Πάει μια δεκαετία χωρίς εσένα.
Το μολυβένιο στρατιωτάκι
το έσκασε από τη συσκευασία
κι ατάραχο τώρα περιπολεί
τα ανοιχτά σύνορα της χώρας
που διαμένω.
Το μολυβένιο στρατιωτάκι είναι
η ψυχή σου που απόδρασε από
το σώμα και ήρθε και με βρήκε
σε ένα ραντεβού κλεισμένο προ πολλού
από τις φάλαγγες του παραδείσου.
Φοράει παλάσκες και άρματα κρατεί
Είναι λουσμένο στο αστρικό φως
και με μια ράβδο χτυπάει
τη γη για να βρει νερό καθηγιασμένο
από τους μύστες και τους ποιητές.
Ηγείται ενός μεγάλου επιτελείου
και για φρουρούς έχει δυο παιδιά
που απόκαναν μακριά από τη μάνα τους
κι επιζητούν να επιστρέψουν
στην άθικτη από χρόνια κάμαρα τους.
Τα παιδιά αυτά είναι παιδιά
του πολέμου που μέσα από τα
συντρίμμια σύρθηκαν νεκρά.
Σε ομαδικούς τάφους θάφτηκαν
και σπάνια κανείς τους φέρνει
ένα λουλούδι ή λίγο στάρι για να
μην πεινούν κι απροστάτευτα μένουν.
Σε έχουν στην επίβλεψη τους
εσύ το μολυβένιο στρατιωτάκι κι αυτά
οι έμπιστοι σου φίλοι που
κοσκινίζουν το σώμα για να κοιμάσαι
ανάλαφρα τις νύχτες και με χωρίς
εφιάλτες.
Αγάπη τους δείχνω κι απάνω στο
τραπέζι του σπιτιού τους ακουμπάω
δύο καρφάκια λιβάνι κι ένα ματσάκι
από ζουμπούλια που από θαύματα ξέρουν.
Σε καλούν να παίξετε μαζί
και πάντα σε αφήνουν να κερδίσεις
το δάκρυ της ήττας μη στάξει
από τα μάτια σου και πεις πως
σε ξέχασα.
Εδώ εσύ, εδώ κι οι η στρατιά σου.
Εδώ οι φρουροί σου κι εδώ ο Απρίλης σου.
Μόνο πρόσεξε ειρηνικό να είσαι τάγμα
μισώ τους πολέμους και τις
πολυβολαρχίες που με αίμα τρέφονται
και καμμένη σάρκα αναδύουν.