Ήρθε ο θάνατος και
με πλεύρισε σήμερα.
Την σκληρή μορφή των
Κενταύρων είχε πάρει και
σε βουνοσειρές κατάσπαρτες
με αχλαδιές και μηλιές
με οδηγούσε.
Πεινασμένη ήμουν και
χέρια δεν είχα να κόψω
φρούτα παρά μονάχα
ιστοί αράχνης φυλάκιζαν
το σώμα μου και καταργούσαν
την συνέχεια μου.
Προσπάθησα να του ξεφύγω
μα τα πόδια μου ισχνά σαν
μωρού παιδιού απερπάτητου
ήταν και δεν με βοηθούσαν
να ξεστρατίσω από το
αχερούσιο πρόσταγμα.
Στεφάνια ακανθών έβαζε
στα μαλλιά μου.
Μάτωνα, πόναγα και
τα λευκά μου ρούχα
με μεγάλες κηλίδες αίματος
βάφονταν.
Πηγές δεν υπήρχαν
να τα πλύνω.
Έμεινα ανήμπορη να
παρακολουθώ την θυσία μου.
Μόνο μάτια ορθάνοιχτα
είχα την σκηνή της πορείας
μου να αντικρίζω αποσβολωμένη.
Στο πλάι μου μωρά
βυζανιάρικα είχα και
τρελές από τον πόνο μανάδες
τα ρούχα τους έσκιζαν.
Έβγαζα ζωγραφιές και
τους έδειχνα μα καλυμμένες
από τους ιστούς καθώς ήταν
δεν επέτρεπαν να τις δουν.
Χανόμουν μαζί τους.
Στο σκοτάδι βυθιζόμουν.
Στα τάρταρα έπεφτα.
Οι κηλίδες σφράγιζαν
την διαδρομή μου ανάμεσα
στα δέντρα και τους ποταμούς.
Έλα να με βρεις από εκεί
που αγκιστρώθηκα να με βγάλεις.
Κι αν εγώ δεν σου κάνω
χέρι για να μου απλώσεις
σκέψου λίγο των μανάδων
τη μοναξιά και των βρεφών
το σπάραγμα.
Έχει η ζωή κι άλλες να
τους δώσει μέρες κι άνθια
να αποθέσει στα πλευρά τους
με αμυγδαλιές να μοιάζουν
που δαμάζουν το κρύο και
την αποκοτιά των δειλών
αχθοφόρων αποκρούουν.