Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

Ανάφλεξη

Με τα καλαμποκόφυλλα 
οι γιαγιάδες μας γέμιζαν στρώματα,
παπλώματα και μαξιλάρια.
Ζεσταίνονταν τα σώματα με αυτά. 
Ξεκουράζονταν τα κορμιά.
Χτυπούσαν δυνατά οι καρδιές 
σαν έμπαιναν στου έρωτα 
τον αέναο στροβιλισμό. 
Χριτς χρατς τα καλαμποκόφυλλα
να θορυβούν άγρια τίς νύχτες. 
Οϊμέ οι γειτονιές να απαντάνε. 
Όμορφα χρόνια με αθώα ακόμα 
τα χαμόγελα καί χωρίς πολλές 
αιτιάσεις οι αγκαλιές. 

Τώρα τα καλαμποκόφυλλα τα καίνε 
στα χαντάκια δίπλα στους κήπους. 
Μεγάλες οι φλόγες που ανεβαίνουν,
ίσαμε δυο μέτρα περίπου, τα φίδια και
τις σαύρες να φοβίζουν και τα παιδιά 
να τα κάνουν να λακάνε. 
Αν έχεις μάτια εσωτερικά
θα διακρίνεις ανάμεσα στις φλόγες 
κάτι μεγάλα χέρια με δαγκάνες 
αντί για δάκτυλα να προσπαθούν 
να περισώσουν κάτι από το ανέφικτο. 
Είναι οι ψυχές που κατεβαίνουν 
κι έρχονται εδώ λαχταρώντας λίγη 
ζεστασιά κι ανάπαυση. 

Στους ουρανούς που ζουν 
έχει πολλή ψύχρα και από μόνα 
τους τα σεντόνια των σύννεφων 
δεν τους φτάνουν, κρυώνουν και
τουρτουρίζουν όλες τις εποχές. 
Επιπλέον τα σώματα τους υποφέρουν,
καθώς δεν αναπαύονται καλά έτσι 
που κοιμούνται στις κακοτράχαλες 
βουνοκορφές πλάι στις αποικίες 
του τσαγιού, πονούν οι αρθρώσεις 
τους κάθε που κατεβαίνουν τις 
σκάλες για να έρθουν ως εδώ. 

Συμπόνεσε τους κι άσε στην άκρια 
κάποια ξερά φύλλα, στρωσίδια για 
να φτιάξουν. 
Αυτοί θα σε ευγνωμονούν και
δάκρυα θα χύνουν που στη συνέχεια 
βροχές θα γίνονται, τα χωράφια 
να καρπίζουν όπως παλιά μαζί με 
τα αθώα χαμόγελα και τις χωρίς 
πολλές αιτιάσεις αγκαλιές.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Ενάργεια

Ο τελάλης

Ξέκοψε από τις στρατιές των 
αγγέλων κι έλα εδώ. 
Εγώ με νύχια σκληρά θα σου
γράφω ποιήματα πάνω στην
πελεκημένη πέτρα. 
Δυνατά θα στα απαγγέλω 
με τη φωνή του ξακουστού τελάλη.
Θυμήσου τον.
(Αυτόν με την ευγενική όψη
και τις χθόνιες λέξεις που
περνούσε κάθε εξάμηνο)
Γυναίκες τον υποδέχονταν 
με γύψινα χέρια. 
Την πιο μικρή διάλεγε,
αυτή με τα σαγηνευτικά μάτια. 
Στον έρωτα ρίχνονταν, 
στην άκρια της προβλήτας,
με τις αγκαλιές γεμάτες 
από την αιωνιότητα του εφήμερου. 

*
Το ξωτικό 

Στο κάστρο διπλοκλείδωσαν 
τις πόρτες, έβαλαν για σιγουριά 
και βαριές αλυσίδες.
Το στοιχειό που ζούσε μέσα 
από εκεί να μην φεύγει και
στις ρούγες του χωριού 
διαρκώς να περιδιάβαινει 
σκιάζοντας τα αθώα κορίτσια. 
Μόνο που δεν ήξεραν 
πως πριν περάσουν τις αλυσίδες 
το ξωτικό είχε προλάβει 
κι είχε κλέψει την πεντάμορφη 
κόρη του άρχοντα
που στα όρη έως τα σήμερα 
κουστωδίες στρατιωτών 
ματαίως την αναζητούν με
αναμμένες τις δάδες
και φολιδωτά τα σώματα.

*
Ανυπαρξία 

Τίναξε τα φτερά του.
Λίγο χιόνι είχε πάνω. 
Είχε ανέβει στις Άλπεις 
για να φτάσει και να ανάψει 
το φεγγάρι. 
Τώρα ένιωθε χρήσιμος
και ωραίος. 
Τράβηξε μια φωτογραφία.
Το φεγγάρι υπέρλαμπρο 
έσβησε τη μορφή του. 
Υπηρξε;
Στο πέτο του καρφιτσωμένο 
ένα εντελβάις.

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Ολιγολεκτα

Αμελητέο πλην καθ' όλα δυνατό 

Δαγκωτό θα σου πάρω το φιλί
έτσι που από μια μόνη ρανίδα 
αίματος δικού σου 
νεαρός βλαστός να γενώ 
στα μάτια σου να αναρριχηθώ
κλεφτά.

*
Παρελθούσες εικόνες 

Στον εγκαταλελλειμένο  
σιδηροδρομικό σταθμό 
ακούστηκε ο θόρυβος 
από ένα τρένο που πλησίαζε.
Ξαφνιάστηκε.
Ο σταθμός ήταν κλειστός
εδώ και δυο δεκαετίες. 
Τρένο δεν περνούσε πια.
Έρημος ο σταθμός.
Στις ράγες χτες το απόγευμα 
είδε να φυτρώνει μια 
ανυπόμονη μαργαρίτα. 
Η μόνη ζωή εκεί. 
Την σκέφτηκε τώρα κάτω 
από το συμπαγές σίδερο 
να πεθαίνει. 
Αντί να τα γίνει ως είθισται 
θύμα μιας μυστικής αγάπης 
έμελλε να στενάξει 
κάτω από την επέλαση 
ενός αμείλικτου παρελθόντος.

*
Αδιαμαρτύρητα.  

Τα πόδια της ήταν παγωμένα,
τα χέρια της πολύ κρύα 
Έλεγες και θα πέσουν
αμαχητί πάνω στο παρκέ. 
Σήκωσε τα χέρια στην 
ανάταση.
Δεν θα γυμνάζονταν 
απλά θα παραδίδονταν 
στο σκληρό περίβλημα 
του χειμώνα όπως τα ψάρια 
με υποταγή ενδίδουν 
στόν παγωμένο φλοιό 
της λίμνης.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Απαρχή της ποίησης

Το ρολόι σταμάτησε στις τέσσερις 
η ώρα ακριβώς. 
Δεν ξέρω ακόμα αν ήταν απομεσήμερο
γλαυκό ή νύχτα βαθιά που έπαψε 
να χτυπά. 
Θα το βρω.
Απαρχή της ποίησης το χρόνο ξέρω 
να διαφεντεύω. 
Αν ήταν μέρα σίγουρα θα ήταν η ώρα 
που μαζεύω αγκαλιές τα γιασεμιά 
να στα χαρίσω η ζωή σου
να μοσχοβολάει.
Αν ήταν νύχτα μάλλον θα ήταν η ώρα 
που έρχομαι και χουχουλιάζω τα πόδια 
σου που ξύλιασαν περπατώντας 
στην παγωμένη πίστα των ονείρων. 
Δεν έχει λοιπόν σημασία πότε 
οι δείκτες ακινητοποιήθηκαν
εγώ θα είμαι εκεί να σε φροντίζω 
σαν σφυγμό στο πρώτο ξύπνημα 
και μακριά να φυγαδεύω τα σώματα 
των κολασμένων νεκρών που δεν λένε 
να αναπαυθούν εδώ και τρεις δεκαετίες. 

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Η συγκατοίκηση με την μοναξιά

Ήρθε η ώρα να πάει για ύπνο. 
Λίγο πιο πριν είχε αλλάξει τα σεντόνια. 
Είχε βάλει εκείνα τα νυφιάτικα 
που η μαμά της είχε δώσει 
για προίκα. 
Αγορασμένα χρόνια πριν από μια
ξανθιά γυρολόγο.
Έρχονταν κάθε εξάμηνο κι έπαιρνε 
τις δόσεις. 
Το χωριό την περίμενε αναφανδόν 
μαζί και η μαμά με τα κολλαριστά της
χιλιάρικα στα χέρια. 

Γελούσε δυνατά η γυρολόγος, το βλέμμα 
πονηρό κι αυθάδες. 
Ο γιούκος γέμιζε λογής λογής στρωσίδια, 
σεντόνια αθάνατα, κουβέρτες ολόμαλλες
κεντήματα, βελέντζες και πολύχρωμες φλοκάτες.
Ο μαμά αγόραζε, η πατέρας γκρίνιαζε. 
Η μαμά θα μπορούσε να ποικίσει 
δέκα ακόμα θυγατέρες με αυτά που 
αγόραζε. 
Ο γιούκος όλο κι ανέβαινε.
Χαμηλοτάβανο το σπίτι 
οπισθοχωρούσε.
Δυσανασχετούσαν τα ρούχα, 
η μαμά καμάρωνε. 

Τώρα μπροστά σε αυτά τα άσπρα σεντόνια 
και με την μαμά φευγάτη,
την έπνιγαν οι αναμνήσεις. 
Την τίμησε την μαμά κι έστρωσε σχεδόν 
όλο τον πλούσιο ρουχισμό της.
Δεν χρειάστηκε να αγοράσει ποτέ 
τίποτα παραπάνω για τις ανάγκες 
του νοικοκυριού της. 
Περίσσια τα ρούχα. 
Αμέτρητη η έγνοια της μάνας. 

Μα είχε έρθει η ώρα να πάει για ύπνο. 
Κατέβασε το ακουστικό από το τηλέφωνο 
κανείς να μην την ενοχλήσει. 
Μαύρο παλιό τηλέφωνο, κειμήλιο 
κι αυτό.
Βυθίστηκε στα σεντόνια, έστρωσε το
σώμα της για να μην πονάει. 
Απλώθηκε σκοτάδι. 
Ακούγονταν το του - του από την
ανοιχτή συσκευή. 
Μάνιαζε η μοναξιά χωρίς χάδι 
απροστάτευτη.

Την πήρε ο ύπνος αμέσως. 
Στο όνειρό της ήρθε η μαμά, 
την φίλευε λέει αποξηραμένα 
βερίκοκα και καραμέλες βουτύρου. 
Το πρωί έβγαλε έξω τα ρούχα να λιαστούν.
Προς μεγάλη απογοήτευση της
στην κόκκινη φλοκάτη είχε κάνει 
επιδρομή ο σκώρος.
Αχ βρε μαμά στείλε εκείνα τα ματσάκια 
λεβάντας που μάζευες από την αυλή. 
Μόνο αυτά βοηθούν. 
Σε παρακαλώ. 
Κι εγώ σε αντάλλαγμα θα αφήνω 
ενεργό το τηλέφωνο να μην μανιάζει 
μες στη νύχτα  η μοναξιά κι εγώ μαζί της. 

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

Το χώρισμα

Ανάμεσα σε εσένα και εμένα 
ένας τοίχος ψηλός χτισμένος 
μαστορικά από πέτρες λειασμένες 
με το μυστρί του ανέμου.
Στις ενώσεις τους μες απ' το ελάχιστο 
χώμα ξεπετιούνται σκυλάκια, 
άγρια φτέρη, λειχήνες κι αγκιναράκια .
Αυτοφυή όλα.
Ένας εκλιπών Θεός τα ευλογεί. 
Μια μήτρα άγριου θηλαστικού 
ζωή να τους δίνει και υπόσταση. 

Δεν σε βλέπω δεν με βλέπεις. 
Δεν σε φτάνω δεν με φτάνεις. 
Μόνο την ανάσα σου ακούω. 
Μόνο το γρατσούνισμα της πένας 
σου νιώθω σαν στέκεσαι δίπλα στο
πρώτο αγκωνάρι και μου γράφεις 
ποιήματα και στίχους.
Κάποιες φορές μέσα στης αγρύπνιας 
σου τις ώρες τους απαγγέλεις δυνατά. 
Δακρύζω και νοερά σου δίνομαι.
Ξυπνάω και σε θέλω. 

Από τις σχισμές μέσα έρχεται καθαρά 
το καρδιοχτύπι σου σαν σφυριά δυνατή 
πάνω στο μελίγγι. 
Πονάω.
Σε φωνάζω. 
Εκλιπαρώ να σε δω να έρχεσαι 
Κάνω να πατήσω στα ακροδάχτυλα 
μα το ύψος τρανό δεν με αφήνει.
Κάνω να γκρεμίσω τις πέτρες
μα λαβώνομαι.
Κολλάω στις ρίζες, κολλάω στο χώμα 
κολλάω στο συμπαγές των επιφανειών. 
Σπάω τα νύχια μου.
Τσακίζω τα δάκτυλα. 

Χρόνια λοιπόν ζω στο ίδιο τετραγωνικό 
μέτρο του έρωτα με εσένα 
Χρόνια σού κλέβω στίχους και με μουσική 
τους ντύνω. 
Άκου την αγάπη, άκουσε την άρπα μου. 
Ψήλωσε.
Φτερά βγάλε. 
Αφέσου.
Φτιάξε μια σκάλα, μια σκαλωσιά έστω 
κι αν δεν μπορείς πάρε την ευλυγισία 
από το κλειδί του σολ κι αγκάλιασε με. 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Ομολογίες ζώης

Φυσάει βοριάς και παίρνει 
τα καπέλα από τις κυρίες 
και τα πετάει στη θάλασσα. 
Αρπάζει τα σκουφάκια των 
παιδιών και στα ύψη τα πηγαίνει 
χειρομάντηλα να γίνουν να
σκουπίζουν τα δάκρυα τους
τα χερουβίμ.
Τρέχει ο κόσμος αλαλάζοντας 
να κρυφτεί στα υγρά σπίτια. 
Σπρώχνει ο βοριάς τα σώματα τους.
Παίρνουν φωτιά οι καμινάδες.
Σπίθες και τριγμοί ξύλων.
Τζάκια και τουλίπες καπνού. 

Ερημώνει η πλατεία.
Ο καστανάς κατεβάζει τα χέρια άεργος,
πίνει τσίπουρο και ταΐζει 
τα ορφανά περιστέρια. 
Σβήνει η θράκα.
Σκορπίζεται η στάχτη. 
Ο καστανάς τρίβει τα μάτια του.
Μαβίζουν τα χείλη, κοκκινίζει ο ορίζοντας
Ώρα δειλινού. 
Ο καστανάς θυμάται τα σκοτωμένα 
παιδιά.
Δεν κλαίει παρά γελάει δυνατά. 
Τα περιστέρια τσιμπολογούν 
σπόρια ερημίας κι ύστερα με ένα 
φρουστ εξαφανίζονται.

Ο καστανάς έντρομος πετάει 
τη χτεσινή εφημερίδα στον υπόνομο. 
Ανοίγουν παράθυρα. 
Οι μανάδες δεν δακρύζουν άλλο πια.
Μόνο ορισμένες χαρακώνουν ακόμα 
βαθιά τα μάγουλα τους.
Τα σκοτωμένα παιδιά 
επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Βαθιές οι πληγές, τις κλείνουν
σχολαστικά. 
Χειμωνιάτικο βράδυ και τα νεκρά 
παιδιά  μυρίζουν αιθάλη, κάρβουνο
και ζαχαρωμένο μέλι. 
Παραλογίζονται οι μανάδες.
Ρίχνουν τα μάτια στη θάλασσα.
Κατευθύνονται ως τα εκεί να πνίξουν 
τα καπέλα που επιπλέουν με χέρια σαΐτες. 

Ηφαίστεια τα μάτια σου ενεργά

"Δεν χαίρομαι πια
 τις αμυγδαλιές στον κήπο 
 που σε θυμίζουν."

 Χόρχε Λουίς Μπόρχες 

                          σε εσένα 

Τα μάτια σου μαύρα 
σαν δυο πιτσιλιές μελάνης 
στην επιφάνεια του χιονιού. 
Αχ πόσο αγάπησα αυτά τα σκοτάδια 
που έντυναν περιμετρικά τις κόρες 
σου.
Έμπαινα  στον βυθό τους κι ήταν 
σαν να περιδιάβαινα ζαλισμένη 
κρατήρες ενεργών ηφαιστείων. 

Άκουγα τη γη να βρυχάται, 
να εξαπολύει βλαστήμιες 
και ακατάσχετα λόγια. 
Παρακολουθούσα εκστασιασμένη
και στις ραφές του φορέματος 
μου έκρυβα λέξεις και κωδικούς. 
Πλησίαζα σε απόσταση αναπνοής. 
Δεν φοβόμουν, η λάβα δεν με τρόμαζε 
τουναντίον μάλιστα μπορώ 
να πω πως μαγευόμουν.

Μαθημένη καθώς ήμουν από του έρωτα 
τις φωτιές, μεθούσα μην κάνοντας 
βήμα πίσω. 
Έβαζα το αυτί πάνω στη σάρκα της γης
για να ακούω καλύτερα. 
Σε διάβαζα πιο καλά, σε μελετούσα.
Κι ήταν φορές που αποκοιμιόμουν 
κάτω από τη ρυθμική αντήχηση 
των κρότων.
Πήγαινα σε όνειρα ψυχεδελικά 
με τη φαντασία να καλπάζει αχαλίνωτη
μέσα σε ηδονικά δωμάτια φτηνών 
ξενοδοχείων.

Τα μάτια σου έβενοι λαμπεροί.
Το μόνο που με φόβιζε κοντά τους
ήταν να μην στάξουν δάκρυ καυτό. 
Τα δάκρυα πνίγουν  και σκοτώνουν 
πιο πολύ από τη λάβα. 
Αποσυνθέτουν το σώμα, σκεβρώνουν 
τη μνήμη καταστρέφουν τη ζωή. 
Και χωρίς σώμα, μνήμη, και ζωή 
πώς θα βγαίνω στους κρατήρες 
να αποθησαυρίζω καταχθόνιους
φθόγγους που ποιήματα ζωντανά 
θα γεννούν ικανά να σε φέρουν πίσω. 

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Οι δοκιμασίες

Στην παρέα της Ν. Φιλαδέλφειας 

Πίσω από ένα πυκνό σύννεφο 
που το πάει σε βροχή κρυβόσουν 
κι εγώ σε αναζητούσα.
Έκοβα αμάραντες τουλίπες 
από τους κήπους του δειλινού 
και ξανοιγόμουν για να σε βρω. 
Στη χρυσή σκάλα του ουρανού 
την ασφυκτικά γεμάτη από τις 
άκακες ψυχές έβγαινα κι ανέβαινα
δύο δύο τα σκαλοπάτια. 

Λαχάνιαζα, ίδρωνα μου κοβόταν 
η ανάσα μα δεν τα παρατούσα.
Είχα πολλή απόσταση να διασχίσω 
και πολλές ψυχές να χαιρετήσω 
μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου. 
Μικρές φωτίτσες τα μάτια των ψυχών 
μου έδειχναν τον δρόμο για να μη χαθώ
μέσα σε άγνωστα τρίστρατα. 
Ένα τρίχρονο παιδί μάλιστα 
με φίλευε μύγδαλα που τα τσάκιζε
με τα δυο του χέρια. 
Δεν πεινούσα μα τα έπαιρνα μη τυχόν 
μου θυμώσει. 

Ατελείωτη η σκάλα.
Περνούσαν μέρες περνούσαν νύχτες 
κι εγώ πήγαινα. 
Οι ψυχές κοντά μου πάντα. 
Απορούσα πώς και δεν νύσταζαν 
και πώς ακούραστες έμεναν 
για να με καθοδηγούν.
Στιγμή δεν σταματούσα.
Άλλωστε δεν είχε ίσκιο να σταθώ.
Δεν είχε δέντρο να ξαποστάσω,
μερικές μόνο σειρές από ροζ πικροδάφνες 
στα αριστερά μου έβρισκα. 

Όσο πιο κοντά σου έφτανα 
τόσο εσύ απομακρυνόσουν.
Άπλωνα χέρια για να σε αγκαλιάσω 
μα μου ξέφευγες. 
Έτεινα τις τουλίπες για να ομορφύνεις
μα δεν τις καταδεχόσουν. 
Δελέαζα το τρίχρονο αγόρι και
σου έστελνα γράμμα και γραφή 
κι εσύ το απειλούσε ότι θα το γκρεμίσεις 
από τις σκάλες. 
Σε μέμφομαι. 
Σε λοιδωρώ.
Σε πολιορκώ.
Ποτέ όμως εδώ δέν θα σε έχω. 
Αυτό το σύννεφο η βρόχινη φυλακή σου
είναι κι αυτή η χρυσή σκάλα όσες 
κι αν περάσω δοκιμασίες δεν οδηγεί 
στην Ιθάκη σου.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Το τσιγκέλι ή αλλιώς η ζωή

Τράβηξε από την καρδιά της
την κεντρική αρτηρία και με τις βελόνες 
του πλεξίματος άρχισε να πλέκει.
Θα έφτιαχνε ένα σάλι να καλύψει 
τους ώμους της.
Κρύωνε.
Φύσαγε βοριάς δυνατός κι έπαιρνε 
τις θηλιές και τις ανακάτευε. 
Αντί για λουλούδια στο σχέδιο 
του πλεκτού σχηματίζονταν αστέρια,
μισοφέγγαρα και απαίσιοι κρατήρες. 
Πάλευε να το διορθώσει.
Τίποτα. 

Είχε ξεμείνει στους δρόμους 
πουθενά ένα υπόστεγο απάνεμο 
για να αποφύγει τις ριπές του ανέμου. 
Θυμήθηκε την ποιήτρια μπροστά 
στις απόρθητες φυλακές Γενάρη μήνα 
με χιονοθύελλα να εκλιπαρεί ζεστασιά. 
Αχ! και να έβαζε στους ώμους της
αυτό το σάλι όσο βαρύ κι αν ήταν. 
Πέρασαν χρόνια πολλά όμως 
και πώς να την συναντήσει;

Αφού τελείωσε το βασικό σχέδιο 
πήρε να φτιάξει τα κρόσσια.
Τα ήθελε μακριά σαν τα μαλλιά 
της Μόνα Λίζας -και κάπως μπερδεμένα-
να φτάνουν κάτω από τη μέση 
και να σκεπάζουν τα ισχία.
Κόντευε να τελειώσει. 
Τα χέρια της είχαν ξυλιάσει.
Άκουγε τριγμό δοντιών.
Έβλεπε άγρια βλέμματα να την κυνηγούν. 
Έκανε να φύγει. 
Κάποιος την πλησίασε. 
Ήταν ολόγδυτος.
Του πέρασε το σάλι στα πλευρά. 
Τα μετρούσες άνετα ήταν τόσο λιγνός 
που έμοιαζε σαν παλιό αριθμητήριο 
σε αίθουσα θανάτου. 

Ξέχασα να σας πω ίσως το πιο βασικό.
Το σάλι ήταν ολοπόρφυρο 
και δεν θα είναι καθόλου υπερβολή 
αυτό που θα σας ομολογήσω. 
Έμοιαζε με σφαχτάρι στην κεντρική 
αγορά κι ο γδυτός άντρας 
μόλις τώρα είχε πεθάνει. 
Έχεις δει άνθρωπο να τον διαπερνούν 
τα αιχμηρά κέρατα ενός τσιγκελιού;
Ναι εγώ το είδα ολοκάθαρα.
Εκείνο το πρωί νομίζω πως αντίκρισα 
για πρώτη φορά την κόλαση. 

Υ.Γ Στοιχειά τα ποιήματα και καταλύουν 
ερειπωμένα σπίτια. 
Πρόσεξε σαν πας εκεί. 
Θραύσματα οι λέξεις θα πέσουν πάνω σου
και θα σε πληγώσουν θανάσιμα, την καρδιά 
σου στοχεύοντας με ακρίβεια χιλιοστού. 

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Imayo με σπάσιμο (δυο ποιήματα σε ένα)

Ρούχα με φραμπαλάδες-
το ρόδι σπάει 
η γιορτή ξεκίνησε 
γελούν τα παιδιά 
οι ντάμες παίρνουν θέση 
δίπλες του χορού 
το κουδούνι χτυπάει 
Ο άγιος ήρθε.

*
Αναμμένο το μαγκάλι-
λεπτό το κρύο 
δυο ρόδια στη φρουτιέρα 
ώριμοι καρποί 
φιλέματα της φύσης 
πλούτος στα χέρια 
κεχριμπαρένιο το χρώμα 
η πείνα σβήνει.

*
Ακουαρέλες παντού-
το χρώμα ρευστό 
ηλίανθοι και ρόδια 
γεμάτος καμβάς 
παιδικές οι ζωγραφιές 
τα μάτια λάμπουν 
απαλές οι πινελιές 
θαυμαστά έργα.

*
Περνά ο καβαλάρης-
ρόδια στα χέρια 
τα γκεμια χαλαρώνει 
τρέχουν τα παιδιά 
πανάκριβα τα δώρα 
οι μάνες γελούν 
γεμάτες οι αγκαλιές 
γλυκά τα σπόρια.

*
Ψιλό πέφτει το χιόνι-
τα φύλλα τρίζουν 
το τζάκι αναμμένο 
ξυπνά η γιαγιά 
το ρόδι ξεσπειρίζει
γελά το παιδί 
γεμάτη η γαβάθα 
οι χούφτες άδειες.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Ο επισκέπτης

Τις νύχτες όταν με ξυπνούν 
οι εφιάλτες βρίσκω τα
καλογυαλισμένα σου παπούτσια 
στο χαλάκι της εισόδου. 
Πάντα περιποιημένα.
Τίποτα δεν δείχνει πως
πέρασες στράτες πολλές 
μέχρι να φτάσεις ως εδώ. 

Τα πλησιάζω και τα ακουμπώ 
με χέρια τρεμάμενα.
Θαρρώ πως έχουν ακόμα 
την ζέστα του κορμιού σου
κι από τους ανοιχτούς τους
πόρους αναδύουν μια οσμή κέδρου.
Πάντα εσύ αγαπούσες τα κωνοφόρα 
μα και τη ζεστασιά των πεταλούδων 
όταν αυτές λιάζονται στον ήλιο
ανενεργές και μεθυσμένες.

Όταν τελειώσω το πέμπτο τσιγάρο 
κι αποσύρομαι τους ρίχνω 
μια τελευταία ματιά.
Τότε συντελείται ένα θαύμα. 
Ακούω καθαρά τα βήματα σου.
Ακούω το λαχάνιασμα της αναπνοής σου.
Ακούω το τελευταίο που μου
έγραψες τραγούδι. 

Το πρωί όταν ξυπνάω και
πηγαίνω να επιθεωρήσω τους
κάκτους της εισόδου βλέπω 
το χαλάκι να έχει μείνει ορφανό. 
Παίρνω το λυχνάρι το τρίβω 
για να εμφανιστείς, μα τίποτα 
δεν γίνεται. 
Αρνείσαι να βγεις στο φως. 

Απογοητεύομαι, εγώ που πάντα 
πίστευα στα παραμύθια
μένω να κινούμαι σε μια 
πραγματικότητα πεζή που αρκείται 
να φορά κάτι ελεεινά και 
κακοφτιαγμένα παπούτσια. 
Μα το κύριο δεν είναι αυτό 
αλλά το  ότι ποτέ δεν μου μπαίνουν 
και με σφίγγουν τρομερά. 
Πληγώνομαι και τα πετάω μακριά
περιμένοντας τη νύχτα 
ελεήμονη να γίνει για εμάς και 
με χάδια να καταπραΰνει 
την πικρία μας.

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Σάρκινο φιλί

Ο έρωτας κρυμμένος πίσω
από την συκομουριά έστελνε
τα καλογυαλισμένα βέλη του. 
Κανείς άλλος δεν τον κατάλαβε
εκτός από αυτούς.....
Κανείς δεν τον πρόσεξε όσο κι
αν ηχηρά βροντούσε από λαγνεία. 
Ουδείς δεν τον υπολόγισε, 
ψυχρή η καρδιά ενδύθηκε πέπλα βαριά. 
Μονάχα οι δυο εραστές 
τον γεύτηκαν. 
Αποκλειστικά δικός τους τρύπιος καμβάς 
για να ζωγραφίσουν πάνω του
τα πάθια της αγάπης. 

Παράνομος έρωτας και το σώμα
στην πρώτη του άνθιση
να εκλιπαρεί την σαρκική ένωση
που ποτέ όμως δεν ήρθε. 
Μεταμεσονύχτιο του πόθου φιλί
που δόθηκε κλεφτά ύστερα 
από έναν γλυκό, ολιγόωρο 
ύπνο δίπλα στις φλύαρες καλαμιές. 

Αποτραβιόταν το σώμα 
από τα γήινα κι έβαζε πλώρη 
για το υπερβατό. 
Ποιος να τους δει εκεί ψηλά
που πήγαν;
Το σπίτι της δεν την νοούσε 
και ποτέ δεν διάβασε τον δυσανάγνωστο 
κοχλία της για χρόνια. 
Είχε μαγκώσει σαν κλειδαριά 
που ποτέ δεν ανοίγει για να βγεις 
στο φως σαν εαρινό ξεφάντωμα. 

Χορεύτρια στα βήματα της ηδονής
αυτή κι ο εραστής της το ντέφι 
και οι εκρηκτικές κλακέτες. 
Ένα τους χαρίστηκε σάρκινο 
φιλί μόνο, πεινασμένοι εσαεί να το 
κουβαλάνε στις κλειστές τους
αποσκευές, μακριά από τα ήθη 
και τη μονότονη τριβή του κόσμου.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Ανταλλάξιμο είδος

Οβολός το φιλί σου που
τον ζητά ο βαρκάρης σαν ανταμοιβή
στα μαύρα περάσματα. 
Θάνατος που κουβαλάς
στο στήθος σαν μισοτελειωμένο
τατουάζ. 
Πονά η βελόνα. 
Πονά και σπαράζει η θύμηση. 
Το σώμα πυρπολημένο από φωτιές
άρπαγες τρέχει να σωθεί. 
Μαύρα τα νερά σαν βασάλτης 
ραγισμένος που πριν λίγο
τον εξόρυξαν. 
Το μάτι του βαρκάρη είναι
δίχρωμο σαν της κεραμιδογάτας
που την πάτησε πριν το λεωφορείο. 

Το νέον τυφλώνει τα μάτια. 
Στις αποβάθρες στριμώχθηκαν
φύλλα από ένα αόρατο δέντρο.
Μπούκωσαν οι ράγες ερημιά. 
Οι επιβάτες δυσαρεστημένοι
χτυπούν τα πόδια στα πλακάκια. 
Το τρένο που θα σε έφερνε
ακύρωσε το δρομολόγιο του. 
Μην ήρθες κι έλειπα;
Ρωτάω τους επιβάτες
δεν γνωρίζουν. 
Ο ζητιάνος μόνο μου έδειξε
το μισοάδειο τασάκι του απελπισμένος. 
Ένα δίδραχμο το φιλί σου
που θορυβεί ακόμα σαν χαλασμένο
κλάξον. 

Φεύγω σαστισμένη μήπως
και σε συναντήσω. 
Δεν σε βρίσκω. 
Γύρω μου οι άνθρωποι απορούν, 
κάποιοι βιάζονται. 
Βρέχει. 
Σφυρίζουν οι άνεμοι κι εγώ
κλαίω σαν ορφανό παιδί στο
πολύβουο σταυροδρόμι. 
Ακούω το τρένο να περνά. 
Τρέχω αδίκως.
Ο ζητιάνος με συμπονεί και
μου δίνει το κέρμα. 
Άδειο απομένει το τασάκι. 
Πήχτρα η καρδιά από την απουσία. 
Φεύγω. 
Βρέχει. 
Πετάω το κέρμα στον υπόνομο. 
Μικροποσό το φιλί σου και
μακάβριο ανταλλάξιμο είδος. 
Πάλι με γέλασες.

Πήρε μέρος στο 32ο Συμπόσιο Ποίησης που
διοργάνωσε η άοκνη πριγκιπέσσα μας.
https://princess-airis.blogspot.com/2024/12/32-1-11th-anniversary.html?m=1

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Υπόλογος μιας επέλασης

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, 
κι η μάνα το ζηλεύει.

Ήσουν ο φυσιοδίφης κι ο
γητευτής των φιδιών.
Υπνώτιζες την δενδρογαλιά, την
φοβερή έχιδνα, τον πύθωνα και
τον ύπουλο αστρίτη. 
Με μαγικά χέρια και με λόγια
που είχες εκμυεύσει από
πανάρχαια λεξικά καθυπόταζες
τη φύση τους. 

Απ' όταν έφυγες γέμισαν
τα χωριά αλλά και οι πολιτείες
από τα φοβερά αυτά ερπετά. 
Συριγμοί ακούγονται παντού
και μια τεράστια ουρά
προσπαθεί να τυλίξει γύρω της
τα θαυμάσια σώματα των
αγαλμάτων και την προσιτή
φύση των ειδωλίων. 
Τρέμει η γη σαν κλαράκι φτελιάς
μπροστά στον γκρεμό. 

Τρέχει ο κόσμος να σωθεί
πανικόβλητος. 
Με κασμάδες και φτυάρια οι
άνδρες σκάβουν τα σπλάχνα
της γης κρύπτες να ανοίξουν
για να στεγάσουν τα γυναικόπαιδα. 
Αλαλαγμοί ακούγονται, κατάρες
εκτοξεύονται και προσευχές 
που είχαν ξεχαστεί βγαίνουν
από τα χείλη. 

Κάθε μετρό κι ένας νεκρός. 
Κάθε πόντος και μια σβησμένη
ανάσα. 
Μανάδες εγκαταλείπουν τα
μωρά τους έξαλλες. 
Οι ποιητές ξεχνούν τις ρίμες
τους πάνω στα πυρπολημένα 
από τον ήλιο αλώνια. 
Όποιος γλυτώσει. 

Μαινάδα εγώ κι αρχαία θεά
εκλιπαρώ να γυρίσεις πίσω. 
Δείχνω την φωτογραφία σου
στους αγγέλους να σε
γνωρίσουν κι εδώ να σε φέρουν. 
Μιλάω στο αυτί του Θεού να
μας σπλαχνιστεί. 
Χτυπάω τις καμπάνες πένθιμα
μήπως κι αλλάξεις γνώμη. 

Ανασηκώνεις το ματοτσίνορο
και μου ξεφεύγεις, τραγούδια
ερωτικά ψελλίζεις και τις
κλειστές θύρες επιθεωρείς. 
Άφαντος από τα γήινα τραβάς
τ' αψήλου και χάνεσαι πίσω
από τις δαντέλες των σύννεφων. 
Με έναν εγωισμό που οι νεκροί
μόνο κατέχουν απομακρύνεσαι. 

Με σεισμούς σε απειλώ με εσύ
πιο δυνατός από τον εγκέλαδο
μας προσπερνάς. 
Σε παίρνουν φαλάγγι ιερά
λείψανα, εξαπτέρυγα και 
μικροί ερωτιδείς μα εσύ μας
αποφεύγεις με τη μορφή σου
να θυμίζει κόλαση και σφαγείο. 
Αλύγιστος και με προμηθεϊκη
τόλμη μας αφήνεις άλλη μια
φορά να χαθούμε μέσα στον
ζόφο και στο δηλητήριο. 
Αχ! Τα φτερά γιατί στα έδωσα;

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Εσύ είσαι...

Εσύ είσαι που μπαίνεις
στη λάμψη της αστραπής
κι έρχεσαι εδώ καθώς
βρέχει. 
Κατακαίεις τη χλόη, τα κλαδιά
του σφενδάμου, την άμυαλη
αμυγδαλιά και την μικρή
πασχαλίτσα τσουρουφλίζεις. 
Δες την πως έχει γείρει
στο έδαφος και τινάζει
τα ποδαράκια της. 
Βοήθησε την να γυρίσει από
την καλή πλευρά. 
Νιώσε την αδυναμία της. 
Θα σε ανταμείψει με έναν
γύρω θανάτου κάτω απ' του
κεραυνού τη μουσική 
επένδυση να συνοδεύει 
το απεγνωσμένο της φευγιό. 
Πάρε την μαζί σου αγάπη. 
Εκεί ψηλά στα μέρη σου
που ανθούν τα χρυσάνθεμα
και οι έρωτες άφησε την 
να ζουζουνίζει. 
Θα είναι παρηγοριά στα
λουλούδια των απέραντων
κήπων σου και το κλειδί
της αιώνιας άνοιξης θα κρατά. 

*
Εσύ είσαι που δίνεις τροφή
στα τζιτζίκια και τις
παρτιτούρες τους μαθαίνεις
απέξω. 
Στο γλαυκό ζεις καλοκαίρι
και στα λιόδεντρα στήνεις
την αιώρα σου τις μεσημβρινές
ώρες για να σε βρει ο οίστρος
μαζί του να σε πάρει στης
ποίησης τα ακανθώδη
παρατηρητήρια. 
Ξέκλεψα κάποιους στίχους 
σου εχτές με λόγια να ντύσω
των πουλιών τα ορατόρια
και των τζιτζικιών τα
χαυνωτικά πρελούδια. 
Πάντα εσύ. 
Για όλα εσύ. 
Ο μαέστρος με την χρυσαφένια
μπαγκέτα. 

*
Εσύ είσαι το κολιμπρί που
πεταρίζει γύρω από ένα
ερμαφρόδιτο άνθος χωρίς
σταματημό. 
Έλα στη χούφτα μου και χωράς. 
Έλα στο κοχύλι του αυτιού μου
να στήσεις φωλιά. 
Έχουν ξεκινήσει οι ψύχρες 
και θα σου χρειαστεί λίγη
ζεστασιά να μην μαργώσουν
τα φτερά σου και χάσω την
παρέα σου. 

*
Εσύ είσαι που κατρακυλάς 
μαζί με τις χιονονιφάδες 
από δυσθεώρητα ύψη. 
Επικάθεσαι στις πυραμίδες
των βουνών σαν μυθικό
εντελβάις και στις πεδιάδες
εισχωρείς βαθιά στο χώμα
σαν πλατανόριζα πλάι στο
αλάλητο νερό. 
Κρύσταλλο τα χέρια σου. 
Γιορτή η προσευχή σου. 
Μεγάλη η νύχτα σου για
να αφήνονται στα ονείρατα
τα μικρά αγγελούδια. 
Σε ακούω όσο κι αν σιγείς. 
Σε βλέπω όσο κι αν κρύβεσαι. 
Λουλούδι κι άγγελος. 
Νερό και ρίζα. 
Χιόνι και πλησμονή. 
Όλα εσύ. 
Πανταχού παρών σε ό,τι
όμορφο και αειθαλές.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Μέθη

Σκαπανέας γίνεσαι τις
νύχτες κι έρχεσαι κοντά μου. 
Ρήγματα βαθιά προκαλείς
στο σώμα μου και με απότομες
χαράδρες με διαπερνάς. 
Το ναρκωμένο μου σώμα ξυπνάς. 
Δες με αναπνέω. 
Ανοιχτοί όλοι οι πόροι 
νέα παράταση μου δίνουν
ζωής. 
Ηδονικά βιώνω το θαύμα
της δικής σου επαφής
κι εξαρχής πςριεργάζομαι 
το ακαταμάχητο σου σθένος. 

Ακούω τη σκαπάνη σου
να χτυπάει και στου μυαλού
τους κύκλους αναπτερώνεται
η ελπίδα. 
Κάνω όνειρα μεγάλα. 
Ιπτάμενος γίνομαι και πετώ
με δυο τεράστια φτερά
πεταλούδας πάνω από δάση
και όρη απάτητα. 
Μεθυστικά βρίσκω άνθη
και τα τρυγάω. 
Ανώνυμες συναντώ πολιτείες
βυθισμένες και στην επιφάνεια
τις φέρνω και λαμπρά
τους δίνω ονόματα. 

Σαν ξυπνάω το πρωί όλα 
είναι στη θέση τακτοποιημένα. 
Πουθενά ίχνος από την
νυχτερινή σου έφοδο. 
Μόνο που μέσα στην καπελιέρα 
βρίσκω ένα ζευγάρι
αδύναμα φτερά κι ένα ποίημα
μακροσκελές. 
Τα δοκιμάζω, δεν μου κάνουν. 
Διαβάζω το ποίημα αναθαρρεύω
και σε καρτερώ. 
Εγώ μονάχα τις νύχτες μπορώ
να πετώ ψηλά μαζί σου
Αυτές μόνο επιθυμώ
διάρκεια να δίνουν στις ώρες
μου και ανασεμιές ζωής
στη μοναξιά μου. 

Το οχυρό

Κυματίζει ο σιτοβολώνας
στο κάδρο της κουζίνας
κι εσύ μου λείπεις. 
Μια αέναη κίνηση από το
βορά προς το νότο
κι εσύ ξέχασες να έρθεις
να πάρεις το σακάκι σου. 
Έχει κρύο πολύ κι οι 
χιονονιφάδες έχουν κηρύξει
ανένδοτο. 
Δεν έχεις που να σταθείς, 
κορμάκι να ζεσταθείς. 

Φώλιασε ο γκιώνης και δεν
ακούγεται κι εσύ κολυμπάς
μέσα στις περγαμηνές και
στους επαίνους. 
Στο οχυρό σου κανέναν
δεν δέχεσαι. 
Ψηλό οχυρό με τρεις σειρές
από πολεμίστρες. 
Ποιον μάχεσαι;
Ποιος δεν σε θέλει;

Για φρουρούς όρισες δυο
ύαινες. 
Χτες έμαθα πως κατασπάραξαν
έναν άμοιρο κυνηγό. 
Φοβάμαι τους κοπτήρες τους
μα πιο πολύ τρέμω τον
συριγμό της φωνής τους. 
Δεν παλιώνει η αγάπη όσο
το αίμα διψάει ακόμα θάνατο. 

Ατρόμητη θα έρθω να σε
βρω, το αποφάσισα. 
Δεν μου πρέπουν τα ίσως
και ο φόβος. 
Κι αν είναι να πληγώ θα είναι
από άκρατη λατρεία. 
Είναι γλυκά τα βέλη τα συνήθισα. 
Φτάνει να δω τα ματόκλαδα
σου να κινούνται όπως
ο σιτοβολώνας στο ξεφτισμένο
κάδρο της κουζίνας. 

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2024

Μια αγάπη του πολέμου

Αιχμαλώτισα την τελευταία
λάμψη των ματιών σου 
κι άναψα το χριστουγεννιάτικο
δέντρο. 
Στο κέντρο του δωματίου το
έβαλα να ξεχωρίζει απ' όλα μες
στο σπίτι. 
Στολίδια δεν πρόσθεσα, στολίδι
η καρδιά σου που κρυστάλλινη
τώρα έχει γίνει. 
Την ακούω να πάλλεται και
γρήγορα να χτυπάει. 

Μες στους ήχους της βυθίζομαι
όπως βυθίζεται η λόγχη που
αστοχεί στον κορμό του
ευκαλύπτου κι έτσι 
την τελευταία στιγμή
αλαλάζοντας 
ο στρατιώτης σωζεται. 

Είμαι ο στρατιώτης που
πεθυμά την αγαπημένη του
και σφίγγει το φυλακτό της
όταν οι σφαίρες σφυρίζουν
γύρω του. 
Είμαι η αγαπημένη σου που
αποξηραίνει τριαντάφυλλα
και γιασεμιά και στα στέλνει. 
Κι' εσύ το φωταγωγημένο έλατο
με την πιο δυνατή λάμψη
που σήμερα με κέρασε
το δυνατότερο αίσθημα.

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Το μεγάλο μυστικό

Η θάλασσα στα βάθη της
πήρ' έναν ναύτη.... 

Αλιεύσαμε από τη θάλασσα
ένα μεγάλο όστρακο. 
Υπερμεγέθες. 
Δεν εκλεινε μέσα του 
θησαυρούς ή μαργαριτάρια
παρά μονάχα την πίκρα του
ψαρά που ναυάγησε μαζί
με το σκάφος του μπροστά
στο αγριεμένο μάτι του βοριά. 
Δεν απόμεινε τίποτα
μόνο οι στεναγμοί της γυναικός
του και των παιδιών του
το βρισίδι. 
Τον έψαξαν οι αρχές. 
Τον κάλεσε η εκκλησία. 
Τον φώναξαν οι γλάροι. 
Άδικος κόπος, το αίμα του
δεν γύρισε πίσω. 
Χάθηκε. 
Ένα κήτος τον γυρόφερνε 
στην αρχή μα αυτός δεν του
έκανε τη χάρη, του προέταξε
την άρνηση του απλώνοντας 
τον δείκτη επιδεικτικά 
Αιωρήθηκε το σώμα του
μακριά πολύ απ'τα πορτοκαλί
κοράλλια όπου είχε καταλήξει. 
Άνεμος έγινε που στοιβάζει 
τα φύκια στις ακτές. 
Περνάει τώρα από κοντά μας, 
άκουσε το, και μας τρομάζει. 
Περνάει η πίκρα του στα χείλη
μας και μας εξοντώνει. 
Το μεγάλο όστρακο άδειο
σαν τα μάτια του ζωγράφου
στα χέρια μας απόμεινε. 
Δεν αποκαλύψαμε σε κανέναν
το μυστικό μας, το κρύψαμε
καλά. 
Σταλιά σταλιά στραγγίξαμε 
την πίκρα του μέσα μας κι ένα
καντήλι ανάψαμε για το
συγχώριο στο ξωκλήσι 
με τον αγριεμένο Ποσειδώνα. 

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Βαθιά υπόκλιση

Το τρένο θα είχε καθυστέρηση
μιας ώρας. 
Πώς να κάλυπτε αυτό το 
κενό;
Να έπαιζε πασέντζιες, δεν
είχε τράπουλα. 
Να διάβαζε ένα ποίημα της
έλειπε το βιβλίο. 
Να άκουγε μουσική δεν της
βρίσκονταν ακουστικά. 
Σταυρωσε τα χέρια και περίμενε. 
Χνωτισμένα παράθυρα κι
ο κόσμος πολύς. 

Κοίταξε έξω, είχε αρχίζει
να χιονίζει. 
Πετάχτηκε από το βαγόνι
νιώθοντας σαν μικρό παιδί. 
Κανένας επιβάτης δεν την
ακολούθησε. 
Θα έπαιζε χιονοπόλεμο με
την γέρικη λεύκα. 
Έφτιαξε χιονόμπαλες και τις
πέταξε ίσα στα πιο ψηλά κλαδιά
Η λεύκα χαμογέλασε κι έγυρε
τα κλαδιά της σαν σε υπόκλιση. 

Πήγε κοντά της. 
Έτσι γυμνή που την είδε είπε
να της κάνει συντροφιά. 
Δυο ρίζες της εξείχαν και 
ο κορμός της ήταν πληγωμένος
από ασυνάρτητα αρχικά. 
Προσπάθησε να τα εξηγήσει. 
Να βγάλει κάποιο νόημα. 
Κυριαρχούσε ένα κεφάλαιο Μι
και ένα κάπα μικρό. 
Τι να σήμαιναν;
Ίσως Μαργαρίτα και το μικρό
κάπα κορίτσι. 
Μια νεαρή θα είχε περάσει
από εκεί. 
Υποθέσεις... σκέφτηκε. 

Κοίταξε πιο ψηλά ενάμιση μέτρο
από τη γη πάνω στον κορμό
ήταν χαραγμένη μια καρδιά
χωρίς τα γνωστά βέλη. 
Θα ήταν μια καρδιά ανυπότακτη
σκέφτηκε χωρίς μπελάδες
κι εφήμερους έρωτες. 
Ίσως και να αποξεχάστηκαν
και να την άφησαν ημιτελή. 
Ποιος ξέρει;
Το κορίτσι ίσως, λέω, να ήταν
βιαστικό. 

Το τρένο σφύριξε τρεις φορές. 
Έφευγε. 
Έμεινε ακίνητη, δεν την πείραζε
κι αν το έχανε. 
Θα έπαιρνε την επόμενη
αμαξοστοιχία. 
Είχε φιλιώσει τόσο πολύ με
τη λεύκα που δεν μπορούσε
να την παρατήσει μόνη. 
Σκέφτηκε την Μαργαρίτα που
τόσο λίγο την είχε πλησιάσει
και το λυπήθηκε κι άλλο. 
Άξιζε σ' αυτό το γέρικο δέντρο
μια παρεούλα, λίγος χρόνος
παραπάνω μέχρι να μάθει
καλά να υποκλίνεται χωρίς
να σπάει. 

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Αυθαίρετα

Ποιος σου έδωσε το
δικαίωμα να κινείσαι 
ελεύθερα στους δρόμους μου;
Χαμένο χαρτί η αγάπη σου
σε μια τράπουλα ελλιπή
και πώς να ξεκινήσει
το παιχνίδι;
Οι παίχτες μουδιασμένοι
εναποθέτουν την καρδιά τους
πάνω στην πράσινη τσόχα. 
Δεν μιλούν παρά μόνο
ανυπεράσπιστοι 
περιμένουν την τελευταία
αμαξοστοιχία που θα τους
βγάλει στο πουθενά και 
στην απόλυτη συντριβή. 

*
Τίναξες τα χέρια σου. 
Τα ψίχουλα τα προόριζες 
μόνο για τα πουλιά. 
Κι εγώ που τόσο σε πείνασα
έμεινα να σε παρακολουθώ
εκστασιασμένη με τον ένα
μου κοπτήρα σε αδράνεια
και τη ψυχή σε ύπτια θέση. 
Δεν με έβλεπες. 
Δεν με άκουγες ή μήπως
υποκρινόσουν;
Η εξάτμιση της μηχανής
τα έκρυψε στο τέλος όλα. 
Αιθάλη και βουητό. 

*
Οι λέξεις σε ένα ποίημα
είναι το λευκό μπαστούνι
που κρατούν οι τυφλοί. 
Ψηλαφητά τις αγγίζεις. 
Όταν φθάσουν στο φανάρι
θέλουν συνοδηγό και ταίρι
για να περάσουν απέναντι. 
Σταμάτα να αμφιβάλλεις. 
Στο λυσάρι της φυγής
θα βρεις το εκλεπτυσμένο
τους νόημα. 

*
Στην κούκλα της βιτρίνας
έλειπε το αριστερό χέρι. 
Ίσως να το πήρε ο μονόχειρας
που πριν λίγο σερβίριζε 
αψέντι μια υπερφίαλη γυναίκα. 
Όλα λοιπόν εξηγούνται. 
Μόνο πρόσεξε. 
Αυτή η γυναίκα έχει για φλέβες
μαστίγια που πληγώνουν
τους αδύναμους. 
Ο μονόχειρας μοναχά το
φαντάστηκε κι είναι ο μόνος
τελικά που δεν κρεμάστηκε 
από τον ποδόγυρο της. 

*
Είχε για βιβλιοστάτες
αληθινούς αγγέλους. 
Αυτοί της εξηγούσαν τα
ποιήματα και τροφοδοτούσαν
με μύρα την καρδιά. 
Ο πιο μικρός από αυτούς
την είχε ερωτευτεί. 
Δεν της μιλούσε όμως για
ποιήματα ούτε για
αφορμισμένες πληγές
παρά ξεσπούσε σε αναφιλητά
κάθε που την έπιανε
ο οίστρος για να γράψει. 
Έτσι τα γραπτά της τα
ποτισμένα με δάκρυα θα 
έμεναν σαν φάροι αναμμένοι 
εσαεί. 

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Η αποστολή

Είμαι το παιδί για όλα
τα θελήματα. 
Χτες η κυρία Καλή με έστειλε
να αγοράσω άσπρη
κουβαρίστρα και σήμερα
η κυρία Ξένη μου ζήτησε
να της φέρω ένα μαύρο μασούρι
για να περάσει ένα μπάλωμα.
Πάντα αυτά τα δύο χρώματα
με στέλνουν για να φέρω
κι είναι χειμώνας
παρατεταμένος πάνω στη γη
και τρεμουλιάζω. 

Κάτι πρέπει να αλλάξει για
να έρθει η άνοιξη με το
ανοιχτό κοντογούνι στον
κόσμο. 
Σε εμένα έτυχε ο κλήρος
για να της το κεντήσω και
σίγουρα θα χρειαστώ φωτεινά
χρώματα όπως κόκκινο, λιλά,
κίτρινο και ροζ. 
Γιατί τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς
τα πλουμιστά του στολίδια;
Ένας ασπρόμαυρος εφιάλτης
χωρίς τέλος. 

Πρέπει λοιπόν να αναζητήσω
χρώματα και πούλιες για να
ριχτώ στη δουλειά το
κοντογούνι να τελειώσω.
Χρειάζομαι το κόκκινο για να
έρθουν στη γη οι παπαρούνες
και τα ρόδα. 
Το λιλά για να προβάλλουν οι
βιολέτες και οι πασχαλιές. 
Το κίτρινο για να αναδυθούν
οι μαργαρίτες και οι νάρκισσοι.
Και τέλος το ροζ για να
ξεπεταχτούν τα ζουμπούλια
κι οι υπεροπτικές φρέζες. 

Πρέπει να βγω οπωσδήποτε
στις μεγάλες αγορές για να τα
βρω. 
Να πείσω την κυρία Καλή και
την κυρία Ξένη μια χρωματιστή
να διαλέξουν παλέτα.
Κουράζουν οι χειμώνες χωρίς
τη διαδοχή της άνοιξης. 
Κοίτα μαργώσανε τα νύχια 
του αετού και οι σπηλιές
έχουν κλείσει από την επέλαση
των κρυστάλλων. 

Σας χρωστώ την άνοιξη και
θα σας την φέρω φτάνει να
αγαπήσετε τα χρώματα και
να βοηθήσετε να τραβήξουμε
από τον θρόνο τον γέρο χιονιά
που μας κατσικώθηκε για τα
καλά, έτσι που ο ήλιος να
επιστρέψει ξανά στις γειτονιές
και να μας ζεστάνει. 

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Βαθύ τραύμα

Στέκονταν στον λιμενοβραχίονα
αναποφάσιστος και μόνος.
Φορούσε ψάθινο πλατύγυρο
καπέλο, ψαράδικο παντελόνι
και μπλούζα ριγωτή στα
χρώματα της θάλασσας. 
Είχε περάσει μία ώρα από
τότε που αποχαιρέτησε την
αγαπημένη του. 
Θα πήγαινε να εργαστεί σαν
σερβιτόρα στο πολύβουο 
λιμάνι της πρωτεύουσας. 

Στα ρούχα του ακόμα το 
άρωμα της. 
Στο βρεγμένο μαντήλι του
το ζεστό της φιλί. 
Στα μαλλιά του τα δάκτυλα της. 
Σαν να μην σάλπαρε ποτέ. 
Σαν να έστεκε σαν κίονας
ιωνικός στο ναό που ο έρωτας
τους είχε στήσει στο νησιωτικό
λιμανάκι που την είχε αγαπήσει. 

Δεν κίναγε να φύγει. 
Μαγνήτης η στεριά
τον ακινητοποιούσε στη θέση
που της είπε το αντίο. 
Τον πλεύρισε μια ομάδα γλάρων
με κρωγμούς πολλούς κι
άτσαλα βήματα πάνω στα
πλακάκια. 
Σχεδόν δεν τους είδε, το
βλέμμα του είχε χαθεί στον
ορίζοντα που την είχε πάρει
μακριά του. 
Ένας λιμενεργάτης του ζήτησε
φωτιά, τον κοίταξε αδιάφορα.
Ποτέ δεν κάπνισε. 
Θέλησε να του πιάσει κουβέντα
μα αυτός την φαντασιωνόταν
κοντά του, τρίτος δεν χωρούσε
εκεί.

Τα μεγάφωνα τον έφεραν πίσω
στην πραγματικότητα. 
Το πλοίο είχε προσκρούσει 
σε ξέρα κι είχε βυθιστεί 
αύτανδρο. 
Η αγάπη δεν απαντούσε στα
τηλεφωνήματα. 
Οι γλάροι είχαν φύγει. 
Ο λιμενεργάτης είχε πιάσει
βάρδια. 
Το φιλί, το χάδι και το άρωμα
της ήταν εκεί. 

Έτρεξε στο ναό του έρωτα τους. 
Τα κεριά είχαν λυγίσει
από την ζέστη, οι τοίχοι είχαν
μαυρίσει κι εκείνος ο κίονας
που της έμοιαζε είχε
καταρρεύσει. 
Έκλαψε πόνο μεγάλο. 
Κατόπιν η μεγάλη απόφαση. 
Ένα πλατύγυρο καπέλο επέπλεε
δίπλα στη βάρκα "ελπίς" ενώ
από μακριά ακουγόταν σαν
θρήνος η μηχανή ενός
ρυμουλκού.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Ο φυγάς

Σε μια άγνωστη χώρα εγώ ζω. 
Πολλούς έχω φίλους
έμπιστους κι ενεργούς.
Καθημερινά δίνονται στη μάχη.
Αυτοί συντηρούν τις πηγές, 
την πυρά και τον φλοίσβο
των κυμάτων καθώς σκάνε
στις ακτές, στοιχεία απαραίτητα
για να ζω. 
Παράπονο δεν έχω. 
Γιορτές διοργανώνουν για
χατίρι μου συχνά. 
Πολλά τα σφαχτά, ερυθρός
ο οίνος και καλοψημένοι 
οι άρτοι, τίποτα δεν λείπει. 

Δες με γλεντάω. 
Φέρνω στα χείλη το ποτήρι.
Μόνο που λαβώνομαι. 
Ξυράφι το χείλος του ποτηριού
μου ματώνει τα χείλια.
Σκουπίζω το αίμα στο 
μανίκι και βάφεται η δεξιά
μου παρειά. 

Καθαρή η αριστερή πάντα
παραμένει. 
Ίσως τα λόγια της μητέρας
να χαράχτηκαν βαθιά. 
"Ποτέ μην κοιμάσαι από την
πλευρά της καρδιάς άφησε
την ελεύθερη να αναπνέει."
Το εφάρμοσα στη ζωή μου
πιστά έως τώρα για καθετί. 

Μα αυτό το ποτήρι επικίνδυνο
μπορεί να γίνει. 
Το αίμα πολύ με εμποδίζει
το κρασί μου να πιω. 
Οι φίλοι τρέχουν και με
βοηθούν. 
Μουσκεύονται τα ρούχα τους
με το αίμα μου. 
Πετούν το ποτήρι μακριά
και μου φέρνουν καινούργιο.
Πίνω ευχαριστημένη στην
υγειά τους και ξαλαφρωμένη
από ενοχές.  

Οι φίλοι μου χαμογελούν 
και ξύπνιοι ονειρεύονται.
Παρακολουθώ τα όνειρα τους
που έχουν πάντα κόκκινο χρώμα
και μιλούν για την αγάπη. 
Είναι παιδιά οι φίλοι μου.
Μεγάλα παιδιά που στο
μεθύσι του έρωτα
παραδίδονται. 
Χωρίς τους δεν υπάρχω
κι η άγνωστη χώρα φυλακή
γίνεται σαν αυτή που έκλεισες
το αηδόνι μέσα κι άπενθος
περιφέρεσαι προσπαθώντας 
τα σύνορα να περάσεις. 
Φυγάς πάντα. 

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Η χαμένη άνοιξη

Είχα το πιο καθαρό βλέμμα
κι ήρθες εσύ με τα 
κακόφημα που σε κατοικούν
τοπία και μου το σκοτείνιασες.
Τώρα γύρω μου σκιές βαριές
σαν κουρτίνες βελούδινες
του Γενάρη περιορίζουν
την όραση μου σε μια μικρή
ακτίνα. 

Κάνω να τις τραβήξω μα δεν
τα καταφέρνω, άσε που πίσω
σε αυτές καιροφυλακτεί
ένα τεράστιο αγκάθι
νύχι του διαβόλου, που
απειλεί να μου αδειάσει 
τα μάτια και με χυμένα μάτια
πως θα περπατώ στους
δρόμους που σήμανση δεν 
έχουν καμιά. 

Μένω να ζω στις σκιές κι είναι
χειμώνας και κρυώνω. 
Όσο και να το πεις η λάμψη των
ματιών μου με ζέσταινε κι
ήταν το μόνο που είχα
θερμαντικό μέσο. 
Χάθηκε κι αυτό μαζί με τους
δρόμους που με πήγαιναν ίσα
στην άνοιξη γιατί σ' αυτούς
τους ολάνθιστους δρόμους 
η μοίρα με έταξε να ζω
παιδιόθεν. 

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Ολιγωρία

Όταν σε σκέφτομαι
μου δίνονται απλόχερα
όλες οι κακόηχες λέξεις
όπως: τουτέστιν, μετόπισθεν τοιουτοτρόπως κι άλλες
πολλές. 
Πανταχού παρούσα η εκδημία
της αγάπης κι ανύπαρκτη 
η φτερωσιά του σ' αγαπώ 
η του σε θέλω. 
Φαίνεται πως ολιγωρίσαμε
κοιτάζοντας τ' αστέρια, 
τα συσσίτια στους δρόμους
ή ένα μεγαλοπρεπές
ηλιοβασίλεμα κι υπονομεύσαμε
το πάθος που πριν έκαιγε
τα κορμιά μας, πυροστιά 
κι αίμα. ένα κουβάρι

Οι δυο κόσμοι

Είμαστε δυο ποταμοί
που διαρρέουν την ίδια
πεδιάδα. 
Ξεχωριστές κοίτες, 
ξεχωριστές όχθες, 
ρους αλλιώτικος και 
ονόματα διαφορετικά. 
Ο ένας ο δικός σου
τραβάει προς τα βόρεια
κι ο άλλος ο δικός μου
τραβάει προς το νοτιά. 

Εσύ γοργός κι αφηνιασμένος
χύνεσαι σε ψυχρά πελάγη
και στο διάβα σου ποτίζεις
οπωρώνες. 
Εγώ πιο αργή σχεδόν καρτερική
εκβάλλω σε θερμές θάλασσες
και ποτίζω χρυσούς
σιτοβολώνες. 

Έρχονται τα παιδιά στους
οπωρώνες σου, με μανία
τα διώχνεις και τα απειλείς 
ότι θα τα πνίξεις. 
Έρχονται γυναίκες σε εμένα
με μακριές μαντήλες και
τσόχινα σανδάλια και να
θερίσουν τις αφήνω αφού
πρώτα τις δροσίσω και
γλυκόλογα τους πω. 

Εσύ ο απαγορευμένος καρπός
που κανείς δεν δοκίμασε. 
Εγώ το κεχριμπαρένιο σιτάρι
που μια ολόκληρη χώρα 
μπορεί να θρέψει. 

Οι κοίτες μας δεν θα σμίξουν
ποτέ και διαφορετικοί
θα μείνουμε σε όλα. 
Εσύ ο ασίγαστος γίγαντας
που δέντρα παρασέρνει 
και χάσματα δημιουργεί. 
Εγώ η θηλυκή δύναμη
που φιλιώνει με τη φύση
και μοσχοβολά ρείκι
κι άγρια μέντα. 

Διώχνεις τα πουλιά και
σε εμένα έρχονται, βλαστιμάς
τα βατράχια και σε εμένα
καταφτάνουν να παίξουν με
τους γυρίνους και στα καλάμια
μου να χωθούν. 
Η ζωή εμένα περιζώνει 
και τραγούδια μου
ψιθυρίζει εωθινά κι εσένα 
ένας καταχθόνιος θεός σε
ορίζει κι ένας θάνατος
βασανιστικός σε ακουμπά. 

*
Εγώ είμαι που τραβώ
από τα μαλλιά την κάθε Σύλβια
όταν στέκεται μπροστά
στο γκάζι.

*
Ξεχιόνισες το σώμα μου κάποτε
κι αυτό σου το χρωστάω
Τώρα κρατάω τόσες στοίβες
χιονιού πάνω μου που και χίλια
χέρια να "χες δεν θα έφταναν. 

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Μάτια λεπίδια

Από τα χαρακτηριστικά
του προσώπου σου
πάνω από όλα το κοχύλι
του αυτιού σου αγάπησα
πιο πολύ. 
Ζαλιζόμουν στις στροφές του. 
Ανέπνεα στην επιφάνεια του. 
Ξεκλείδωνα την καρδιά μου
καθώς περνούσα μέσα 
από τις σήραγγες του. 
Ένας γύρος του θανάτου 
να με καλεί σαν μαγνήτης
κοντά του κι εγώ να αφήνομαι
στους διαδρόμους του
ακέραιη χωρίς άλλη σκέψη. 

Και τι δεν έβρισκα εκεί. 
Όλα πολύτιμα κι όλα αληθινά. 
Το ακριβό φιλί μου. 
Οι εξομολογήσεις μου κάτω
από το φεγγαρόφωτο. 
Τα λόγια της καρδιάς προτού
σπάσει. 
Οι αλγόριθμοι της ηδονής
που δονούσαν σαν τάση υψηλή
το σώμα. 
Τα πρόσεχα, τα περιποιόμουν, 
τα δρόσιζα με αθάνατο
νερό και παραφύλαγα νύχτα  
και μέρα ξάγρυπνη κανείς 
να μην τα πλησιάσει. 

Πολλά μαργαριτάρια 
το κοχύλι του αυτιού σου
έθρεψε εντός του και 
μου τα χάρισε για να φτιάξω 
το πιο βαρύτιμο κολιέ. 
Μακρύ κολιέ να το περνάω
διπλό στον λαιμό μου κι
εσύ να με θαυμάζεις και
να με αγαπάς κι εσύ να μου
δίνεσαι και να με προσκυνάς. 
Ιερή εικόνα γινόμουν
και πρωινός όρθρος. 

Από όταν έφυγες τις
σειρές τα μαργαριτάρια
στην κοσμηματοθήκη τα
έκλεισα κανείς ξανά να μην 
τα αγγίξει. 
Μάτια λεπίδια του φθόνου
να μην τα μολύνουν κι
αρρωστήσουν. 
Ξέχασαν την ζέστη του κορμιού
μου κι αποκαθηλωμένα
περιμένουν μια απειροελάχιστη
κίνηση σου για να εισέλθουν
στο φως κι από τα κύτταρα μου
να λάμψουν σαν πασχαλινές
εκκλησίες. 


Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Γυμνό σώμα

Φόρεσε το βαρύ της άρωμα 
και βγήκε στον κήπο. 
Είχε φτάσει η ώρα που
για καιρό περίμενε. 
Στάθηκε μπροστά στο
άγαλμα της ματαιοδοξίας
και της αυταρέσκειας. 
Μια μικρή Αφροδίτη 
με μακρύ χιτώνα, μέση
δαχτυλίδι και αλαζονικό
χαμόγελο. 

Έβαλε μπροστά τη μηχανή, 
το σιδεροπρίονο του πατέρα
και αποκεφάλισε το άγαλμα. 
Πήρε το κεφάλι, το τύλιξε
με μια εφημερίδα και
το άφησε να κλαίει κάτω
από τη γερασμένη κυδωνιά. 

Ύστερα κι αφού πέρασε
την τεχνική λίμνη
έφτασε στο παρτέρι 
με τους ανθισμένους νάρκισσους.
Προσεκτικά έκοψε τα άνθη
να στολίσει το ανθογυάλι 
και ρίχτηκε στο έργο της. 
Ξερίζωσε τα λουλούδια, 
έβγαλε τους βολβούς και
τους πέταξε στο βαθύ πηγάδι
στο κέντρο του κήπου.
Τώρα κλεισμένοι εκεί χωρίς
το μεθύσι του ήλιου
δεν θα μπορούσαν 
να ξανανθίσουν.

Σκούπισε τα χέρια της
από το χώμα και μπήκε 
στο σπίτι απελευθερωμένη
και λυτρωμένη από το 
αγκάθι του εγωισμού. 
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. 
Μια βαθιά ρυτίδα έτεμνε 
το μέτωπο της.
Αδιαφόρησε. 
Έστρωσε τα μαλλιά της
κι έπαιξε δυο τρεις νότες
στο πιάνο.
Περίμενε τον ήχο του
κουδουνιού. 

Ήρθε κι όλα τώρα ήταν
αλλιώς. 
Ο έρωτας δεν ήταν φυγάς
για να γυροφέρνει το αυθάδικο 
σώμα της λήθης.
Με γυμνό το σώμα 
έδωσε όρκους παντοτινούς
που μια άλλη εποχή
είχε αθετήσει και εξιλεωμένη 
έριξε μια ματιά από το
παράθυρο στην αλλαγμένη
όψη του κήπου. 
Δίπλα τα λουστρίνια της
γυάλιζαν σαν τους λαμπρούς
αστερισμούς ενός μακρινού
Αυγούστου έλειπε μόνο 
το μεταξωτό φόρεμα
με τα στρας. 

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Εμπόλεμη περιοχή

 Κράτησα το κερί του έρωτα
μας αναμμένο. 
Τι κι αν πέρασα πολλάκις
μέσα από σούδες στενές
που τις έδερναν κρύα
ρεύματα και οι άπληστοι
αέρηδες της λήθης τις
διαπερνούσαν. 
Νικητές βγήκαμε με τα 
ακριβά τρόπαια στα χέρια 
που η μνήμη μας εφοδίασε. 
σαν ανταμοιβή για τον δρόμο. 

Έγκαιρα είδα το αχόρταγο
μάτι του βοριά να μας
επιβουλεύεται. 
Τη χούφτα μου φωλιά
του έρωτα απάνεμη 
την έκανα η φλόγα της 
αγάπης μας να μην θεριστεί.

Με θέρμαινε η φλόγα
κυλούσε το αίμα γοργά
το κύτταρο της έμπνευσης
ολοζώντανο κυκλοφορούσε
και με κέρναγε στίχους
λαξευτούς. 
Τους απήγγελα δυνατά, 
φτάναν στις θάλασσες, 
στα κύματα, στη χώρα σου
κατέληγαν. 

Κράτησα τη φλόγα άσβεστη. 
Δεν ήταν λίγες οι φορές
που εγκαύματα με απειλούσαν. 
Πονούσα, αγωνιούσα,
προκλήσεις δεχόμουν
μα δεν λύγιζα. 
Αρωγός η μνημοσύνη 
μου παραστέκονταν. 
Με γάζες ποτισμένες
στην αιθάλη έρχονταν
τις πληγές μου να γιάνει. 

Αθάνατο νερό έφερνε μαζί της, 
έπινα και σε γευόμουν, 
δροσιζόμουν και σε ζητούσα. 
Σε καλούσαν οι ώρες μου
κι ερχόσουν καβαλάρης
με εκείνα τα σκούρα 
αμπέχονα να με σκεπάσεις,
αιμάτινο φιλί να μου δώσεις. 

Ξεπέρασα όλους τους φόβους
και τώρα που έφτασα
στους όρμους σου με
τα σπαθιά των Αχαιών
θα σε κουρσέψω και τα
τρόπαια που κέρδισα 
στις άνισες μάχες
να καταθέσω μπροστά 
στο μνημείο της καρδιάς σου. 

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Ο μουσουργός

Ο νεαρός Πέτρος είναι
μουσουργός με ταλέντο
μεγάλο. 
Σήμερα είναι επικεφαλής
της μπάντας του δήμου. 
Από μικρός είχε μια έφεση
στη μουσική. 
Η δασκάλα του τόνιζε στους
κηδεμόνες το χάρισμα του. 
Στην ανάγνωση ο μικρός Πέτρος
κυμάτιζε τη φωνή του με χάρη
έτσι ώστε να βγαίνει μελωδική
προς τα έξω σαν κελάηδημα
αηδονιών. 

Η τάξη έμενε με ορθάνοιχτο
στόμα όταν διάβαζε ή όταν
έστω μιλούσε. 
Το ίδιο και στα μαθηματικά. 
Η προπαίδεια στα χείλη του
μεταμορφώνονταν 
σε πρελούδιο, σε σονέτο 
σε αντάτζιο. 
Η μάνα του καμάρωνε
Η γιαγιά του έκανε όλα τα
χατίρια. 
Μα πάνω από όλους τον
θαύμαζε η Θάλεια η χήρα
του Αντώνη από τον πέρα
μαχαλά. 

Τον χειροκροτούσε με κάθε
ευκαιρία και μαζί με το
χειροκρότημα σείονταν το
κορμί της, τα βραχιόλια της
και τα περιδέραια. 
Φθονούσαν γύρω και μουρμούριζαν. 
Άπληστα κρυφοκοίταζαν
από την ανοιχτή κλειδαρότρυπα
του εκκωφαντικού μη. 

Ο Πέτρος αγαπούσε την Θάλεια
κι όπως της ομολογούσε
ήταν αυτή που τον απογείωνε 
κι έπαιζε τόσο καλά.
Η Θάλεια τύγχανε άτεκνη. 
Στην αρχή τον έβλεπε σαν 
παιδί της. 
Στη συνέχεια οι καρδιές
τους αποστάτησαν. 
Πρώτη του μικρού Πέτρου
κι ύστερα της όμορφης Θάλειας. 
Ο Πέτρος θαυματουργούσε
κι η μουσική του σκέπαζε 
το σούσουρο και την
κακεντρέχεια  της μικρής
πολίχνης. 

Μουσουργός μέγιστος ο Πέτρος
μα σήμερα παράλυσαν τα χέρια
του, σκίασε η ζωή του. 
Μετά την εξόδιο ακολουθία
η μπάντα συνόδεψε τη χήρα
στο κοιμητήριο. 
Ο Πέτρος μετέωρος
παρακολουθούσε, δεν έπαιζε.
Είχε χάσει τη μούσα του, τον
παλμό και τους ήλιους του. 
Στα τρία χρόνια έπαιξε ξανά. 
Η μουσική του όμως πλέον
χρωματίστηκε από νότες
μαβιές κι αυστηρές. 

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Μετά από χρόνια

Τράβηξα την κουρτίνα. 
Ήσουν εκεί στον περίβολο
του κήπου μου πριν χαράξει
ακόμα η ανατολή και σφύριζες
το αγαπημένο μας κομμάτι. 
Το βλέμμα μου σε διέσχισε, 
με πρόσεξες με εκείνα
τα σκούρα μάτια όλο υπόσχεση
έρωτα. 

Ήσουν ανεβασμένος στη σέλα
του ποδηλάτου με μια κιθάρα
στα χέρια σου να τρέμει από
λαχτάρα και πόθο.
Κατέβηκες κι ακούμπησες
το ποδήλατο στον κορμό
της ακακίας χωρίς να στρέψεις
αλλού το βλέμμα. 

Είχες έρθει μετά από πολλά
χρόνια ξενιτιάς κι εγώ ωσάν
περίλυπη αγάπη σε περίμενα
χωρίς πώς και γιατί. 
Απλά είχα μαντέψει τον ερχομό
σου κι είχα καλά αφουγκραστεί
το τρίξιμο των φθινοπωρινών
δέντρων καθώς αποχωρίζονται
τη φυλλωσιά τους. 

Φύλλο κι εσύ τρεμάμενο στα
ημικύκλια του βοριά με τα
κλαδιά σου ματισμένα από
την φαλτσέτα του χρόνου.
Κάποιο μακρινό φθινόπωρο
σε είχα συναντήσει στο μικρό
καφέ μιας μεγάλης λεωφόρου. 

Και τώρα να'σου πάλι εδώ
στο σπίτι με τα πεθαμένα
αγάλματα και τις γλυσίνες
να το περισφίγγουν. 
Το καφέ έκλεισε. 
Το σπίτι μου όμως είναι ανοιχτό
με τα πορτοπαράθυρα του
να χαιρετάνε την ανατολή. 

Το σκυλί μου δες χοροπηδάει.
Σε αναγνώρισε σε αντίθεση 
με την γάτα μου που κοιμάται
αμέριμνη. 
Μην την ξυπνήσεις, βλέπει
ξανά εκείνη την ερωτική μας
σκηνή πλάι στο παγκάκι. 
Το σκυλί μου κι εγώ θα
σε υποδεχτούμε εδώ να φανείς
να σου χτενίσουμε τις γκρίζες
σου τούφες. 

Εγώ δεν γκριζάρισα, διατήρησα
το καστανό μου χρώμα
μονάχα λίγο η καρδιά μου
πήρε να φορά το λευκό
της απουσίας σου. 
Πέτα την φαλτσέτα στη 
φωτιά της λήθης και πάρε
λίγο κόκκινο από τις φλόγες
την καρδιά μου που πάγωσε 
να ξεγερέψεις. 

(Χτες κάποια παιδιά πετούσαν
εδώ χαρταετό και σου έστειλα
μήνυμα με τον πράσινο σπάγκο
αν το έλαβες...έλα...ξανοίχτηκες
πολύ και δεν σε βλέπω.) 

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Το πνεύμα της λίμνης

Υφάρπαξα σταγόνες
από τα δάκρυα σου 
κι έφτιαξα διαμαντόπετρα
Έλαμπε σαν το βλέμμα
των ποιητών όταν
μετά από αγώνα 
συλλαμβάνουν το άτι 
της έμπνευσης και
το ζεύουν στο άρμα τους. 

Ύστερα παραφύλαξα 
να κοιμηθείς κι έκοψα
μια χρυσή μπούκλα 
απ' τα μαλλιά σου την
ταίριαξα στην πέτρα 
κι έφτιαξα δακτυλίδι 
ολόχρυσο σαν τα στάχυα
του Βαν Γκογκ δίπλα
στις γυναίκες με τα 
κοφτερά δρεπάνια. 

Στο φόρεσα στον αντίχειρα
έκπληκτη χαμογέλασες. 
Αχ πως σου ταίριαξε! 
Αχ πως σου πήγαινε! 
Σου είπα ότι είναι από
τα χέρια μου καμωμένο
και στο χαρίζω. 
Πήρες και το έριξες
στην λίμνη θυμωμένη. 
Δεν διαπραγματευόσουν 
την ανεξαρτησία σου ούτε
εξαγοραζόσουν
μου φώναξες. 

Φουρτούνιασαν τα νερά
και το έβγαλαν στην όχθη.
Απελπισμένος το μάζεψα. 
Το καθάρισα από τις λειχήνες
και τις λάσπες. 
Ήρθες κοντά μου. 
Δεν ήταν πως με αγάπησες.
Ήταν πως ζήλεψες τη λάμψη του. 
Συνεπαρμένη το πέρασες
στο δάκτυλο σου κι έλαμψαν
όλες οι καλαμιές και 
τα νούφαρα. 

Έφυγες τρέχοντας. 
Από τα βάθη της λίμνης
ήρθε μια φωνή. 
"Οι μαγιοπούλες δεν θέλουν
για δώρο μόνο δακτυλίδι, 
έρωτα θέλουν κι όρκους
αγάπης αιώνιους."

Έτρεξα και σε βρήκα κάτω
από μια συκαμιά να κλαις
απαρηγόρητα. 
Έβγαλα το δακτυλίδι και σε
αγκάλιασα. 
Καυτό σου έδωσα φιλί κι
υπόσχεση αγάπης παντοτινής. 

Φεύγοντας πέταξα το δακτυλίδι
στα νερά, να τρέφεται
το πνεύμα της λίμνης
από τη σάρκα του έρωτα μας
κι από τα δάκρυα σου να ξεδιψά.
Μου έφτανε ο έρωτας σου
και τα γυμνά σου δάκτυλα
γύρω από τον λαιμό μου
σφιχτά δεμένα
σαν κρεμάλα. 

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Τα δάκτυλα του ερέβους

             .                 Στον Άκη

Διψάσαμε για λίγο σκοτάδι.
Εμάς τον χρόνο μας εδώ
τον διέπει ένας απαστράπτων
ήλιος. 
Δεν βρίσκουμε τρόπο
να κλείσουμε τα βιβλία
με τα παμπάλαια μυστικά
και να πέσουμε πάνω στο 
χώμα να κοιμηθούμε ύπνο
υγιή. 

Όλα σημαδεμένα από το φως.
Κιτρίνισαν οι σελίδες μας, 
τα χέρια μας γέμισαν πανάδες
και τα μαλλιά μας ξεστάχιασαν
από την αλμύρα και τις αχτίδες. 
Τα χωράφια γύρω μας είναι
σπαρμένα μόνο με ηλιοτρόπια.
Τόσο πολύ κίτρινο πονάει.
Πουθενά δέντρα να κυλήσει
ο ποταμός και το ρυάκι, να
ξαποστάσει ο κισσός που
έρπει κλαίγοντας για χρόνια. 

Ποθήσαμε το σκοτάδι του πηγαδιού. 
Κάναμε προσευχές, τάματα,
δεήσεις και στείλαμε τα αγόρια
μας στο άγιο βήμα να πάρουν 
τα ευαγγέλια και τα ιερά σκεύη
μήπως και εξαφανίσουμε
αυτό το ωχρό πρόσωπο
του ταχυδρόμου που περιέπεσε
στο σφάλμα της κλοπής. 
Δεν τα καταφέραμε, ασφυκτιούσαμε. 

Ψιχάλισαν τα μάτια μας
ερωτικές λέξεις που ο νους
δεν τις συγκρατεί να έρθει 
η νύχτα να τις διαβάσει. 
Ήταν η τελευταία μας ελπίδα.
Στα μανουάλια μας δεν βάζαμε
πια κεριά παρά μονάχα
τα δάκτυλα του ερέβους.
Σκοτείνιαζε λίγο και μας
άρεσε, χαμογελούσαμε.

Αρχίζαμε να καταλαβαίνουμε
τα άλεκτα γράμματα που
δεν μας παραδόθηκαν ποτέ.
Ευχαριστημένοι υποδεχτήκαμε
την πρώτη νύχτα της ζωής μας
κι ήταν νύχτα γάμου
σαν αυτή των παππούδων μας
με τις χοντρές προκαδούρες
Αποκοιμηθήκαμε κάτω από
τον ήχο και νιώσαμε 
ζωντανοί μετά από καιρό, 
ζωντανοί και επηρμένοι. 
από τα σκουρόχρωμα μας
πέπλα. 

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Τέσσερις γενιές

Τέσσερις γενιές ασπάστηκαν
τα ακρόνυχα της ιερής τρέλας. 
Πρώτη ξεκίνησε η προγιαγιά 
η ξακουστή Θάλεια. 
Μια αντρογυναίκα που έμπαινε
στο αλώνι μπροστά από τα
άλογα και δεν λιγοψυχούσε.
Αυτή αγαπούσε παθολογικά 
τις παπαρούνες. 
Μάζευε κάθε άνοιξη
ασταμάτητα παπαρουνόσπορους
μέσα σε τσίγκινα κουτιά
με ξεφτισμένη επίστρωση. 
Απ' αυτούς που συνέλεγε
άλλους τους έσπερνε σε
βραγιές, με άλλους
νοστίμιζε τις σούπες κι ο,τι
περίσσευε τους έστριβε μαζί 
με καπνό και τους κάπνιζε. 
Μια συνήθεια που κράτησε
ευλαβικά ως τα βαθιά γεράματα.
Η Θάλεια έφυγε στα εκατό .
της συνοδευόμενη από
στεφάνια με παπαρούνες. 

Δεύτερη η κόρη της η Ευτέρπη
αγαπούσε παθολογικά
τους αγγέλους και τα αρσενικά.
Αρσενικό δεν της ξέφευγε
δείχνοντας μεγαλύτερη 
προτίμηση στους αμούστακους
άνδρες. 
Οι γυναίκες την έβλεπαν 
κι έστριβαν φτύνοντας τους
κόρφους τους. 
Επιπλέον οι άγγελοι την είχαν
σημαδέψει. 
Νόμιζε ότι είχε φτερά. 
Μια μέρα μάλιστα πήγε και
πέταξε από τον τρίτο όροφο,
ήταν και δεν ήταν εξήντα
χρόνων. 

Η τρίτη στη σειρά η Αντιγόνη
αγαπούσε παθολογικά 
τα μαντήλια. 
Όλα τα συρτάρια του σπιτιού
ήταν γεμάτα από αυτά. 
Τα δίπλωνε με τάξη στα
τέσσερα στα οκτώ στα δεκάξι
κατά πως έλεγε ο ποιητής 
και τα αρωμάτιζε με άνθη
λεβάντας. 
Το καθένα από αυτά το φορούσε
μόνο μια φορά κι ύστερα
το κολλάριζε και το
τακτοποιούσε δίπλα στα άλλα.
Μια μέρα την βρήκανε
στην κάμαρα της να αιωρείται.
Οι κόμποι διπλοί και την κράτησαν ψηλά.
Είχε διαλέξει τρία ολομέταξα
μαντήλια για να κλείσει μέσα
τους τα τριάντα της χρόνια. 

Ο τέταρτος στη σειρά  
ο Μιχάλης αγαπούσε
παθολογικά τα πουλιά 
κι ιδιαίτερα τα περιστέρια.
Έβγαινε στις πλατείες είτε
ήταν μέρα είτε ήταν νύχτα
και τα τάιζε. 
Αυτά τον ήξεραν και κάθονταν
στα χέρια και στους ώμους του.
Περιστρέφονταν γελώντας
δυνατά και γύριζαν κι αυτά 
μαζί του. 
Αυτός σεβάστηκε την αρρώστια
του, γάμο δεν έκανε και ποτέ
δεν πήγε με γυναίκα. 
Έζησε σαν την προγιαγιά
του πολύ και θάφτηκε κάτω 
από ένα πλάτανο που
φιλοξενούσε κιρκινέζια 
και κοκκινολαίμηδες 
Ήταν η τελευταία του επιθυμία
και το χωριό την σεβάστηκε. 

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Γαμήλιος στολισμός

Με μια γλάστρα βασιλικό
σε μια χάρτινη σακούλα
βάδιζε στη λεωφόρο. 
Πολλά τα αυτοκίνητα και
πεζοδρόμια δεν υπήρχαν.
Κινδύνευε ανά πάσα στιγμή
να παρασυρθεί.
Το μικρό φυτό την
παρηγορούσε. 
Δεν της έφτανε όμως
Έπρεπε να τον βρει. 
Έπρεπε να θυμηθεί
τον αριθμό του και να τον
καλέσει να έρθει να την
μαζέψει. 
Είχαν χαθεί. 

Αυτός είχε μείνει πίσω
θαυμάζοντας στο φυτώριο
δυο γλάστρες με κοράλλια. 
Ο ιδιοκτήτης τα πωλούσε
σε εξωφρενικά μεγάλη τιμή
ακατέβατη όπως διατείνονταν.
Αγόρασε τη μία κι άρχισε
να τη καμαρώνει και να τη
χαζεύει. 
Πάνω εκεί είχαν χαθεί. 
Έπρεπε να αγοράσει τσιγάρα
αυτή κι έφυγε. 
Πού να βρεις περίπτερο
σε μια τεράστια λεωφόρο;
Πήγε μακριά. 

Βάδισε πολύ, φοβήθηκε αρκετά.
Η συνοικία ήταν κακόφημη.
Ζήτησε βοήθεια μα
αδιαφόρησαν όλοι. 
Τουλάχιστον να της πουν τον
αριθμό του. 
Δεν ήξεραν. 
Δεν ήθελαν. 
Δεν την πίστεψαν. 
Στο τέλος εκεί που είχε
απογοητευθεί ένας νεαρός
με έναν παπαγάλο στον ώμο
την βοήθησε. 
Ήταν ο μόνος που γνώριζε
τον αριθμό. 

Βρέθηκαν τελικά έξω από ένα
σουβλατζίδικο από αυτά
του δρόμου τα βρώμικα. 
Το αμάξι ήταν παραφορτωμένο
με γλάστρες. 
Που να βρήκε τόσα χρήματα;
Αναρωτήθηκε. 
Δεν είπε τίποτα. 
Ακούμπησε τον βασιλικό
στα πόδια της. 

Η συνοικία σαν μυτερό μαχαίρι
τους επιτέθηκε. 
Δεν τους άφησε να χαρούν
τις αγορές τους. 
Τους άρπαξε τις γλάστρες 
με βία, παραδόξως δεν τους
πείραξε τον βασιλικό. 
Αύριο στον γάμο τους θα ήταν
το μοναδικό τους στολίδι. 
Ο βασιλικός άλλωστε στα
όνειρα προμηνύει γάμο. 

Ο πειρατής και το ταξίδι

Σε θάλασσες αφιλόξενες
ταξιδεύεις και σε πελάγη
ανοιχτά με τα κύματα μάχαισαι. 
Τα πέλματα σου τα έχει
σκάψει η αλμύρα και τα
χέρια είναι χρόνια που έχουν
ξεχάσει την προσευχή κι
εκείνα τα γράμματα που
στους θάμνους έκρυψες. 

Επιδρομές κάνεις στα νησιά, 
στα λιμάνια και σε κείνες
τις άγονες ξέρες. 
Στα αμπάρια σου πολλά τα
λάφυρα:
Χρυσές λίρες και περιδέραια.
Ατόφιο ασήμι, πετράδια
σπάνια και ράβδοι χρυσού. 
Θα μπορούσες να οικοδομήσεις
δυο πόλεις ολάκερες με τα
καμπαναριά τους, τα χαμόσπιτα,
τα επιβλητικά μέγαρα και τα
μουσεία με τα δακρυσμένα
αγάλματα. 

Δεν το έκανες. 
Δεν το θέλησες. 
Σαν σάπιο κρέας μισούσες
την όποια ιδιοκτησία. 
Σπίτι δικό σου δεν απέκτησες
ποτέ, μόνο τις θαλασσοσπηλιές
πάντα ονειρευόσουν. 

Στην τελευταία μας συνάντηση
εκτός από τα λάφυρα που μου
έφερες, έκοψες και μου 
έδωσες την πειρατική σου
πλεξίδα και την καλύπτρα 
του άδειου ματιού σου.
Ανεξήγητη κίνηση, την
αποδέχτηκα και δεν είπα
τίποτα. 

Θα τα φορέσω και θα ρθω
κοντά σου το ταχύτερο. 
Η είδηση του θανάτου σου
με συνέτριψε. 
Το άγιο σώμα σου να βρω και
στην πόλη που της γύρισες
την πλάτη να το ενταφιάσω
με τιμές πολλές. 

Την πλεξίδα και την καλύπτρα
θα βάλω και θα ρθω. 
Τώρα εξηγώ την κίνηση σου,
παρτίδες είχες με το θάνατο
χρόνια τώρα. 
Ξέρω που σύχναζες κι αν
μπερδευτώ θα ρωτήσω 
τα κορίτσια που κοιμήθηκες.
Μεγαλοπρεπές μνήμα θα σου
στήσω στο ακριβότερο
κοιμητήριο. 
Τόσα λάφυρα τι να τα κανω;
Μαζί θα παραχώσω και τα
θυμητάρια σου, δεν ωφελεί
εδώ να τα κρατήσω. 
Μου έδωσαν το ταξίδι κι αυτό
μου φτάνει μου δήλωσαν το
θάνατο σου κι αυτό με πονεί. 

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Τα προσωνύμια του Φάνη

Ο Φάνης ήταν γνωστός
στη γειτονιά σαν συνοδός
μεγάλων κυριών. 
Για την Μάνια όμως ήταν
ο μεγάλος της έρωτας. 
Θυμάται που παιδιά ακόμα
την έπαιρνε στην πίσω σέλα
του μπλέ ποδηλάτου και
την πήγαινε βόλτα στα σφαγεία
κι άλλοτε πάλι στην ακρογιάλια
με τα μπλε αρμυρίκια. 

Ο Φάνης ορφάνεψε από μητέρα
όταν ήταν έντεκα ετών. 
Ο πατέρας τον εγκατέλειψε,
γιαγιά δεν υπήρχε κι έτσι
ο Φάνης μεγάλωσε σε ίδρυμα
κι έγινε με την βούλα ο Φάνης 
ο ορφανός καθώς και ο Φάνης
του ορφανοτροφείου. 

Ο Φάνης δεν ξεπέρασε τον
χαμό της όμορφης μητέρας 
του κι όταν βγήκε από το ίδρυμα
νομοτελειακά έγινε συνοδός
μεγάλων κυριών, δεν είχε
σκουριάσει βλέπεις μέσα του 
η μνήμη της. 

Η Μάνια ωστόσο τον αγαπούσε. 
Ένα βράδυ τον κάλεσε σπίτι της.
Την επόμενη ο Φάνης της έδωσε
δακτυλίδι αρραβώνα. 
Δεν πρόλαβαν να παντρευτούν.
Ο Φάνης βρέθηκε σφαγμένος
στην είσοδο της πολυκατοικίας. 

Μια ώριμη γυναίκα η κυρία
Αλίκη ανέλαβε την ευθύνη. 
Στην απολογία της ισχυρίστηκε
πως της είχε φάει δυο σπίτια
στα χαρτιά. 
Έτσι έγινε ο Φάνης 
ο χαρτοπαίκτης. 

Στην τελευταία του κατοικία
τον συνόδεψε μόνο η Μάνια. 
Η συνοικία στα καφενεία έπαιζε
πρέφα και κουτσομπόλευε. 
Ο Φάνης ο σφαγμένος ατίμασε
τη γειτονιά με τα χαΐρια του
κανείς δεν ήθελε να τον ξέρει.
Ο κύκλος των προσωνυμίων 
του σταθερά ανέβαινε κι ας
ήταν κάτω από το χώμα. 

Η Μάνια έφερε στον κόσμο
τον παράνομο καρπό τους. 
Ποτέ δεν ξέχασε τον Φάνη. 
Ο μικρός πήρε το όνομα του.
Φάνης ο τζούνιορ. 
Τα παιδιά δεν τον έπαιζαν
στη γειτονιά κι οι γυναίκες
έφτυναν τον κόρφο τους
όταν τον συναντούσαν. 

Ο μικρός λοιπόν συνέχισε
την παράδοση του πατέρα 
κι απέκτησε γρήγορα ένα
προσωνύμιο που θα το
κουβαλούσε εσαεί και θα
τον περιθωριοποιούσε. 

Έγινε ο Φάνης ο μπάσταρδος. 
Ένας βαρύς χαλκάς στο πόδι
τον ακολουθούσε. 
Μια υπόθεση άκρως
οικογενειακή τα προσωνύμια
και μια βαριά κατάρα για τη
γενιά του Φάνη που ποτέ δεν
πατάχθηκε. 

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Ανυπόγραφο

Τα βότσαλα παρατεταγμένα
στη βιβλιοθήκη είναι
τα μοναδικά περιουσιακά
στοιχεία που μου άφησες
τότε που φτερά ανέπτυξες
στους ώμους κι έφυγες. 
Και τι δεν είχες ζωγραφίσει
πάνω τους, πληθωρική μου
αγάπη! 
Έναν ήλιο, έναν τεράστιο
οφθαλμό, μια πιατέλα με
κεράσια ώριμα, έναν κήπο
ολάνθιστο να ζουζουνίζουν
τα μελισσόπουλα κι εκείνο
το σκαμνάκι της γιαγιάς που
πάνω του αυτή ξεκουράζονταν
μετά από το πολύωρο
ζαλίκι στο κορμί της γης. 

Παράπονο δεν έχω, δεν
μεμψιμοιρώ, δεν εγκαταλείπω.
Όλα στα πόδια μου, όλα
κοντά μου, έτσι να κάνω μια
πιάνω τη ζωή από τα μαλλιά. 

Αυτάρκης είμαι, σκοτάδια δεν
γνωρίζω, έχω τον ήλιο σου
συνοδοιπόρο μαζί να βγαίνω
στα ανοιχτά με τα κύματα
να συνομιλώ και με τις θύελλες.
Είναι ωραία εκεί με την αλμύρα
σύμμαχο και δεν μου λείπεις
καθόλου. 

Πρόβλημα βιοπορισμού
δεν έχω, πολλά μου άφησες
κεράσια να τρέφομαι. 
Γλυκό φτιάχνω πάστα φλόρα 
κι εκείνο το δυνατό τσέρι για
να γεμίζω τις άκαρπες ώρες
κι αν μου περισσέψουν κάποια
τα κρεμώ στον καθρέφτη μου
πλάι στις καλημέρες να τα
κοιτάζεις. 

Για όλα φρόντισες εσύ έτσι
που ανενδοίαστα να μπαίνω
στη χώρα της ποίησης
με τις άριες του έρωτα
να συνυπάρχω. 
Εκεί βρίσκω την ομορφιά 
των κήπων σου που πολλά 
μου χαρίζουν άνθη κάθε άνοιξη
τα φτωχικά μνήματα να στολίζω
και τα μικρά εικονοστάσια. 
Δεν ξεχνώ βέβαια με αυτά
τα μαγιάτικα να πλέκω
στεφάνια στις θύρες των
τροβαδούρων να τα κρεμώ. 
Δες με πως ομορφαίνω 
με αυτή τη μαργαρίτα στο αυτί! 

Παράπονο δεν έχω, δεν
μεμψιμοιρώ και δεν
εγκαταλείπω κι αν κάπου
κουραστώ έχω το προγονικό
μου σκαμνάκι που πάντα
επιμελούμαι καθαρό να μένει
και στο χρώμα της ώχρας 
να ζει μαζί με την ανάσα σου
που τη ζωή μου ανασταίνει. 

Τέλος άφησα τον οφθαλμό
που πρώτιστα σαν τα μάτια 
μου τον προσέχω. 
Με αυτόν τα αστέρια παρατηρώ
και κάποια από αυτά τα
κατεβάζω στη γη παρέα
να κάνουν στις πυγολαμπίδες
του Αυγούστου. 
Κοίταξε τα τι όμορφα φωτίζουν
τους γύρω λόφους. 

Ένα από αυτά το πιο λαμπερό
είναι το δικό σου. 
Τα καταφέρνω μια χαρά. 
Αχ! δεν μου λείπεις στιγμή, δες
με πως δεν σκοντάφτω όταν
κοντά σου έρχομαι κι απλώνω
τα σεντόνια να με αγαπάς και
σαν παιδί να με ταχταρίζεις 
που για χρόνια τη μυρωδιά 
της μάνας του ψάχνει εναγώνια. 

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

Οι μελωδίες του φεγγαριού

Απόψε είχε φεγγάρι
και ξαμοληθήκαμε 
στους δρόμους. 
Η πόλη γύρω μύριζε
σπασμένο ρόδι, κανέλα
και κιτρολέμονο. 

Ούρλιαζαν τα σκυλιά
και οι νυχτοπεταλούδες
έκοβαν κυκλικές βόλτες
γύρω τους. 
Αγριεύονταν τα σκυλιά
και τις κυνηγούσαν. 

Αυτές σαν τιμωρημένα
παιδιά έτρεχαν
κι επικάθονταν στις φούστες
μας και τις τραβούσαν. 
Εμείς αποπλανημένοι 
από το σεληνόφως δεν
τις προσέχαμε. 

Πηγαίναμε αντίθετα
στη φορά τους, 
ξεχειλώνονταν οι φούστες 
μας κι ανέμιζαν
σαν τριγωνικά πανιά
τυραγνισμένα από την
όστρια. 

Στη θέα τους το φεγγάρι
μαγεύονταν και έστελνε 
χρυσές μπαλίτσες 
για να παίξουν και
να μας αφήσουν ήσυχους. 

Τότε γίνονταν το θαύμα. 
Οι νυχτοπεταλούδες 
άφηναν τις φούστες μας,
σχημάτιζαν ομάδες
κι άρχιζαν να κλωτσούν
τα μικρά φεγγάρια της γης. 

Μαγεμένοι εμείς τότε
μπαίναμε στο παιχνίδι τους. 
Το φεγγάρι ξετρελαμένο 
άρχισε να στέλνει
βροχή τα δώρα του. 

Γέμισαν οι αγκαλιές μας
με μικρά φεγγάρια.
Καταργήθηκαν οι αποστάσεις
κι ο ουράνιος θόλος
έγινε σκέπη μας. 

Μπάζαμε το φεγγάρι
στα σπίτια μας και το
κερνούσαμε γλυκό
κιτρολέμονο και λικέρ
ροδιού. 

Μεθούσε το φεγγάρι
κι εκεί πάνω στη ζάλη του
έγερνε στο καπάκι του πιάνου
κι αποκοιμιούνταν.  

Το πρωί βρίσκαμε
στην επιφάνεια του πιάνου
πεντάγραμμα με τις
μελωδίες του φεγγαριού. 
Τις καταχωνιάζαμε  
κάτω από τη μασχάλη. 
Αύριο τα παιδιά μας
θα παρέλαζαν με αυτές
τις μελωδίες. 

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Μαθητεία

Απ' το γενέθλιο τόπο
τρία στρέμματα γης πήρα. 
Ελιές φυτρώνουν εκεί, 
καμμιά εικοσαριά ρίζες, 
επίσης σπαραγγιές, βάτα, σκίνα, 
αγριάδες, γκορτσιές
κι ένας μεγαλοπρεπής
αθάνατος. 
Αφρόντιστος μένει εδώ
και χρόνια ο τόπος αυτός. 
Δεν κλαδεύτηκε, 
δεν ξεχερσώθηκε, 
δεν σκάφτηκε, 
δεν λιπάστηκε, 
δεν ποτίστηκε κι άφησε
την άγρια φύση ελεύθερα 
να οργιάζει και να εξαπλώνεται
σαν λόγος ρητορικός 
και φορές-φορές ακατάληπτος. 

Κάποτε ο πατέρας, σε χρονιά
σοδειάς έβγαζε δεκαπέντε
τσουβάλια καρπό ελιάς. 
Δεν με λυπεί το γεγονός αυτό
καθ' αυτό, καθώς ασύμφορο
είναι να καλλιεργηθεί αλλά 
κι ίσως να είναι προτιμότερο 
να παραιτηθεί και να γίνει
λόγγος.
Να αφηνιάσει η φύση και
να εκτραχυνθεί πάνω στο
σαρκίο του σαν γητεύτρα
θεά. 
Αχ αυτή η μαγεία της
παραίτησης πόσο με θέλγει! 

Τον αγαπώ μέσα από τις
αναμνήσεις αυτόν τον τόπο.
Εκτός από τις ελιές που
αγιασμένες είναι, ξεχωρίζω
τον γλαυκοπράσινο αθάνατο.
Έχει φυτρώσει στο σύνορο
του χωραφιού κι έχει 
οριοθετήσει τον τόπο. 
Σκληρό φυτό που στη γη
σαρκώνεται και ζητά με τα
άνθη του στον ουρανό να
αναρριχηθεί. 

Ατίθασο φυτό με πολλαπλές
παραφυάδες που αναγεννάται
συνεχώς.
Θάνατο ολοκληρωτικό
δεν γνωρίζει,  άπαξ και
ανθίσει πεθαίνει μα έχει
στρατιά πίσω να συνεχίσει
τον κύκλο της ζωής.
Αυτές οι παραφυάδες πόση
ιεροσύνη κρύβουν! 
Με κάνουν να σιωπώ μπρος
στην μεγαλοσύνη τους
και τη σοφή διάρκεια τους.
Υποσκάπτουν την παροδικότητα
και με απλωμένα χέρια
υμνούν τον ουρανό.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Το τρένο και ο κάμπος (Τέμπη)

Τσίμπα με για να ξυπνήσω, 
δεν είναι αλήθεια ένας
εφιάλτης είναι τσίμπα με. 

Στο τρίτο βαγόνι τρεις νεαροί
τρώνε σάντουιτς, ένας άλλος
πίνει μπύρα και μια κοπελιά
με γαλάζιο το φόρεμα
μασάει ανέμελα μια τσίχλα.
Χτυπάει το τηλέφωνο της. 
Το σηκώνει. 
Πετάει την τσίχλα στο καλάθι.
"Θα σε πάρω όταν φτάσω μαμά."
Πάω να κοιμηθώ τώρα. 
Φέρνει το χέρι στο στόμα, 
δεν χασμουριέται, παρότι
νυστάζει για τα καλά. 
(Το αναβάλει, αγαπά τη νύχτα,
θέλει να εξηγήσει τα μυστικά
της. 
Πάει στο πρώτο βαγόνι. 
Παραγγέλνει καφέ. 
Κάθεται στο παράθυρο.) 
Με το χέρι της, ασταμάτητα,
μοιράζει φιλιά στη νύχτα, 
στους αγγέλους που σιγά σιγά
κατεβαίνουν και στα πουλιά
που απόψε ξαγρυπνούν. 
-Οι άγγελοι έχουν αιμάτινα
χείλη και δυο λακάκια
χαριτωμένα στα μάγουλα.-
Η κοπέλα τους χαιρετά,
ανυποψίαστη. 

Έξω ο κάμπος ίσα που φαίνεται.
Η κοπέλα βλέπει καλά αλλά
ο κάμπος φορά το μαύρο, μακρύ
φόρεμα από προηγούμενα
πένθη και στριφογυρίζει 
νευρικά. 
Ένας κάστορας ανοίγει
τρύπες και κανάλια, ακούγεται
το σκάψιμο πιο πολύ από το 
θόρυβο του τρένου. 
Ο κάμπος προειδοποιεί. 
Έχει ένστικτο ο κάμπος
δεν πέφτει έξω. 
Τα δέντρα του, ανοίγουν
διάπλατα τις παλάμες τους, 
τα κλαδιά σιγοτραγουδούν
παρέα με τον άνεμο 
τη μπαλάντα του Ούρι.

Ακούγεται αυξανόμενο 
το σκάψιμο, το τραγούδι, 
οι ζαριές των άστρων, η άρπα 
του ανέμου.
Ο κάμπος ξαγρυπνά και φοβάται.
Φτάνουν γέλωτες, ουρλιαχτά
τσακαλιών και λύκων κι ύστερα
ένας εκκωφαντικός θόρυβος
που τα σκεπάζει όλα. 
Η κοπέλα με το γαλάζιο
φόρεμα πιάνεται από το
χέρι ενός αρχαγγέλου,
ταξιδεύει η κοπέλα ψηλά
και φωνάζει δυνατά:
Τσίμπα με για να ξυπνήσω, 
δεν είναι αλήθεια ένας
εφιάλτης είναι τσίμπα με. 
Ένας σκοτεινός άνθρωπος
της κλείνει το στόμα. 
Ο αρχάγγελος τον διώχνει. 
Η κοπέλα συνεχίζει να φωνάζει.
Άκου τη φωνή της και την
παράκληση της. 
Τσίμπα με.......