Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Haibun Το πρώτο μπάνιο

Ξεκίνησε πριν ακόμα σκάσουν οι αχτίδες του ήλιου στο βουνό. Χάζεψε λίγο την πορφύρα του ξημερώματος και κατευθύνθηκε προς τον στάβλο. Η λυγερόκορμη φοράδα την περίμενε αναχαράζοντας την τροφή της. Ένας κόκορας έφερνε βόλτες
γύρω της κορδωτός πριν αποφασίσει να σημάνει το πρωινό εγερτήριο.

Λεπτό φόρεμα
ανοιξιάτικη μπόρα-
τρέμει το κορμί.

Βγήκε στον δρόμο, ανέβηκε στο άλογο κι άρχισε να ιππεύει. Ξέσφιξε τα χαλινάρια, κλώτσησε με τα πόδια και το ζωντανό επιτάχυνε τον καλπασμό του. Κρύος ακόμη ο πρωινός αέρας της χάιδευε το τσιτωμένο της δέρμα. Έσφιξε λίγο το λουλουδάτο φουλάρι της γύρω από το λαιμό.

Χνουδωτά φύλλα
άνθη της καλεντούλας-
βρόχινο νερό.

Έφτασε στο ακροθαλάσσι. Ανεμπόδιστος ο ήλιος χωρίς καθόλου σύννεφα την ζέσταινε απαλά. Έβγαλε το ανάλαφρο της φόρεμα και βούτηξε στα ήσυχα νερά. Κολύμπησε γρήγορα για να ζεστάνει το ανατριχιασμένο της κορμί. Το άλογο φρούμαζε κάτω από τις καλαμιές. Τα μπαμπού μεγαλώνουν πολύ γρήγορα προσφέροντας την αδιαπέραστη σκιά τους.

Φύσηξε βοριάς
οι κερασιές λυγίζουν-
τράνταγμα ζωής.

Βγήκε από το νερό. Ένα σπασμένο κοχύλι της τρύπησε λίγο το πέλμα. Άρχισε να μαζεύει αγριοβιολέτες που κάλυπταν το πάνω μέρος της ακτής. Τους έδωσε το σχήμα του στεφανιού και με αυτές στόλισε την χαίτη του αλόγου. Μακριά ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου. Καβαλίκευσε την φοράδα κι έφυγε. Οι μωβ αγριοβιολέτες έπεσαν στη γη. Στάθηκε τις μάζεψε και τις πέρασε γύρω από το λαιμό της σαν δεύτερο φουλάρι.

Κρύα τα νερά
κοάζουν οι βάτραχοι-
πυκνή βλάστηση. 

Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

Haibun Μια βόλτα στο ποτάμι

 

Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα και βγήκε στην αυλή. Το τελευταίο σκαλοπάτι κινούνταν ήταν σαρακοφαγωμένο και έτριζε. Έκανε να πέσει προς στιγμή μα κατάφερε τελικά να ισορροπήσει. Στην αυλή είχαν ανθίσει τα κόκκινα βελούδινα ρόδα. Έσκυψε τα μύρισε κι έκοψε ένα λουλούδι. Το καρφίτσωσε στο πέτο κι άνοιξε την αυλόπορτα. Μια μέλισσα ζουζούνισε δίπλα της. Τίναξε το χέρι της για να φύγει.

Μακρύς ο δρόμος
έδεσαν οι κερασιές-
πυκνή φυλλωσιά.

Πήρε το χωμάτινο μονοπάτι που οδηγούσε στο ποτάμι. Δεξιά κι αριστερά της συστάδες από λεύκες, κυπαρίσσια και λυγαριές θρόιζαν με την βοήθεια του αέρα. Περπατούσε γρήγορα και τα μαλλιά της ανέμιζαν. Ξεσφίχτηκε η κορδέλα της έπεσε κάτω κι έσκυψε να την πάρει. Την στέριωσε. Ένα μυρμηγκάκι έκοβε τώρα βόλτες στα μαλλιά της.

Κάτασπρο κρίνο
πετούν τα χελιδόνια-
διψά το χώμα.

Πλησίασε στο ποτάμι. Ο χωματόδρομος έγινε όλο και πιο πολύ ανώμαλος. Ακουγόταν το νερό να τρέχει. Τάχυνε κι άλλο το βήμα της. Έφτασε στην όχθη. Πολλές οι λυγαριές και οι μυρτιές γύρω της. Θαύμασε. Τα μπαμπού μεγαλώνουν γρήγορα και ξεπερνούν τους θάμνους σχηματίζοντας αψίδες. Στάθηκε στο ένα πόδι και μάζεψε πέντε κλαδιά λυγαριάς. Τα έδεσε σε στεφάνι και το απίθωσε στο κεφάλι της. Στο σπίτι θα το στόλιζε με τα κόκκινα ρόδα.

Πράσινο φύλλο
παγκάκι ξεχασμένο-
ρόδα κόκκινα.

Διάλεξε έξι λεία βότσαλα για να τα ζωγραφίσει. Με γεμάτο το καλάθι από μπαμπού πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ένα βατραχάκι πέταξε μπροστά της κοάζοντας. Πιο πέρα είδε δυο βατράχια καθισμένα πάνω σε ένα πεσμένο φλοιό δέντρου. Τα κοίταξε προσεκτικά, σμίγοντας τα μάτια καθώς γυάλιζαν κάτω από τις αχτίδες του ήλιου σαν σμαράγδια.

Ήχοι του νερού
ανθισμένες κυδωνιές-
σιμά η πηγή.

Τα γάντια του ουρανού

Ήρθε η νύχτα στα όνειρά μου και μου
χάρισε ένα ζευγάρι μακριά μαύρα γάντια.
Έφταναν πάνω από τον αγκώνα κι είχαν
μια μαλακή μεταξένια υφή.
Πάνω τους ήταν καρφιτσωμένα μια σειρά
από άστρα και μια χαριτωμένη ημισέληνος
που γελούσε έχοντας στην καμπύλη της
ένα βρέφος που το ταχτάριζε γλυκά.

Φόρεσα χαρούμενη τα γάντια και φωταψίες
ισχυρές διαπέρασαν σχεδόν όλη την ύπαρξή μου.
Να η πούλια πρώτη με τα εφτά παιδιά της
πανηγυρίστρα ξεπουλούσε το χρυσάφι της.
Κόσμος πολύς πλούτιζε ξαφνικά κι είχε
στο τάσι του μικρούς ράβδους χρυσού και μαλάματα.
Γέμιζε το πιάτο στο σπίτι τους αχνιστό κρέας
και πλιγούρι θρεπτικό σταριού.

Γελούσε η μάνα, χαίρονταν τα παιδιά
πετώντας στον αέρα αερόστατα και πυροτεχνήματα.
Η νύχτα σαν καλόβολη μάγισσα μου χάρισε
κι άλλα πολλά δώρα αφειδώς.
Να ο κρόνος με τους δακτύλιούς του που ήρθε
κι απόθεσε στα χέρια μου πλατινένια βραχιόλια
και στο λαιμό μου περίσσια όλο πέτρες ακριβές
στολίδια.
Πλάταινε το στέρνο και ζωηρές εξέπεμπε λάμψεις.
Έρχονταν κι ο αγαπημένος με τον τριμμένο μανδύα
και με θαύμαζε λες και ήμουν Θεά.
Χαιρετούσε την πούλια, τον κρόνο, την σελήνη
κι έμπαινε στον κήπο μου με τα φιλιά του έρωτα,
τα τρυφερά χάδια και τα αιμάτινα καλέσματα για
να με συναρπάσει.

Ζούσαμε μαγικά και σε λεωφόρους αστραφτερές
βαδίζαμε χέρι χέρι πιασμένοι.
Ένας στρατός από χρυσά ανθρωπάκια μας ακολουθούσε
και μας ανέβαζε σε ένα μπρούτζινο βάθρο βασιλείς
να μας ορίσει και χορηγούς της αγάπης.
Έρχονταν και δυο περήφανοι αετοί κι ανέβαιναν
στο βάθρο καθάριο αίμα σταλάζοντας στις φλέβες μας.
Δυνατοί κι ωραίοι γινόμασταν και για έγγραφα είχαμε
συλλογές ποιημάτων και παραμυθιών.
Τα απαγγέλαμε κι οι άνθρωποι εκστασιασμένοι μας
έραιναν με ροδοπέταλα κι αγριοβιολέτες.

Σαν ξύπνησα το πρωί ρινίσματα χρυσού είχα στο σώμα
και ένα χρυσόδετο βιβλίο ποιημάτων με περίμενε.
Ο αγαπημένος παρότι είχε φύγει, ήταν παρών.
Ασημένιο μανδύα φορούσε στους ώμους.
Χιλιάδες φιλιά κρατούσε στο δισάκι του.
Θερμές αγκαλιές μου χάριζε να ζεσταίνομαι απ' την αύρα του
Αυτά τα φιλιά με κρατούν στη ζωή και με αυτά πορεύομαι
μέσα στα όνειρα της νύχτας.
Πάντα ένα ζευγάρι γάντια άφθαρτα κρατώ
τον πλούτο να μοιράζω στον κόσμο ολάκερο και
ένα βαθύ πιάτο με ζεστή σούπα για τις φαμίλιες που
ζουν στα παραπήγματα του κόσμου να φέρνω.
 

Ο βίος των σπιτιών

Τα υπερυψωμένα σπίτια
ατένιζαν την θάλασσα.
Τρίπατα ήταν με πρόχειρη
περίφραξη από σκουριασμένο
κοτετσόσυρμα και με λουλούδια
πολλά στις αυλές.
Στο φρυδιού του γκρεμού
στέκονταν αγέρωχα.
Από κάτω τους βυσσοδομούσε
το χάος σαν τεράστιο
μηδενικό από μια δύσκολη
εξίσωση, άλυτη από τους
πιο πολλούς μαθητές
του εξατάξιου σχολείου.

Συστατικό τους στοιχείο
ο ίλιγγος, το στεφάνι
των νεφών κι η απόρθητη
μοναξιά των σπηλαίων.
Γιατί στα μπαμπακένια
πουκάμισα των σύννεφων
ακουμπούσαν τα σπίτια.
Οι στέγες τους έξυναν
τον πίνακα του ουρανού
καλλιγραφώντας
γεωμετρικά σχήματα.
Τις νύχτες έπαιρναν
αλαμπρατσέτα το φεγγάρι
για μια βόλτα στις γειτονιές
του γαλαξία.
Τις μέρες εξορύγνυαν από
τον ήλιο μεταλλεύματα χρυσού.
Στα πουγκιά τα έβαζαν
οι ένοικοι τους.
Γίνονταν ξάφνου πλούσιοι,
δεν ήξεραν όμως που
και πως να τα ξοδέψουν.

Απρόσιτα τα σπίτια κι οι
αγορές μακριά, δεν τις
έφταναν κομπολόγια να
αγοράσουν, φίλντισι,
βραχιόλια με ρουμπίνια
και περιδέραια από σεντέφι.
Έμεναν φτωχά από
κοσμήματα τα κορίτσια
κι έκλαιγαν με λυγμούς
μπροστά στους μπρούτζινους καθρέφτες.
Στριμώχνονταν
ανάμεσα στα βουνά
τα σπίτια
και στις κορυφογραμμές
ξανάσαιναν λυτρωμένα.
Είχαν αυλές με λουλούδια
και δυο πεζούλες με
κηπευτικά.
Αριστερά στις αυλές με
τις περιποιημένες
ορτανσίες και της παρθένου
τα κρίνα υπήρχε η βρύση
κι η τσιμεντένια λεκάνη.

Έβγαινε κρουστό το νερό
σαν ποταμού αναβλύζουσα
πηγή.
Κρύωναν τα χέρια, μπούζι
η επιδερμίδα τσιτώνονταν
σαν έτοιμη να σπάσει.
Εκεί παγιώνανε το καρπούζι,
το πεπόνι και τα
αγριοκέρασα ελλείψει
ψυγείου της οικογένειας.
Γλέντια πολλά γίνονταν
στις αυλές.
Τα σπίτια χόρευαν κρατώντας
αντί για μαντήλι τις ουρές
των σύννεφων.
Χτυπούσαν παλαμάκια
τα αστέρια κι οι άρπες
των αγγέλων συνόδευαν
το αξόδευτο τραγούδι.
Εκεί ο τσάμικος, ο συρτός,
ο καγκελάρης και το
λεβέντικοί ζεμπέκικο.
Πέφταν σωρηδόν
τα χαρτονομίσματα,
τα άνθη της λεβάντας
κι άναβαν οι φωτιές
στα νεανικά μέτωπα.

Καίγονταν τα λεφτά,
πυρπολούνταν τα άνθη
κι απανθρακώνονταν
σαν τα πρωτομαγιάτικα
στεφάνια του Άη Γιαννιού
στου θέρους το μπαλκόνι.
Κάθε Αύγουστο μήνα τα
σπίτια φιλοξενούσαν
τους ξενιτεμένους αδερφούς.
Κόβονταν το καρπούζι,
το πεπόνι κι η γλυκοκολοκύθα.
Δροσίζονταν ο ουρανίσκος
κι οι πίτες έβγαιναν
αχνιστές στο τραπέζι.
Μαζεύαμε τους σπόρους
για την νέα σπορά.
Το χάος έπαυε τότε να είναι
απειλητικό, τα μηδενικά
έμπαιναν σε μαθηματικές
πράξεις απλές που ακόμα
κι οι γέροντες τις έλυναν.

Γελούσαν οι γυναίκες με
γέλιο καρδιάς και τα κορίτσια
άφηναν τους καθρέφτες
κι έμπαιναν στο γλέντι.
Δεν ήταν πια παραπονεμένα,
τα ξενάκια τους είχαν κρεμάσει
σειρές από κοσμήματα στο
λαιμό, στα χέρια και σαν
εικονίσματα έμοιαζαν
της Παναγίας
της Χρυσοβαλαντου
προστάτιδα
της ενορίας τους.
Οι άντρες πλατάγιζαν
ικανοποιημένοι τις γλώσσες
τους και με μια λαβή
του χεριού τους έκοβαν
στα δύο την ορεσίβια μοναξιά.
Χαμογελούσαν ξαλαφρωμένοι.
Άνθρωποι τα σπίτια
ξαναμμένα πανηγύριζαν
με τριπλές δίπλες χορού
στη χώρα της ουτοπίας
ανεβάζοντας τον κονιορτό
των άστρων πάνω από
τις στέγες τους.
 

Η παιδαγωγός

Ήταν δασκάλα σε μια
ομάδα παιδιών προσχολικής
ηλικίας.
Πολύ την αγαπούσε
αυτήν την ηλικία.
Μόνο χειροτεχνίες
έκανε μαζί τους,
τραγούδια τους μάθαινε
και παιχνίδια ομαδικά
δεν χόρταινε να παίζει με αυτά.
Δεν χρειάζονταν
να τους μαθαίνει
καλλιγραφία και
κάποια λίγα κουτσογράμματα.
Η ομάδα της δεν είχε
καμιά συνοχή.
Δυο παιδιά έσπαγαν
τον συνεκτικό της ιστό.
Ένα κορίτσι αυτιστικό
κι ένα αγόρι υπερκινητικό
ήταν η κυρία αιτία
για την οχλαγωγία μες
την τάξη.
Οι εργοδότες την επέκριναν.
Σαν δαμόκλειος σπάθη
επικρέμονταν η απόλυση
πάνω από το κεφάλι της.
Ακόμα και για την ενδυμασία
της τήν κατηγορούσαν.
Φορούσε την ίδια πάντα
κλαρωτή και παλιομοδίτικη
φούστα που διέγραφε καθαρά
την πρησμένη κοιλιά της.

Η συνάδελφος της αντίθετα
είχε μια αρκετά δεμένη
ομάδα.
Σαν τακτικό τάγμα στρατιωτών
έμοιαζαν τα δικά της παιδιά.
Οι γονείς σαν ανταμοιβή
για το έργο της τής χάριζαν
χρυσά δαχτυλίδια.
Αυτή περιφρονημένη από
γονείς κι αφεντικά
ταπεινά έπαιρνε πάντα δώρα.
Όπως μικρά μαγνητάκια,
μπιμπελό του κιλού
και που και που
ανθοδέσμες με πολύχρωμα
χρυσάνθεμα.
Τα μαγνητάκια τα έφερνε
το ζωηρό υπερκινητικό αγόρι.
Τις ανθοδέσμες τις έφερνε
το αυτιστικό κορίτσι.
Η συνάδελφος
της κορδώνονταν για τα
δώρα της.
Αυτή συνεχώς
σαν τον μυθικό Σίσυφο
προσπαθούσε
να δέσει την ομάδα της
χωρίς κανένα όμως αποτέλεσμα.
Έκανε έναν καθημερινό
αέναο αγώνα να οδηγήσει
σε γραμμές τα παιδιά
στο σχολικό.

Ο οδηγός δεν της μιλούσε,
κακιωμένος ήταν μαζί της.
Μόνο με την συνάδελφο
της έπιανε κουβέντα
και μάλιστα την είχε
φιλοξενήσει στο εξοχικό
του στην Εύβοια.
Ήταν το δεύτερο αφεντικό
και το πιο στρυφνό
κι απαιτητικό συνάμα.
Αυτή τον φοβούνταν κι η
γλώσσα της δένονταν κατά
όλη την διαδρομή.
Λέξη δεν έβγαζε.
Τα παιδιά τραγουδούσαν.
Αυτή σώπαινε.
Στα χέρια της η ανθοδέσμη
να κρύβει λίγο την
παλιομοδίτικη φούστα.
Κάποια στιγμή μετά
την απαίτηση των γονιών
τα αφεντικά την απέλυσαν.
Απόμεινε με τα μαγνητάκια
του ψυγείου, με τα κιτς
μπιμπελό και με τις
ανθοδέσμες με τους
μακριούς μίσχους.

Έως σήμερα κρατά αυτά
τα δώρα στην άνεργη ζωή της.
Τις ανθοδέσμες μάλιστα
τις αποξήρανε για να μην
τις χάσει.
Το σπίτι της μοιάζει κάπως
με την παλιά της τάξη.
Παρηγοριέται.
Στα όνειρα της έρχονται
συχνά τα δυο ατίθασα παιδιά.
Της φέρνουν πάντοτε
τα ίδια δώρα.
Είναι εκνευρισμένα και
κατακρίνουν τα αφεντικά
που την στέρησαν από αυτά.
Το αυτιστικό κορίτσι
την αναπολεί και
φορά μια κλαρωτή κορδέλα
στα χρώματα της
παλιομοδίτικης φούστα της.
Το αεικίνητο αγόρι
μεγάλωσε και της γράφει
ποιήματα μακροσκελή.
Τα διασώζει αυτά τα
ποιήματα στο συρτάρι της.
Ίσως κάποτε τα εκδώσει
κι όλοι τότε θα μιλούν
για μια υποδειγματική δασκάλα,
ακόμα κι αυτά τα αφεντικά
σαν κόλακες θα την θαυμάζουν. 

Η προσάρτηση

Συρρίκνωσα τις μέρες μου
για να προφταίνω της ζωής
το έλκηθρο.
Κοράσι ανυπόμονο η μέρα
ποτέ δεν καταφέρνω
να τη φτάσω.
Βηματίζει γοργά
ανεμίζοντας τα χρυσά
μαλλιά της και πίσω της
λαχανιασμένη με αφήνει.
Ριγμένη εγώ στο αμαξίδιο μου
την βλέπω λυγερόκορμη
να απομακρύνεται.
Από μακριά την θωρώ
με αναμμένα τα μάγουλα της
με νεανική την κορμοστασιά
και με άνθη στα χέρια
να συνομιλεί με ένα ασκέρι
παιδιών που παίζουν
κουτσονήλιο στα πεζοδρόμια
με τα σπασμένα πλακάκια.
Αυτή ο μαρμαρόκτιστος ναός
κι εγώ μια εκκλησιά συλημένη
με έπαρση μεγάλη
να με κοιτούν οι ιερόσυλοι της.
Μου παίρνουν τις εικόνες μου,
τα τάματα μου, τις κανδήλες μου
κι εκείνο το ζεστό στασίδι
που κάθονταν περίλαμπρος
ο ήλιος της χαραυγής.

Στον ύπνο δίνομαι από νωρίς,
πριν έρθει αφηνιασμένο
το ηλιοβασίλεμα με τις
πορφυρές του γάζες και
με πληγώσει.
Αιμάτινα σάβανα ζητά να με ντύσει,
φωτιές ψηλές
διαλέγει για να με κάψει
και σαν έρωτας καβαλάρης
στη σέλα του δεν με βάζει
να ανέβω.
Σκληρή η ώρα του δειλινού
για τους μονήρεις της αμαρτίας.
Τα ζευγάρια δεν μπορώ
να αντικρίζω που φωτογραφίζονται
περιπαθώς μπροστά στην αίγλη του.
Μόνη εγώ χωρίς εσένα
με πρεσβύωπας κότσυφας
μοιάζω που ξεχνά τις νότες
και το αναλόγιο των δέντρων
δεν βλέπει καθαρά.

Απ' όταν έφυγες μισώ
αυτές τις στιγμές κι από
το κοφίνι της νύχτας διαλέγω
μαύρο νήμα για να σου πλέξω
ένα ακόμα ζεστό πουλόβερ.
Μεγάλη γκάμα έχω από αυτά
να μην κρυώνεις μες τη
νότια των ανθρώπων.
Στην καστροπολιτεία της
νύχτας μονάζω,
τις θωπείες της δέχομαι,
μακρυμάνικα έχω
ρούχα στολισμένα με τις
καρφίτσες των άστρων και
για οδηγό έχω τη σελήνη
που με το φτιασιδωμένο
πρόσωπο της λήθης ερωτοτροπεί.

Σύμπραξη κάνω με τη νύχτα
και τα χαμένα μου υπάρχοντα
πίσω μου γυρίζει.
Τις γκρεμισμένες εκκλησιές
ξαναχτίζω με τέχνη περισσή.
Αυτή μου έμαθε πως να
λειαίνω την οργή της πέτρας,
πως να χτίζω τα παρεκκλήσια
και τα δώματα των ξέμπαρκων εραστών
πως να οικοδομώ.
Καλή και καταδεκτική είναι
μαζί μου.
Μου επιστρέφει τις εικόνες,
τα τάματα, τις κανδήλες
και του λυκαυγές το στασίδι
μου παραχωρεί ύστερα
από τις σκληρές ναυμαχίες
που δίνει με τον ήλιο όταν αυτός
ξεστρατίζει αποκαμωμένος
να κοιμηθεί
στις κλίνες της θάλασσας.

Πολλά εδάφη κατακτώ με
τη φιλότιμη συνέργεια της.
Μεγεθύνεται ο κόσμος μου.
Μεγαλώνει το ύψος μου.
Αυξάνεται ο πλούτος μου.
Δεν μπορεί κάποτε θα
προσαρτήσω και την δική
σου χώρα, ένδοξος να στεφθώ
στρατηλάτης μπροστά στους
βωμούς των ματιών σου.
Χρόνια σε πολιορκώ με
το μπαρούτι του γαλαξία
και των πεφταστεριών
τα κοφτερά ξίφη.
Νομίζω πως έφτασε η ώρα
την ωραία πύλη σου
να περάσω, τους κορμοράνους
που έχεις βάλει για φύλακες
να μεθύσω έτσι που το πόστο τους
να εγκαταλείψουν
ίσα για μια στιγμή.
Μου φτάνει.
Ωραία σαν νεράιδα να πλαγιάσω
μαζί σου και στο περιπαθές
ηλιοβασίλεμα ιέρεια
ξανά να σταθώ
να με φωτογραφίζουν
οι μαργαρίτες του Απρίλη
που μόνο στο "σ' αγαπώ" όλα
τα πέταλα τους ξοδεύουν.

Καλημέρα απανταχού. 

Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Παρακαταθήκη

Ήταν διακόσια παλικάρια.
Κάτω από τις ντρίλινες 
πουκαμίσες τους στα φαρδιά
τους στήθη
είχαν με το αίμα τους
γράψει το σύνθημα.
Οι εχθροί κι οι εθνοπατέρες 
που ένα πεζούλι γης είχαν
στο χωριό
σκιάζονταν δεν το έβλεπαν.
Μεθυσμένα τα παλικάρια
σφίγγανε τις γροθιές.
Όταν οι σφαίρες τα
χτυπήσαν κι έγειραν
πάνω στο χώμα
η γη εξανέστη.
Αόρατα πινέλα ήρθαν
κι άρπαξαν το σύνθημα.
Όλες οι ρούγες της
πόλης τώρα μαρτυρούσαν
τη θυσία τους.
Ανεξίτηλο το σύνθημα
έβαψε βουνά, τοίχους,
πελάη, λαμαρίνες
και τις καρδιές των εργατών.

Το είδαν οι δεσμώτες
κι εξαγριώθηκαν.
Το σύνθημα δεν έβγαινε
με τίποτα από πουθενά
είχε τελειώσει κι ο ασβέστης.
Η πολιτεία γελούσε
με τα μαργαριταρένια
της δόντια.
Στις φασκιές τα βρέφη
κλωτσούσαν τα κουβάρια
του αέρα.
Στο σκαφίδι η μανάδες
ζύμωναν τον άρτο των φτωχών
με νερό πηγαδίσιο.
Στα μαλλιά των κορασίδων
κάθονταν πεταλούδες
με κόκκινα φτερά.
Στους γκαζοτενεκές
οι βασιλικοί αγίαζαν
τους άγουρους ήρωες

Ρουμπίνια κρατούσαν
τα παιδιά στα χέρια.
Έλαμψε η πολιτεία
οι νεκροί με τα
τσιγκελωτά μουστάκια 
έδιναν όρκους,
οι μαντήλες των γραιών 
λάβαρα γενήκαν,
γιόρταζαν τα μάτια,
ξαγρυπνούσαν 
κανείς δεν κοιμήθηκε.
Την επομένη με το χάραμα
σχεδόν, όλοι βγήκαν στους
δρόμους για να φωνάξουν
το σύνθημα των παλικαριών
"Το αίμα μας θα τους πνίξει
συνεχίζουμε τον αγώνα."

Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Το εκτόπισμα του ποιήματος

Στη χαρούλα

Στεγνός ο ουρανίσκος μου
από καιρό δεν με αφήνει
να μιλήσω, ούτε να απαγγείλω
το ποίημα που κυοφορήθηκε
εντός μου.
Είναι που νήστεψα τα φιλιά σου
πολλά χρόνια και μόνη έμεινα
με μαύρο ρούχο και με
πεταλίδες στα χέρια
να μετράω των κυμάτων
το ρυθμικό πήγαινε έλα.
Σε ένα βράχο κατοικώ
έξω από του κόσμου
τη συνεχώς μεταβαλλόμενη
συνάφεια.

Γλάροι με συντροφεύουν
κι ένας μικρός φαροφύλακας
μου ιστορεί τα θαύματα
της θάλασσας.
Φορά το ναυτικό κασκέτο 
του παππού του
κι ένα παράσημο φέρει
στο στήθος από απερχόμενες
ήττες.
Είναι σοβαρός σαν δάσκαλος
πρωτοετής κι όταν
δεν περνάει καράβι
ψιλοκουβέντα μου πιάνει.
Μου μιλάει αργά
για γοργόνες, για θαλάσσια
τέρατα, για ναυαγούς και
για βυθισμένα καράβια
που τάφος έγιναν με
πάμπολους νεκρούς στα σπλάχνα τους.
Ωραίοι νεκροί που καρτερούν
στα θαμπά φινιστρίνια πιασμένοι
να έρθει το ναυαγοσωστικό να τους σώσει.

Έρμαιο των φιλιών κύμα 
και πάναγνη τον παρακολουθώ
εκστασιασμένη.
Με την φωνή μου χαμένη
νεύματα πολλά του κάνω.
Με καταλαβαίνει καθώς
γνώστης είναι των σωμάτων
ιδίως των αγιασμένων
από της αγάπης τον
ιερό βασιλικό.
Κάποιες φορές μάλιστα
του ανοίγω την καρδιά μου
διάπλατα για να με διαβάσει.
Αναστατώνεται, βλέπει
τις πληγές μου, διαβάζει
τους κρυφούς κώδικες μου,
τα ποιήματα εξετάζει
κι από τα βάθη της σκάβοντας
παίρνει αίμα για να γράψει
ένα εξόριστο πρελούδιο
της λήθης δοσμένο.

Στα τόσα χρόνια που ζούμε κοντά
πολλά μου έχει κλέψει ποιήματα.
Μάλιστα χτες με πληροφόρησε
πως επιτέλους την πρώτη του
θα βγάλει συλλογή.
Δεν τον κακιώνω, άφωνη μένω
και τον αφήνω καρτερικά
μέσα μου να έρχεται.
Άλλωστε ξέρω πως για εμένα
όλα τα ποιήματα της καρδιάς
άκλαυτα πήγαν από
τη μακρινή εκείνη στιγμή
που με μεθούσε η ηδονή
των ονειρικών ενυπνίων.

Του τα παραχωρώ λοιπόν εύκολα
χωρίς τύψεις ή υστεροβουλία.
Όλα δικά του είναι μόνο
ένα κρατώ για εμένα.
Αυτό το δικό σου που
για χρόνια δέκα το κρύβω
πάνω στον ουρανίσκο μου
Αυτό δεν τον αφήνω
να μου το πειράξει.
Τη γλώσσα μου βάζω
για φρουρά, δεν το βλέπει,
δεν το ακούει μιας
και οι στίχοι του έρωτα
στη σελήνη είναι δοσμένοι
και μόνο άναρθρες βγάζουν
κραυγές.

Δεν σου τελείωσα....
Επινοώ συνεχώς πονηρά 
τεχνάσματα, το στόμα κλείνω ερμητικά,
μάσκα φορώ και βέλο
χαραμάδα να μην βρει
και του αποκαλυφθεί ο λόγος.
Εσύ ο αποκλειστικός αποδέκτης του.
Εσύ η μούσα μου.
Εσύ τα παχιά μούσκλια
που με αυτά σπιτάκια
στήναμε μικροί στα ξέφωτα.
Σε προσμένω, μπούκωσε
το στόμα μου, αναπνοή δεν βγαίνει
και το σάλιο μου πύκνωσε και με
σταλαγμίτη μοιάζει.
Έλα εδώ φιλιά για να φέρεις.
Κρυώνω πλάι στη θάλασσα
και το σπήλαιο που έχω διαλέξει
δεν με χωράει.
Βαρέθηκα να ακούω και τις ιστορίες
των καταποντισμένων.
Με σφίγγει ο γιακάς,
με πνίγει και το ποίημα,
βαρύ το εκτόπισμα του.
Το τελευταίο έλα να ανοίξεις
κουμπάκι από το ριχτό μου
πουκάμισο αναπνοή για να πάρω. 

Σάββατο 29 Απριλίου 2023

Ο πρόωρος θάνατος

Το μπαλκόνι έβγαζε
στο δάσος.
Οι Αμαρυλλίδες ξεδιάντροπα
είχαν πετάξει μπουμπούκια.
Τα άνθη τους δεν θα αργούσαν
να φανούν.
Με μεστωμένες γυναίκες
όμορφες τα άνθη τους έμοιαζαν.
Λίγες ρυτίδες, βαθύ βλέμμα,
πανάδες στα χέρια και μαλλιά
πιασμένα σε κότσο.
Ω, η ωραιότης δεν χάνεται ποτέ
μα τουναντίον πηγαίνει και κρύβεται
πίσω από το παλιό ντιβάνι
με τα ξεχαρβαλωμένα ρολόγια.

Η γύρη των λουλουδιών
δεν είναι τίποτα άλλο παρά
η πούδρα που βάζουν οι
κυράδες πριν κοιμηθούν
στα μάγουλα για να καμφτεί λίγο
το πουλάρι του χρόνου.
Κάθε απόβραδο οι γυναίκες
ξεστρατίζουν και ντύνονται
μάγισσες με όλα τους τα σύνεργα.
Κανείς δεν τις βλέπει
καθώς ιχνηλατούν μονοπάτια
στο γαλαξία.
Φορούν βαριές μπέρτες,
λεπτές κάλτσες και μπότες
ως το γόνατο.
Αιφνιδιάζονται μόνο μαζί
τους τα σύννεφα κι αλλόκοτες
παίρνουν μορφές.
Τα παραμύθια επιμένουν
να ζουν εκεί κοντά γιατί
την απαλότητα των γοφών
τους ασπάζονται.
Τα σύννεφα είναι οι παλαιές
ξεχασμένες ταινίες σε κάποια
βεβιασμένα στούντιο.

Το μπαλκόνι έβγαζε στον
ουρανό.
Οι ωραίες γυναίκες επιταχυντή
έχουν στα χέρια.
Αρέσκονται να ακούν
το ασίγαστο χτυποκάρδι τους.
Γελούν από μέσα τους όταν
Ψηλαφίζουν το σφυγμό τους.
Κάθονται σε τεράστια
τραπέζια γεμάτα με φρούτα
και ζυμωτό ψωμί.
Τις κόρες του ψωμιού τις πετούν
στα πουλιά για να βλέπουν
με τις ώρες
το επίμονο ράμφισμα τους.
Οι γυναίκες αυτές καλλιεργούν
τετράφυλλο τριφύλλι για
για να τους χαρίζονται
οι ουρανοί όταν ανοίγουν
Αλωνάρη μήνα.

Είναι φίλαυτες   
κι έχουν αφέλειες για να κρύβουν
τα βλέμματα από τους
περαστικούς.
Μοιάζουν με την άνοιξη
και ποτέ δεν έμαθαν
να ισορροπούν στο ένα πόδι.
Αν τους βγάλεις το σκούρο
βέλο δεν θα σου μιλήσουν
μόνο που εκεί στο μέτωπο
τους θα δεις γραμμένο
ένα ποίημα που συντάσσεται
με τον πρόωρο θάνατο τους. 

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Οι πασχαλιές

Αφιερωμένο στη μητέρα μου

Μάζευα πασχαλιές
στον ύπνο μου.
Στα χέρια μου τις κρατούσα
και συμπύκνωνα το άρωμα τους
το πρωί με το ξύπνημα
να το έχω πλέριο στο σώμα μου.
Ψηλές ήταν
και μόνο στην κορυφή
είχαν τα άνθη.
Δύσκολα τα έφτανα
κι η ήρθε η μάνα μου
να με βοηθήσει.
Με ξυλοπόδαρα εφοδιασμένη
πολλά μπουκέτα
μου έκοψε.
Την ευχαρίστησα με ένα φιλί.

Στο καταράχι
ήταν φυτρωμένες.
Στο κομμάτι της γης
που πουλήθηκε
για τη χρεία της οικογένειας.
Θυμάμαι ακόμα
τη μάνα να πετά
πέτρες και βρισιές
στην καταχράστρια της γης.
Η μάνα μετανιωμένη
τώρα μάζευε τα άνθη.
Λες και στον κόσμο
των ονείρων είχε
σβήσει απ' τη ζωή της
τη μεγάλη απώλεια.

Σαν ξύπνησα
της τηλεφώνησα
Να προσέχεις
τα αρώματα της πασχαλιάς
μου είπε μισοτρελαμένη
Έρχονται οι μέλισσες
και σου στερούν
τους εύοσμους χυμούς.
Την άκουσα
και απαρνήθηκα τις
πασχαλιές των ονείρων.
Άσε που με τα
ξυλοπόδαρα μπορεί
να τσακιστεί και να
χτυπήσει τα γόνατα σκέφτηκα.
Κι η μάνα μου είναι μεγάλη
και πονά υπέρμετρα
τα παιδιά της,
περισσότερο από
το κομμάτι γης που έχασε.
Μόνο που μέχρι
σήμερα στις τσέπες της
κρύβει πέτρες και
φοβάμαι πολύ μήπως
μου λαβώσει τα όνειρα
και τα πανάκριβα που έχω
αρώματα μου πάρει
και τα πάει στο
καλντερίμι του θανάτου. 

Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

Τα νυχτοπούλια

Ήρθαν τα νυχτοπούλια
και μου έγνεψαν κοντά τους
να μείνω.
Δυνατές οι φτερούγες τους
να κουρνιάζω εκεί τον πόνο
μου μπόρεσα.
Ήρθες κι εσύ με ένα
παιχνίδι βατραχάκι
στο χέρι
να μου υπενθυμίσεις
την παιδική μου ηλικία.
Τότε που οι οβολοί
περίσσιοι ήταν
κι ο μικρός αδερφός
κρατούσε το σχοινί
της καμπάνας
που σήμαινε Ανάσταση.

Οι νύχτες με έβγαζαν
σε εσένα μα εγώ
με κομμένα τα χέρια
παραμέριζα τη μορφή σου
κι από ένα πούπουλο
κρατιόμουν σφιχτά.
Ήρθαν σου έλεγα
οι ώρες που φυγαδεύουν 
ένα τέταρτο στα ρολόγια τους
κι αιφνιδιάζουν τον θάνατο.

Κρύβω ανάσες
τα φτερά μαζεύω
και στα νυχτοπούλια
εμπιστεύομαι τη φωνή μου.
Ο μικρός αδερφός
με ξυπνά.
Ενδίδω.
Στην Ανάσταση θα πάω
με ένα λιανοκέρι
φτιαγμένο
απ' τα φτερά του
και με τάμα στον κόρφο
τα κομμένα χέρια
που απολησμόνησες.

Ναός μου εσύ
και εικόνα θαυματουργή
να θητεύω μέσα τους
την απογευματινή
ώρα της θυσίας.
Τότε που το αίμα
πίδακας γίνονταν
και έπνιγε ράμφη
κρυψώνες κι
εκείνα τα σταυροδρόμια
που προσπέρασε η ήττα
των εναγκαλισμών μας.
Πλάι τα βρώμικα hotel
με τα λεκιασμένα
από τις αφορμισμένες
πληγές σεντόνια. 
Στα νυχτοπούλια 
αναθέτω τη λεύκανση τους.

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Σομόνκα (ερωτικό ποίημα ανάμεσα σε δύο με την μορφή των τάνκα 5/7/5/7/7)

Τα δώρα

Άνοιξης βλέμμα
αποστατούν λουλούδια
χρυσή η κόμη
εγείρεται η καρδιά
γλυκιά μου απαντοχή.

Άνθη στον κήπο
μαργαρίτες κίτρινες
πλούσια γύρη
σφραγίδα του έρωτα
δίψασα τα χείλη σου.

*
Ραντεβού

Πρωινός ήχος
κίτρινο καναρίνι
κελαδίσματα
εγείρονται αισθήσεις
προσκυνώ τις χάρες σου.

Κρυφή η φωλιά
ερωτικός σύνδεσμος
τα χέρια τρέμουν
ακριβά τα φιλιά σου
μοσχοβολιά κερασιάς.

*
Φιλιά

Αηδόνια λαλούν
εγείρεται η φύση
πρωινός όρθρος
σπαρταρά η καρδιά μου
μαγικά τα χείλη σου.

Άνθη τριγύρω
χρυσός ο αμπελώνας
παλαιός οίνος
τρυγώ άχραντο σώμα
προστρέχω στα κάλλη σου.

*
Αναμονή

Κρύος ο σταθμός
φύγαν όλα τα τρένα
ξένο μαντήλι
κάθομαι στο παγκάκι
πνιγμός η νοσταλγία.

Φαλτσέτα πόνου
καρδιά θρυμματισμένη
ο στίχος λειψός
εγείρεται το σώμα
ξάγρυπνος σ' αναμένω.

*
Συνάντηση

Υγρό το χώμα
ευωδιάζουν κερασιές
άνοιξη λαμπρή
εγείρεται ο κόσμος
σεισμός τα δυο σου χείλη.

Κληματόβεργες
στρογγυλό το στεφάνι
ζεστό το φιλί
άπιαστος καβαλάρης
την κλίνη σου ζητάω.

*
Κάλεσμα

Γλυκά τα χείλη
αιμάτινα τα φιλιά
ζεστός ο κόρφος
εγείρω τα δυο χέρια
ψάχνω τα κύτταρα σου.

Γοργά τα πόδια
νεαρό το ελάφι
πυκνό το δάσος
ολάνοιχτοι οι δρόμοι
φλέγονται τα χείλη μου.

*
Άρνηση

Κρυφός ο γιαλός
κρινάκια καμπανούλες
χνάρια στην άμμο
εγείρω τον έρωτα
ακάνθινος μανδύας.

Πηγή άρνησης
διακλαδωτά ρυάκια
γλυφό το νερό
ξεδιψασμένα χείλη
άπατρις η καρδιά σου.

*
Το γράμμα

Κλαγγές πιστολιών
κλεισμένα τα βλέφαρα
πικρό το δάκρυ
εγείρονται ανέμοι
καρδιάς γραφή σου στέλνω.

Βουή πολέμου
πικραμένα τα χείλη
βαρούν κρόταλα
συλλαβίζω δυο λέξεις
παντοτινή αγάπη. 

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Η μαθητεία των γλάρων

Ο δρόμος προς την καρδιά σου 
πολλά έχει εμπόδια, παρακαμπτήριους 
κι επικίνδυνες στροφές.
Οι πινακίδες δυσνόητες, ιερογλυφικά
να είναι;
Δεν τα αναγνωρίζω. 
Σε ποιο τώρα προσκυνάς αλφάβητο;
Ποιοι σε συμβουλεύουν προφήτες;
Εγώ που ονομάτιζα κάθε σου κύτταρο
μένω έμπλεη να παρατηρώ τις κινήσεις
των γλάρων μήπως μια πορεία μου χαράξουν
προς τα σένα.

Απιστώ των ματιών μου, σε μάγισσες
καταφεύγω την τρίλιζα για να λύσω του
μυαλού σου.
Πληρώνω αδρά, γρόσια πολλά έχασα 
κι υποθήκη έβαλα την κάμαρα που γλυκά σε κοίμιζα.
Θυμάμαι ακόμα το σκοπό του νανουρίσματος. 
Απέξω συγκρατώ της πεθυμιάς τα λόγια. 
Εκείνο το λεξιλόγιο πως μας πήγαινε!
Πώς το ξέχασες;
Κι η μουσική θεσπέσια να κλείνει τις λέξεις σαν αχιβάδα.

Ναι μια ελαφριά μπαλάντα ήταν στο ρυθμό του κύματος. 
Αύγουστο μήνα στο νησί σου.
Ανάλαφρα την άκουγα να έρχεται στο αμπέλι 
με τα καλογυμνασμένα πόδια των τρυγητών 
να την συνοδεύουν.
Τι θυμήθηκα ξαφνικά, φταίει η μοναξιά που
σωριάστηκε στα μέλη μου θα μου έλεγες.
Ας είναι.
Εγώ εξακολουθώ να ακούω να μιλάς σαν 
μέσα από ένα όστρακο μεγάλο.
Σοβαρά σε παίρνω κι ας αναγνωρίζω πλέον μιλιά σου.

Ακινητώ καράβια, γοργόνες ρωτώ 
αν σε συνάντησαν πουθενά.
Ασαφείς παίρνω απαντήσεις.
Μακριά μου στέκεις.
Σε ποιες άλλες χώρες αφήνεις το στίγμα σου;
Με ποια νανουρίσματα νεράιδων αποκοιμιέσαι;
Στο αγκυροβόλιο μου έλα να σου μάθουν οι γλάροι 
εξαρχής την γλώσσα του έρωτα και παράτησε 
επιτέλους αυτούς τους προφήτες με τα περίεργα 
ιερογλυφικά.
Γλώσσα μου γίνε πάλι ακριβή και κανόνας 
στίξης στο πολυτονικό μου καμβά.

https://princess-airis.blogspot.com/

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Τάνκα

Λευκές ίριδες
προσκεφάλι του ήλιου
κήπος ανθηρός
η ομορφιά μαγεύει
άνθη κόβω για σένα.

*
Ανθρώπων έργα
κρυφές δροσοσταλίδες
ίριδες γλαυκές
γεμάτο το περβόλι
άνθη αναστάσιμα.

*
Λεπτές ευωδιές
μέλισσες ζουζουνίζουν
ο κήπος θάλλει
άνθη κόβω ίριδας
κεντρί χτυπά το μπράτσο.

*
Χάδια του ήλιου
χορεύουν οι ίριδες
χέρια απλωτά
φτιάχνω δυο ανθοδέσμες
μοσχοβολά το βάζο.

*
Άνθη ίριδας
καμαρωτό συρτάκι
ανέμου κύμα
πάλλονται τα πέταλα
σκόρπιες δροσοσταλίδες.

*
Πένθους ίριδα
μοσχοβολά το μνήμα
μάρμαρο λευκό
ανάβω το καντήλι
ήλιου έχω τσακμάκι.

*
Πουλιά πετάνε
λευκές οι πεταλούδες
άνθη ίριδας
σκηνή ανοιξιάτικη
ο νους μου αλαργεύει.

*
Εύοσμα άνθη
λεπτότητα πετάλων
ίριδες κομψές
ολόστρωτο λιβάδι
αρχονταρίκι ήλιου.

 *
Πλισέ φόρεμα
τρυφερή κορμοστασιά
ίριδας όψη
άνεμος ξαπολιέται
λυγίζουνε τα άνθη.

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Ο έρωτας του θέρους

Έλα να σου χτενίσω την άγρια αλόη
των μαλλιών σου, γαλακτερό υγρό
να μην πέσει στα μάτια σου και τυφλωθείς.
Κουράστηκα να σου διανοίγω
μονοπάτια για τη μεγάλη επιστροφή σου.
Τα χέρια μου πνίγηκαν στα βρύα,
στις σκληρές πέτρες και στην
αλαζονική αγριάδα.
Κόπιασε με ένα εφοπλιστικό χαμόγελο
στα χείλη κι εγώ την εικόνα σου
θα περιεργαστώ και θα λατρέψω.

Ανοιξιάτικο είσαι ύψωμα με κερασιές
κι αγριοτριανταφυλλιές, αχ πόσο σε πόθησα!
Στα στήθη σου φωλιάζουν πουλιά
και για φωνή σου έχεις των κορυδαλλών
το λαμπρό τραγούδι.
Έλα σαν παιδί που φορά τα πασχαλινά του
να περιβρέξεις τον ύφαλο που κατοικώ.
Πείνασα το κόκκινο,
άδειασα από μυρωδιές,
κάηκαν τα τραγούδια
και με τι τώρα να περνώ τις ώρες;

Βουνά πέρασα, κύματα καβαλίκεψα, αγρούς
που φύεται η άγρια σπαραγγιά διάβηκα
με τα πόδια γυμνά και την καρδιά
να σε φωνάζει δυνατά.
Άντεξα χιλιόμετρα μα τώρα ούτε
ένα μικρό δεν μπορώ να κάνω βήμα.
Βάλε ένα χεράκι κι έλα.
Η αλόη των μαλλιών σου πύκνωσε πολύ
κι αν το χτένι μου σπάσει πώς θα σε αντικρίσω,
πώς θα σε ασπαστώ;
Θα ματώσω στις λόγχες σου.
Θα μπλεχτώ στις αδάμαστες ρίζες σου.
Θα ξεμείνω από φιλί και χάδι και δεν θα με γνωρίσεις.

Έλα εδώ τώρα.
Ο ύφαλος που ζω φυλακή μού έγινε,
μόνο γλάροι τον πλησιάζουν κι ένα χταπόδι
τεράστιο τον περισφίγγει .
Έλα να χαλαρώσεις τα πλοκάμια, πνίγομαι.
Στο οξυγόνο των φιλιών σου προσπέφτω
όπως ο μύστης παραδίδεται στα μάτια
της ερωμένης του στα μέρη που μόνο
Αύγουστο έχουν στο καλαντάρι τους.

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Το αδιαίρετο σχήμα

Απ' όταν με εγκατέλειψες αγάπη μου
αρχηγός έγινες σε μια ξένη χώρα μακρινή.
Πολεμικός είναι ο λαός που διοικείς.
Τα σπίτια τους δεν έχουν αυλές και
με άπαρτα μοιάζουν φρούρια.
Οι άντρες μαύρες φοράνε στολές
κι ολημερίς γυαλίζουν τις μακριές
τους σπάθες.
Είναι λιγομίλητοι και λάβαρα τοποθετούν
ακούραστα στα απέραντα όρια της πατρίδας τους.

Εχθροί δεν πλησιάζουν, οι χάρτες πουθενά
δεν αναφέρουν την ύπαρξη της γης τους.
Απόμακρα έχουν βλέμματα όταν συνομιλούν
με τους θεούς τους.
Αποτρόπαιοι θεοί με μακριές γενειάδες ζητούν
συνεχώς θυσίες απ' τους πιστούς τους.
Διαλεκτά ζώα απ' την άγρια πανίδα τούς
προσφέρουν κάθε δεκάτη του μήνα.
Σε ανταμοιβή αυτοί τους δίνουν τη βροχή,
την καλή σπορά και την ισόβια γαλήνη.
Κανείς δεν πεινά.
Κανείς δεν σκοτώνεται.
Κανείς δεν αποστατεί.
Οι σπάθες τους και τα λάβαρα δεν γνωρίζουν
το αίμα παρά μόνο την δόξα.

Μελισσοκόμοι είναι και τη γη τους καλλιεργούν.
Φυτείες με στάρια και καλαμπόκια εκτείνονται
ως εκεί που βλέπει το μάτι.
Κίτρινες θάλασσες ανακατεμένες με το
κόκκινο της παπαρούνας.
Πάντα η σοδειά τους μεγάλη, ποτέ δεν
διαμαρτύρονται και το περίσσιο το δίνουν
στα πουλιά.
Γιατί αγαπάνε πολύ τα πουλιά και σιωπητήριο
ξεκινούν όταν αυτά κελαηδούν και σε στάση
προσοχής κάθονται.
Αυτά οι ορχήστρες τους.
Αυτά οι θούριοι τους.
Αυτά τα ποιήματα κι οι εωθινοί ύμνοι.

Οι γυναίκες άξιες είναι πολύ.
Ζουν στα άπαρτα φρούρια και με αμαζόνες
μοιάζουν.
Συνδράμουν με το αίμα τους, η ζήση να πάει
παραπέρα.
Πρώτες στο χωράφι, πρώτες στη συγκομιδή
και πρώτες στον έρωτα είναι.
Γεννούν σε μεγάλη ηλικία πολλά παιδιά
και τους νόμους καταργούν της φύσης.
Πάντα κάποιο μωρό θα θηλάζουν.
Ποτέ δεν αναπαύονται και στις ελεύθερες
ώρες τους ράβουν κάτι παράξενα, μεγάλα φυλακτά.
Τα φορούν οι άντρες τους και φτερά βγάζουν
στις φτέρνες.

Είναι ωραίες σαν νεράιδες παρά το
προχωρημένο της ηλικίας τους.
Μακριά έχουν μαλλιά, αβρά έχουν χέρια και
τα σαντάλια τους τα δένουν σε καλλίγραμμες
κνήμες.
Μία από αυτές είμαι κι εγώ τώρα που κοντά
σου ήρθα μέσα από δρόμους δύσβατους.
Δεν θα σου απιστήσω ποτέ, πολλούς θα
σου κάνω διαδόχους και το καντήλι του
έρωτα άσβεστο θα κρατάω.
Μετά από εφτά χρόνια στεναγμών τη γη
σου βρήκα και την κατοίκησα.
Εκλεκτή εύκολα έγινα των θεών σου.
Αλλού δεν θα πάω καθώς αδιαίρετο με
εσένα είμαι σχήμα κι οι θεοί σου με επικουρούν
κι όμορφες μου δίνουν κόρες μέσα σε ζεστές φασκιές. 

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Τάνκα της Άνοιξης

Πυκνό γρασίδι
ρίζα βαθιά του πεύκου
αφράτο χώμα
σκοντάφτω πέφτω κάτω
τη φούστα πρασινίζω.

*
Άνοιξη φτάνει
χρυσομπούρμπουνας πετά
άνθος μανόλιας
ασίγαστα βουητά
φτερά νιώθω να βγάζω.

*
Πουλιά κελαηδούν
μυστηριακό άσμα
ράμφη κίτρινα
τραγουδώ παρτιτούρες
αντάξιος συνοδός.

*
Βγήκαν τα άνθη
κατάσπαρτο λιβάδι
ήχοι φλογέρας
οι μέλισσες ενδίδουν
χαρωπό ζουζούνισμα.

*
Βόμβος εντόμων
ανθισμένες κερασιές
χορός της γύρης
λεπτά κόβω κλαράκια
οι οφθαλμοί θαυμάζουν.

*
Άνθη στο χώμα
θυσία αμυγδαλιάς
τσάγαλα μικρά
καταπράσινα φύλλα
χορός δροσοσταλίδων.

*
Βγήκε ο κούκος
τα χελιδόνια ήρθαν
άσπρες οι κοιλιές
τα σύρματα γεμάτα
εαρινοί οι ήχοι.

*
Νέα εποχή
πετά μια πασχαλίτσα
λεπτά τα πόδια
φιλόξενα τα άνθη
γλυκά ρέει το νέκταρ.

*
Λαλούν κοτσύφια
μεγάλωσαν οι μέρες
γιορτή της φύσης
πρωινό το τραγούδι
άγγελμα εαρινό.

*
Πίνακες κάλλους
δαμασκηνιάς λουλούδια
αέρας φυσά
τα πέταλα χορεύουν
μοσχοβολούν οι κήποι.

*
Χειμώνας φεύγει
μαδούν οι ανεμώνες
στερνό αντίο
νέα προβάλλουν άνθη
κάδρο με παπαρούνες.

*
Κορφές βουνών
αργά λιώνει το χιόνι
ρυάκια κυλούν
φουσκώνουν τα ποτάμια
η χλόη μπόι ρίχνει.

*
Διάσπαρτα άνθη
πετά μια πεταλούδα
η φύση ξυπνά
μαργιόλικο το έαρ
η ομορφιά τυφλώνει.

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Η φωτοβολίδα

Μοναχικός σε ένα άλλο ημισφαίριο ζεις
καλέ μου.
Κάνει πολύ κρύο εκεί.
Ένα παμπάλαιο χιόνι σκεπάζει τα πάντα.
Ίσια που διακρίνονται τα καμπαναριά, οι
δρόμοι, οι πολυκατοικίες και οι σταθμοί
των λεωφορείων.
Κρατάς ένα φτυάρι και προσπαθείς να
διανοίξεις μονοπάτια και περάσματα που
θα σε φέρουν ξανά εδώ.
Μας απομένει δρόμος πολύς μπροστά και τα
σταθμαρχεία δεν άνοιξαν, τα γκισέ δεν πουλούν
εισιτήρια παρά μόνο εφημερίδες με αποτρόπαια νέα.

Τα μαγαζιά δίπλα σου κλειστά, τα ρολά
κατεβασμένα και δεν έχεις ψωμί για να
δειπνήσεις, κρασί για να ονειρευτείς.
Ταξίδι προγραμματίζω κι εγώ για να σε συναντήσω.
Ποιος θα φτάσει πρώτος;
Πολλά τα λεωφορεία στο σταθμό.
Οι επιβάτες στο δικό μου λεωφορείο ασυνήθιστοι. .
Κάποιοι από αυτούς δεν έχουν αποσκευές,
μονάχα στα χέρια τους κρατούν κάτι πελώρια
κλουβιά με πολύχρωμος παπαγάλους.
Μιλούν και μόνο μια λέξη μονότονα ξέρουν
να λένε:
Ζωή, ζωή, ζωή.

Ένα σακίδιο πλάτης κρατώ με ρούχα όμως
ελαφρά, ανοιξιάτικα.
Πώς θα αντιμετωπίσω το κρύο;
Ξεχνάω το παλτό μου, τις μάλλινες κάλτσες,
τα δερμάτινα γάντια, τα πλεκτά κασκόλ.
Η μητέρα μου φωνάζει να ντυθώ ζεστά.
Ψάχνω το παλτό μου και δεν το βρίσκω.
Καμώνομαι πως δεν κρυώνω.
Φορώ στο τέλος αναρριχτά ένα μαύρο μπουφάν,
δεν είναι δικό μου.

Από τότε που έφυγες το κρύο το αψηφώ.
Το συνήθισα, ξέρεις αν έχεις μια καρδιά παγωμένη
και σκληρή τις αντέχεις όλες τις αντιξοότητες.
Με γυμνά πέλματα βαδίζω πάνω στον πάγο.
Γλιστράω και κάνω πιρουέτες στον αέρα,
δεν πέφτω, σε ένα σύννεφο προσγειώνομαι.
Από ψηλά σε αντικρίζω, συνεχίζεις να
εκχιονίζεις τους δρόμους, διάλειμμα κάνεις
μόνο για να σκουπίσεις τα δάκρυα.
Γιατί κλαις;
Φταίει το κρύο μου απαντάς κι αυτός ο ψυχρός
βοριάς, φταίει και το βαρύ σύννεφο
που σωριάστηκε στα μάτια μας και με βροχή
μας απειλεί.

Η βροχή είναι καθαρτική μου λες.
Η βροχή φουντώνει τους θάμνους και το
χιόνι λιώνει, δεν χρειάζεται να εκχιόνιζεις
και να παιδεύεσαι φτυαρίζοντας.
Με τη βροχή λοιπόν θα σε περιμένω.
Πώς δεν το βρήκα;
Ικεσίες θα κάνω κι ο Θεός θα με ακούσει.
Μακριά θα φορώ φορέματα για να με θυμηθείς.
Είναι αδιαπραγμάτευτη η επιστροφή σου
όπως είναι το σημείο που δείχνει ο ραβδοσκόπος.
Δες αναβλύζει νερό, δες το κρύο υποχωρεί.
Όλα θετικά λειτουργούν για εμάς κι ανατρέπονται.
Στο δικό σου ημισφαίριο σοκαρισμένη μπαίνει
η Άνοιξη, πλάι στις κερασιές θα σε συναντήσω.
Φωτοβολίδα η αγάπη μας θα ρίξει τα άνθη
στα μαλλιά μας, στην πορεία του φωτός
κοίτα το χέρι σου κρατώ.

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Ο ανάδοχος της ποίησης

Διάπλατα άνοιξε τα χέρια της η ποίηση
και με αγκάλιασε.
Φορούσε ακριβό φόρεμα από ταφτά κι ένα
μοντέρνο καπέλο κάλυπτε το κεφάλι της.
Ομορφονιά η ποίηση είχε στα χέρια της
σειρές πολλές από βραχιόλια κι ένα διαμαντένιο
δαχτυλίδι στον παράμεσο.
Έκανε βαθιά υπόκλιση και μου συστήθηκε.
Ειρήνη την λέγανε, Αντιγόνη, Ελένη, Σαπφώ κι Αγάπη.

Μούδιασα και δείλιασα προς στιγμή, δεν
ήξερα ποιο να διαλέξω όνομα ανάμεσα στα
πέντε που μου είπε.
Αρχικά μου άρεσε το Ειρήνη γιατί αντιμάχεται
την μάνητα των χειλιών.
Αλλά και τα υπόλοιπα μια χαρά της πήγαιναν.
Δεν ήθελα να υποτιμήσω κανένα.
Έτσι αφέθηκα να της διαλέξω ένα δικό μου
όνομα, ανάδοχος της να γενώ.
Καλοκυρά θα την αποκαλούσα τις ημέρες
και μάγισσα θα την έλεγα τις νύχτες.

Όντως τις ημέρες ανασκουμπώνει τα μανίκια.
Αυτή είναι που συγυρίζει τα σπίτια μας,
μας μαγειρεύει και μας πλένει τα ασπρόρουχα.
Δεν της ξεφεύγει ούτε κόκκος από σκόνη.
Είναι μανιακή με την καθαριότητα και με
ασβέστη περνάει τις αυλές μας.
Σιδερώνει τους γιακάδες, τα μαντήλια μας
κι ίσια τραβάει τσάκιση στα παντελόνια μας.
Γυαλίζει τα ασημικά και τα μπρούντζινα ρόπτρα.
Μπαίνει στον αργαλειό κι ακούραστα
ετοιμάζει φανταχτερά υφαντά.
Δεν κουράζεται το ροδαλό της χέρι ποτέ
τουναντίον η δουλειές ομορφότερη την κάνουν θεά.

Τις νύχτες μάγισσα γίνεται και εξορμά
στα κλαμπ της πόλης.
Αυτή βάζει την μουσική στο πικ - απ, αυτή
μας κερνάει ποτό κι αυτή ακούει τις εκμυστηρεύσεις μας.
Αγαπά τους εφήβους και φιλιέται σταυρωτά μαζί τους.
Φορά κραγιόν σαμπανιζέ κι αφήνει αποτυπώματα
στις παρειές των νέων.
Ρίχνει τα χαρτιά και κολλάει λίγο στον Άσσο.
Φίλτρα ετοιμάζει και βοτάνια μας φέρνει από
χαράδρες σαν του Βίκου βαθιές.
Για γυάλινη σφαίρα έχει τις δυο κοιλίες
της καρδιάς μας.
Μας λέει την μοίρα κι απ' το μοχθηρό μας
προφυλάσσει κοράκι.

Δύο υποστάσεις της έδωσα με το μικρό μου μυαλό
και με αυτές θα υπογράφω εφεξής το ποίημα.
Αυτή η αφέντρα, άλλοτε ταπεινή κι άλλοτε
νάρκισσος εφορμά στις φλέβες μας,
στα όνειρα μας και στις διενέξεις μας.
Ό,τι περισσεύει από το μελάνι της στους
εκλεκτούς της το δίνει φτάνει να μην
ξεχνούν τα ονόματα της και επιμελώς
να φροντίζουν το καμηλό της παλτό
μην και κρυώσουν οι ετερόχθονες της φίλοι.

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Τα ακρόνυχα των αετών

Στη χώρα της ποίησης δεν με άφησαν να μπω.
Στον περίβολο της που φύονται σπάνια κακτοειδή,
σαρκοβόρα φυτά κι ηλίανθοι δεν μπόρεσα
να ιερουργήσω.
Με εκδίωξαν οι φρουροί με σαΐτες δηλητηριώδεις.
Τραυματίστηκα βαριά κι έμεινα με την καρδιά
αιμάσσουσα εκτός διωγμένη.
Υψωμα είχα στα χέρια από τους ναούς των δακρύων.
Ανυπόδητη έφτασα ως εδώ διασχίζοντας
τραχείς δρόμους χωρίς μελάνι και πένα
παρά μόνο με λίγο αίμα από τα γραφτά
του έρωτα και κάποια σονέτα παρελθόντων
ετών ντροπαλά ψέλλιζα σαν μάνα που πενθεί σιωπηρά.

Μπροστά στην πύλη έμεινα να εκλιπαρώ.
Ψηλά κάγκελα περιπλεγμένα με κισσούς
και γλυσίνες με εμπόδιζαν να δω προς τα μέσα.
Καστρόπορτες βαριές ερμητικά κλεισμένες
δεν με αναγνώριζαν.
Μόνη ήμουν, ήλιος καυτός με έκαιγε,
οι τρεις συκιές, που υπήρχαν έξω, τον ίσκιο τους
δεν μου παραχωρούσαν.
Ακατάδεκτες βλοσυρά με κοιτούσαν μέσα απ' τα
μάτια των νεκρών ποιητών που στους βρόγχους
των άκαμπτων κλαδιών ζυγίζονταν
έναν θάνατο απεχθή.

Ολόγυμνα είχαν κορμιά και απ' τις βαθιές
πληγές τους έσταζε υπόξινο πύον.
Έμεινα εμβρόντητη να τους θωρώ.
Άφωνη, δεν μπορούσα ούτε ένα στιχάκι τους
να απαγγείλω, εδώ μήπως τους φέρω ξανά,
ωραίους σαν τα Φαγιούμ της ταφής.
Σιχτίρισα την ένδεια των χεριών μου
και της αφής μου την ανεπάρκεια στηλίτευσα.
Δρασκελιά επιθυμούσα να ανοίξω την περιπαθούσα
κόμη τους να χαϊδέψω.

Σκέφτηκα ότι το ίδιο θα είχα τέλος κι εγώ.
Σε μια συκή θηλιά θα έδεναν οι φρουροί πονηρά
να με ποδηγετήσουν.
Τυφλή σχεδόν κι άδοξη το σκαμνάκι έσπρωξα
θαρρετά πριν από αυτούς.
Με το γάλα της συκιάς το αίμα μου έσμιξα,
ρέουσα να έχει το ποίημα μορφή.
Ένα σώμα είμαι που αιωρείται.
Ένα στόμιο είμαι κλειστό και για μάτια έχω
δυο γυάλινες μπίλιες παιδικές.

Τις ταλαντώσεις άλλων μου χρέωσαν.
Εγώ που στα ακρόνυχα των αετών γράφω ποιήματα.
Έναν θάνατο μού διάλεξαν αέναο να ζω.
Τα θαύματα στα μάτια των αγαλμάτων
μου απέτρεψαν να διακρίνω.
Μόνο λίγα ρινίσματα δόξας έχω στο αριστερό
μου πλευρό, μου φτάνουν θαρρώ την σπορά
για να αρχίσω, ρίχνοντας την πάνω στα άτριχα
στέρνα των εφήβων που στον αιώνα τους με καλούν.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Στα πρόθυρα της Άνοιξης haibun

Βάδιζε στους αγρούς. Που και που συναντούσε κάποιες τελευταίες ανεμώνες. Ο χειμώνας είχε φύγει και είχαν οι πιο πολλές μαραθεί. Σε έναν γκρεμό αντίκρυσε μια μυγδαλιά. Λίγα λουλούδια κρατούσε πλέον στα κλαδιά της. Τα πέταλα της είχαν πέσει σε στρώσεις πάνω στη γη. Φυλλαράκια πράσινα είχαν εμφανιστεί τώρα πάνω της. Είχε αρχίσει κιόλας να δένει χλωρούς καρπούς.

Άνθη νεραντζιάς
απάτητο το χώμα-
βουή μέλισσας.

Πλάι στη μυγδαλιά οι σπαραγγιές είχαν πετάξει τρυφερούς βλαστούς. Έσκυψε και τους μάζεψε. Μάτωσε λίγο και γρατζουνίστηκε. Στα χέρια της όμως κρατούσε ένα μεγάλο μάτσο απ' τα αγαπημένα της σπαράγγια. Συνέχισε παραπέρα ακολουθώντας ένα χαραγμένο μονοπάτι. Μια πεταλούδα στριφογύριζε πάνω από το κεφάλι της. Τα φτερά της είχαν ένα βαθύ πορτοκαλί χρώμα.

Ψηλή η χλόη
οι μαργαρίτες βγήκαν -
τρέχουν τα νερά.

Προχώρησε κάμποσο τώρα είχε φτάσει σε ένα ξέφωτο με μια σειρά ανθισμένες κερασιές. Οι ταξιανθίες από τα άνθη τους ήταν εντυπωσιακές. Μέλισσες πετούσαν εδώ και εκεί αντλώντας χυμούς. Ξαφνικά ήρθε και κάθισε πάνω στο λαιμό της μια πασχαλίτσα. Έμοιαζε σαν να φορούσε μενταγιόν. Στάθηκε για λίγο και πέταξε ανοίγοντας τα μικρά της φτερά.

Βγήκε ο ήλιος
μανόλιες ανθισμένες -
γελούν τα παιδιά.

Είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να φύγει. Ο ήλιος έδυε και ο ορίζοντας έπαιρνε πορφυρό χρώμα. Βρέθηκε μπροστά σε μια πηγή. Το νερό της ήταν πολύ δροσερό. Έσκυψε και ήπιε αχόρταγα γερές γουλιές. Στο ρυάκι που σχημάτιζε η πηγή είδε έναν σκαντζόχοιρο. Είχε πάει κι αυτός να ξεδιψάσει. Έκανε να τον αγγίξει κι ευθύς αμέσως αυτός μαζεύτηκε σε μπάλα.

Πορφυροί ανθοί
οι παπαρούνες βγήκαν-
νέα εποχή.

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Στα πρόθυρα της Άνοιξης haibun

Τράβηξε τις βελούδινες κουρτίνες. Ένας ήλιος πορτοκαλής είχε κάνει την εμφάνιση του. Τα βουνά είχαν ροδακινί χρώμα. Δυο σύννεφα έπλεαν και σχημάτιζαν μια τεράστια πεταλούδα. Τα πουλιά είχαν ξεκινήσει να κελαηδούν γλυκά. Οι φωνίτσες τους καλούσαν τα όντα της γης να ξυπνήσουν για να δουν την όμορφη μέρα.

Αυγινό άστρο-
ανθισμένη κερασιά
.καρπούς θα φέρει.

Το σπίτι δεν την κρατούσε. Μια όμορφη μέρα έξω από το τζάμι την καλούσε.. Φόρεσε το εμπριμέ φόρεμα της με το βαθύ ντεκολτέ, έβαλε το σάλι της στους ώμους και βγήκε στην αυλή. Μία γάτα κοιμούνταν ρουθουνίζοντας. Μαζί είχε έρθει κι ο σκύλος της που έκανε χαρές κυνηγώντας την ουρά του. Δίπλα του πετούσε μια πεταλούδα που στο τέλος ήρθε και κάθισε πάνω στην υγρή του μουσούδα.

Αχτίδες ήλιου
κλαδάκια αμυγδαλιάς-
πεσμένα άνθη.

Τα φυτά του κήπου κρατούσαν πάνω τους τις πρωινές δροσοσταλίδες. Οι τριανταφυλλιές είχαν πετάξει τρυφερά βλαστάρια. Ένας κάκτος είχε βγάλει ένα λουλούδι εντυπωσιακό. Μία δροσοστάλα έτρεξε πάνω στην παλάμη της και την δρόσισε. Αφού έκανε μια μικρή επιθεώρηση στα γεράνια πήρε το ποδήλατο για μια βόλτα στα χωράφια με τις ανθισμένες κερασιές, λίγο έξω από το χωριό.

Λεπτές μυρωδιές
βγήκαν τα χαμομήλια-
το άστρο δύει.

Ο πρωινός αέρας μπάτσισε το πρόσωπο της. Άρχισε να τραγουδάει έναν σκοπό. Στα ρουθούνια της ήρθε μια λεπτή μυρωδιά, εισέπνευσε βαθιά. Μία νεραντζιά είχε πρόωρα ανθίσει. Στάθηκε κι έκοψε ένα κλαρί, θα το πήγαινε στο σπίτι για να στολίσει το ανθογυάλι. Οι μέλισσες τρυγούσαν τα άνθη. Το πέταγμα τους σήκωνε σύννεφα γύρης.

Σύννεφα αχνά
ανοιξιάτικες μέρες-
ισημερία.

Φτάνοντας έτριψε τα μάτια της. Οι εικόνες μπροστά της πανέμορφες. Οι κερασιές έμοιαζαν με νυφούλες. Άφησε το ποδήλατο και άρχισε να τρέχει σαν παιδί που του χαρίζουν ζαχαρωτά, γύρω από τα δέντρα. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι που έπαιρνε τα πέταλα τους και τα άφηνε πάνω στα μαλλιά της. Έκοψε μερικά κλαδιά. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.

Άνθη μανόλιας
τρυφερό το τριφύλλι-
λαμπρές αχτίδες.

Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Η δυαδική θεά

Απ' όταν έφυγες έμειναν τα παντζούρια
κλειστά καλέ μου.
Με μπερδεύει ο μηχανισμός τους και δεν
μπορώ να τα ανοίξω.
Τα χέρια μου αδύναμα, το μυαλό μου
διασκορπισμένο σε μύριες σκέψεις,
η ψυχή μου σκόνη νυχτοπεταλούδας
με σκοτεινή μορφή, έχουν εντός μου
φορέσει το ατημέλητο σκουτί της νύχτας.

Δες κιτρίνισε το πρόσωπο μου, έφυγε από
τις παρειές μου το ροδόχρωμο τριαντάφυλλο
που τόσο λάτρευες, στα πέλματα μου τα
σανδάλια σκίστηκαν.
Αδυνατώ να περπατήσω, έξω για να βγω
και στο καμάκι του ήλιου να αφεθώ σαν
πουλί στις μελωδίες της αυγής.
Εγώ η πολιορκημένη κάποτε από το φως
του έρωτα ψυχρή έγινα τώρα ζωγραφιά.
Έρχονται οι θεραπαινίδες να με δουν
κι άπραγες φεύγουν, τις πληρώνω
εντούτοις ακριβά.
Τελειώνει το κομπόδεμα μου και πώς θα
διανύσω τα χιλιόμετρα της ζωής;

Μένω να κοιτάζω τις φωτογραφίες σου
και απ' το άχραντο χαμόγελο σου να
μεταλαμβάνω κρασί και φιλί σάρκινο.
Το σπίτι υγρός τάφος, ρομφαία του επέκεινα,
καταπίνει όνειρα, αρχαίες συνθήκες, ανάγκες
διαφυγής απ' το όλβιο παρόν.
Στα ταβάνια καθιδρύει η μούχλα βασίλεια,
στα κάδρα οι αράχνες έχουν εξαφανίσει
τα λατρευτά τοπία που κάποτε με πήγες,
στα έπιπλα σκοτεινές κατοικούν φωνές,
τις ακούω, γδέρνεται η ψυχή μου, φοβάμαι.
Πουθενά η φωνή σου, μόνο άναρθρα λόγια
δίπολα καλέσματα κι εκκωφαντικά συνθήματα
μιας πορείας ανώφελης προς τον ελαιώνα των παθών.

Έλα να μπεις στο σπίτι όπως παλιά.
Θέλω να υψώσω το κορμί μου ως στις δικές
σου διαστάσεις.
Χαμήλωσα απ' όταν έφυγες, η ύπτια στάση
με κούρασε, το μισοσκόταδο με συρρικνώνει.
Ξέρω πως μια πλειάδα από άστρα έχεις
στην τσέπη καθώς και δεκάδες δέσμες
από ηλίανθους του Βαν Γκονγκ, στολίδια
πανάκριβα, των δικών σου αγρών καλλιέργειες.
Φωνάζω, άκουσε με, οι φίλοι με εγκατέλειψαν,
μόνα μου όντα τα ερπετά.
Πριονίζω τις πόρτες μήπως και βρω μια
χαραμάδα φωτός δικού σου.
Αδίκως όμως κουράζομαι, ισχνή πεταλούδα
επαμφοτερίζουσα χωρίς κήπο γίνομαι.
Έλα να αποτινάξεις το σκοτάδι, το ξέρω
πως έχεις μαζί σου την αρμαθιά των κλειδιών
που έχασα όταν σε αποχαιρετούσα έναν
σκληρό Απρίλη βουβή με το μαντήλι στο
λαιμό δεμένο όπως ικρίωμα μεσαιωνικό.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Οι προστακτικές του έρωτα

Άνοιξε τον κόρφο σου αγάπη μου για να
ζεσταθώ.
Το ξέρω πως λείπεις τόσα χρόνια μα εγώ,
κλαράκι ψιλό, αλλού δεν έχω που να πάω.
Η αγκαλιά σου φωλιά αηδονιού, πέρδικας
καταφύγιο και κοτσυφιού καρτέρι.
Συμπαντικό κουδούνι η αγκάλη που κοντά
σου με καλεί.
Ακούω το θόρυβο του και σε εντοπίζω.
Ακούω το τραγούδισμα του και σε θέλω.
Χρόνια τώρα σε πονάω με πόνο πληγής
ξυραφιού.

Σε ένα υποβρύχιο κατοικώ, λιγοστεύει
το οξυγόνο, ο βυθός απειλητικός με συνθλίβει.
Έξι μέτρα ψηλά η επιφάνεια κι εγώ καταποντισμένη
σε ζητώ εναγώνια,
Σαν κυνόδοντα πεινασμένης τίγρης σε θέλω.
Σε ζούγκλα έρημη κι ακατοίκητη περιφέρομαι.
Τροφή δεν βρίσκω, σε πεινάω ολόκληρο.

Όλα γύρω ερημοποιήθηκαν απ' όταν έφυγες.
Σκάνε μαύρα μπαλόνια κι ο κρότος τους με
φοβίζει, κρύβομαι.
Άνθρωποί σκυφτοί με τρεμάμενα χέρια τα κρατάνε.
Κλείνω τα αυτιά, σφραγίζω τα μάτια να μην
βλέπω, σταυρώνω τα χέρια, σε όρθια στάση
κρατώ το κορμί μα ανώφελα όλα δείχνουν,
τίποτα δεν με παρηγορά.
Πολύ το μαύρο γύρω και σε κρύβει.
Όλος ο κόσμος εδώ θαρρώ απελπιστικά
κι αυτός σε ψάχνει.
Πενθεί η φύση και με μαύρη βγαίνει φούστα
κάθε που μπαίνει η άνοιξη στο σκάφος.
Εδώ οι μαύρες τουλίπες της θλίψης.
Εδώ τα εξωτικά μαύρα τριαντάφυλλα του
αποχωρισμού.
Εδώ ο ζαρωμένος πανσές με τα μαύρα
ματόκλαδα ερμητικά κλειστά.

Σφηνωμένη και δεμένη στις μαύρες
πλάκες του οψιανού ακινητοποιούμαι,
υποχωρεί το φως, σε υπόγεια υγρά τελικά
καταλήγω και χτενάκι δεν βρίσκω όμορφη
να σε συναντώ στου ονείρου μου έστω την
γκρίζα πλάνη.
Χάθηκαν τα χρώματα όλα όταν εσύ, όμοιο
ουράνιο τόξο, μετά από μια κίτρινη βροχή
μαζί σου τα τράβηξες.
Μάταια προσπαθώ φορώντας φουστάνια
πολύχρωμα στην σκούρα παλέτα της φύσης
να επέμβω.
Ίσως να φταίνε τα μαύρα γάντια που κρατώ
τα άλλα τα μενεξεδί που μου είχες χαρίσει
τα έχασα σε μια αφιλόξενη αμαξοστοιχία,
Απρίλης ήταν και χιόνιζε ένα χιόνι αμαρτωλό.

Πάνε χρόνια που έπαψες να με ταξιδεύεις
κι εγώ ποθώ να ξαναβρώ εκείνα τα
ταπεινά εικονοστάσια στις απότομες στροφές
των δρόμων, λαμπάδα ενός μέτρου να ανάψω
μην και συγκινηθείς και φανείς.
Πάντα σε λυπούσαν οι νεκροί κυρίως
οι νεαροί που έφυγαν μετά από ένα
δυνατό μεθύσι στην άσφαλτο.
Έλα να συνομιλήσουμε μαζί τους,
στο άχρονο είμαι να ταξιδέψουμε.
Απ' τη αρχή να ξεφλουδίσουμε την λέξη ζωή
και στις προστακτικές του έρωτα να αφεθούμε.
Άνοιξε τον κόρφο σου αγάπη μου για να
λυτρωθούν τα άρπαγα χέρια μου που δεν
σε χάρηκαν ούτε μια στιγμή.

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Εφημερεύοντα όνειρα

Νύχτα και τα σχοινοτενή όνειρα εφημέρευαν σαν
το συνοικιακό εφημερεύον φαρμακείο με τα
κατεβασμένα ρολά και με τον ακούραστο 
φαρμακοποιό ξαπλωμένο πάνω στο ντιβάνι της
περισυλλογής δίπλα στους πίνακες του Wassily Kandinsky.
Όνειρα μεγάλα, παραδομένα στης νύχτας το πέπλο
που κρυφοκοιτάνε τον κόσμο μέσα από σκούρο
φινιστρίνι ενός πλοίου που οργώνει την άγονη
γραμμή, γεμάτο με τα πολύχρωμα καπέλα των ποιητών.

Τα χαϊδεύεις, να μην παρεκκλίνουν στιγμή και
χάσουν απ' τα χέρια τα κουφέτα που τους φίλεψε
η μοίρα ένα βράδυ όταν οι πελαργοί δίπλωναν
τα φτερά τους και ησύχαζαν στις αχυρένιες
φωλιές τους πλάι στους φθαρμένους χάρτες.
Παίρνεις χώμα και μικρά ξυλαράκια και προσπαθείς
να τα πλάσεις σε μικρά εδώλια, μουσεία να στολίσεις.
Στα χέρια σου η λάσπη κολλάει, στην καρδιά
τα μεγάλα ιδανικά δεν σβήνουν κι ολοζώντανα 
ανασαίνουν διαρκή ελπίδα.

Όνειρα ταξίδια που στο γκισέ βγάζουν εισιτήριο
για τα μέρη που κατοικούνται μόνο από ανθρώπους
τυφλούς που είδαν το φως μέσα από την φλογίτσα
ενός κυρτού κεριού.
Επεξεργάζονται τον κόσμο από την αρχή σαν παιδί
που μπαίνει στην τάξη για πρώτη φορά, σέρνοντας
το χέρι της μάνας του, πριν από τον αποχωρισμό,
τραγουδώντας έναν χαρωπό σκοπό από τις νότες
ενός μεγάλου μουσουργού που ομογάλακτος είναι
των αγγέλων και των θεών.

Εφημερεύουν τα όνειρα απόψε μην το
απολησμονήσεις και χαθείς στο έρεβος του άτοπου.
Φόρεσε την κίτρινη στολή σου να σε γνωρίσει
το φεγγάρι και ήρωα να σε στέψει με του ήλιου το
ολοφώτεινο στεφάνι.
Συμμαχία κλείσε με τα άστρα, γούνινο να σου
φτιάξουν παλτό, ζεστός να γυρνάς στις παγωμένες
πολιτείες που άρχει το δίκιο.
Σαν λεμονιά να μοιάζεις που κατατροπώνει τον
χειμώνα και τα άνθη προετοιμάζει στα εκατόχρονα
κλαδιά της.
Πείσμων εξαρχής, στην άνοιξη ζητά να δοθεί και με
μυριόστομα τραγούδια τα πανέρια των μυροφόρων
να γεμίσει που την ανάσταση εξυφαίνουν των ηγετών
της ζωής με τα πολυφορεμένα καπέλα στα χέρια. 

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

haibun Ερέβους πνιγμός

Ξύπνησε αχάραγα. Ράθυμα οδηγήθηκε στην κουζίνα για να ψήσει καφέ. Η πορσελάνινη κούπα της είχε ζωγραφισμένο πάνω ένα αστείο προσωπάκι και δυο καρδιές σε σαμπανί χρώμα. Έστριψε τσιγάρο. Στην καπνοθήκη της απέμενε λίγος ακόμα καπνός. Κάπνισε άπληστα και οι άστατοι κύκλοι του καπνού έφεραν στην επιφάνεια τον μπερδεμένο εφιάλτη που είχε δει προ ολίγου.

Φεγγάρι χλωμό
μονότονοι οι γρύλοι -
βιολιά της νύχτας.

Βγήκε στο μπαλκόνι. Ένα αεράκι απαλό σαν μετάξι της χάιδεψε τα μακριά της μαλλιά. Το σκοτάδι απόλυτο, το γιασεμί ανθισμένο κι ο ουρανός συννεφιασμένος. Αναζήτησε μάταια κάποιο αστέρι ή μια υποψία φεγγαριού. Τίποτα τα σύννεφα βαριά τα είχαν φυλακίσει. Κάθισε στην καρέκλα, ο καφές ζεστός ακόμη άχνιζε. Στο τραπέζι παρατεταγμένα τα ενθύμια της θάλασσας. Βότσαλα στρογγυλεμένα, κοχύλια κι ένας μεγάλος αστερίας με στραβά πόδια.

Σιγανό κύμα
αλλόφρονα τζιτζίκια-
μελωδοί φωτός..

Μία νυχτερίδα πέταξε. Στο μυαλό τής έφερε πάλι το όνειρο. Προσπαθούσε λέει σε έναν βράχο κοφτερό να μαζέψει αλάτι. Είχε γδάρει τα χέρια της κι έτρεχε το αίμα ποτάμι. Ώσπου ξάφνου το σκηνικό άλλαξε, τα βράχια λειάνθηκαν κι οι γούβες του αλατιού την καλούσαν. Το αίμα όμως δεν σταματούσε. Ανήμπορη παρακολουθούσε να πνίγεται μέσα σε βαριά μαύρα κουβάρια. Αδίστακτη η νύχτα την τραβούσε στο βασίλειο της άβουλη σαν αμνός που έχει ξεκόψει απ' το κοπάδι.

Φυσά μαΐστρος
σγουροί οι βασιλικοί-
το μνήμα ψυχρό. 

Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

Τάνκα με επιλεγμένη λέξη την κάμπια και με 5/7/5/7/7 συλλαβές

Ανάσα ζωής
υπέργηρος ο πεύκος
κάμπια πράσινη
εαρινός ο καμβάς
εωθινοί οι ψαλμοί.

*
Κάμπιες στα δέντρα
ατίθασος άνεμος
άδεια κουκούλια
οι πεταλούδες βγήκαν
γλυκολαλούν τα πουλιά.

*
Σειρές με κάμπιες
γραμμές πάνω στο χώμα
ξερά τα φύλλα
αναγεννάται η γη
τα θαύματα προσμένω.

*
Λάμπει ο κάμπος
πετούν οι πεταλούδες
χορός αγγέλων
οι κάμπιες ανάστατες
αργή μεταμόρφωση.

*
Χλωρό χορτάρι
αλυσίδα με κάμπιες
γόνιμος τόπος
χειροκροτά το παιδί
την απόχη αρπάζει.

*
Κάμπιες στα φύλλα
ασάλευτος πευκώνας
γύρης όνειρα
ξυπνά μια πεταλούδα
οργιώδης ο χορός.

*
Μικρή μια κάμπια
ποδαράκια κινούνται
τα φύλλα τρέμουν
πλησιάζει η ώρα
χαρμόσυνος τοκετός.

*
Άδεια κουκούλια
σκουλαρίκια του πεύκου
αέρας φυσά
αποσταμένες κάμπιες
ο κύκλος τους έκλεισε.

*
Ύστατη στιγμή
αργοσβήνουν οι κάμπιες
γέννημα της γης
προβάλλουν πεταλούδες
μυστηριακός χορός.

*
Κάμπιας όνειρα
ανελέητο το φως
έναρξη γιορτής
κομψές οι πεταλούδες
γλυκοφιλούν τα άνθη.

*
Εαρινό φως
χρυσαλλίδες και κάμπιες
χλωρά τα κλαδιά
εξιτάρει το θαύμα
οργιάζουν κερασιές.

*
Πρωινό το φως
πυκνόφυτο το δάσος
ελάφι περνά
παραμερίζουν κάμπιες
διακλαδίζονται συρμοί.

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

Χαϊκού

Χειμώνας φεύγει
αηδόνια ξεμυτίζουν-
ψαλμοί της φύσης.

*
Αργούν οι κούκοι
πάχνη σκεπάζει φύλλα -
φεύγει ο ήλιος.

*
Μεγάλες μέρες
βιολέτες εγείρονται -
το κρύο φεύγει.

*
Τα τρένα φεύγουν
χαμομήλια στις ράγες -
στερνή άνθιση.

*
Εποχές φεύγουν
οι κερασιές νυφούλες -
χορός ανθέων.

*
Κρουστά τα νερά
οι πελαργοί έφυγαν -
κρότοι κρυστάλλων.

*
Μικρό λιβάδι
ξυπνούν οι παπαρούνες _
ύμνοι πρώιμοι.

*
Σκιάχτρο στον κήπο
ρονρονίζει η γάτα -
φεύγουν σπουργίτια.

*
Σκαστός ο σκύλος
τριγυρίζει στις ρούγες -
φεύγει η μπόρα.

*
Μικρός κυνηγός
ανεμώνες μαζεύει-
το βόλι φεύγει.

*
Άπατα νερά
γλιστράει μία τράτα-
οι γλάροι φεύγουν.

*
Ήσυχο κύμα
έριξα παραγάδι -
φεύγουν τα κρύα.

*
Γερανοί φεύγουν 
ψαλίδια χελιδονιών-
άδειο το σύρμα.
 

Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

Ακαταδεξιά θανάτου

 Οι κύκνοι στο εθνικό πάρκο δεν ξέρουν
να τραγουδούν.
Μην περιμένετε λοιπόν το κύκνειο άσμα
τους να βγάλουν.
Τα παιδιά των τρένων αγαπούν τους κύκνους,
την ομορφιά τους καμαρώνουν και τον
καλλίγραμμο λαιμό τους ζηλεύουν.
Όταν τους συναντούν ψιχουλάκια τους ρίχνουν.
Η μικρή Φραντζέσκα έρχεται κοντά τους
και τους τραγουδά έναν μελαγχολικό σκοπό.
Οι κύκνοι αγαπούν τις νότες της και τη φωνή
της μα δεν τραγουδούν.
Δεν συμβιβάζονται με του θανάτου το
σκληρό πρόσταγμα.
Κάνουν κύκλους στο νερό και στη ζωή
αφήνονται σαν το κλαράκι της γαζίας
στο υγρό χάδι του νοτιά.

Είναι νεαροί οι κύκνοι και δεν τους πρέπει
ο αποχαιρετισμός, περισσεύει πολύ λάδι
ακόμα στο καντήλι τους.
Βουτούν το λαιμό τους στο νερό με χάρη
και τα παιδιά των τρένων τους χειροκροτούν
ασταμάτητα.
Ένας ταλαντούχος από αυτά πορτρέτα
τους φτιάχνει και τα πινέλα του βουτά
στο αφρώδες λευκό του πρωινού.
Η μικρή Φραντζέσκα τραγουδά ακατάπαυστα.
Ως εδώ φτάνει η φωνή της.
Νιώθει ασφάλεια όταν τους αντικρίζει στη
λίμνη του πάρκου, μακριά από τους
καπνισμένους συρμούς.
Δεν πικραίνεται από την ακαταδεξιά τους.
Είναι νεαρή η Φραντζέσκα, παιδί σχεδόν ακόμα
κι οι κύκνοι αγαπούν τα παιδιά με τα σκισμένα
τζιν παντελόνια και τα αφοπλιστικά
χαμόγελα.

Οι ποιητές το ξέρουν αυτό, γι' αυτό
ξημεροβραδιάζονται για να εξυμνούν
την παρτιτούρα της ζωής.
Οι κύκνοι, τα παιδιά των τρένων και οι
ποιητές φιλεύουν τον κόσμο με νέες
υποσχέσεις, τραγούδια και συνθήματα.
Όλοι μαζί στις πορείες πηγαίνουν των εργατών
των φοιτητών και των μανάδων.
Οι κύκνοι σιωπούν κι αψηφούν το θάνατο.
Η Φραντζέσκα τραγουδά, γιατί αυτό
ξέρει να κάνει καλά.

Το πλήθος αυγαταίνει, πάλλεται ακούγονται
συνθήματα.
Το αίμα μας τα κέρδη σας.
Ποτέ ξανά.
Η Φραντζέσκα κρατά το ρυθμό, οι ωραίοι νέοι
την παρακολουθούν.
Ζει μέσα μας και μετά τις πορείες στο πάρκο
πηγαίνει να ταΐσει τους κύκνους.
Αντιστέκεται και με το φως ολόγυμνη πλαγιάζει.
Δεν σπαταλά άλλο την μελωδική φωνή της
σε πρόβες θανάτου.
Χαμογελάει στη ζωή και προβάρει το καινούργιο
της φόρεμα και τις δυο σειρές πράσινα ζάντ
πάνω στο κρύσταλλο του αιώνιου νερού.

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023

Ο όρκος

Οι θεριστικές μηχανές ήρθαν απόψε
στα Τέμπη.
Το στόμα τους δεν μάζευε δίκοκκο 
σιτάρι μήτε άγανα κι ούτε κριθάρι σκληρό.
Οι θεριστικές μηχανές κατάπιναν νεαρά
κορμιά, αίμα παφλάζον και ιδρώτα.
Ασταμάτητος ο ήχος τους σαν φωνή τενόρου
σε σκηνή με πολλούς θεατές.
Λάβετε φάγετε, η θυσία ξεκίνησε.
Τα κορμιά των παιδιών μακριά στάθηκαν
από αλλόθρησκους και ιταμές προθέσεις.

Σημαία τα κορμιά τους στους δρόμους
μιας πολιτείας βγήκαν που φοβάται να
κοιμηθεί και την λήθη κυνηγά.
Χαμογελάει η Λουκία κάτω από το λάβαρο.
Προβάλλουν γροθιές υψωμένες, η ντουντούκα
δίνει το ρυθμό και το νεύρο.
Σε ευαγγέλια η Λουκία ορκίζεται να μην
κάνει πίσω.
Το αίμα των παιδιών επαναστατικό σύνθημα.
Ποτέ ξανά.
Ο θερισμός τους αγώνας διαρκής.
Το αίμα τους νάμα και μεταλαβιά μπροστά
στο παλλόμενο πλήθος.
Ο Κώστας κρατάει το δισκοπότηρο.
Λάβετε φάγετε.
Η Λουκία έχει ξανθά μαλλιά σαν στάχυ.
Δεν ξεχνάει, δεν κοιμάται βαδίζει ίσα
προς τα ακίνητα μάρμαρα, δάφνες κρατά
στο χέρι.

Ο ιδρώτας τους κρυστάλλινο νερό από
πηγή βουνίσια.
Δες πως τρέχει απ' τον κρουνό.
Πνίγει χωράφια άκαρπα, πνίγει ταγούς
ανιστόρητους, δροσίζει χείλη που ξάφνου
ενηλικιώθηκαν
Οι θεριστικές μηχανές αποσύρθηκαν μα
εμείς ιστορικά μνημεία θα τις κάνουμε,
νέες γκουέρνικες.
Η Λουκία είναι σβέλτη, ξέρει να ζωγραφίζει 
και να λαξεύει.
Ο Κώστας φοράει μαντήλι στο λαιμό σε
λίγο θα αρχίσουν οι χοροί και τα αγέννητα
ποιήματα σε πολλά τιράζ θα κυκλοφορήσουν.
Λάβετε φάγετε.
Καθαγιάστηκαν τα παιδιά και στους δρόμους
βγήκαν μαζί με τα νεαρά στάχυα του κόσμου
τούτου.
Ο όρκος τους βαθύριζο πλατάνι, ελιά ευλογημένη,
στα χείλη των νέων παιδιών Θούριος
Ο όρκος απόφαση και πείσμα για έναν ατελεύτητο αγώνα. 

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

Η ουράνια σύναξη

Το τρένο ποτέ δεν μπήκε στο τούνελ,
θεοσκότεινο δεν ήθελε να αφήσει το
σημάδι στο δέρμα και στα πρόσωπα των
άδουλων νέων.
Τα σκοτωμένα παιδιά μυστικό ραντεβού είχαν
με το φεγγάρι και με τις καλύβες των άστρων
εκείνη τη νύχτα συνομιλούσαν.
Ανέβηκαν ένα ένα πάνω στις φεγγαροαχτίδες
που θα τα οδηγούσαν στα πλάτη του ουρανού.
Ρωμαλέα τα παιδιά δεν καταδέχτηκαν
να μπουν στη φορτηγίδα που είχε φέρει
ο χάροντας για να τα πάρει μαζί του στα
μαύρα λιβάδια που ανθούν τα ασφοδίλια.
Μουτρωμένος έφυγε ανάβοντας το τσιμπούκι
του απ' τη φωτιά των βαγονιών.
Τα παιδιά τον προσπέρασαν.
Τα όνειρα τους μεγάλα, έστησαν ανθρώπινο
τοίχο μπρος στα άπονα του δρεπάνια και
στο αποκρουστικό του βλέμμα, φτύνοντας
οργισμένα τις καμένες του επιδιώξεις.

Τα σκοτωμένα παιδιά στου ουρανού τα
μύχια αθανατούν κι εκεί σφίγγουν δυνατά
της οργής την γροθιά.
Κανείς δεν τα ταράζει, στα σπλάχνα της
σελήνης βρήκαν ένα χέρι ζεστό σαν αυτό
της μάνας που ποτέ δεν ξεχνάει.
Εκεί ο Κυπριανός, η Ιφιγένεια, η Αναστασία,
η Βάγια συντονίζουν τα χαμόγελα των άλλων
παιδιών στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.
Άκου το ντέφι τους, άκου το αίμα τους,
άκου το ηχηρό τους μήνυμα.
Θα σε πάρω όταν φτάσω μαμά, κοιμήσου.

Τα σκοτωμένα παιδιά έντυσαν το θάνατο
τους με φως ζωής και κριτές αυστηροί
έγιναν για το σάπιο του κόσμου σύστημα.
Δικαίωση ζητούν κι ασταμάτητα γράφουν
πλακάτ με συνθήματα έγερσης.
Ύψωσε το κεφάλι προς τον ουρανό και θα
τα δεις να συνομιλούν με τις κορυφές της ιστορίας.
Τα αποστήματα σπάζουν της αδιαφορίας
και εχθρεύονται την καπηλεία των αρχείων.

Έχουν γιορτή εκεί ψηλά, ένα ξέφρενο γλέντι,
μια συμπαντική εαρινή σύναξη.
Σμίγουν με τα πλήθη που διαδηλώνουν κι
άφοβα καταργούν τα σκοτάδια απ' τον
πίνακα των πρόχειρων ανακοινώσεων.
Δικά τους βγάζουν δελτία και μας ζητούν
της αγρύπνιας να πάρουμε τον δρόμο.
Νικητές να γίνουμε και ώριμοι διάδοχοι τους.
Το σκληρό κορμί της Άνοιξης να σπαθίσουμε
γλυκιά για να γίνει αδερφή έτσι που οι
μάνες να μην κοιτούν ύποπτα τις ξεχαρβαλωμένες
ράγες και τα σπασμένα κλειδιά που η μοναξιά
τα κατοικεί και η εντροπία.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Οι τρεις διαστάσεις

Όταν αρρωσταίνεις βαριά εσύ στους ουρανούς
ένα σύγκρυο και μια κακουχία με πιάνει.
Τρέχω στην κουζίνα και φτιάχνω ένα
ζεστό αφέψημα, κατά λάθος βάζω ζάχαρη
και το χύνω, δεν την βαστώ τόση πολλή γλύκα,
με κατακρημνίζει γυμνή σε βάραθρα απύθμενα,
σκορπιούνται τα μέλη μου και πεθαίνω
τρεις θανάτους φρικτούς.

Δεν με βοηθάς, σφυρίζεις ένα ερωτικό
τραγούδι που για εμάς μιλούσε, απομακρύνεσαι
κρατώντας μια δάδα στο χέρι.
Ξοπίσω σου τρέχω ασθμαίνοντας σαν να
με κυνηγά θαρρώ μια αγέλη σκύλων.
Έχουν την γλώσσα τους έξω, τα σάλια τους
τρέχουν και τα δόντια τους σαν καρφιά είναι
αιχμηρά με φτάνουν.
Στο χώμα μια παχιά κηλίδα από αίμα.

Όταν κρυώνεις εσύ στους ουρανούς η καρδιά
μου χτυπάει δυνατά και κρύος ιδρώτας με λούζει.
Τρέχω στο γκάζι και φτιάχνω μια ζεστή σούπα,
τα αρμυρισμένα δάκρυα την νοστιμίζουν.
Την φέρνω στο στόμα μου και ο σφυγμός
ευτυχώς καταλαγιάζει, προς στιγμή ηρεμώ.
Κατεβάζω τους χάρτες και με ένα φακό
ξεχωρίζω τις χώρες που τώρα κινείσαι.
Σε παρακολουθώ και προς τα εσένα προχωρώ,
μαγνήτης και με έλκεις συνεχώς.

Θυμάμαι ξάφνου τα χείλη σου, τα χάδια σου
και τις σφιχτές αγκαλιές σου.
Πόσο μου λείπεις
Πόσο μακριά απιθώνεις κάθε φορά την
εικόνα σου για να μην την βλέπω.
Να σε συνετίσω δεν μπορώ, άπειρες φορές
το προσπάθησα χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ανυπόμονη τότε σκαλίζω της απώλειας
το αγαλματίδιο και το τοποθετώ πλάι
στον καθρέφτη για να μην ξεψυχήσει
στα χέρια μου σαν τον άγουρο φιλί.

Όταν γελάς εσύ στους ουρανούς μπαίνω
μέσα από τον ύπνο στα πιο όμορφα όνειρα.
Δίπλα ουράνια τόξα έρχονται γεφύρια να
στήσουν, η καρδιά ξανά να σε βρει.
Είναι οι ώρες που εμφανίζεσαι μπροστά
μου με μια εφημερίδα στο χέρι.
Μου μιλάς αδιάκοπα για τα πάθια του κόσμου,
σε προσέχω και σκαμνάκι σου δίνω να κάτσεις.
Φουσκώνει τότε ο πόνος μέσα μου απ' το άδικο
της ζήσης και την πενία των αδυνάτων.
Με παρηγορείς και μου δίνεις ένα μαντήλι
με τα αρχικά σου.

Ύστερα φεύγεις χαμογελαστός κι εγώ
στις σεισμικές δονήσεις των χωρισμών πισωπατώ
και γδέρνεται η αριστερή μου κνήμη.
Μπροστά σε ένα γκρεμό βρίσκομαι,
ανοίγω το μαντήλι σου κι αρχίζω να πετώ,
γλυτώνω την τελευταία στιγμή από μια
βέβαιη πτώση.
Αυτό είναι τώρα το φυλακτό μου.
Κάτω από το μαξιλάρι μου το βάζω.
Το αρωματίζω με λεβάντα.
Με κρατά στη ζωή και στου γέλιου σου
τα μουσικά κρύσταλλα με ταξιδεύει.
Χώρες ήπιες σου διαλέγω ποτέ να μην κρυώνεις
κι αρρώστια κακιά να μην σε βρίσκει.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Η δεύτερη μου γέννηση

 Απ' την ημέρα που έφυγες γύρισα
στο μακρινό παρελθόν και στην
εμβρυακή επέστρεψα ηλικία.
Μέσα σε μια ευρεία μήτρα μπήκα,
ατελές έχω σώμα και τα νύχια στα
χέρια μου λεπτά κι εύθραυστα είναι
σαν ροδοπέταλα από κήπους άγνωστους
που κανείς δεν κλαδεύει.

Στο ζεστό αμνιακό υγρό κολυμπώ
κι ανάσα δεν βγάζω, εκτινάξεις κάνω
για να βγω στη ζωή, δεν τα καταφέρνω.
Σώμα μάγισσας ξακουστής με φιλοξενεί
που τα πλήθη την κυνηγούν σιδηροδέσμια 
να την οδηγήσουν στην πυρά.
Κινδυνεύω με αόριστη να μείνω φύση.
Παραδέρνω ανάμεσα σε κυματισμούς
κι έξοδο δεν βρίσκω στου ήλιου το
μαξιλάρι να βγω το σκοτάδι να νικήσω.

Ο ομφάλιος λώρος της με θρέφει αργά
και οξυγόνο από τα χείλη της παίρνω.
Βλέννες με καλύπτουν, κλειστό έχω
στόμα και η γλώσσα μου σαν ψάρι βουβό
μοιάζει που δεν γνωρίζει να μιλά.
Ξέχασα τα ποιήματα, τα τραγούδια κι οι
όρκοι μου μείναν χωρίς αποδέκτη.
Οριοθετημένη η ύπαρξη μου αναζητά
των στίχων σου την ελεύθερη οδό.
Μόνο να ονειρεύομαι μπορώ αδιαλείπτως
Τα όνειρα μου εσύ, φορούν των φιλιών
σου τα αρώματα, κρατούν την σκυτάλη
του έρωτα και μπροστά σε δικαστές
στέκονται και ζητούν χάρη.

Ξόρκια και μαγικά κόλπα έμαθα πολλά.
Ίσως αυτά με βοηθήσουν κάποτε τις
στράτες σου να διαβώ και να σε φέρω πίσω.
Γιατί όπως και να το κάνεις κάποτε
στον πάνω κόσμο θα βγω.
Το ξέρω πως σταυρωτήδες θα με κυνηγήσουν
κι άκαμπτοι νόμοι θα με περιμένουν.
Μα εγώ όμορφη, με κλωνάρια μυγδαλιάς
θα σε καρτερέψω, τον άπονο χειμώνα να
διώξω από τη ζωή σου και τους φυσικούς
να καταλύσω νόμους.

Η δεύτερη γέννηση μου μέσα στων άστρων
σου την παχιά θράκα θα σημειωθεί.
Με την άνοιξη θα φτάσω φορώντας αέρινα
πέπλα για να τυλίξω το σεπτό σου σώμα.
Η μάγισσα μου αφιλοκερδώς μια άμαξα
θα μου χαρίσει χρυσοποίκιλτη με αυτή
να οδηγηθούμε σε άλλες πολιτείες ερωτικές
εκεί που δεν υπάρχουν του θανάτου οι
σκληροί δεσμώτες με τις τρύπιες βάρκες.  

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Η εξοδούχος του φθινοπώρου

Μαύρα θα βάψω τα νύχια μου, κόκκινα
τα χείλη και θα βγω στην πολιτεία.
Μαζί μου θα πάρω και την ομπρέλα μου.
Όχι πως θα βρέξει αλλά όλη τη νύχτα
με κυνηγούσαν τα δάκρυα σου.
Δακρυσμένος όπως είσαι, φοβάμαι μήπως
ένα απότομο μπουρίνι πιάσει.
Να! σαν να είδα πέρα στον ορίζοντα μια
αστραπή.
Δεν λάθεψα, ένας υπόκωφος θόρυβος φτάνει
ως εδώ, τον άκουσα καλά.
Βροντή ήταν δίχως άλλο.

Τι καλά που πήρα την ομπρέλα, πρέπει την
συννεφιά σου να αντιμετωπίσω.
Πολλά μάζεψες δάκρυα κι όπου να είναι
θα ξεσπάσουν.
Τα μάγουλα σου είναι το χώμα της γης
που ζητά να ξεδιψάσει.
Απορώ κι αναρωτιέμαι πως έφτασες ακόμη
και τα καιρικά φαινόμενα να καθορίζεις.
Μελαγχολικός όπως είσαι ίσως τώρα
πολλαπλασιαστούν και τα πρωτοβρόχια πάνω στη γη.

Σίγουρα θα βρέξει σήμερα.
Σου πάει το φθινόπωρο με τα γονατισμένα
από τη βροχή χρυσάνθεμα.
Ήλιοι είναι αυτά τα άνθη που τα αφόρισε
ο ουρανός και τα έστειλε πάνω στη γη.
Θυμάμαι πόσο σου άρεσαν.
Στην πίσω αυλή τα είχαμε, τα καμάρωνες,
σε παίδευε λίγο η μελίγκρα, τα φρόντιζες.
Στο ανθογυάλι τα έβαζες και φωτίζονταν
το δωμάτιο, το σπίτι, το πρόσωπο σου και
εκείνο το βαρύ μαύρο της καρδιάς.

Έτοιμα τα νύχια μου, καιρός να βγω.
Αλλά το μετάνιωσα δεν θα πάρω ομπρέλα.
Θα την αφήσω εδώ ανοιχτή να προστατεύει το σπίτι.
Τα δάκρυα σου το έχουν διαβρώσει.
Φούσκωσε το πιάνο, το τραπέζι ξεφλούδισε
και τα συρτάρια του δεν ανοίγουν.
Και τι δεν είχες κρύψει εκεί.
Τον νυχοκόπτη, τη χτένα σου, την οδοντόπαστα
και τα ποιήματα του φθινοπώρου.
Δεν με είχες αφήσει να τα διαβάσω,
τα έκρυβες και μόνο στα ταπεινά σπουργίτια
τα απήγγειλες.

Προσπάθησα να σε μεταπείσω μα δεν
έπαιρνες κουβέντα.
Θησαυρός αυτά τα ποιήματα, έλα να τα
διαβάσουμε μαζί.
Καιρός να φύγεις από εκεί ψηλά, λέω πως
πλησίασε πια η ώρα τέλος να πάρουν τα δάκρυα σου.
Δεν νομίζεις πως οι τόσες βροχές δεν θα επηρεάσουν
κι αυτό τον έρωτα μας και δεν θα τον κοιμίσουν πλάι
στα γονατισμένα χρυσάνθεμα; θα λαβωθεί...
Είναι επικίνδυνα εκεί, από τότε που έφυγες
μονοετή έχουν πλέον φύση κι εγώ έχω διαλέξει
να σε θέλω εδώ για πάντα. 

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

Οι παλαίστρες του έρωτα

"Στις παλαίστρες του παράφορου έρωτα
κυκλοφορώ με αψέντι δυνατό στο χέρι."

Στέριωσα την αγάπη στα περβάζια των σύννεφων.
Βρεγμένα έχω ρούχα και μαλλιά και
στα πόδια μου φυτρώνουν λειχήνες.
Νοτερή υδατογραφία το πρόσωπο μου
κλαίει όταν προφέρει το όνομα σου.
Η καρδιά μου ανοιχτός κήπος υποδέχεται
όλα τα χρώματα και τα αρώματα.
Αναρριχώμενα φυτά θωρώ, αγιόκλημα,
γιασεμιά και ρολογιές.
Κοντά μου έρχονται σμήνη μελισσών
απομυζούν χυμούς και μέλι με ταΐζουν
και βασιλικό πολτό.
Βασίλισσα τους γίνομαι και γεννώ
όμορφα παιδιά και τα πιο μεγάλα όνειρα
βλέπω να πραγματώνονται.
Τα καρπώνομαι και το σιροπιαστό
γλυκό της ευτυχίας διαλέγω.

Στέριωσα την αγάπη στην όχθη του φεγγαριού.
Γέμισα κρατήρες, ισχνό φως και τα
ποτισμένα μου φλάμπουρα μου ζεστό
έχουν αίμα.
Εδώ οι στεναγμοί του έρωτα, οι ακίδες
της λήθης και της μνημοσύνης το καλό νερό.
Το πίνω και ομορφαίνω, κερασιάς κλωνάρια
γίνονται τα χέρια μου.
Τον έρωτα παίρνω αλαμπρατσέτα και
διεισδύω στα φαρμακωμένα νερά της
λήθης, πολλά τα προσωπεία της δεν με
ξεγελούν.
Νικητής βγαίνω και για τρόπαια μου έχω
μια αγκαλιά άλικα τριαντάφυλλα.
Στα πόδια σου τα αφήνω περικαλλής να
κυκλοφορείς στον κόσμο.

Στέριωσα την αγάπη στη γειτονιά του ήλιου.
Εδώ ξαναβρίσκω τα πορτρέτα σου που
είχα από χρόνια χάσει.
Αλώβητη η μορφή σου δεν ζητάει καμία
επιδιόρθωση, φωτοστέφανο έχει και λάμπει
Συντροφιά μου έχω τον ανθοφόρο κήπο
της Άνοιξης και τα ωδικά πουλιά.
Πεταλούδες πετούν κι εγώ στα εύθραυστα
φτερά τους γράφω ποιήματα για τον
ηλιόκαλλο έρωτα.
Μου χαμογελάς με γέλιο γήινο παιδιού και
στην υποδοχή σου άγγελοι με χαιρετούν.
Τους καλωσορίζω, στα περιβόλια τους μπαίνω,
σε θεώνω και στων φιλιών το ανασκίρτημα
ζω εξαρχής την ζωή μου. 

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

Χαϊκού των ψαριών

Ουρά του ψαριού
πέταλα της μυγδαλιάς-
λικνιστός χορός.
*
Πλακί το ψάρι
αναμμένα κάρβουνα-
βροχερός καιρός.
*
Ψάρια στα δίχτυα
κορμί ξεροψημένο-
ο λίβας καίει.
*
Λάδι η λίμνη
ψάρι χοροπηδάει -
χορός της βροχής.
*
Χιόνια στις πλαγιές
διάφανα τα κρύσταλλα-
λέπια του ψαριού.
*
Πάγος στη λίμνη
τα ψάρια βουβάθηκαν-
σκιέρ ο ψαράς.
*
Γυμνά τα πόδια
καλαθούνα με ψάρια-
σκηνικό θέρους.
*
Ψάρια σπαρταρούν
ήλιος του αλωνάρη-
ιδρώτας μόχθου.
*
Ψάρι στο φούρνο-
νιαουρίζει η γάτα
τζιτζίκια συνοδοί.
*
Τσαμπί σταφυλιού
τηγανητά τα ψάρια-
τερπνό το δείπνο.
*
Ψάρια του αφρού
γαληνεμένη θάλασσα-
τσιμπούσι γλάρων.
*
Χωνί με ψάρια
βαριά ψαροκασέλα-
ήλιος με δόντια.
*
Ψάρια στον πάγκο
χιόνι ως το γόνατο-
ουδείς πελάτης.
*
Ψάρι αχνιστό
λεμόνια στην πιατέλα -
ούζου καράφα.
*
Χιόνι στην αυλή-
άδεια η αλατιέρα
παστό το ψάρι.
*
Βροχερή νύχτα-
η σούπα στο τσουκάλι
μυρωδιά ψαριού. 

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Οι αποτρόπαιες μορφές σου

Στιγμές πολλές δεν έζησες
κοντά μου, κρέμονταν στους
ώμους σου φτερά και συχνά
τα δοκίμαζες και από το πλάι
μου σαν νεφέλωμα εξαφανιζόσουν.
Δύσκολα σε παρακολουθούσα,
άνεμος ταχύς σε κυνηγούσε
και στα υπερώα σε έβγαζε,
κονάκι να στήσεις εκεί απόμακρο.
Στη βίγλα σου κανείς δεν τολμούσε
ποτέ να φτάσει καθώς για φρουρό είχες 
βάλει ένα τερατόμορφο ον με δέκα κεφαλές 
κι εφτά δαγκάνες.
Σε φοβόμουν σαν όπως τρέμουν
τα παιδιά τους μασκοφόρους ήρωες.

Βιαστικός ήσουν σαν την πορεία
των κομητών κι έναν ημιτελή πάντα
διέγραφες κύκλο γεμάτο από λευκή
παχιά σκόνη.
Όλος σκεπασμένος με αυτή τη
σκόνη δεν σε αναγνώριζα, μου
διέφευγαν τα χαρακτηριστικά σου.
Μια μπέρτα κάλυπτε το πρόσωπο
σου και σαν ληστής έκλεβες ό,τι από
τα φωτεινά τετράγωνα της ζωής
μου απέμεναν άθικτα.
Στη λαξευτή μου σκάλα ερχόσουν,
εραστής του σκότους, τους πρόδηλους
να γράψεις στίχους σου.
Σε κοιτούσα έντρομη σαν όπως
θωρούν οι γέροντες του θανάτου
την κλίνη.

Ετοιμόρροπος ήσουν, έτριζαν τα
θεμέλια σου κι υπόκωφοι ήχοι
έκαναν τυφλά την εμφάνιση τους
στο στερέωμα σου.
Ισχυροί σεισμοί διατάραζαν την
γεωγραφία σου.
Ύφαλοι έβγαιναν από το στέρνο σου
μικρά νησιά σχηματίζονταν στους
κόλπους της καρδιάς σου.
Κώνοι εξείχαν από τα μάτια σου
και ηφαιστειακή λάβα κυλούσε
στα χείλη σου.
Απομακρυνόμουν να μην με καταπιείς.
Σε παρακαλούσα εμβρόντητη σαν όπως
σεμνά κάνει στην Παναγία το τάμα
της μια μάνα για τον ναύτη γιο της.

Διώκτης εσύ, στόχο έβαζες τα
πικρά μου χείλη, διπλωνόσουν
από αυτά και ερωτικά φιλιά
ζητούσες να πάρεις.
Ένα υπερβατικό ήσουν πλάσμα που
όμοιο με αυτό του ποτέ άλλοτε δεν είδα.
Ένας υποχθόνιος Θεός ψυχορραγούσε
στα πόδια σου και σε μάλωνε.
Δεν συνθηκολογούσες ασυγκίνητος 
την απόλυτη εξουσία του ζητούσες δική
σου να κάνεις.
Άρχος σε θρόνο παγερό, ακάνθινο
φορούσες στεφάνι και στη δούλεψη
σου είχες τοποθετήσει πλειάδες
αστεριών τα σκοτάδια σου να κρύβουν
και το μοχθηρό σου βλέμμα να λειαίνουν.
Σε απέφευγα σαν όπως κρατά μακριά
μια ερωτευμένη κόρη το νερό της λήθης.

Έρωτας δεν είσαι κρυφός, παρά
μονάχα ολοκληρωτικά τη μορφή
μιας δερμάτινης σφεντόνας παίρνεις
που ανηλεώς τις καρδιές σκοτώνει
με τα μυτερά της βότσαλα.
Αποστάλαγμα φωτιάς είσαι, που
βωμολοχεί άγρια και φτύνει ποιήματα
πάνω στις αιμάσσουσες πληγές.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

Ο ξεχασμένος κωδικός

Αβάσταχτο να σε αγαπώ καλέ μου
Παίρνω τις μεταξωτές κουρτίνες και
τις σκίζω με τα νύχια μου.
Γαμψά έχω νύχια γυπαετού αφρόντιστα
κι επιτίθεμαι σε ό,τι βρω μπροστά μου.
Μικρά κουρελάκια στα πόδια μου, τεράστιο
έχω μένος κι οργή και πως να σταματήσω δεν
ξέρω, ο εαυτός μου ένας μοναχικός λύκος 
που σε νέες εκτινάξεις όλο πιο αγριωπές 
με πηγαίνει.

Το σπίτι της ψυχής μου καλοσυντηρημένο, 
τραβώ τα παντζούρια, στο ημίφως γράφω
στίχους και διαρκώς πλέκω εκείνη την
βαμβακερή κουβέρτα που σου άρεσε.
Μισοτελειωμένη την είχα από τα χρόνια
που έφυγες.
Πονούν οι καρποί μου μα δεν την αφήνω.
Πετσετάκι πετσετάκι την συναρμολογώ.
Τεράστια έχει γίνει, φτάνει να σκεπάσει
το σπίτι απ' άκρη σε άκρη.

Τα νήματα δεν τελειώνουν πολλά μου
είχες αγορασμένα στο παζάρι, κούκλες
τις έλεγες κι εγώ γελούσα σαν παιδί.
Μακριά τις έκρυψα από τον ήλιο να μην
τις κιτρινίσει και τις φθάρει.
Το λευκό τους με παιδεύει, πώς να συνηθίσεις
τόση λευκότητα μαζεμένη;
Τους άγριους μου θυμίζουν κρίνους που
φύονταν στο πατρικό μου.
Δεν είναι αθώα η ψυχή μου, πολλά μάζεψε
μαράζια που στο τέλος έγιναν αμφορείς
μίσους.

Αβάσταχτο να σε αγαπώ καλέ μου.
Λινά φορώ ρούχα χειμώνα καλοκαίρι.
Δεν κρυώνω, δεν ζεσταίνομαι, το
διαχειρίζομαι.
Φορέματα μακριά ως τα νύχια με ντύνουν.
Αυτά απαιτεί η ψυχή ανάλαφρη για να πετά.
Λευκά κι αυτά όπως τα νήματα λερώνονται
εύκολα και με πηγαδίσιο τα πλένω νερό.
Δεν γαριάζουν, αλυσίδα τους βάζω παρμένη
από τη θράκα της ψυχής.
Με ολόλευκα φτερά μοιάζουν σαν μ' εκείνα
του πουλιού με τη λαλιά στα δημώδη ποιήματα.

Συναγερμούς εσύ είχες τοποθετήσει στο
έμπα της ψυχής κανείς άλλος να μην την
κατακτήσει.
Ξεχνώ τους κωδικούς κι ανελεύθερη μένω
να κοιτάζω το πορτρέτο σου που σε μια
μας έξοδο μια υπαίθρια ζωγράφος σου
είχε φτιάξει, πόσο το πέτυχε!
Έλα μόνο εσύ γνωρίζεις τον κωδικό για να
μου ανοίξεις λιγοστεύει το οξυγόνο,
κουτσαίνουν τα πόδια από την ακινησία,
τα χέρια πονούν και τα μάτια περιορισμένα
όπως είναι δεν βλέπουν.
Απελπίζομαι να δοκιμάζω νέους αριθμούς
και συνδυασμούς, η πόρτα δεν ανοίγει.

Πρέπει να βγω έξω μαζί σου επειγόντως.
Οι αμφορείς γεμίζουν ολοένα, δεν έχω χώρο
να αγαπήσω τον κόσμο.
Απέναντι μένει ένα παιδί που ολοένα μου
ζητά να παίξω μαζί του είναι πολύ καλός
σέντερ φορ.
Έλα για εκείνο τουλάχιστον είναι μόνο
σαν εμένα κι άλλους μπαλαδόρους  δεν 
βρίσκει να κλωτσήσουν τη μπάλα.
Βαρέθηκα κι αυτά τα λευκά ρούχα πήραν
να μοιάζουν με το πρωτόγαλα που ήπια,
να μεγαλώσω θέλω και να κοιταχτώ στους
καθρέπτες των ματιών σου. 

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

Η ιδιόχειρη επιστολή

Τις πρώτες πρωινές ώρες μου έδωσες
το χέρι σου αγάπη μου.
Είχα χρόνια να το σφίξω πολλά.
Αποστεωμένο ήταν και κρύο σαν
τη λαβίδα της τανάλιας που
ξεκαρφώνει τα καρφιά από το
καφασωτό της πόρτας στο σπίτι
μέσα για να μπει ο ξένος κι ο απόκληρος.
Γιατί έφυγες για άλλους κόσμους
αγάπη μου και έτσι σκληρά παραμέλησες
τη ζωή σου και στο τέλος άοπλη κάμφθηκε
η ουσία του ονόματος σου;

Το χέρι αυτό και τι δεν μου έμαθε αγάπη.
Το σταυρό μου έδειξε πως να κάνω
στα θεία να πιστεύω και τα υπερβατά 
θαύματα να προσκυνώ.
Τη γραφή μου δίδαξε, απ' το αλφαβητάριο
πως να τραβώ τα γράμματα και ύμνους
να συνθέτω και ποιήματα προς χάριν
του έρωτα.
Στην ζωγραφική με έμπασε, πως καλά τα
χρώματα να ανακατεύω και τα πορτρέτα
των φτωχών παιδιών να φτιάχνω.
Τις νότες της μουσικής πάνω στην αιθέρια
άρπα μου έδειξε ορατόρια να συνθέτω και
μπαλάντες για την προδομένη αγάπη.
Κεντήστρα με έκανε τη μορφή της 
Μόνα Λίζας να αναπαριστώ με κλωστή 
μεταξωτή. 

Τώρα τι να κάνω που μου διαφεύγουν
όλα και ξεχνάω;
Το χέρι αυτό δεν το γνωρίζω πλέον.
Το καμάκωσε ο χρόνος σαν τη βεντούζα
του χταποδιού πάνω στον απόμερο βράχο.
Έλα πιο κοντά ζωή να του εμφυσήσω
και με του αίματος μου την οργή να το
κλείσω και να το ζεστάνω.
Απ' την αρχή πρέπει πάλι να τα μάθω όλα.
Πένητας της ομορφιάς κι αγράμματη των
στίχων και των χορδών έμεινα να σε
περιμένω αιώνες ψυχρούς.

Έλα με την φωτιά της καρδιάς να
το χαϊδέψω, αφέψημα να φτιάξω και
καυτή σούπα για να δυναμώσει λίγο.
Προεξέχουν οι φλέβες και ομοιάζουν
με φίδια έτοιμα για επίθεση.
Φοβάμαι το δηλητήριο τους και την
κακιά τους γλώσσα.
Λεκέδες σαν σχολικοί χάρτες κρύβουν
την περασμένη του ομορφιά.
Χάνω την όραση μου μπροστά στο
θαμπωμένο τους τζάμι.
Κόμποι σαν τα δεμένα σκοινιά των κάβων
εμποδίζουν την ευλυγισία του.
Ανησυχώ μην μείνει στη μέση το ποίημα
και στερέψει της φαντασίας η κρήνη.
Έλα πιο κοντά το γραμματόσημο να κολλήσω
στο φάκελο που κρατάς, τον ταχυδρόμο
να φωνάξω επιστολή να στείλω ιδιόχειρη
στα μέρη που σε κράτησαν μακριά ποτέ
άλλοτε να μην τα πλευρίσεις. 
Έχω περιφράξει ένα εκτάριο με κυδωνιές
γλυκάκι του κουταλιού να σε κερνάω.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

Χειμωνιάτικη μαγεία

Άφησε το παράθυρο ανοιχτό να μπει
η σελήνη με τα μακριά της δάκτυλα
να σε χαϊδέψει και σε ονείρατα να σε
πάει φωτεινά μέσα από του Βίνσεντ Βαν Γκογκ
τους άφταστους ηλίανθους.
Στο πιάνο του σαλονιού τα πλήκτρα
απαλά να αγγίξει με μουσικές να ντύσει
τα όνειρα σου έτσι που της καρδιάς σου
το ασταμάτητο ρολόι νέους ρυθμούς
να παίξει ο κόσμος ορθόστηθος να ομορφαίνει.

Είναι καλή η σελήνη κι αν φυσά κι αν
χιονίζει οι ασημιές αχτίδες της σώμα
θα γίνουν θερμαντικό, εσύ να μην κρυώνεις.
Με χέρια και πόδια ζεστά να βυθίζεσαι
στου ύπνου τα δαντελωτά σεντόνια
παρέα με τις μούσες κι άσπιλα να γράφεις
ποιήματα να μην πεινάσει η πλάση θαύματα
και ξαφνικά σωριαστεί ανήμπορη στο βάραθρο
της θλίψης.

Αυτή με το χαμηλό της φως τα σκοτάδια
της λήθης θα παίρνει μακριά και στου έρωτα
θα σε πηγαίνει τους οπωρώνες.
Δες στα χέρια μου τα δώρα της κρατώ από
τα περασμένα μου ταξίδια.
Εδώ τα θέλγητρα κι ο κρυφός έρωτας.
Εδώ τα μεγάλα όνειρα κι οι χυμώδεις
οπώρες.
Εδώ τα σκωπτικά ποιήματα και η μουσική
της μπαλάντας.
Στην αγκαλιά σου τα αφήνω έτσι που να
αποχαιρετάς της μοναξιάς το στοιχειωμένο
σπίτι το στεριωμένο με μπετόν πλάι στους
γκρεμνούς.

Άσε την σελήνη να σε πλησιάσει και μέθυσε
μαζί της μέχρι το ξημέρωμα.
Κρατήρες έχει ανοιχτούς εκεί να σαρκωθούν
όλες σου οι επιθυμίες, στη χόβολη της ρίξε
τα κάστανα της απουσίας κοντά μου να
'ρθεις και να πλαγιάσεις ωραίος σαν άγαλμα
κοιμητηρίου.
Τα σκοτάδια ξέρει να διαχειρίζεται και ασημιά
να ανοίγει μονοπάτια που οδηγούν πίσω από
τον ναό με τα ιερά εξαπτέρυγα και ραντεβού
εκεί να σου δίνει.

Απόψε εσένα διάλεξε επιστήθιο να σε κάνει
φίλο μην την προδώσεις κι άφησε έστω μια
χαραμάδα ανοιχτή.
Στο πιάνο έβαλα τα δικά σου χειρόγραφα
και την ενάτη του Μπετόβεν, έλα μαζί
να ακούσουμε τη μουσική κι άφησε δια παντός
τις κρύες κοίτες και την τάφρο που σε σκεπάζει.
Τις παρτιτούρες έλα να αντιγράψεις πάνω στης
ωλένης τα μούσκλια. 

Την ανάσταση σου λαχταρώ καίγοντας των
λειμώνων τα ασπροκέντητα σάβανα, εμβρυακές
να σου χαρίζω ώρες, στις λίμνες μου να
κολυμπάς κι εγώ να σε γεννάω με κλαυθμούς
μέσα από του έρωτα την σάρκινη μήτρα και
σαν από μαγεία το σώμα μου ξανά να κατοικείς.
Σταυρώνουν τα ρόδα απόψε οι καλφάδες.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

Η άγνωστη φύση των ποιημάτων

Τις νύχτες επιθεωρώ τα φτερά μου
και βγαίνω στην χώρα της ποίησης.
Τσακισμένα κάποτε τα βρίσκω και
τα μπαλώνω με τη χρυσοκλωστή
του σύμπαντος.
Είναι ο λόγος αυτός που λάμπουν
και από ώρες μακριά ξεχωρίζουν 
σαν τα νυχτερινά φώτα μιας πολιτείας
βυθισμένης στα πλάτη της θάλασσας.
Άστρα μου δίνονται πολλά κι η σελήνη
στο σκάφανδρο της με αφήνει να μπαίνω.
από εκεί να απομυζώ χρυσάφι.

Καλοκυρά η νύχτα με γνοιάζεται και
μου προσφέρει το ζεστό της από
τα εφήμερα όνειρα αίμα.
Βάφονται τα χέρια μου χρυσαφιά και
κόκκινα μα κανείς δεν τα βλέπει.
Κι αν στο διάβα μου κάποιον συναντήσω
ξέρω να τα κρύβω στα συρτάρια της καρδιάς.

Αποφεύγω τους πλατιούς δρόμους ποτέ
δεν μου άρεσε η κοσμοσυρροή.
Η νύχτα αυστηρούς μου βάζει όρους στο
παιχνίδι που ξεκινώ μαζί της.
Τους ακολουθώ και πάμπλουτη με ορίζει
αδερφή της όταν τα ακριβά δώρα της δέχομαι.
Δεν είναι εύκολο πράγμα να επιθεωρείς
την ψίχα του ποιήματος και τα φτερά να
ανοίγεις χωρίς να ακουστείς.

Κοχλαστό το αίμα ζεματάει κι ο χρυσός
βαρύς είναι δυνατά θέλει μπράτσα και
χαμηλωμένο βλέμμα για να καρπίσει το
ποίημα.
Με τα ονειρικά φτερά μου έξω από τα
ανθρώπινα πηγαίνω και σε κάστρα
ετοιμόρροπα καταλήγω καθώς μόνο
εκεί η νύχτα ξαπλώνει παρέα με τους
εραστές της.
Μύρα έχει δίπλα της, λουλούδια φορά
στο κεφάλι άγνωστης προέλευσης και
τα πακέτα των ονείρων ετοιμάζει προς
τους επίλεκτους της να τα στείλει.

Μέσα από αυτά τα εύθραυστα πακέτα την
γνώρισα παιδί ακόμα όταν μονάχη στο
ανατολικό μπαλκόνι ξενυχτούσα κι ήρθε
και με βρήκε συνωμοτικά να μου πει λόγια.
Από εκείνη την στιγμή μύρα έχω στους
κόρφους μου, με αθάνατα λουλούδια
είμαι στολισμένη και ονείρατα υπερκόσμια
στα ράφια μου στοιβάζω.

Μόνο που τα χέρια μου κοίτα καμένα είναι
από τις φωτιές των άστρων και της σελήνης
το καυτό ηφαίστειο.
Εγκαύματα βαθιά πυορροούν, τα φροντίζω
και στον κόσμο τους εισχωρώ το στάχυ
του ποιήματος να θερίσω.
Πάνω στις πληγές αυτές φύτρωσαν
αργά τα φτερά μου με αυτά να ταξιδεύω
στο φευγαλέο μακριά από μικρότητες κι από
το ζιζάνιο του εφικτού που μόνο κλειστές
γνωρίζει φτερούγες.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

Η θάλασσα του χειμώνα

Η θάλασσα του χειμώνα έχει πηδάλιο
και ταξιδεύει με πολλά μποφόρ.
Έχει δραμαμίνες στη τσέπη και τις
μοιράζεται με τους αθώους ψαράδες.
Ακούει τις προσευχές των μανάδων
και το φωτοστέφανο φορά του Αϊ Νικόλα.
Τα τάματα δέχεται των κορασίδων
και μέσα στα αμπάρια τα βάζει των
σκουριασμένων ρεμουλκών.

Ο ασήκωτος ο πόνος, με γδαρμένα
τα μάγουλα από νύχια νεανικά, την
συνοδεύει στα απατηλά ταξίδια της.
Ζεστό το δάκρυ τροφοδοτεί τα
κυρτωμένα κεριά στο μανουάλι της
Παναγίας.
Μαντίλια άσπρα μοιράζει στους πιστούς
της εκεί να ακουμπούν τους στεριανούς
καημούς τους.

Αντάρτισσα πρώτης γραμμής η θάλασσα
ζώνεται με δυο σειρές από φυσεκλίκια κι
αμολιέται στα ανοιχτά πελάη.
Τις γοργόνες αγαπά και πάνω στις ακμές
των κυμάτων τις βάζει μαζί με τρία
γλαροπούλια που ξεχάστηκαν στην
αγκάλη της κάποιο απομεσήμερο του
Αυγούστου μην ακούγοντας τον απόπλου
από την βραχνή μπουρού.

Κοντοστέκεται δίπλα στους φάρους
και κουβεντολόι πιάνει με τους μικρούς
φαροφύλακες.
Ιστορίες των ωραίων πνιγμένων τους
λέει κι αυτοί δεν παραλείπουν να την
κερνούν τσίπουρο με μέλι και φτωχά
συνοδευτικά πιάτα με ελιές και λιαστή
ντομάτα.
Μάχεται την μοναξιά και μεσίστια απλώνει
πειρατική σημαία στα ξερονήσια.

Λάφυρα έχει στα χέρια της και τα θάβει
δίπλα στα κόκκινα κοράλλια και ξαπλωτά
πάνω σε στρώσεις από φύκια τα ακουμπά.
Με αυτά εξαργυρώνει τις σκοτεινές βουλές
του θανάτου που στην αριστερή πλευρά της
κοιμάται, ροχαλίζοντας δυνατά, πανάρχαιος
και μονήρης.

Η θάλασσα του χειμώνα πλεξίδα μακριά
έχει πειρατική κι ο ένας οφθαλμός της
λείπει έτσι που να μην βλέπει την πορεία
που πρέπει να ακολουθήσουν τα μικρά
πλεούμενα.
Έρμαιο στα χέρια της πάνε του χαμού και
δεν υποκύπτει καθόλου στα παρακάλια τους.
Σαν γόησσα γυρίζει στις σκοτεινές σπηλιές
ζητώντας να δοθεί στον πρώτο τυχόντα.
Πόρνη και Θεά πετά τον βαρύ μανδύα της
και εκδίδεται με αρκετά σοβαρό αντίτιμο.
Κυοφορεί τον ζέφυρο, την τραμουντάνα και
τον αλήτη γραίγο.

Όταν κοιλοπονά οι χαίτες των κυμάτων
την γνοιάζονται κι η τρίαινα του Ποσειδώνα
την συνεπικουρεί.
Είναι να μην πέσεις μπροστά της εκείνη
την ώρα θα σε αρπάξει στα παλάτια της
μαζί με τις κομμένες άγκυρες αδερφοποιτό
της να σε κάνει και ξεχωριστό εραστή της.

Μόνο πρόσεξε σφιχτά να της δέσεις την
μαντήλα, όταν την συναντήσεις, γιατί
αλόγιστη είναι και αμνήμων και πολλούς
ζητάει να έχει παραστάτες στις παρελάσεις
της πλάι στα τρικυμισμένα της καράβια
που βάθρα πονηρών θεών τα έχει κάνει.
Η θάλασσα του χειμώνα έχει το πηδάλιο
του έρωτα για οδηγό βρυχάται και ταξιδεύει
χωρίς φρένα με φαγωμένα τα όκια της.

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

Τάνκα 5/7/5/7/7 συλλαβές και με απαραίτητη λέξη το επίρρημα γρήγορα.

Χοντρή η κάπα
γρήγορα πέφτει χιόνι
μοναχού κελί
αναμμένη η σόμπα
τριζοβολούν τα ξύλα.

*
Κρύος ο καιρός
η πυροστιά στο τζάκι
σούπα κοχλάζει
δουλεύουν τα κουτάλια
γρήγορα χορταίνουμε..

*
Θράκα στο τζάκι
τα κάστανα ψημένα
γλυκιά η σάρκα
γρήγορα καταπίνω
ξεγελώ την πείνα μου.

*
Ελάφι περνά
οι κυνηγοί έφυγαν
λαλούν τα πουλιά
γρήγορα ανασαίνει
τα πόδια βγάζουν σπίθες.

*
Φλοκάτες χοντρές
η νεροτριβή πλένει
κύκλοι του νερού
ξαποσταίνουν οι κυράδες
γρήγορα τσιμπολογούν.

*
Φτάνει το βράδυ
αραιό πέφτει χιόνι
άσπροι οι θάμνοι
παιδιά τρέχουν γρήγορα
χιονόμπαλες στα χέρια.

*
Ίσκιοι στον τοίχο
αναμμένο μαγκάλι
τρίζουν κάρβουνα
γρήγορα ζεσταίνομαι
πετώ το πανωφόρι.

*
Παγωνιά γύρω
σταλακτίτες στην στέγη
τρίζουν κρύσταλλα
χουχουλιάζω τα χέρια
σπίτι φτάνω γρήγορα.

*
Νύχτα μάγισσα
απόκοσμοι οι ήχοι
λάμψη αστεριών
πετά μια κουκουβάγια
γρήγορα πέφτει χιόνι.

*
Μικρό σπουργίτι
φτεροκοπά γρήγορα
ζεστασιά ζητά
ψίχουλα ψωμιού σκορπώ
τη χούφτα μου ανοίγω.

*
Ομίχλη πιάνει
το χιόνι δύο πόντους
άσπρος μανδύας
γρήγορα τρίβω χέρια
πέφτουν στο κρύο μύτες.

*
Άστεγος ξυπνά
χαρτόνια έχει στρώμα
κουβέρτες ψιλές
γρήγορα φτιάχνει τσάι
λιγοστά τα κέρματα.

*
Αφράτο χιόνι
πατημασιές στην πόρτα
γρήγορα κλείσε
άστρα πέφτουν στη στέρνα
ο άνεμος δρεπάνι.

*
Άγρυπνος σκύλος
το κόκκαλο γυρεύει
στοίβες το χιόνι
γρήγορα σκάβει λάκκο
αχνίζουν τα ρουθούνια.

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

Το διπλό νύχι του πατέρα

Πόσο σπανάκι, πόσα αντίδια, 
πόσα σέλινα κι άλλα μυρωδικά 
πέρασαν από τα χέρια σου πατέρα;
Βυθισμένος στο χώμα, μαύρα
τα νύχια σου και σκληρά σαν καλάμι
ή σαν σχιστόλιθο από το αρρενωπό βουνό.
Έξυνες το γούλι απ' το σέλινο,
καθαρό να το αγοράσουν οι καλοκυράδες.
Πρώτο πόστο στο παζάρι με 
παλάντζα ακριβείας, παραδίπλα
σου ένας χοντρός ορεσίβιος που
έστριβε διαρκώς το μουστάκι του.
Τα ξεπουλούσες τα χορταρικά όλα,
πολύ πριν από αυτόν.

Άσαρκος ήσουν πατέρα με κάτασπρα
δόντια και μαυριδερό δέρμα.
Η μάνα σου σε ξέχασε στη νάκα
μωρό ακόμη κι ο ήλιος σε πήρε και 
σε έψησε.
Μήπως πατέρα κατσιβέλα σε έφερε
για μαγιοπούλα για γενιά ξένη;
Καταπώς έλεγε η γιαγιά.
Αστειεύομαι...
Έπλενες ταχτικά τα πόδια σου στην 
χτυπημένη τσίγκινη λεκάνη, μαύριζε
το νερό πατέρα.
Βυθισμένος στο χώμα μια ζωή με 
παροιμιώδη ευστροφία πώς τα χάλασες
στο τέλος με τα γράμματα;
Τρίτος μαθητής στο σχολαρχείο αλλά τη γη
εσύ διάλεξες ή με το στανιό σου εδόθη;
Τα ατίθασα τσουλούφια στην κορυφή 
του κεφαλιού με ζαχαρόνερο τα πέρναγες
για να ισώσουν και τον τελευταίο
καιρό θυμάμαι με μπριγιαντίνη.

Δάκρυζες εύκολα πατέρα μα δεν 
γνοιαζόσουν τόσο τις αγκαλιές.
Διψούσαμε πατέρα για την σκέπη σου 
μα εσύ καντήλια άναβες στους Αγίους 
και μάζευες στις ρεματιές σπαράγγια.
Διψούσαμε πατέρα το χαμόγελο σου 
μα εσύ με ένα τσαπί μάλωνες με τις πέτρες
και τους χοντρούς σβώλους και την αγία
γραφή διάβαζες με τα πουλιά παρέα.
Σώμα μυώδες, σάρκα και κόκκαλα ένα.
Κρησάριζες το χώμα και το όργωνες με
τα τσιμεντένια μπράτσα σου μόνο.
Η φοράδα ξεκούραστη χλιμιντρούσε στο
κατώι. 
Μόνο κάθε Σάββατο της φερόσουν 
σκληρά σαν ήταν στο παζάρι να πας
με δυο μεγάλες κοφίνες ζωσμένες γύρω 
στην κοιλιά της.
Πόσες χιονίστρες, πόσο θειάφι, πόσο λίπασμα
και κουρνιαχτός πέρασαν από τα 
χέρια σου πατέρα;

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Ο επιστήθιος φρουρός

Κάθε μέρα απουσίας σου και μια διαμάχη, 
ένας ανεκπλήρωτος έρωτας που φυγαδεύτηκε
στον ουρανό και συλήθηκε από κοντάρια 
αρχαγγέλων αιχμηρά.
Αμέτρητες οι μέρες κι ο έρωτας επιθετικό σκυλί 
στα πόδια να παραφυλά πότε την καρδιά σου 
θα αρπάξει.
Κυνηγόσκυλο που ονομαστές έδωσε μάχες 
ορμίζοντας πλάι στην καπνιά της καραμπίνας.
Δασύτριχο λαμπραντόρ που κάθε που πιάνει 
ο χιονιάς βγαίνει στην αυλή τις απροστάτευτες 
να πνίξει όρνιθες ζητά.
Αλσατίας λυκόσκυλο που παιδεύεται την ουρά 
του να πιάσει, ζαλίζεται προς στιγμή και τείνει 
το βλέμμα  προς στον ουρανό σύμμαχο 
για να βρει, ένα σύννεφο με σκούρα ουρά.

Πιστός μου σύντροφος εσύ καταλύεις τις θύρες 
μου κι έρχεσαι πότε με ένα ορτύκι στο στόμα.
πότε με δύο ματωμένα πούπουλα κι άλλοτε 
πάλι με ένα παιχνίδι στα δόντια.
Στα πόδια μου διαρκώς μπερδεύεσαι, βογκώντας.
Οικόσιτο σε έχω φρουρό και πολλά μου κάνεις 
νεύματα συμπάθειας όταν στο κελάρι μπαίνω
λίγο για να κολατσίσω.
Ξερογλείφεσαι, περιμένεις, με την γλώσσα έξω 
λαχταράς, το δικό σου φαΐ  να σου φέρω. 
Σάρκες ωμές να σε ταΐσω με μπόλικο λίπος
στα πλευρά.
Στέκεσαι πάντα καρτερικός σαν τον έρωτα που 
ξενυχτά στα βρεγμένα σεντόνια και με ανθρώπινες 
σάρκες τρέφεται.
Κάθε μέρα απουσίας σου κι ένας ανεκπλήρωτος 
έρωτας που γλείφει στωικά το πληγωμένο του πόδι,
ένας μυθικός περιφρονημένος Άργος.