Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Αφανισμός

Αναρωτιέμαι τι ήμουν για σένα 
Ήμουν μήπως μια πεταλούδα με
σκουρόχρωμα φτερά που επικάθεται 
στον ανθό σου και τον τρυγάει με πάθος;
Ναι μια πεταλούδα ήμουν δίχως άλλο 
που στο τέλος αγκυλώνει το ποδαράκι της 
στο μέλι των φλεβών σου κι εσύ αγοραία 
την διεκδικείς και την κάνεις 
δική σου με έναν εγωισμό γίγαντα. 

Άλλοτε πάλι αναρωτιέμαι 
μήπως ήμουν για σένα μια
στοργική αράχνη που με επιμέλεια 
τυλίγει το σώμα σου, έρμαιο 
να μην γίνει του βοριά τις κρύες 
νύχτες του Γενάρη που σε αγάπησα. 
Ναι μια αράχνη ήμουν οπωσδήποτε 
Στερεύουν οι χυμοί της μα επιμένει
νηστική και κατάκοπη να σου δίνεται
ολοκληρωτικά.
Μέσα στους ζεστούς ιστούς της σε αφήνει 
να ζεις και να αναπνέεις ελεύθερα 
και δρόμος διαφυγής να μην υπάρχει άλλος 
παρά μόνο αυτός προς την αγάπη. 

Τέλος αναρωτιέμαι μήπως ήμουν 
για σένα ένας αδάμαστος κισσός 
που περισφίγγει τις ρίζες σου προστατευτικά,
τον κορμό σου στηρίζει στη βαθιά 
να μην πέσει χαράδρα της λησμονιάς
και σου χαρίζει απλόχερα -αχ για δες -
μια ζηλευτή κορμοστασιά!
Βέβαια ένας κισσός ήμουν με πολλούς 
κόμπους να σε γλυκοφιλώ και σφιχτά 
να δένω το σώμα σου μην λυγίσεις 
και τσακιστείς στα τσιμέντα των αλσυλίων. 

Ο,τι κι αν ήμουν....
Ο,τι κι αν υπήρξα....
Όλα περνούν κάποτε. 
Τώρα βέβηλα δάκτυλα με περικύκλωσαν. 
Φαιά έγινα τέφρα που κανένας 
δεν την ψάχνει και που μέσα σε ένα έρημο 
κοιμητήριο στα αζήτητα παραμένει 
με τον άνεμο να την απειλεί με έναν 
ολοκληρωτικό αφανισμό.

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Η πεντάμορφη

Φορούσε σχεδόν πάντα ένα κατακόκκινο 
φόρεμα είχε και τα χείλη βαμμένα 
με τρεις διαβαθμίσεις πιο βαθύ 
κόκκινο χρώμα. 
Όλοι την θαύμαζαν, ήταν η πεντάμορφη,
η ονειρική κι η ανεμοπαρμένη. .
Αποπλανούσε τους άνδρες και
τα μικρά αγόρια. 
Κανείς όμως δεν την άγγιζε, τόσο 
ιερή ήταν. 

Μια μέρα την τσίμπησε ένα φίδι, οχιά 
είπαν και κάποιοι άλλοι αστρίτης. 
Δεν άντεξε, έφυγε ωραία και αμόλυντη. 
Πολλοί διατείνονταν πως μετά 
την αποδημία της την είδαν με τις
νεράιδες να λούζεται στον ποταμό 
με σώμα κρουστό, αρχαγγελικό. 
Οι γυναίκες έκρυβαν τους άνδρες 
στη σοφίτα, πέταγαν μακριά τα κοντά 
παντελονάκια των αγοριών και
τους φορούσαν μακριές σκελέες. 

Μία μέρα, άνοιξη ήταν, ο μικρός 
Μανώλης την συνάντησε στο ξωκκλήσι 
του Άι Γιώργη θαμπώθηκε, δεν άντεξε 
την άγγιξε και θέλησε να την φιλήσει.
Έτσι για την προσβολή που της έκανε 
έμεινε για δέκα χρόνια μουγκός. 
Μόνο μία λέξη πρόφερε κι αυτή όχι 
πολύ καθαρά. 
Το όνομά της: Μαρία. 
Έβγαινε στις ρούγες και την φώναζε:
Μαγία, Μαγία. 
Πουθενά καμία απόκριση. 

Δεν ξαναφάνηκε στο ποτάμι η πεντάμορφη. 
Μόνο που κάποιο χειμώνα, τότε 
που ξαναβρήκε τη μιλιά του ο Μανώλης 
άντρας τώρα πια δύο τσοπάνηδες την είδαν
στο εκκλησάκι του Άι Γιώργη πρωί πρωί 
να ψέλνει μαζί με τα πουλιά τον όρθρο. 
Στο ποτάμι έκτοτε δεν ξαναφάνηκε
μόνο στις εκκλησίες και στα ξωκκλήσια
τριγυρνούσε. 

Ο Μανώλης παντρεύτηκε και έκανε 
μια μοναχοκόρη την βάφτισε Μαρία 
Κανείς δεν σχολίασε το γιατί, όλοι 
ήξεραν.
Μια αύρα ελαφριά εκείνη την ημέρα 
στην εκκλησία τύλιξε όλο το εκκλησίασμα. 
Ήταν αυτή η πεντάμορφη, η ονειρική 
κι η ανεμοπαρμένη. 
Το χωριό δεν την φοβόνταν πια, 
την τίμησε και την ανακήρυξε Αγία παρά
τις αντιρρήσεις τοπικών αρχόντων.

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Υστεροφημία

Κι αν δεν μιλώ 
κι αν δεν χρησιμοποιώ 
εκείνες τίς θλιβερές αντωνυμίες 
εσύ με ακούς.
Κοχύλι έγινα για σένα σφραγισμένο 
να ακούς τις μέσα θάλασσες μου
και κοντά μου να έρχεσαι 
στηριγμένος σε εκείνο 
το μεσιανό κατάρτι που τόσο μα τόσο 
σου πήγαινε. 

Βρεγμένος, ποτισμένος με αρμύρα 
εκτινάξεις να κάνεις και να ανεβαίνεις 
από τους βυθούς γυμνός στην επιφάνεια. 
Συνεπαρμένη εγώ να σε κοιτώ 
και χαλίκια να πετάω επάνω σου
για να ξυπνάς από το λήθαργο,
για να ξεχνάς εκείνη τη νύχτα 
του φθινοπώρου που έμελλε 
να γίνει προσευχή στην χώρα 
των κύκνων. 

Άστεγη από χρόνια σε πλησιάζω. 
Εξαυλωμένη κι επιθετικά μόνη 
ανεβασμένη πάνω στο βράχο της 
λήθης σε καλώ για ταξίδι.
Θυμήσου είχαμε ένα δικό μας
αστέρι κάποτε. 
Ψηλά παραμένει στο στερέωμα 
και μας περιμένει μιας και η γη
με εύκαμπτες μας διώχνει λυγαριές.

Μακριά μας πετάει, μας καταδιώκει 
μετά από τη στιγμή εκείνη που
κάναμε το λάθος κι αγγίξαμε 
το καταματωμένο σώμα του έρωτα. 
Συγχώρεσε την 
Όλα τα κάνει για την υστεροφημία της.
Για εκείνο το βιβλίο που έγραψε 
πατώντας πάνω στις χαμηλές νότες μας.
Ελα κοντά μου κι ας χαθείς στο 
πρώτο πεντάλεπτο, αρκεί να σε δω.
Ξεχνάω τις φιγούρες τελευταία. 

(τον Αύγουστο εκείνο που σε λησμόνησα 
θα τον σκοτώσω και την τέφρα του
θα πετάξω στις θάλασσές μαζί του
να σμιξεις και τα πιο όμορφα 
να κάνεις παιδιά.)

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Ενσταλάξεις

*
Ιππεύεις τα κύματα και δεν γνοιάζεσαι 
μην έρθει κάποιο δελφίνι να αναμετρηθεί 
με την ομορφιά σου....
(κανείς ως τα σήμερα βέβαια δέν σε έχει 
παραβγάλει.)

*
Ξημερώματα την ώρα που περνούν 
τα σκουπιδιάρικα κι ενώ εσύ κοιμάσαι 
σε κατοπτεύω με ένα μεγάλο μάτι 
στο μέτωπο σαν του Κύκλωπα.

*
Άρχισες ένα σπαραξικάρδιο κλάμα 
σαν εκείνου του παιδιού στο τσίρκο 
όταν ένα πιθηκάκι ζαβολιάρικο του 
άρπαξε το γλυφιτζούρι από το στόμα. 

*
Ξαφνικά η βάρκα έμπασε πολλά νερά 
και τα ψάρια που μόλις είχες ψαρέψει
ξαναπήραν μια τελευταία ανάσα 
και μια τόσο δα μικρή παράταση ζωής. 

*
Φορούσες κοντή φούστα κι άσπριζες
το πεζούλι όταν ξάφνου φύσηξε δυνατός 
άνεμος κι ανέβασε τη φούστα και 
φάνηκε η ελιά σου καφετιά σαν κάστανο. 

*
Φορούσες κοντό φόρεμα κι άσπριζες 
τη μάντρα όταν ξάφνου φύσηξε δυνατός 
άνεμος κι ανέβασε το φόρεμα και 
φάνηκαν οι γλουτοί σου πιο λευκοί κι 
απ' το χορίδι της Λαμπρής. 

*
Εσύ που τόσο αγαπούσες τα ζώα 
κράταγες το λουρί του σκύλου σου
μονο με το αριστερό χέρι, είναι το χέρι 
της καρδιάς αποφαίνονταν η μάνα 
σου μ' αυτό να χαιρετάς κι όχι με 
το επιδέξιο δεξί. 

*
Με χείλη ωχρά φίλησε την εικόνα 
της Παναγίας εκεί που η νονά της
είχε αφιερώσει ένα χρυσό ρολόι και 
μια καδένα θυμήθηκε το παράπονο 
της μάνας της, ποτέ η νονά της δεν 
της πήρε ένα βαφτιστικό σταυρό,
πόσο φειδωλή ήταν απέναντι της
σκέφτηκε αποχωρώντας. 

*
Ο ήλιος πριν ξεκινήσει το ταξίδι του 
στον κόσμο φορά για λιγο τη βαριά 
πορφύρα και βάφει κατακόκκινα 
τα βουνά σαν τα νύχια της νεκρής 
που ξέχασαν να τα ξεβάψουν και λες
κι αναδύουν ακόμα κάποια ψήγματα 
ζωής. 

*
Το τρένο ήταν ακινητοποιημένο στο
σταθμό χρόνια τώρα. Μια μέρα αποφάσισε 
να μπει στο εσωτερικό του. Ξέφτια και
εγκατάλειψη παντού από την πολυκαιρία. Καθώς το ερευνούσε βρήκε μια εφημερίδα. 
Είχε την ακριβή ημερομηνία γέννησης της. 
Ω! Τι σύμπτωση. Αναστατώθηκε και κάτι 
μέσα της σκίρτησε κι έκλαψε βουβά.

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Χαϊκού για το καλοκαίρι

*
Στ' ακροθαλάσσι 
την κόψη των κυμάτων 
γλάροι ιππεύουν. 

*
Τζίτζικας καλεί 
μουτζούρα στο τετράδιο 
το πρώτο φιλί. 

*
Ρόγχος μηχανής
κατάλυμα του γρύλου 
μουσικό κουτί. 

*
Ιούλης μήνας
το κάρβουνο αντέχει 
μέσα στη βροχή. 

*
Καυτός άνεμος 
μπατζάκια παντελονιού 
ράθυμα κουνά 

*
Θερίζει κορμιά 
ο ανεμοστρόβιλος 
καλάμια σπάει. 

*
Ημέρα θλίψης 
το φλιτζάνι σπασμένο 
προίκα της γιαγιάς. 

*
Ζεστό ρυάκι 
καψαλισμένα χόρτα 
μπερμπάντης καιρός. 

*.
Χαμίνι μικρό 
ψάθινο κυπελάκι 
η σέλα καίει. 

*
Κοριτσόπουλο 
βαστρυχωτά τα μαλλιά 
σκαλιά ν' ανεβώ

*
Σπαθιά αχτίδες 
πυρπολημένο σώμα 
γέρνει το κερί.

*
Βγήκαν τα τζίνια 
αιώρα μες στον κήπο 
ύπνος ελαφρύς. 

Στιγμιότυπα

Ο αρραβώνας της κούκλας 

Βρέθηκε μπροστά σε μια φωτισμένη 
βιτρίνα.
Οι κούκλες φορούσαν πολύχρωμα 
φορεματα κι είχαν ένα αδιόρατο
μειδίαμα στα χείλη. 
Στάθηκε και τις παρατηρούσε
εκστατικά με ένα μέγα θάμβος στα μάτια. 
Ήταν όλες όμορφες σαν να έβγαιναν
μέσα στο έναν παραμυθένιο κόσμο. 
Μα η πιο μικρή και ντροπαλή ξεχώριζε. 
Ακούστηκε ένα δυνατό φρενάρισμα 
και μια κόρνα να στριγγλίζει. 
Αυτός μαζί με την πιο μικρή κούκλα
χόρευαν καταμεσής της ασφάλτου. 
Το όνειρο του είχε πραγματοποιηθεί,
χάριν του έρωτας είχε διακοπεί 
στη λεωφόρο η κυκλοφορία. 

*
Εύλογα ερωτήματα 

Η εμποροπανήγυρη έλαβε τέλος.
Είχε φτάσει η άχαρη στιγμή του 
αμπαλαρίσματος των προϊόντων. 
Στοίβαζαν στα φορτηγά ο,τι απούλητο 
είχε μείνει και ο,τι σκάρτο. 
Ρούχα, παιδικά παιχνίδια, χαλιά, 
τσάντες,ψεύτικα κοσμήματα  
και κάθε λογής μαντήλια.
Φασαρία γύρω και ένας απίστευτος 
οργανισμός κινητικότητας. 
Μόνο ένας πάγκος αυτός της κυρίας Ξένης 
με τις θαλασσογραφίες έμεινε όπως είχε. 
Πως να φυλακίσεις την απεραντοσύνη 
του ορίζοντα σε λίγα τετραγωνικό μέτρο;
Πως να σφαγιάσεις την ακμή των κυμάτων 
χωρίς να μελανιάσει το χέρι από τη λαβή 
του μαχαιριού που αντιστέκεται;

*
Διπλή γιορτή 

Στο καμπαναριό είχαν εδώ και χρόνια 
στήσει τη φωλιά τους δύο πελαργοί. 
Η γειτονιά τους αγαπούσε και τους
περιποιόνταν με χίλιους τροπους
ιδίως όταν κατεφθαναν τα μωρά τους
η χαρά ξεχείλιζε. 
Φέτος όμως όλα άλλαξαν. 
Στη φωλιά είχε φτάσει μόνο ένας 
πελαργός. 
Η γειτονιά πένθησε τα άλλοτε ακούραστα 
από το παιχνίδι παιδιά μαζεύονταν
άκεφα από νωρίς στο σπίτι. 
Ούτε κρυφοφιλήματα στις πλατείες 
ούτε χειροκρότηματα στις εκκλησιές. 
Ώσπου μία μέρα εμφανίστηκε η πελαργίνα. 
Την έφερε ένας φορέας άγριων πτηνών. 
Είχε ξεμείνει από δυνάμεις μαζί με δύο
πετροχελίδονα πάνω σε ένα κατάρτι. 
Έφτανε στη γη η Ανάσταση και στο μικρό 
καμπαναριό οπως και στην πόλη  είχαν 
διπλή χαρά.

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Σελίδες ιστορίας

Ταξιδέψαμε πάνω από ακύμαντες 
θάλασσες...
Είχαμε χρόνια που καρτερούσαμε
στην ακτή ένα μήνυμα να μας φέρει 
το κύμα, ένα σημάδι από το βυθό
για να συμπληρωθεί το παζλ που
θέλει την αγάπη ακέραια και την
ιστορία αλώβητη. 
Εις μάτην. 

Κουραστήκαμε.
Πόνεσαν τα γόνατα από την πορεία 
μας στην υγρή άμμο. 
Τελείωσε και το νήμα στο κουβάρι 
που πλέκαμε τη χρυσοποίκιλτη εσάρπα.
Απογοητευτήκαμε.
Χάσαμε και τα λίγα χρήματα που
θα μας ταξίδευαν μακριά.

Πήραμε την απόφαση λοιπόν να 
σαλπάρουμε με μια παροπλισμένη 
σκούνα για τις υπερβόρειες χώρες 
μήπως και μας συμπαθήσουν οι 
άνθρωποι με τις πολύχρωμες 
στολές, τα λαμπρά χαμόγελα
και τους πλούσιους μύθους. 

Παιδευτήκαμε πολύ. 
Ενάντιοι άνεμοι.
Κύματα χαλαρά. 
Σαν φτάσαμε μετά από χρόνια δεκαπέντε 
είχαμε τραγικά αλλάξει. 
Ξεχάσαμε τους στίχους που αφιερώναμε 
στους Θεούς. 
Θρυμματίστηκαν τα αγγεία που βάζαμε 
τα αρώματα. 
Μπλέκαμε τα λόγια μας και η μνήμη 
μας ατόνισε εφιαλτικά. 

Στη αρχή μάλιστα μπερδεύαμε τα βήματα 
μιας και μας είχε χρόνια ξεχάσει η στεριά. 
Ανθρώπους δεν βρήκαμε εκεί, μόνο 
μια σπασμένη λύρα και κάποια 
ακατοίκητα σπίτια.
Πήραμε τη λύρα, κατοικήσαμε τα σπίτια 
κι αρχίσαμε τη μάχη με τη βιοπάλη 
Η λύρα μας έφερε ξανά πίσω 
τους ξεχασμένους στίχους. 
Οι Θεοί μας κοίταξαν πάλι με καλό μάτι. 
Είχαμε κερδίσει το στοίχημα στη 
λοταρία της ζωής, είχαμε απεμπολήσει 
τους βαριούς ίσκιους μακριά και νέα 
γυρίζαμε σελίδα με το λήμμα της ιστορίας 
μας διανθισμένο με τις ένδοξες νίκες μας. 

Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Τα ανήλικα αγάλματα

Οι στίχοι που γράψαμε πάνω στο
χνώτο που αφήνει η ανασα μας 
στο παγωμένο τζάμι θα αντέξουν 
στον αιώνα!
Δεν λαθέψαμε γνωρίζαμε σαφώς 
πόσο δυνατοί ήταν καθώς μιλούσαν 
για τα μαρτυρολόγια των εφήμερων 
ερώτων και κυριως γιατί πρίν από 
εμάς ένας άγγελος τους είχε ψιθυρίσει 
στο χωνάκι του κρίνου σαν αγγελτήριο
για τη μεγάλη έλευση. 

*
Η αγάπη τους ήταν πολύ μεγάλη 
και θα ήταν άδικο να θυσιαστεί 
στα σκαλοπάτια της λήθης. 
Πήραμε λοιπόν απόφαση να την
σκαλίσουμε πάνω στο άδειο 
καβούκι μιας υπεραιωνόβιας 
χελώνας αθάνατη να γενεί. 
Μας άρεσε η ιδέα πολύ, την 
πραγματοποιήσαμε, κουμπώσαμε 
ως απάνω τα πουκάμισα μας 
και απευθυνθήκαμε ύστερα στη
διεύθυνση αρχαιοτήτων, ξέραμε 
καλά πως η πιο σωστή θέση 
θα ήταν στις προθήκες των 
μουσείων ανάμεσα στα παιδικά 
ειδώλια και τις ασημένιες πόρπες. 

*
Τρελό λιοπύρι κι ο ζητιάνος 
του σταθμού φορούσε μάλλινη 
μπλούζα, αμπέχωνο, μπότες 
ως απάνω και χοντρή τραγιάσκα. 
Ο κόσμος τον κοιτούσε περίεργα. 
Δεν ήξερε πως η μοναξιά 
των χάλκινων κερμάτων θέλει 
πολλά περιτυλίγματα για να μην
φαίνεται η απονιά και η αδιαφορία
των καλοντυμένων κυρίων.

*
Τινάζαμε την καρυδιά να πέσουν 
τα καρύδια κι ήταν φθινόπωρο 
κι γη φορούσε διπλές στρώσεις 
από χαλκοκίτρινα χαλιά. 
Ψάχναμε με τα χέρια να βρούμε 
απεγνωσμένα τους καρπούς
τους κρυμμένους κάτω από τις 
φυλλωσιές. 
Ο επιστάτης φώναζε να κάνουμε 
πιο γρήγορα. 
Κανείς δεν του είχε πει πως το
ασυντόνιστο κυνήγι των καρπών 
μοιάζει με την πρώιμη ηδονή 
των ανήλικων αγαλμάτων και 
θέλει ιδρώτα και σπουδή μεγάλη. 

*
Σου είπε τα χαρτιά, σου διάβασε 
και τον καφέ. 
Η μάγισσα είχε φορεμένο ένα 
μακρύ μαύρο φόρεμα με βαθύ 
ντεκολτέ και διακοσμημένο με
πλήθος αστέρια και μισοφέγγαρα. 
Νόμιζες πως βρέθηκες εγκλωβισμένος 
σε μια απέραντη νύχτα χωρίς 
καμιά ελπίδα να αποδράσεις. 
Αφού τελείωσε και την ευχαρίστησες 
κίνησες να πας προς την πόρτα 
για να ξεφύγεις από το έρεβος. 
αδίκως όμως δεν μπορούσες 
να κάνεις ούτε ένα βήμα. 
Παραδίπλα σιγόκαιγε η φωτιά 
με το καζάνι και το δωμάτιο μύριζε 
λιωμένη ποτάσα. 

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Το τρίτο καμπανάκι

Άγριοι και αδυσώπητοι χειμώνες 
εγκαταστάθηκαν στις πύλες της 
καρδιάς μας διώχνοντας μακριά 
τα καλοκαίρια με τις μπλε θάλασσες. 
Ρίχτηκαν στο πηγάδι οι ευχές 
για μακροημέρευση κι ήρθαν 
οι χειμώνες με τα τριμμένα 
από τη χρήση υποδήματα και
τις πολλές αγκύλες με τα
παραγκωνισμένα νοήματα..
Λίγη μας έταξαν ζωή. 
Λίγη μας παραχώρησαν ανάσα. 
Λιγοστές μας προτάθηκαν χαρές. 

Κλείσαν οι πόρτες μας κι ο βοριάς 
με μανία μας έδειξε τα δόντια του. 
Χάσαμε τις εικόνες με τους Άγιους 
μας και μπροστά στη φουφού του 
καστανά λειτουργούμε τωρα τα 
πρόσφορα μας για τις ψυχές και
ψάλλουμε τα άγνωστα μέχρι χθες 
κοντάκια. 
Βαριές μας φόρεσαν κάπες και δεν 
βρίσκουμε ούτε ένα άθραυστο τζάμι 
για να ζητήσουμε λίγη ψίχα ψωμιού
και μια συγχώρεση. 

Νηστικοί και διψασμένοι γυρνάμε 
ασταμάτητα ανεβασμένοι στο καραζέλ 
του χρόνου κι ούτε ένα παιδί δίπλα μας 
να μας χαρίσει έναν ανεμόμυλο ή μια 
ζωγραφιά με τα χρώματα του δειλινού. 
Αναχωρητές γίναμε της ομορφιάς 
καθώς μία πυκνή ομίχλη κάλυψε 
όλα τα αγάλματα της πλατείας και
τώρα ποιος θα βρεθεί να μας λυπηθεί;
Χιόνια και καταιγίδες στο διάβα μας
κι η ομπρελοθήκη που άφηνε η κυρία 
Ευτέρπη την ομπρέλα της έσπασε 
στα δύο και οι κάτοχοι της είναι 
καιρός πολύς που πέθαναν από το 
κακό που τότε λέγανε σπυρί. 

Πλημμύρισαν οι ποταμοί και μας
πήραν τα μποστάνια με τους γλυκούς 
καρπούς.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά 
στο τρίτο καμπανάκι χάσαμε και 
τα σπίτια που μας υπόμεναν. 
Αυτό είναι που μας πλήγωσε πιο πολύ. 
Είναι πως μέσα σε αυτά-στη μυστική 
καταπακτή- είχαμε κρυμμένα τα πρώτα 
της ποίησης σκαριφήματα μαζί με 
εκείνα τα αθώα της νιότης μας χαμόγελα. 

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Ο βίος των πουλιών

Όταν βλέπουν εφιάλτες τα πουλιά 
δονείται συνθέμελα η γη.
Έρχονται σεισμοί δυνατοί και
σωριάζεται το ετοιμόρροπο σπίτι 
που ο γέρος καντηλανάφτης έχει 
για αποκούμπι του, εκεί που ζει
ολομόναχος κι ακούραστα πλάθει 
τα κεριά της επόμενης λειτουργίας
με χέρια ροζιασμένα και μάτια στεγνά. 

*
Όταν ξενητεύονται τα πουλιά 
σταματούν οι καταρράκτες την
ασίγαστη ροη τους και τα νύχια 
των αετών μεγαλώνουν επικίνδυνα
τέσσερις πόντους φοβίζοντας τα ερίφια. 
Ηττημένα τα βουνά γέρνουν το 
κεφάλι τους και προετοιμάζονται 
για την επόμενη θυσία. 
Σπαρασσεται η φύση και το κόκκινο 
σκουφάκι της παπαρούνας -πριν ακόμα 
έρθει στη γη- βάφεται προς στιγμή μαύρο. 

*
Όταν κρυώνουν τα πουλιά σπάνε 
τα μάρμαρα των ναών σε χιλιάδες 
κομμάτια και εκτοξεύονται σε 
απόσταση πολλών χιλιομέτρων. 
Τα θραύσματα βρίσκουν μονάχα 
τους ταπεινούς στη ψυχή. 
Απειλητικό χαλάζι πέφτει καταμεσής 
του θέρους σε μέγεθος πορτοκαλιού. 
Οι σοδειές καταστρέφονται ολοσχερώς 
και άδειο από ψωμί παραμένει 
το ντουλάπι μα η καρδιά χορτάτη. 

*
Όταν κουρνιάζουν τα πουλιά 
μεγαλώνουν τα σιτηρά και παχαίνουν 
τα στάχυα στα διάσελα. 
Ζεστός αέρας παρασέρνει τα ευλύγιστα
σώματα τους σε χορό ρυθμικό. 
Ξεφλουδίζει σποράκι σποράκι τους
καρπούς η γιαγιά και ταΐζει το εγγόνι της
και είναι απόγευμα και το ασβεστωμένο 
πεζούλι είναι ακόμα ζεστό και πολύ 
φιλικό και προσμένει το δείλι για να 
ανάψουν οι φωτιές και παλι στα 
θεμέλια του.

*
Όταν ερωτεύονται τα πουλιά 
σπάνε οι άρπες στα χέρια των 
κοριτσιών και σεγόντο κρατάει 
ο μπάτης στον αμούστακο κιθαριστή.
Οι νότες ταξιδεύουν ανενόχλητες 
για τη γη του πυρός σκαρφαλωμένες 
στα φτερά των γερανών. 
Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη ακούγεται 
μουσική. 
Γαληνεύουν τα βλέμματα. 
Φτωχές οι μανάδες νοστιμίζουν 
τα παξιμάδια με νερό θαλασσινό
φωνάζοντας τα παιδιά στο σπίτι. 

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

Ανταπόδοση

Ο αδερφός ήταν ευθυτενής και όμορφος.
Είχε παράστημα καθώς λένε και
κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν παραστάτης, 
σημαιοφόρος κι ακόμα ακόμα φρουρός 
στον άγνωστο στρατιώτη αν είχε μάθει να
διαβάζει το αναγνωστικό του κάτω από την
λυχνία του φεγγαριού και να ψηλαφίζει με τα
μήλα των δακτύλων τους αριθμούς και τους
τονισμούς των λέξεων. 

Σκονισμένα τα βιβλία του στη σάκα
από τις τρίπλες με τη μπάλα στο γήπεδο
λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι. 
Ο αδερφός αγαπούσε τη δράση, το τραγούδι 
το ποδόσφαιρο και το κλάξον του ποδηλάτου. 
Τον έβρισκε το βράδυ στο δασάκι μαζί 
με τους φίλους να καπνίζουν τα αποτσίγαρα 
των τσοπάνων και να σκαρώνουν 
στίχους για τις ομορφονιές του χωριού. 

Ο αδερφός ήταν ευθυτενής και όμορφος. 
Είχε δυο πράσινα ωραία μάτια που έλαμπαν 
σαν τη χλόη υπό την σκέπη των πρωινών
δροσοσταλίδων.
Έβλεπε μακριά ο αδερφός:
Το αδέρφι του τον Ταΰγετο.
Τον παραπονεμένο Ευρώτα.
Την ιστορική πολιτεία και τη θαλερή κοιλάδα. 
Είχε πάθος για τη ζωή κι αν λίγη του
χαρίστηκε να έχει, ξέρω καλά πως εκεί 
ψηλά που ζει ακόμα μεθάει με τα τραγούδια,
παίζει τρίπλες με το μαΐστρο, που
και που μασάει ένα κλωναράκι βασιλικό 
και ξελογιάζεται με τη φωνή της μάνας του
όταν σφιχτά τον παίρνει αγκαλιά. 

Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Παινέματα

Αγριοφράουλες τα χείλη σου
μικρές συνεσταλμένες που 
φύονται στο καστανόχωμα,
σε έναν τόπο με ψηλό 
υψόμετρο και βαρύ παρελθόν. 

*
Κουπιά τα χέρια σου από μια 
αρμάδα πλοίων που έρχεται από 
εκστρατεία έχοντας βάψει 
μαύρα τα πανιά σαν την ελιά 
που στολίζει το μπράτσο σου.

*
Δάσος το στήθος σου ανεξερεύνητο.
Εδώ κανείς δεν φτάνει μόνο ο άνεμος 
εισχωρεί και με τραγουδίσματα πολλά 
μαέστρος γίνεται των κοτσυφιών.

*
Πλατεία η κοιλιά σου ενός ορεινού 
χωριού όπου τα κορίτσια και τα αγόρια 
χορεύουν καγκελάρι γύρω από τον
πλάτανο ανήμερα της Παναγίας 
και περιπαθή αλλάζουν βλέμματα. 

*
Κισσός τα μαλλιά σου που ανεβαίνει 
τον κορμό του έλατου και χυμούς, 
ρετσίνι και λεβεντιά απορροφά σταλιά 
σταλιά ξέροντας καλά πως με τα χρόνια 
θα το πνίξει κι απλώς τώρα
προσωρινή του δίνει χάρη. 

*
Κίονες τα πόδια σου ενός κατεστραμμένου
ναού που τα αναθήματα του τα σύλλησαν 
πειρατές και πρωτοκαπαιτανέοι
τα χρόνια εκείνα που η σκαπάνη 
έβγαζε στο φως πλήθος αγάλματα. 

*
Πέρλες τα νύχια σου που τα κοχύλια 
σφιχτά στη σάρκα τους κρατούν
κι οι αλιείς τα σέβονται και δεν 
τα ανοίγουν μιας και οι αρραβωνιάρες 
τους άβγαλτες είναι και δέν ξέρουν 
στο λεπίδι των κύματων να χορεύουν. 

*
Γεφύρι πέτρινο η μέση σου 
με πέντε τόξα, γυναίκες 
το διαβαίνουν με μαύρα τσεμπέρια 
και χρυσά δακτυλίδια κι η πιο
μικρή από αυτές κάποτε 
είχε χτιστεί στα θεμέλια του.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Σκοτεινός δρυμός

            στις απώλειες της ζωής 

Σφετεριστής ήσουν του έρωτα 
και της αγάπης. 
Ήρθες ασθμαίνοντας από ηδονή 
για να πάρεις μονάχα και να φύγεις 
σαν τον καβαλάρη που καταλύει δίπλα 
στην πηγή με το άλογο του 
τσαλαπατώντας τα ξερά χόρτα
χωρίς κανέναν δισταγμό
κι ας γνώριζε πως ήταν μαργαρίτες 
του  Απρίλη. 
Δεν ήθελες να δεις και δεν είδες. 
Δεν ήθελες να ακούσεις και δεν άκουσες. 

Να 'ξερες πόσα πολλά σου είχα ετοιμάσει!
Απορω αν καθόλου τα ειδες.
Ένα ανάκλιντρο στρωμένο 
με ρόδα για να σταθείς, να πιεις
και να δειπνήσεις. 
Έναν ίσκιο βαθύ και μία λεκάνη στη μέση 
με αρωματικό έλαια τα πόδια σου 
από τους δρόμους να ξεκουράσεις. 

(Αγέρωχος έτεινες το χέρι 
στο ακλάδευτο μου δέντρο. 
Ρουφήχτηκαν προς τα μέσα οι χυμοί μου
κι οι καρποί μου απέβαλαν
τη γλυκιά τους σάρκα και μαράθηκαν. 
Πένθιμη έγινα ελαιογραφία ενός 
δρυμού που ούτε τα πουλιά δεν τον 
καταδέχονται)

Για σένα είχα ανοίξει τα Ορφικά κείμενα 
για να μελετήσεις, τη σκόνη να
αποτινάξεις από το χείλος της ζωής. 
Απορώ αν καθόλου άκουσες.
Ωδικά σου είχα φέρει πτηνά τις
αισθαντικές να απολαύσεις μελωδίες. 
Πόσο μα πόσο λάθεψα. 
Ψαλίδι πήρες να αφαιρέσεις 
τα φτερά τους.
Μαχαιράκι πήρες για να αποκόψεις 
τα σπλάχνα τους.
Ανίκανα να γίνουν να μην μπορούν 
από κοντά σου να φύγουν. 
Έρμαιο σαν εμένα να καταμετρούν 
τις ήττες από τις ένδοξες μάχες 
καθως και τα σμήνη των νεκρών 
που για αιώνες σήπονται σε τάφους 
ομαδικούς. 

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Ιπτάμενες λέξεις

Δεν κοιμάμαι και γράφω ποιήματα. 
Ξενυχτάω και στήνω ξόβεργες 
όχι για να πιάσω κανένα ορτύκι 
ή καμιά ανύποπτη μπεκάτσα αλλά 
για να συλλάβω τις ιπτάμενες λέξεις 
που ξεφεύγουν από τα στόματα 
των αγγέλων σαν προσευχή πριν 
πέσουν για ύπνο. 

Αναστάσιμο άγγελμα

Το κωδωνοστάσιο απείχε τριάντα 
μέτρα περίπου από το τελευταίο σπίτι.
Κάθε απόγευμα στις τρεις ή ώρα 
ακριβώς έρχονταν ένας άγγελος 
ξυπόλητος και χτυπούσε τις καμπάνες
με φρενήρη ρυθμό. 
Ξεσηκώνονταν η πόλη , ξεσηκώνονταν 
η γειτονιά και τα γύρω προάστια. 

Έτρεχε έντρομος ο κόσμος
στις πλατείες, στις εκκλησίες, 
στα καφέ για να σωθεί. 
Μην ήταν σεισμός, μην ήταν φωτιά,
μην ήταν επιστράτευση και πόλεμος;
Μεγάλος χαλασμός και μια γενικότερη 
ανακατωσούρα έπλητε την περιοχή. 

Ο νεωκόρος τραβούσε τα μαλλιά του.
Αναθεμάτιζε τον βαθύ ύπνο που δεν 
τον άφησε να διώξει μακριά τον 
απρόσκλητο επισκέπτη. 
Με κεριά αναμμένα στα χέρια έκανε 
το σημείο του σταυρού προς τη μεριά 
της ανατολής. 
Δεν είναι άγγελος αυτός έλεγε αλλά 
καθαρά ο έξω από εδώ. 
Καλούσε την πόλη να προσευχηθεί. 
Καλούσε τον λαό να νηστέψει και να
ορκιστεί συνεργασία και πίστη. 

Κανείς δεν τον άκουγε. 
Η κλίμακα της φωνής του χάνονταν 
μέσα στον άλαλαγμό και στην υστερία
του πλήθους. 
Κάθε απόγευμα στις τρεις ακριβώς 
επαναλαμβάνονταν το ίδιο σκηνικό .
Ο νεωκόρος τρόχιζε μαχαίρια, έβαζε 
ξυπνητήρια, απειλούσε. 
Τίποτα όμως δεν έβγαινε, ο άγγελος 
έρχονταν ξυπόλητος πάντα και τάραζε 
τα νερά. 

Ώσπου μία μέρα ο άγγελος δεν φάνηκε. 
Ο νεωκόρος έτριβε με ικανοποίηση 
τα χέρια του κι ένα γελάκι ξέφευγε
από τα χείλη του .
Νικήθηκε το κακό αποφαίνονταν 
Η χαρά του όμως δέν κράτησε πολύ. 
Κατέφθασε η νύχτα αφέγγαρη και χωρίς 
ούτε ένα αστέρι. 
Ο κόσμος αλαλάζοντας σκόνταφτε στους 
θεοσκότεινους δρόμους. 
Οι μανάδες έκρυβαν αναστατωμένες 
τα παιδιά κάτω από τις ποδιές τους.
Το έρεβος κατοίκησε στις καρδιές. 

Κι έπειτα ήρθε η μέρα και χιόνισε 
καταμεσής του θέρους. 
Όλοι σταυροκοπιούνταν και παρακαλούσαν 
να έρθει πίσω ο άγγελος. 
Ο νεωκόρος δεν προλάβαινε να ανάβει 
τις λαμπάδες. 
Εισακούστηκαν ύστερα από ένα μήνα. 
Ο άγγελος τους επέστρεψε. 
Κανείς δεν τον φοβόταν τώρα. 
Αντίθετα μάλιστα το χτύπημα της καμπάνας 
τους χαροποιούσε σαν αναστάσιμο άγγελμα 
Ο άγγελος δεν τους εγκατέλειψε ποτέ ξανά. 
Το κωδωνστάσιο στολίστηκε με βάγια. 
Μόνο ο νεωκόρος αλλαξοπίστησε γιατί 
πολύ φοβούνταν τους αγγέλους και τις
γραφές.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

Σαν όνειρο

Το φίδι ήταν κουλουριασμένο μπροστά 
απ' την αυλόπορτα.
Ξαπλωμένο κοιμόταν πάνω στις πλάκες 
της εισόδου. 
Στις πλάκες ήταν σχεδιασμένο με βότσαλα 
ένα ψηφιδωτό. 
Ένας ταύρος μαινόμενος που απ' τα ρουθούνια 
του έβγαινε -μέσα από δύο στήλες θυμού-
όλη η οργή του για τα ανθρώπινα τερτίπια. 
Οι ταύροι δεν αγαπούν ως γνωστόν 
καθόλου τα φίδια. 
Οι ταύροι τα μισούν όπως κσι το κόκκινο 
πανί της αρένας και τους ταυρομάχους. 
Ο δικός μας ταύρος σαν πήρε χαμπάρι το φίδι 
αντέδρασε αμέσως. 
Σήκωσε το αριστερό του πόδι  κι άρχισε 
να το κλωτσάει με μανία. 
Το φίδι εξακολουθούσε  να κοιμάται. 
Δεν σάλεψε, δεν πήγε παρακεί, δεν σύρθηκε 
να φύγει. 
Ο ταύρος επέμενε, μαίνονταν κι γη ταράζονταν. 
Δύο ψηφίδες αποκόπηκαν βίαια κι έφτασαν 
ως το απέναντι πεζοδρόμιο. 
Το φίδι επιτέλους σάλεψε αποχαιρετώντας 
τον μακάριο ύπνο.
Σύρθηκε κι έκανε να φύγει. 
Άλλη όμως ήταν η αιτία της αποχώρησης του.
Ακριβώς απέναντι στο παγκάκι του δρόμου 
μια μητέρα θήλαζε το μωρό της. 
Το φίδι πεινούσε πολύ. 
Ο ταύρος ρουθούνιζε ασταμάτητα. 
Η μητέρα απορροφημένη από τον θηλασμό 
δεν πρόσεξε το φίδι ούτε κι άκουσε τους 
προειδοποιητικούς βρυχηθμούς του ταύρου. 
Η μητέρα λες και ζούσε όνειρο.
Πήρε την ασφυκτική μέγγενη του φιδιού 
σαν το πλησίασμα του αντρός της.
Το μωρό δεν έκλαψε η μητέρα μόνο ούρλιαξε
δυνατά αποχαιρετώντας μας με μια κλίση 
του κεφαλιού προς τον ώμο. 

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Αναμέτρηση

Τα νύχια της συχνά ξεφλούδιζαν 
 κι έσπαγαν σαν τους φλοιούς 
ενός γέρικου δέντρου στο αντίκρυ 
πάρκο. 
Δεν ήταν πως της έλειπε κάποιο
συστατικό από το σώμα, ασβέστιο 
ή κάτι άλλο.
Ήταν που θρυμμάτιζε και συσσώρευε
κρυστάλλους αλατιού στο ορυχείο 
της μνήμης από νεαρή κιόλας ηλικία. 
Ο έρωτας καλά να μένει φυλαγμένος 
στο πάνω πάνω ράφι μαζί με τα πλούσια 
εκθέματα και σε περίοπτη πάντα θέση. 
Κανένας άνεμος λησμονιάς να μην τον
πλησιάσει κι οξειδωθεί υποκύπτοντας 
στην επιδρομική πορεία της λήθης 
που μεσα σε μιαν αρχέγονη πάλη 
θάνατο σπαρακτικό μπορεί να επιφέρει 
στις κλειδώσεις.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Ένα αέναο καλοκαίρι θα σου φέρω

Σου κρατάω μια γωνιά ζεστή 
για να έρχεσαι. 
Εσύ που αντιπαθούσες τους
χειμώνες και ποτέ κρύσταλλα 
δεν φύτρωσαν στις στέγες 
των χειλιών σου, εδώ να σταθείς 
για μακρινά ταξίδια να μιλάς
κι αδιάλειπτα να με αγαπάς
σαν όπως εσύ μοναδικά γνωρίζεις. 

Κοντά μου να σταθείς. 
Σαν παιδί να παρακαλάς 
να σου χαρίσω εκείνο το τρενάκι 
με τα εφτά βαγόνια πάνω στις 
ράγες του μαζί μου να κυλάς
χωρίς μηχανοδηγό παρά μονάχα 
με τις βουλές του μυαλού σου
και την πνοή από την απαλή ανασεμιά μας.

Συγχώρεσε με αν αργοπόρησα λίγο. 
Είναι που φτυάριζα της μοναξιάς 
το χιόνι από τα σταυροδρόμια 
που κάποτε σε περίμενα. 
Άλλαξαν οι καιροί αγάπη. 
Όλα για εσένα πλέον γυρίζουν. 
Βύθισα βαθιά μες στη γη 
τις κρύες κουπαστές εκεί 
που πάνω τους κατοικοεδρευαν 
το νυσταγμένο κοράκι και
το ματωμένο από τις μάχες 
δρεπάνι μιας απεχθούς 
γενιάς που σε εκδίωξε από 
τον κύκλο της ζωής πάνε χρόνια τώρα. 

Εδώ το καλοκαίρι και η ξεγνοιασιά. 
Εδώ η πικροδάφνη και τα βαριά αρώματα. 
Δεν έχεις τίποτα λοιπόν να φοβηθείς. 
Σε έναν μεγάλο ασκό έκρυψα 
τις παγωμένες βλεφαρίδες 
του χειμώνα ίσα να με κοιτάζεις 
χωρίς εμπόδια στά μάτια
και να με θέλεις με ένα πόθο 
πρωτόφαντο χωρίς το κρύο χνώτο 
του θανάτου να μας διχάζει. 

Συμμετέχει στο δρώμενο 
" Ένα ποιημα για το καλοκαίρι."

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Αντί τίτλου

Έρχεσαι πάντα νύχτα.
Κατράμι τα χέρια σου και πώς
θα βρω το μικρό σου δάκτυλο 
που σου πέρασα κάποτε 
το δακτυλίδι των αρραβώνων;
Κατράμι τα μάτια σου 
και πώς να αγγίξω τις λίμνες σου
που από μέσα τους αναδύονταν 
στοιχισμένες οι μικρές νεράιδες 
των παραμυθιών;
Κατράμι ο αυχένας σου
που πάνω του έβρισκαν χώρο άπλετο 
για να ξεκουράζονται οι πονεμένοι 
μου καρποί και τώρα πού να εφορμήσουν;
Κατράμι οι μηροί σου και με αφήνουν 
ανέραστη να παρακολουθώ 
την τρελή πορεία των οχημάτων 
σε εκείνη την λεωφόρο που
με πρωτοκοίταξες κάποιο 
μακρινό απόγευμα Κυριακής. 
Κατράμι ο θώρακας σου εκεί 
που πέρναγες τα φυσεκλίκια 
κι άναβαν στα βουνά του δειλινού 
οι φωτιές για να φωτογραφίζονται 
τα νεαρά ζευγάρια με ζωντανά 
χρώματα παρμένα απ' τις σπίθες τους.
Κατράμι τέλος η καρδιά σου 
που έβρισκαν φωλιά τα αηδόνια 
και οι κοκκινολαίμηδες κι απίθωναν 
εκεί τα αυγά τους έτσι που ο κόσμος 
να μπαίνει στο γλέντι ξανά 
και να κερδίζει πόντους η ομορφιά 
στη σκακιέρα της ζωής. 
Έρχεσαι πάντα νύχτα 
κι εγώ ξεχασμένη στην απέναντι όχθη 
ενός βουερού ποταμού πώς να
σε συναντήσω που έκοψες τα 
γεφύρια όλα με την ορμή 
των δακρύων σου;

Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

Λουλούδι υπόσχεσης

Ασπρίσαν τα γένια σου
τα μαλλιά σου ψαρά. 
Ανοίγεις το ψυγείο 
παίρνεις ένα φρούτο. 
Κρουστή η σάρκα του
τα κουκούτσια ανυπάκουα. 
Ισχνό το κορμί σου
και μου δίνεται. 
Χωράς να περνάς 
ανάμεσα από τα δάκτυλα μου
χωρίςνα πέφτεις. . 
Σαν άρπα εγώ σε κρατώ 
που ξέρει να παίζει 
ερωτικούς μόνο σκοπούς 
και βαθυγάλαζα τραγούδια. 

*
Έσπασε ο αμφορέας 
κι από την κοιλιά του
ξεχύθηκε ρυάκι το χρυσάφι. 
Πήρα να σου φτιάξω στολίδια 
δεν τα θελήσεις. 
Κάτι σαν αργότερα 
είπες με το στόμα κλειστό. 
Αποξεχαστηκα να σε κοιτάζω. 
Μέτρησα την αξία σου 
και τρόμαξα. 
Ένα ολόκληρο μουσείο 
με αμφορείς δεν θα μου έφτανε. 

*
Περπατώ στους δρόμους 
την ώρα που ησυχάζουν 
οι λεωφόροι κι ελάχιστοι 
είναι οι πεζοί που 
αναμετριούνται 
με τη νύχτα κρατώντας 
ένα λουλούδι υπόσχεσης. 
Δεν το παίρνω γιατί 
πάντα στη πρώτη γωνία 
βρίσκω ξεπαγιασμένο 
τον καστανά με σβηστή 
τη φουφού του και εγώ 
θα πρέπει να τον ξυπνήσω 
χτυπώντας δυνατά 
παλαμάκια. 
Δυο χέρια έχω άλλωστε
και πώς να τα καταφέρω;. 

*
Δεν αγαπάω την εποχή 
που μισεύουν τα χελιδόνια. 
Κουράστηκα με τους
αποχαιρετισμούς
Από παιδί όλο και κάτι 
θα μου έφευγε...
Πότε ένας πόντος στην κάλτσα,
πότε ένα μη προγραμματισμένο 
τρένο. 
Μισώ τα φθινόπωρα  
που σε έφεραν εδώ. 
Πένητας που εκλιπαρεί 
για ένα φιλί αξόδευτο. 

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Μια υπερκόσμια ήσουν λάμψη

Μια καταιγίδα από αστέρια 
έπεσε απόψε στη γη.
Αδιαφορούσα, έκανα πως
δεν έβλεπα κρυμμένη πίσω 
από τα δίχρωμα φύλλα της λεύκας. 
Ώσπου ένα από αυτά ήρθε 
και στάθηκε μέσα στην υγρή μου
παλάμη δικαιώνοντας την τρελή 
του πορεία και την απόφαση του
για ένα μη προβλέψιμο τέλος. 

Το κράτησα σφιχτά κι έλαμψαν 
τα δάκτυλα μου όπως κεριά 
αναστάσιμα σε χούφτα χωρικού. 
Ένα αστέρι διαφορετικό 
υπέρλαμπρο που έμελλε να με
φέρει πάλι πίσω στη ζωή. 
Έσταξε πνοές πάνω στα ξεψυχισμένα
μου όνειρα και ανταύγειες χρυσές 
πάνω στα ερεβώδη μονοπάτια 
της καρδιάς μου. 

Άρχισα να σφυρίζω ένα ξεχασμένο 
σκοπό κι ένιωσα καλά.
Παλλονταν η σκέψη μου 
σαν τα φύλλα της δρυός σε 
ένα τόπο με αρχαίες κολώνες 
και μαρμάρινα διαζώματα. 
Ένα αστέρι ήρθε και με βρήκε 
πυρπολώντας τη μοναξιά μου 
που αν το ονοματιζα θα του έδινα 
δίχως άλλο το δικό σου όνομά.
Ξεθαρρεψα και βγήκα 
στη σκηνή του κόσμου τις 
συλλαβές από το όνομά σου
να φωνάζω δυνατά. 

Ήσουν εδώ μέσα στη χούφτα μου
να σπαρταράς σαν ένα πουλάκι 
στην καμπή του βοριά που κι αν
και κρυώνει δεν αφήνει το τραγούδι
ούτε λεπτό. 
Ήσουν το αστέρι μου που βρήκε 
ανάπαυση ανάμεσα στα σκαμμένα 
από τα χρόνια χέρια μου και τις 
επουλωμένες μου πληγές. 
Ήσουν ο υπαίτιος μιας λάμψης 
υπερκόσμιας καθώς επίσης 
και το καντήλι που μένει αναμμένο 
ένα ολόκληρο σαρανταήμερο
μπροστά από ενα ανέφελο ενσταντανέ.

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Αναπότρεπτο

Τα παιδιά της Γάζας διψούν 
Κανείς δεν τους δίνει νερό.
Τα παιδιά της Γάζας πεινούν 
Κανείς δεν τους δίνει τροφή.
Τα παιδιά της Γάζας δέντρα 
που φυλλορροούν χρόνους 
δεκαοκτώ. 
Πέφτουν τα φύλλα τους στη γη
κρύβουν τη χλόη, κρύβουν 
τα περάσματα και τα μονοπάτια. 

Σώμα αδύναμο αυτά τα δέντρα 
με ολόγυμνα κλαριά. 
Πουθενά ίσκιος να σταθείς 
Πουθενά δρόμος για να υπάρξεις. 
Πουθενά χορτάρι να βουλιάζει 
το πέλμα σου.
Θρηνούν οι μανάδες κι οι
πατεράδες ακονίζουν μες στον
ύπνο τους τα μαχαίρια της μνήμης. 
Προσμένουν την ώρα
που θα φανούν τα νέα φύλλα
παχιούς να αξιωθούνε ίσκιους 
και δροσερό αεράκι. 

Στενεύει ο χρόνος. 
Μέσα σε ένα ολοσκότεινο σύμπαν 
τα παιδιά της Γάζας αστέρια 
θα γεννούν για να δείξουν 
στις επερχόμενες γενιές 
το δρόμο προς τη θέωση 
του ανθρώπου.

Επ' αφορμή της μάνας που έχασε 
τα εννιά παιδιά της

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Ο όρκος

Το παιδί σκάβει στα ερείπια 
για να βρει την παιδική του 
ζωγραφιά, αυτή με τη μεγαλη
καρδιά και το ουράνιο τόξο 
που έφτιαχνε για την μαμά του
πριν τους βρει ο χαλασμός. 
Με λίγα χρώματα την έφτιαχνε 
καθισμένο στο γραφείο του.
Η μαμά στην κουζίνα τηγάνιζε
πιτάκια σκέτα με αλεύρι και νερό.

Το παιδί κλαίει και σκάβει όλο 
και πιο βαθιά χωρίς αποτέλεσμα
όμως. 
Είναι ακρωτηριασμένο από το 
δεξί χέρι. 
Το παιδί πονάει μα συνεχίζει. 
Παραπέρα στέκει το άψυχο σώμα 
της μαμάς του διαμελισμένο
και καλυμμένο από τα ερείπια. 
Το παιδί δεν ξέρει.
Δίνεται στο σκοπό του.
Επιμένει να ζητάει τη ζωγραφιά του.

Σκάβει κι εκεί που πηγαίνει να απελπιστεί 
ακούει δυνατούς σαν από ταμπούρλο 
χτύπους. 
Είναι που ζωντάνεψε η μεγάλη καρδιά 
που είχε ζωγραφίσει. 
Το παιδί σκάει ένα χαμόγελο, αναθαρρεύει. 
Πετάει πέτρες και χώματα μακριά.
Η ζωγραφιά έρχεται στο φως. 
Η καρδιά συνεχίζει να χτυπάει 
όλο και πιο δυνατά.
Το παιδί τρέχει να βρει τη μαμά του
για να της χαρίσει αυτή την παλλόμενη 
καρδιά. 
Το παιδί δεν ξέρει τίποτα για το
χαμό της

Το παιδί σκοντάφτει και πέφτει
ακριβώς πάνω στο δεξί χέρι 
που μόλις πριν λίγο ζωγράφιζε. 
Το παιδί αιμορραγεί μα σηκώνεται 
και συνεχίζει να ψάχνει τη μαμά του. 
Φωνάζει με όση δύναμη του απέμεινε. 
Κάτω από το αριστερό του χέρι έχει
κρύψει τη ζωγραφιά.
Δεν την αφήνει. 
Οι χτύποι της χάρτινης καρδιάς 
δυναμώνουν κι άλλο, κραυγάζουν.
Μάταια όμως.
Η μαμά δεν ακούει. 
Το παιδί σταματά κι αυτό να φωνάζει.
Μόνο μια καρδιά εξακολουθεί τώρα 
να χτυπάει αλλόκοτα και παραδίπλα 
καθαρό ένα ουράνιο τόξο τάσσεται 
με το λαό και όρκο δίνει μεγάλο 
να διώξει μακριά την καταχνιά. 

Τετάρτη 14 Μαΐου 2025

Οικογενειακά τραπεζώματα

Κυριακή πρωί κι η μητέρα 
έσφαξε έναν κόκορα σήμερα. 
Η μητέρα ξεχάστηκε να αλλάξει 
κι έσφαξε τον κόκορα φορώντας 
το άσπρο λινό της φόρεμα που 
το είχε για τις σχόλες. 
Πιστιλίστηκε το καλό της ρούχο 
με το αί­μα του πετεινού. 
Τώρα η μητέρα έχει ένα καινούργιο 
φόρεμα με κόκκινα πουά στον μπούστο,
στην μέση και στην ποδιά απ' το ζεστό 
αίμα του πτηνού. 

Η μητέρα δεν άλλαξε και πήγε 
στην κυριακάτικη λειτουργία 
με αυτό το πουά φόρεμα. 
Οι γειτόνισσες την κοιτούσαν 
όλο περιέργεια και την σχολίαζαν. 
Σούσουρο απλώθηκε στον γυναικωνίτη. 
Οι άντρες έστριβαν τα καγκελωτά 
μουστάκια και έστρεφαν το βλέμμα 
τους στον Παντοκράτωρα του τρούλου.
Ο ιερέας στη μετάληψη την κοιτούσε 
με φθόνο και εγκαρτέρηση.
Στο σχόλασμα έφυγε μόνη για το σπίτι. 
Σιγά σιγά ξεράθηκε το αί­μα πάνω στο φόρεμα 
και πήρε την απόχρωση της σκουριάς.

Στο σπίτι ή μητέρα όταν επέστρεψε 
έμεινε να μαγειρέψει με αυτό το 
φόρεμα. 
-Η σκουριά πάνω στο ρούχο όλο ναι βάθαινε.-
Έφτιαξε κόκορα κρασάτο με χυλοπίτες. 
Άναψε τον ξυλόφουρνο για το ψήσει.
Καπνοί έπνιξαν την μικρή αυλή. 
Η μητέρα ξεχάστηκε και δεν 
μάζεψε τα ασπρόρουχα που είχε απλώσει 
το πρωί πριν καλά καλά χαράξει. 
Καπνίστηκαν τα ρούχα και πήραν 
μυρωδιά από το φαγητό. 
(Σάλτσα ντομάτας, κρεμμύδι, σκόρδο
και μία ιδέα κανέλας.)
Πώς θα τα φορούσε τώρα η ανήλικη 
κόρη για να πάει στο κρυφό της ραντεβού 
με τον αγαπητικό;

Το φαγητό πέτυχε. 
Η μητέρα μάς κοιτούσε μέσα 
από τις σκούρες πουά κηλίδες. 
Τα μάτια της πήραν το χρώμα της σκουριάς
και μεγάλωσαν. 
Φοβηθήκαμε.
Το φόρεμα σαν το έβγαλε το βράδυ 
δεν το έπλυνε. 
Το κρέμασε έτσι λερωμένο στη ντουλάπα. 
Δεν το ξαναφόρεσε πάρα κατά καιρούς 
το έβγαζε στον ήλιο για να λιαστεί λίγο. 
-Η σκουριά πάνω στο ρούχο όλο ναι βάθαινε.-
Σήμερα κρατώ αυτό το φόρεμα 
ανέπαφο.
Η μητέρα έφυγε και στο προικιό
μού άφησε αυτό το φόρεμα να μου
θυμίζει τις μυρωδιές της Κυριακής 
με τον πετυχημένο κρασάτο πετεινό.

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

Μητρική παρουσία

Πριν ακόμα φύγεις μητέρα μες
στου παραδείσου τους τόπους 
σεργιανούσες. 
Με σπασμένη φωνή τον γιο σου
που τόσο λίγο κανάκεψες ζητούσες.
Ήμουν κοντά σου μα δεν με έβλεπες 
το πούσι της μνήμης σου σαν πλέγμα 
ατσάλινο σε απομάκραινε. 

Τώρα μες στον παράδεισο χέρι με χέρι 
με τον πρωτότοκο σου ξέγνοιαστη 
περπατάς.
Αιωνόβια εσύ κι αυτός μικρός, χλωρός
σαν στάχυ από ψηλά μας χαιρετάτε. 
Το φαρμάκι που τον σκότωσε απομυζείς
μα δεν πεθαίνεις μητέρα, δεν χάνεσαι
το αντίθετο μάλιστα δείχνεις 
να αναγεννιέσαι σαν τα φοινικοδεντρα
της πατρίδας μέσα από στάχτη πηχτή. 

Τις νύχτες εδώ κατεβαίνεις και μες στην
αχλύ των ονείρων περιφέρεσαι.
Σε βρίσκω χαρούμενη να τραγουδάς 
με φωνή αηδονιού τα πάθη της ελιάς 
και των βουνών την άκαμπτη περηφάνια. 
Σε αφήνω ήσυχη να έρχεσαι στην
πατρική που τόσο αγάπησες πέτρα 
και σταλιά σταλιά μες στις σχισμές 
της να κρύβεις το φαρμάκι που από 
τόσο νέα ουσιαστικά σε πήρε από κοντά μας.

Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Δικαίωση

Γάνα έπιασαν τα χάλκινα καρφιά 
που σε σταύρωσαν και δεν το είδες.
Δημητηριάστηκε το αί­μα σου
και η καρδιά σου χτυπήθηκε βαριά. 
Ένας μικρός Χριστός εσύ με τα αγκάθια 
της ευφρόρμπιας στο μέτωπο και και το 
οξύ στο στόμα το δίκιο διαλαλείς μέσα 
από την ωραία πύλη των φρυδιών σου. 
Αιώνες τώρα παραμένεις σταυρωμένος 
πάνω σε ξύλινο σταυρό υπομένοντας 
τα αλαλάζοντα πλήθη που σε βρίζουν 
και σε χλευάζουν.
Με στωικότητα φιλοσόφου αντιτίθεσαι
στων λόγων και των έργων τους 
την άκαμπτη πραγματικότητα. 

Μέσα από συστάδες δέντρων το βήμα ανοίγω.
Εφόδια παίρνω κι έρχομαι κοντά σου. 
Ένα ένα τραβώ τα καρφιά και σε ελευθερώνω.
Τραβώντας από το αί­μα σου το δηλητήριο
στη ζωή σε δίνω. 
Τα πλήθη διαλύονται γύρω σου.
Ο σαματάς σταματάει. 
Το ποτάμι επιστρέφει στην κοίτη του.
Σου δίνω ένα στεφάνι μυγδαλιάς
να βάλεις στο κεφάλι σου όμορφος 
να δείχνεις και να μοσχοβολάς.
Στο κάτοπτρο των ματιών μου 
έλα να κοιταχτείς.
Στην ημισέληνο των χειλιών μου έλα 
να ξεδιψάσεις.
Στην καμπύλη της καρδιάς μου έλα 
να τραφείς. 
Ήρθε ο καιρός να κλείσει ο κύκλος 
των παθών σου και απ' την αρχομένη
άνοιξη τα σκήπτρα να πάρεις έτσι που
αθάνατο μες στον χρόνο δικό μου άρχοντα 
αυτή να σε ορίσει.

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Ετερόκλητα

Φόρεμα να φοράς ελαφρύ 
με οριζόντιες ρίγες να πλαταίνει
το στήθος σου τονίζοντας το. 
Και μη θαρρείς ότι σε παχαίνει. 
Λιγνό είναι το κορμάκι σου σαν το
το λιγνό ποδαράκι του κοτσυφιού
που μπαίνει μέσα στον ελαιώνα 
κι ασημίζουν τα φτερά του 
και γυαλίζουν τόσο δυνατά σαν εκείνα 
τα κρύσταλλα του Γενάρη 
που τα βαράει το φεγγάρι τις νύχτες
και μ' όλο χάρη ομορφαίνουν. 

*
Έξω από το χαγιάτι που κρεμάς το σάλι 
σου, λίγο πρίν κοιμηθείς, θα έρθω
απρόσκλητος για να προσκυνήσω των
αρωμάτων σου την ονειρική πανσπερμία.
Μην τραβήξεις το μάνταλο. 
Μην με διώξεις.
Μην αφήσεις τα χέρια σου να πέσουν 
αδρανή στα σκέλια σου.
Αγκάλιασε με, δείξε μου στοργή. 
Μου φτάνει ένα σου μόνο φιλί 
κι εγώ θα φύγω ευτυχισμένος 
έχοντας πλατύ το χαμόγελο 
στα χείλη σαν και του παιδιού που γυρνάει 
με φόρα στο καρουζέλ σε μια εμποροπανήγυρη 
Αύγουστο μήνα σε μέρη μακρινά. 

*
Πρωί πρωί έζεψες το άλογο σου
κι έφυγες για μια επίσκεψη στην κοντινή
πόλη. 
Είχες να αγοράσεις τούλια και κορδέλες 
νύφη για να ντυθείς στον Παντοκράτωρα. 
Εγώ σε καρτερούσα δίπλα στη βατομουριά
μεγάλα κάνοντας όνειρα. 
Δεν ήρθες. 
Ξεχάστηκες. 
Τα γρόσια δεν σου φτάσανε τούλια 
για να διαλέξεις και σε φτηνές ρίχτηκες 
απολαύσεις. 
Τρανή έγινες μοιχαλίδα πού ο ύπνος 
την παίρνει σε στρώματα ξένα. 
Όσο κι αν σε αναζήτησα δεν σε βρήκα. 
Πλούσια μου λένε έπειτα πως έγινες δίπλα 
σε έναν ξακουστό γεοκτήμονα με τα πολλά 
αμπέλια.
Το κρασί σου τώρα γεύομαι αντί για τα φιλιά σου.
Την ανάσα σου οσμίζομαι σαν το άρρωστο 
σκυλί που σκάβει κάτω από τη βατομουριά 
για να βρει το κόκκαλο που έχει κρύψει 
εκεί από παλιά. 

Της λύπης

Έτρεχε σε ένα περιβόλι. 
Σκόνταψε σε μια μηλιά.
Δεν είχε πάνω της καρπούς,
δεν ήταν η εποχή τους.
Δεν είχε μπουκέτα με άνθη, 
δεν ήταν ο καιρός τους.
Είχε μόνο φύλλα, φύλλα πολλά,
καρδιόσχημα. 
Απόρησε με το σχήμα τους.
Αποκλείεται είπε. 
Κι όμως έβλεπε καλά....δεν μπορεί να λάθευε. 
Καρδιόσχημα φύλλα έχουν 
τα κυκλάμινα, οι φράουλες και οι κισσοί.
Αποφάνθηκε. 
Ποτέ οι μηλιές. 

Ήταν μια αλλόκοτη μηλιά. 
Μηλίτσα του γκρεμού. 
Σε εκείνη είχε καταφύγει η μικρή Πανδώρα 
όταν της πέθανε ο καλός της
και κρεμάστηκε. 
Δεν μπόρεσε το δέντρο να αντέξει 
το χαμό, έκλαψε, ξεμαλλιάστηκε, θρήνησε 
ώσπου στο τέλος μέσα από την μεγάλη 
του ρίζα ανάβλυσαν δάκρυα πολλά 
στο σχήμα της καρδιάς που στη συνέχεια 
έγιναν φύλλα για να σείονται και να λαλούν στον κόσμο μοιρολόγια απόκοσμα.

Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Ψευδαίσθηση

Τόσο πολύ ουρανό που ατένισα 
απαρνήθηκα τα καστανά μου
μάτια και βάφτηκαν οι κόρες μου 
με μπλε χρώμα. 
Όλα γύρω γαλάζια τα βλέπω:
Το ποτήρι που πίνω το νερό μου.
Το τασάκι που σβήνω το τσιγάρο μου.
Τις άλλοτε κίτρινες μαργαρίτες κι
αυτές ακόμα τις πορτοκαλί πεταλούδες. 
Μόνο τα μάτια σου από κατράμι που 
με παίδεψαν δεν αλλάζουν. 

Τρίβω τα μάτια μήπως και λαθεύω
μα τίποτα, όλα γαλάζια γύρω σαν 
την θρυλική γάζα του ουρανού
που μου αποκαλύπτεται μέσα 
σε ένα ολόλαμπρο απομεσήμερο. 
Μόνη παραφωνία εσύ. 
Τρέχω στο δάσος σκοντάφτω σε
μια γαλάζια πέτρα αιωρούμαι στον
αέρα δεν πέφτω σαν ακροβάτης 
σε ένα αόρατο σκοινί ισορροπώ
κι άυλη αποκτώ υφή κόντρα στην
όποια βαρύτητα. 

Συναντώ ένα ελάφι,παραδόξως 
δεν με φοβάται, το παρατηρώ.
Έχει τα ίδια μπλε μάτια με εμένα 
και τα καλλίγραμμα πόδια του 
καταλήγουν σε μπλε οπλές. 
Το ακολουθώ, βγαίνουμε στο ξέφωτο 
φτάνουμε στη φωλιά του.
Τα μικρά του έχουν κι αυτά 
μπλε μάτια κι ατροφικές μπλε 
οπλές. 
Τα συμπαθώ και τα χαϊδεύω.
Νιώθω το χνώτο τους ζεστό. 
Αφήνομαι να τα παρατηρώ καθώς 
θηλάζουν μπλε γάλα. 
Με πιτσιλίζουν μπλε σταγόνες. 
Τις σκουπιζω με το μανίκι. 
Δεν κάνω βήμα μήπως και διαταρραξω 
την τρυφερότητα της στιγμής. 

Αποχωρώ μόνο όταν τελειώσουν
τον θηλασμό 
Γεύομαι ζωή. 
Γεύομαι ομορφιά. 
Γεύομαι παχύρευστους χυμούς. 
Το βράδυ στο σπίτι περιεργάζομαι 
στον καθρέφτη τη μεταμόρφωση μου.
Είμαι ωραίο σαν μαγιάτικος ουρανός. 
Όταν αποκοιμιέμαι βλέπω επιτέλους 
στο όνειρό μου το κατράμι των ματιών 
σου να μεταβάλλεται σε γαλάζιο.
Χαίρομαι κι ας μην είναι αλήθεια. 
Άλλωστε από τότε που έφυγες 
μόνο στα όνειρα πια σε συναντώ
και στης φαντασίας τους επάλληλους 
κύκλους. 

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Τελική έκβαση

Βρισκόσουν καταμεσής του πελάγου 
ανίσχυρος, μόνος κι απροστάτευτος 
να παλεύεις με τα κύματα. 
Πουθενά ούτε μια ιδέα στεριάς 
για να ακουμπήσει το μάτι μιαν ελπίδα. 
Γύρω μόνο μαύρα νερά, κύματα βουνά  
και σιωπηλές περιπολίες γλάρων
σαν κουστωδίες ηττημένων στρατιωτών. 
Ασφυκτιούσες.
Παράδερνες.
Αρνιόσουν να συνταχθείς με το τέλος.

Πάλευες με όλα τα στοιχεία ένα 
κομμάτι γης για να βρεις που να σου
αρμόζει, ένα φυλαχτό να πάρεις από το 
χέρι της μάνας που να σε φυλάει. 
Επί ώρες εκεί.
Ουρανός και θάλασσα.
Θάλασσα και ουρανός. 
Πουθενά ούτε ένα πλεούμενο που να περνάει. 
Απόκαμες να παλεύεις με τα κύματα. 
Απόκαμες να ζητάς βοήθεια από τον Θεό. 
Απόκαμες να συνομιλείς με τους γλάρους. 
Μια σανίδα σωτηρίας ζητούσες που θα 
σε έσμιγε με τη στεριά που θα σε κάρφωνε 
ξανά στο κάδρο της ζωής. 

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά είχες 
και τους πνιγμένους ναυτικούς να 
αντιμετωπίσεις.
Σε καλούσαν κοντά τους.
Σε δελέαζαν με ωραία λόγια. 
Σε παραμύθιαζαν με ιστορίες δικές τους 
και ξένες. 
Ένας μάλιστα ο πιο μεγάλος με μία ατίθαση 
γενειάδα άρχισε να σου απαριθμεί 
των βυθών την απεριόριστη ομορφιά. 
Είχε στο κεφάλι του πάνω τοποθετημένο 
εν είδει φορτίου ένα χρυσό κασελάκι.
Από εκεί έβγαζε με κινήσεις αργές 
όλους τους θησαυρούς και τα καλούδια 
της θάλασσας. 
Μαργαριτάρια, κοχύλια, κοράλλια κι
χρυσοπράσινα φύκια.
Στα πρόσφερε για να τον ακολουθήσεις. 

Εσύ ταγμένος στη ζωή δεν έπαιρνες από 
λόγια και δέλεαρ.
Αλύγιστος συνέχιζες να παλεύεις και 
τα αυτιά να κλείνεις στις σειρήνες 
που άρχισαν να καταφθάνουν κι αυτές 
εκεί κοντά σου. 
Ώσπου τελικά σχεδόν πάνω στο χαμό σου
είδες έναν άγγελο με ένα ζευγάρι φτερών 
στα χέρια να σε πλησιάζει.
Τον αναγνώρισες.
Ήταν ο άγγελος της παιδικής σου ηλικίας 
που αποκοιμιόταν δίπλα σου.
Πήρες τα φτερά και πέταξες πάνω από 
τα κύματα, μακριά από τους πνιγμένους 
ναυτικούς και τους θησαυρούς τους.
Μακάριος σε ένα καταπράσινο τώρα ζεις 
νησί παρέα με τον σωτήρα άγγελο σου και 
τα καλοκαμωμένα φτερά του που σε 
σεργιανάν σε κόσμους ανείδωτους
σιντεφένιους. 

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Το δακτυλίδι

Το δακτυλίδι έπεσε στο πηγάδι. 
Βαθύ πηγάδι πέτρινο στο μέσο 
της αυλής. 
Πήρες τον κουβά κι ανέβασες 
δέκα κουβάδες νερό γλυφό, πηγαδίσιο.
Πουθενά το δακτυλίδι. 
Στον ενδέκατο κουβά ανέβασες το κόσμημα.
Τίποτα όμως δέν ήταν όπως πριν. 
Το νερό είχε λειάνει τις γωνίες 
του δακτυλιδιού και τις είχε επιμελώς 
στρογγυλέψει.

Χάθηκε το εξάγωνο σχήμα του κι ήρθαν 
οι καμπύλες να το διαφοροποιήσουν. 
Και κάτι ακόμα πιο σοβαρό. 
Το μέγεθος του είχε αλλάξει κι είχε 
φαρδύνει αρκετά. 
Τώρα έπλεε στον δείκτη που το
φορούσες πάντα. 
Ταίριαζε γάντι μόνο στον μέσο.
Στο δάκτυλο που χρησιμοποιούσες
για να σιχτιρίζεις όλα τα ανομήματα 
του κόσμου και κάθε τι που αποστρεφόσουν. 

Ευχαριστήθηκες πολύ κι έσκασε λίγο 
γέλιο το χειλάκι σου.
Σύμμαχοι σου το νερό και το πηγάδι 
σε αναμετρούσαν με το άδικο και την
παραφθορά με το κακό και τις επιβουλές. 
Κατείχες πλέον ολάκερο τον οπλισμό σου 
και σαν αστακός έμπαινες στη μάχη
της καθημερινότητας. 
Ζωσμένος τα άρματα σου να αντιμετωπίσεις 
τα απεχθή κεφάλια της Λερναίας Ύδρας.