Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Λιθοξόος

Όταν μιλώ για σένα εκατοντάδες μπαλόνια 
σκάνε στις αυλές των σύννεφων.
Έρχεται η καλή βροχή και ξεπλένει τα λόγια μου
με τα καθαρτήρια της τόξα, έτσι που 
αγνά να περιφέρονται στα καντούνια που ζουν 
οι καλοκυράδες με τα λευκά τσεμπέρια.
Ένα αόρατο νήμα με συνδέει με τους ουρανούς 
κανείς δεν το διακρίνει παρά μόνο εγώ
κι οι πιστοί μου από παλιά άγγελοι.

Είναι οι μόνοι μου φίλοι.
Με συμπονούν, με προσέχουν και που και που
με κερνούν ηδύποτα ακριβά παλαιωμένα 
από τον χρόνο. 
Μεθάω, τους αφοσιώνομαι και στο σπίτι με 
τα τραπουλόχαρτα έρχονται και με βρίσκουν.
Τους ρίχνω τα χαρτιά και πάντα μια ντάμα κούπα 
λείπει από το παιχνίδι.
Αγανακτούν, ψάχνουν από άκρη σε άκρη 
το σπίτι χωρίς αποτέλεσμα.
Το στρώμα μου βαρύ, δεν μπορούν να το ανασηκώσουν.
Εκεί η κρύπτη για τα πολύτιμα μου αντικείμενα.
Μια κούκλα που έπαιζα μικρή, ένα βότσαλο 
ζωγραφισμένο με κυκλάμινα, ένα φτερό ερωδιού 
και μια αρκούντως μεγάλη συλλογή από ντάμες κούπα.

Ανάστατοι φεύγουν, τους χάνω προς στιγμή 
μα ξέρω πως πάλι θα ξαναφανούν όταν οι σκέψεις 
μου αυγατίσουν για σένα.
Μου αρέσει πολύ αυτό το πάρε δώσε κι είναι φορές
που χάρη τους κάνω και τους παραδίδω 
τα κρυφά μου χαρτιά.
Χαμογελούν και με κακομαθαίνουν 
με τις φροντίδες τους και τα κεράσματα τους.
Ένας μάλιστα κρατάει στα χέρια του τα δυο φιλιά 
που παράνομα δώσαμε μια βραδιά φθινοπώρου.
Μικρό καλοκαιράκι ήτανε κι ένας αγύρτης 
άνεμο έρχονταν και δρόσιζε τα φυλλοκάρδια μας.
Εσύ απασχολημένος μετρούσες τους νυχτερινούς 
χαρταετούς στον σκούρο καμβά. 
Δεν λάθευες αλλά μου ξέφευγες κι από τα επίγεια
ξεμάκραινες κι αν θυμάμαι καλά φτερά κρουστά είχες
στους γλυπτούς σου ώμους. 

Αυτά τα φτερά μου απόμειναν τη λήθη να αποκρούω.
Βγαίνω βόλτες κι είσαι εσύ μαζί.
Καπνίζω κι είσαι εσύ τα δακτυλίδια του καπνού.
Φιλιώνω με τις λεύκες κι είσαι εσύ η ρίζα τους.
Αμαρτάνω κι είσαι το δισκοπότηρο με τη λειτουργιά.
Με ακούς.
Μου τραγουδάς.
Μου χαϊδεύεις την αριστερή παρειά.
Οι άγγελοι μου σε γνωρίζουν. 
Η ντάμα κούπα είναι το καλό σου φύλλο.
Βυζαίνεις το δάκτυλο και σου δίνω την κούκλα μου. 
Σε έχω κοντά μου στα ονειρικά μου ταξίδια σαν
εκείνο το πετραδάκι που βρήκα στις ακτές του φεγγαριού 
κι ακόμα στην κοσμηματοθήκη μου φιλάω κλειδωμένο.
Άφθαρτος μένεις και δοτικά στις μελωδίες μου ακουμπάς.
Εδώ το κονάκι σου κι οι ανοιχτές σου πληγές.
Εδώ οι λαξευμένες πέτρες που για χρόνια δεκατέσσερα  
σκαλίζω το φευγαλέο χαμόγελο σου.
Δεν θα μου ξεφύγεις, όρκο τιμής δίνω, σε ανασυνθέτω.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

ko-uta (ποίημα μιας στροφής και με 7-5-7-5 συλλαβές ανά στίχο και με απαραίτητη τη λέξη υφαντό.)

Πανώρια μία κόρη
υφαντό φτιάχνει
παγώνια ξεχωρίζουν
άνθη του λωτού.

*
Ακούραστη η νόνα
χτυπά το χτένι
υφαντά ετοιμάζει
της νιας το προικιό.

*
Γεμάτα τα μπαούλα
κρουστά υφαντά
σκώρος παραφυλάει
τσάμπα οι κόποι.

*
Μπαίνουν μες τις κορνίζες
χαλιά υφαντών
πόδια δεν τα πατάνε
χαίρουν τα μάτια.

*
Ζευγάρια παριστάνουν
ελάφια φέρουν
υφαντά του αργαλειού
ψηλοί οι γιούκοι.

*
Υφαντό μαξιλάρι
μέσα στο δώμα
κόρη το καμαρώνει
υπνάκο παίρνει.

*
Υφαντή η κουβέρτα
βελέντζα χοντρή
διώχνουν το κρύο πέρα
τσιμπούν το λαιμό.

*
Υφαντή η ποδιά της
λεπτή η μέση
πρώτη σέρνει το χορό
λεβέντες κοιτούν.

*
Υφαντό σαν ποίημα
σάλα στολίζει
βγάλε τα παπούτσια σου
μη και σκονιστεί.

*
Γεμάτα με υφαντά
μουσεία τέχνης
φυσικά τα χρώματα
το χρόνο νικούν.   

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

Ουράνια ταξίδια

Ο ουρανός φορά πριν το ηλιοβασίλεμα
το πιο βαθυγάλαζο ρούχο του.
Έκοψα εφτά λωρίδες και σου έραψα
το κυριακάτικο σου πουκάμισο
να χτυπά η καρδιά σου σαν τα φτερά
των αγγέλων που ανεβοκατεβαίνουν
την ουράνια σκάλα στην γη για να φτάσουν
πρόσφορο να μοιράσουν στα εκλεκτά
τους σώματα.

Ήσουν όμορφος και θαλερός μέσα στο
μπλε σου ρούχο.
Μάνιαζαν οι θάλασσες μαζί σου κι έπνιγαν
τα καράβια.
Χάνονταν οι ναυτικοί, οι χάρτες και τα
παλαιικά μπαούλα μπροστά στην οργή της.
Μόνο ένα ναυτάκι επιζούσε με το χρυσό
σταυρό στο στήθος.
Ήταν μικραδέρφι σου που σωσίβια μοίραζε
στα παιδιά και αξίνες στους κηπουρούς.
Χαμογελούσες και του έπιανες το χέρι
χορό να ξεκινήσετε πάνω απ' τα κύματα.
Πρώτος στο τσάμικο ξεγελούσες τις νεράιδες
που την φωνή σου λάτρευαν.
Τραγουδούσες εκείνο το μακρόσυρτο και
τα πελάγη ησύχασαν.
Έβγαιναν στην επιφάνεια οι νεκροί ναύτες
και σου φιλούσαν το χέρι κι εσύ μέσα στα
μπλε ντυμένος έπαιρνες ένα κομματάκι αφρού
και κορδέλες τους χάριζες.

Σε θωρούσα κι έμπαινα στη μάχη με φτερά
γλάρων καλυμμένη.
Από τότε δεν αποσταίνω μπλε να σου φτιάχνω
πουκάμισα και με κορδέλες λευκές απ' τον αργαλειό
των σύννεφων να σου
στρώνω το δρόμο της επιστροφής.
Σε περιμένει το ναυτάκι καπνίζοντας σέρτικο.
Σε περιμένουν οι νεκροί που θυμιάζουν
τα όνειρα.
Σε περιμένω κι εγώ με κλάρες δάφνης στα
χέρια Θεό να σε χρήσω κι αρχηγό όλου του
σύμπαντος.
Είναι χλωμές κι άχρωμες οι Κυριακές χωρίς τα
βαθυγάλαζα ρούχα σου και τα τινάγματα των χορών σου.

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Τα ενθύμια

Σκληρός ο βοριάς μου χτύπησε απόψε την πόρτα.
Ήταν την ώρα που ετοίμαζα την βαλίτσα με 
τα ρούχα των νεκρών μου φίλων.
Με φροντίδα τα τύλιγα όλα σε ρολό.
Δεν χωρούσαν κι έπρεπε χώρο περίσσιο να κάνω. 
Δοκίμασα να βγάλω τα μαντήλια μου, την 
μαύρη πλεκτή ζακέτα μα και πάλι χώρο ελάχιστο 
εξασφάλισα, μια μικρή γωνίτσα μονάχα. 

Οι νεκροί επέμεναν.
Ταξίδι έλεγαν πως θα με έπαιρναν μαζί τους.
Μια απομονωμένη παραλία όντως με περίμενε, 
όστρακα να μαζέψω και στα γαλάζια νερά της να ανοιχτώ.  
Εκεί παραδόξως κόσμος υπήρχε πολύς.
Παιδιά με φουσκωμένα σωσίβια και νεαροί 
πατεράδες με σκισμένα βατραχοπέδιλα.
Δεν ασφυκτιούσα, πήγα, οδηγούς έχοντας τους   
νεκρούς φίλους.

Μάλιστα μια πεθαμένη φίλη μια αρμαθιά κλειδιά 
μου χάρισε τις πόρτες των αναμνήσεων να ανοίγω 
και στις μέρες τις ηλιόλουστες θαρραλέα να βαδίζω 
με μόνο μου ένδυμα ένα μακρυμάνικο πουκάμισο.
Πάντα τα έβρισκα με τους νεκρούς κι απ' τους 
ζωντανούς χρεία καμμιά δεν είχα ούτε λόγο καλό.
Στα όνειρα μου κάθε νύχτα τους καλώ κι αυτοί κρυφά
σπάνε τους μανδύες του ύπνου και κοντά μου έρχονται. 
 
Σαν ξυπνώ πάλι κοντά μου ολάκερους τους έχω.
Στα γαλβανισμένα ταψιά του τοίχου βλέπω 
τις μορφές τους κι όταν τελειώνω τον καφέ
στο κατακάθι του ευδιάκριτα βρίσκονται.
Χαμογελαστοί πάντα
μακριούς μανδύες φορούν σαν αρχαίοι τραγωδοί.
Παύω τότε πια να φοβάμαι τον βοριά και 
στο κορμί μου τον αφήνω να μπαίνει 
τα παλιά μου χειρόγραφα να σαρώνει 
κι έπειτα στους ασκούς του με τάξη να τα μπάζει.

Ποιήματα τους γράφω όσο αυτοί 
καθαρίζουν την κάμαρα μου.
Που και που έρχονται κοντά μου και στίχους 
μου κλέβουν πονηρά.
Πονά το ποίημα και τις οδύνες του 
προσεκτικά παρακολουθούν.
Αυτοί με φαντασία μεγάλη το ποίημα τελειώνουν 
και μην απορείτε αν τέτοια ποιήματα δεν έχετε 
διαβάσει ποτέ άλλοτε, οι νεκροί έχουν την δική τους αλφαβήτα.
Είναι πνιγμένα στις αλληγορίες και ακατάληπτα 
λόγια εμπεριέχουν.

Οι αναγνώστες μου όμως ξέρουν να τα εξηγούν αφού στις 
στρατιές των νεκρών ζουν και κόκκινα κρατούν 
φαναράκια σαν τους νάνους των παραμυθιών.
Φωτίζονται τα ποιήματα και κοντά τους καλούν 
τους αρχαγγέλους.
Με χαρά τους υποδέχομαι και στα τάγματα τους μπαίνω.
Όμορφη, με την μαύρη ζακέτα της φίλης μου στο τραπέζι 
τους προσκαλώ και στα γλέντια μια θέση τους βρίσκω.  

Σελίδες τους μοιράζω πολλές μα μόνο μία 
κατάδικη μου την κάνω.
Είναι αυτή που μιλά αποκλειστικά για σένα και μέσα 
στον ασκό του βοριά την κρύβω κανείς να μην την βρει.
Ανέγγιχτη σαν κι εμένα να δροσίζει το πρόσωπο της 
και σε στράτες ανέγνωρες να πηγαίνει κι όλα τα ενθύμια
στα κρινοδάχτυλα της σφιχτά να κρατά.
 

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Παιδί του φεγγαριού

Όλα μου τα ρούχα αποφόρια του φεγγαριού είναι.
Με αυτά βγαίνω στη πόλη.
Τα φορώ και στα καφέ ξεχνιέμαι 
Στα πάρκα με τις νεραντζιές χέρι με χέρι βολτάρω
με συνοδό μου πάντα του έρωτα την μυτερή ακίδα.
Βαριά ρούχα, με πούλιες και κεντίδια βυζαντινά στολισμένα.
Το μάτι μου έκλεισε μια νύχτα η κρύα πανσέληνος 
του Γενάρη και μου τα έστειλε.
Γενέθλιο δώρο καλοδεχούμενο κι αστραφτερό.
Σε σεντούκια οξιάς ήταν τοποθετημένα.
Δέκα τον αριθμό σαν την δεκάδα των φιλιών που μου χρωστάς.
Με διπλή κλειδαριά ήταν σφαλισμένα.
Το κλειδί το κρατούσα από χρόνια εγώ μέσα στην μπιζουτιέρα 
με τα μαργαριτάρια, τους νεφρίτες και τα ρουμπίνια μου.

Βράδυ τα ανοίγω τις ώρες που η νύχτα χειροδέσμιο 
κρύβει τον ήλιο κάτω από τα φαρδιά φουστάνια της.
Τα ξεδιπλώνω, τα φρεσκαρίζω και στο σκοινί της μουριάς 
τα κρεμώ προσεχτικά κι άλλα πάλι τα μαντάρω. 
Ο κήπος μου του φεγγαριού γίνεται στράτα ασημένια.
Οι γείτονες κάνουν πως δεν βλέπουν.
Φοβούνται τα μαγικά χέρια της σελήνης μην τους 
αρπάξουν τα παιδιά ή μη τους κλέψει τα χαμόγελα από 
τα γαλήνια απογεύματα τους. 
Με ζηλεύουν, με φθονούν και στα όνειρα δύσκολα 
μπαίνουν, στριφογυρίζουν στα ιδρωμένα σεντόνια απελπισμένα  
και τα πόδια της αράχνης μελετούν στο ταβάνι.

Ξάγρυπνοι το πρωί με χαιρετούν με ένοχα πάντα βλέμματα.
Τα παιδιά τους μου ζητούν καραμέλες, τους δίνω και κορδέλες 
τους φορώ στα μαλλιά απ' την πλούσια γκαρνταρόμπα μου.
Οι γονείς τα τραβούν βιαστικά στην αυλή τους.
Τα σταυρώνουν, τα νουθετούν τα ξεματιάζουν 
και στο κεραμίδι καίνε λιβάνι και σμύρνα.
Δεν θυμώνω μαζί τους μόνο που αγαπώ τα παιδιά 
και στα παιχνίδια τους θέλω να μπαίνω με τις βαριές φορεσιές μου.
Μόνο η Ιφιγένεια τους ξεγλιστρά κι έρχεται κοντά μου.
Της χαρίζω ένα ασημένιο κοντογούνι και στο λαιμό 
της μια σειρά από φεγγαροαχτίδες περνώ. 
Μαγεύεται και μειδιά σαν νέα Τζοκόντα μέσα 
από τα τούλια και τα μετάξια.
Σε αυτήν κληρονομιά θα αφήσω όλα τα 
υπάρχοντα μου όταν ταξίδι θα φύγω και στους ουρανούς 
με το ποδήλατο μου βόλτες θα κόβω.