κοντά μου στα ονειρικά μου ταξίδια σαν
εκείνο το πετραδάκι που βρήκα στις ακτές του φεγγαριού
κι ακόμα στην κοσμηματοθήκη μου φιλάω κλειδωμένο.
Άφθαρτος μένεις και δοτικά στις μελωδίες μου ακουμπάς.
Εδώ το κονάκι σου κι οι ανοιχτές σου πληγές.
Εδώ οι λαξευμένες πέτρες που για χρόνια δεκατέσσερα
σκαλίζω το φευγαλέο χαμόγελο σου.
Δεν θα μου ξεφύγεις, όρκο τιμής δίνω, σε ανασυνθέτω.