Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

ko- uta

Αγαπώ το φεγγάρι
οι γρίλιες κλειστές
σπάνια με αναζητάς
τα φιλιά ξεχνάς.

*
Γελούν οι ακροβάτες
το τσίρκο περνά
σπάνια τα νούμερα τους
οι κλόουν κλαίνε.

*
Μελαμψό το πρόσωπο
σπάνια τα φιλιά
χέρι κρατάς τον ήλιο
τον έρωτα ζεις.

*
Ελαφρύ το πέλμα σου
η άμμος καίει
σπάνια μαζεύεις άνθη
κρίνα του γιαλού.

*
Αμυδρό το γέλιο σου
σπάνια ή μιλιά
τα μυστικά σου κρύβεις
βαριά η καρδιά.

*
Ανθισμένες κερασιές
η κόμη ξανθιά
στεφάνι ετοιμάζεις
σπάνιο κόσμημα.

*
Ανατολή ηλίου
σπάνια ζωγραφιά
η πούλια τρεμοπαίζει
σβήνει το σκότος.

*
Χρυσά κοσμήματα
χυτός ο λαιμός
σπάνια φέρνω δώρα
τάφων θησαυρούς. 

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

Εγκλεισμός

Ήρθε ο θάνατος και
με πλεύρισε σήμερα.
Την σκληρή μορφή των
Κενταύρων είχε πάρει και
σε βουνοσειρές κατάσπαρτες
με αχλαδιές και μηλιές
με οδηγούσε.
Πεινασμένη ήμουν και
χέρια δεν είχα να κόψω
φρούτα παρά μονάχα
ιστοί αράχνης φυλάκιζαν
το σώμα μου και καταργούσαν
την συνέχεια μου.

Προσπάθησα να του ξεφύγω
μα τα πόδια μου ισχνά σαν
μωρού παιδιού απερπάτητου
ήταν και δεν με βοηθούσαν
να ξεστρατίσω από το
αχερούσιο πρόσταγμα.
Στεφάνια ακανθών έβαζε
στα μαλλιά μου.
Μάτωνα, πόναγα και
τα λευκά μου ρούχα
με μεγάλες κηλίδες αίματος
βάφονταν.
Πηγές δεν υπήρχαν
να τα πλύνω.
Έμεινα ανήμπορη να
παρακολουθώ την θυσία μου.
Μόνο μάτια ορθάνοιχτα
είχα την σκηνή της πορείας
μου να αντικρίζω αποσβολωμένη.

Στο πλάι μου μωρά
βυζανιάρικα είχα και
τρελές από τον πόνο μανάδες
τα ρούχα τους έσκιζαν.
Έβγαζα ζωγραφιές και
τους έδειχνα μα καλυμμένες
από τους ιστούς καθώς ήταν
δεν επέτρεπαν να τις δουν.
Χανόμουν μαζί τους.
Στο σκοτάδι βυθιζόμουν.
Στα τάρταρα έπεφτα.
Οι κηλίδες σφράγιζαν
την διαδρομή μου ανάμεσα
στα δέντρα και τους ποταμούς.

Έλα να με βρεις από εκεί
που αγκιστρώθηκα να με βγάλεις.
Κι αν εγώ δεν σου κάνω
χέρι για να μου απλώσεις
σκέψου λίγο των μανάδων
τη μοναξιά και των βρεφών
το σπάραγμα.
Έχει η ζωή κι άλλες να
τους δώσει μέρες κι άνθια
να αποθέσει στα πλευρά τους
με αμυγδαλιές να μοιάζουν
που δαμάζουν το κρύο και
την αποκοτιά των δειλών
αχθοφόρων αποκρούουν. 

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Χαϊκου

Μια μαργαρίτα-
κατάσπαρτος ο λόφος
ορχήστρα πουλιών.

*
Λόφοι τριγύρω-
άλικες παπαρούνες
γιορτινά χαλιά.

*
Στιβαρά βουνά-
σειρές πολλές με λόφους
τρελές μυγδαλιές.

*
Πρόποδες βουνών-
κατοικία των λόφων
κρώζουν βάτραχοι.

"
Σιγανή βροχή-
ποτίζονται οι λόφοι
γη των αμπελιών.

*
Τραγανό σώμα-
μαύρα σπόρια καρπουζιού
λόφου μποστάνι.

*
Άγουρα σύκα
οι μέλισσες βουίζουν-
σπίτι στον λόφο.

*
Ακτής βιολέτες
μανιασμένο το κύμα-
λόφοι αλατιού.

*
Κίτρινα φύλλα-
ξεγυμνωμένοι λόφοι
σιγούν τζιτζίκια

*
Τρέμουν σπουργίτια-
κάπες φορούν οι λόφοι
χιονιού φορεσιές.

*
Στρόβιλοι νερού
απόληξη των λόφων-
κρύα η λίμνη,

Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

Τάνκα

Ήχος της βροχής
καλάμια φουρφουρίζουν
λίμνη στο βάθος
Μαχαίρι παίρνω κόβω
εύηχη η φλογέρα.

*
Ήχος κιθάρας
σκιρτούν οι μελωδίες
τα χέρια παίζουν
ζευγάρι θα γένουμε
σφιχτό μας δένει νήμα.

*
Σκληρό το στρώμα
ήχοι από σουμιέδες
γυμνά σώματα
γλυκά τα θρέφει ύπνος
απέδρασε ο έρως.

*
Όνειρα γλυκά
κλείσαν οι μεντεσέδες
ήχοι της νύχτας
βγήκε λαμπρή σελήνη
ουρλιάζουν τα τσακάλια.

*
Ήρεμη ακτή
σαλεύουν οι βαρκούλες
ήχος κύματος
ψαράς τραβάει δίχτυα
θα πέσει παραδάκι.

*
Περνούν δελφίνια
πλώρη χτυπά το κύμα
σιωπά η μπουρού
ταξίδι ξεκινάει
ήχοι λυγμων στ' αμπάρια.

*
Βατράχια πηδούν
κοάσματα και ήχοι
λίμνη αργυρή
τρέχω βουτώ τα πιάνω
νόστιμα ποδαράκια.

*
Κίτρινο ράμφος
γλυκόλαλοι οι ήχοι
φωλιά των σπίνων
κόβω χλωρό χορτάρι
ψηλά στο δέντρο στέκω.

*
Μαύρο μελάνι
κοντυλοφόρος στάζει
λεπτό το χαρτί
έρωτα σβήνει λόγια
μονόγραμμα αγάπης. 

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023

Επικείμενος θάνατος

Πετάχτηκα με μια τρομερή βοή
πολυβόλου απ' τον ύπνο μου.
Φαίνεται πως στη γη των
ονείρων μου αιματηρές
μαίνονται μάχες με
αναρίθμητους νεκρούς.
Ήμουν ιδρωμένη κι η καρδιά
κάλπαζε σαν ατίθασο άτι
που χάθηκε φοβισμένο
στο δάσος.
Έψαυσα το σώμα μου,
πουθενά δεν βρήκα πληγές
παρότι ένας πόνος γλυκός
σαν μαχαιριά διαπερνούσε
το στήθος μου.

Τράβηξα την κουρτίνα,
η νύχτα ξετύλίγε ακόμα
τα κουβάρια της με την
μαεστρία ενός ποιητή
που σκαλίζει στίχους
πάνω στο μάρμαρο.
Ένας τεράστιος μαύρος
όγκος στην αυλή
μού τράβηξε το βλέμμα.
Απόρησα.
Σάστισα.
Στην αυλή μου μόνο
βασιλικά, γιασεμιά,
κατιφέδες και νυχτολούλουδα
μέσα σε πήλινες γλάστρες
υπάρχουν.
Πώς εισέβαλε στον κόσμο
τους ένα παρείσακτοι μαύρο
σώμα;

Ντύθηκα πρόχειρα
και βγήκα στην αυλή.
Ένα στρατιωτικό ελικόπτερο
είχε προσεδαφιστεί εκεί.
Ο έλικας του γυρνούσε ακόμα
και μια σημαία άγνωστη
είχε ζωγραφισμένη
στην δεξιά πόρτα.
Ένας νεαρός πιλότος
μου ένευσε να πάω κοντά του.
Δίστασα.
Πισωπάτησα.
Εγώ ποτέ δεν αγάπησα
τις μάχες και τις συρράξεις.
Μπήκα στο σπίτι.
Αδύναμη ήμουν.
Άοπλη χωρίς μπαρούτι
κι εξαρτήσεις συνήθιζα
να βαδίζω
ως τα τώρα στη ζωή.
Τις μάχες μου άλλωστε
τις έδωσα σώμα με σώμα.

Σκέφτηκα το τουφέκι
του πατέρα από χρόνια
χαμένο στη στέγη κάτω
απ' τις βαριές γκρίζες
πλάκες.
Πώς να το φτάσω;
Πώς να το ξετρυπώσω;
Άσε που φοβάμαι και
τους σκορπιούς και τα
φίδια που κυκλοφορούν εκεί.
Ανακάθισα στο κρεβάτι
κι άκουσα ένα βραχνό
ήχο μηχανής.
Το ελικόπτερο έφευγε
χωρίς εμένα.
Μάλιστα ο πιλότος
μου φώναξε πως θα
επέστρεφε πάλι αύριο.
Η απειλή του με άδειασε.

Το απόγευμα βρέθηκα
στη στέγη.
Πλήθος οι σκορπιοί
και τα φίδια γύρω μου.
Με τα χέρια τα παραμέριζα.
Βρήκα το τουφέκι
μαζί με δυο σειρές
από φυσίγγια σε μια κρύπτη.
Ανάπνευσα λυτρωμένη.
Από εδώ και στο εξής
μαχήτρια θα βγαίνω
στων ονείρων την
καμένη ράχη.
Μόνο που θα πρέπει
να εξασκηθώ λίγο
στο σημάδι πρόωρα
να μην πέσω νεκρή και
παραγκωνισμένο της ζωής
θύμα γενώ.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

Οι εκδορείς

Ήρθες όταν διακορεύονταν
ο έρωτας πάνω στη γη.
Τρεις άντρες με μακριούς χιτώνες
είχαν αναλάβει το
ιταμό αυτό έργο.
Σε ένα τάγμα εφόδου ανήκαν.
Κρατούσαν βαρύ οπλισμό στα χέρια
κι άχαρα είχαν πρόσωπα μαυριδερά.
Μύριζε η ανάσα τους μπαρούτι,
αψέντι και κρυσταλλική κόλλα.

Ήρθες την πέμπτη πρωινή ώρα.
Τότε που στις εμπασιές βγαίνει
το ύστερο αστέρι κι αποχαιρετά
τον κόσμο.
Δεν είχε χαράξει ακόμα και
το μαύρο σκυλί του ουρανού
οσμίζονταν τα βήματα σου.
Σε ακολουθούσε, σέρνοντας
το λαβωμένο του πόδι.
Στα χέρια σου κρατούσες
την επιστολή που σου είχα
στείλει από τις μέρες εκείνες
που στο σώμα μου σβιούσε 
η τελευταία ικμάδα του αίματος μου.

Περίμενες καρτερικά πίσω από
την μυρτιά για να χαράξει.
Σε έβλεπα κι έτριβα τα χέρια μου
από χαρά κάτω από τα μάλλινα
μου γάντια.
Οι άντρες κοιμούνταν βαριά.
Οι μανάδες δρόσιζαν τα εμπύρετα
μέτωπα των παιδιών.
Οι γιαγιάδες χασομερούσαν
δίπλα στο πλεκτό φανελάκι
της άνοιξης, δεν ήθελαν να
πεθάνουν και πόντους έριχναν
στο ζιπούνι της ζωής.

Σαν χάραξε ατρόμητος βγήκες
στη γη.
Η απλίκα στο δωμάτιο μου
είχε σβήσει κι εγώ στο ενύπνιο
επέτρεπα στα όνειρα να με
σκουντάνε με το αριστερό τους
μπράτσο.
Στο μπάνιο οι νεράιδες πλένονταν
με το σαπούνι σου.
Δεν θρηνούσες.
Δεν έκλαιγες.
Δεν έγραφες στίχους.
Μόνο με μάτια υγρά φυγάδευες
τον έρωτα στην καλαμωτή
του κήπου.

Οι τρεις άντρες δεν σε πήραν
χαμπάρι.
Τους πλησίασες και τους
έκλεψες τα κομπολόγια
τι κι ήθελες πολύ να μετράς
τα πάθη των νέων εραστών.
Έφυγες έπειτα αθόρυβα, μόνο
τα παιδιά σε είδαν να ανεβαίνεις
την σκάλα του ουρανού
κρατώντας ένα αιματοβαμμένο φορείο.
Πάνω του η σορός του έρωτα
μοσχοβολούσε σαν παιώνια
ορεινή.
Εγώ σε πίστευα.
Ήξερα ότι δεν χάνεις καμιά μάχη
και με μια λαβή του σπαθιού σου
θα κατατρόπωνες τους σφαγείς 
στην επόμενη κάθοδο σου έστω.

Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

Οι καθαρές κουβέντες

Ετοίμασε τον καφέ της,
άναψε τσιγάρο.
Απ' το παράθυρό της έβλεπε
ένα πανύψηλο φουγάρο
μιας άλλης εποχής.
Τίναξε τη στάχτη
στον νεροχύτη.
Το τασάκι πλυμένο
στράγγιζε.

Στον κάδο των σκουπιδιών
τα αποτσίγαρά του.
Ένα δεν είχε σβήσει.
Μύριζε νάιλον
και μουχλιασμένη αποθήκη.
Απ' όταν έφυγε
σταμάτησαν να χαμογελούν
τα τριαντάφυλλα.

Σκέφτηκε τον κόκορα
με τον κομμένο λαιμό.
Ίδιο χρώμα με τα τριαντάφυλλα
το αποτύπωμα του.
Καθαρές οι κουβέντες
στον κήπο  
σαν τις λάμες των μαχαιριών
που λειαίνεις κάθε πρωί
πριν βάλεις το καπέλο
και χαθείς στων αστεριών το πλήθος.