Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Το δάκρυ της ήττας

Πάει μια δεκαετία χωρίς εσένα. 
Το μολυβένιο στρατιωτάκι
το έσκασε από τη συσκευασία 
κι ατάραχο τώρα περιπολεί
τα ανοιχτά σύνορα της χώρας
που διαμένω.
Το μολυβένιο στρατιωτάκι είναι 
η ψυχή σου που απόδρασε από 
το σώμα και ήρθε και με βρήκε 
σε ένα ραντεβού κλεισμένο προ πολλού 
από τις φάλαγγες του παραδείσου. 

Φοράει παλάσκες και άρματα κρατεί
Είναι λουσμένο στο αστρικό φως
και με μια ράβδο χτυπάει 
τη γη για να βρει νερό καθηγιασμένο
από τους μύστες και τους ποιητές. 
Ηγείται ενός μεγάλου επιτελείου 
και για φρουρούς έχει δυο παιδιά 
που απόκαναν μακριά από τη μάνα τους
κι επιζητούν να επιστρέψουν
στην άθικτη από χρόνια κάμαρα τους.

Τα παιδιά αυτά είναι παιδιά 
του πολέμου που μέσα από τα 
συντρίμμια σύρθηκαν νεκρά.
Σε ομαδικούς τάφους θάφτηκαν 
και σπάνια κανείς τους φέρνει 
ένα λουλούδι ή λίγο στάρι για να
μην πεινούν κι απροστάτευτα μένουν. 
Σε έχουν στην επίβλεψη τους
εσύ το μολυβένιο στρατιωτάκι κι αυτά 
οι έμπιστοι σου φίλοι που
κοσκινίζουν το σώμα για να κοιμάσαι 
ανάλαφρα τις νύχτες και με χωρίς 
εφιάλτες. 

Αγάπη τους δείχνω κι απάνω στο 
τραπέζι του σπιτιού τους ακουμπάω 
δύο καρφάκια λιβάνι κι ένα ματσάκι 
από ζουμπούλια που από θαύματα ξέρουν. 
Σε καλούν να παίξετε μαζί 
και πάντα σε αφήνουν να κερδίσεις 
το δάκρυ της ήττας μη στάξει
από τα μάτια σου και πεις πως 
σε ξέχασα. 
Εδώ εσύ, εδώ κι οι η στρατιά σου.
Εδώ οι φρουροί σου κι εδώ ο Απρίλης σου.
Μόνο πρόσεξε ειρηνικό να είσαι τάγμα 
μισώ τους πολέμους και τις
πολυβολαρχίες που με αίμα τρέφονται
και καμμένη σάρκα αναδύουν.

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Η πήλινη κόρη

Κι από ψηλά να αγναντέψεις 
τη θάλασσα σε παίρνει μαζί της.
Σε πλησιάζει με το ακαταμάχητο 
χρώμα της και τις καυχησιάρικες 
της προθέσεις. 
Κοντά σου έρχεται με τα καράβια, 
την αρμύρα, τον παφλασμό της 
και τα ηφαιστειογενή της νησιά. 

Κρεμάει στο λαιμό σου γιορντάνι
με μπλε ματόχαντρα κακό μάτι 
να μη σε βρει. 
Στο κάδρο μαζί με την φωτογραφία 
σου μπαίνει για να ταξιδέψει 
σε ταξίδια ονειρικά εκεί που 
ο καυτός ήλιος στεγνώνει 
την πήλινη κόρη του αγγειοπλάστη. 
Στην αγκαλιά της σε χώνει 
προστατευτικά όπως χώνει 
 ή μάνα το παιδί κάτω από τη φούστα 
της για να το γλυτώσει από 
τις φοβίες του.

Την πήλινη κόρη της ερωτεύεσαι 
με τη πρώτη ματιά κι ένας κεραυνός 
σχίζει στα δυο την καρδιά σου. 
Κομματιάζεσαι.
Την δέχεσαι στην κλίνη σου.
Την ποθείς σαν ρόδο εκατόφυλλο. 
Την βάζεις στα στενά της μοίρας 
σου μονοπάτια. 
Σε προσέχει και σου δίνεται σιωπηλά. 
Ανάβουν τα μάγουλα σου απ' τον 
έρωτα κι είναι σαν να μην έχεις 
πλαγιάσει ποτέ άλλοτε με γυναίκα.
Τόση η θερμή.
Τόση η ηδονή. 
Τόσο το περιώνυμο της αγάπης καμίνι. 

Σε βλέπουν στις στράτες κι απορούν 
πόσο όμορφος έγινες. 
Οι άντρες σε προσπερνούν με τη χάντρα 
του ματιού να πλέει μες στη ζήλια. 
Οι γυναίκες σε βασκάνουν και ψεύτικα 
χύνουν δάκρυα για ανύπαρκτα πένθη. 
Εσύ φεύγεις μπροστά κι επίλεκτος 
νιώθεις να είσαι στρατιώτης. 
Τρέχεις και σμίγεις με τα κύμα
και βαφτίζεσαι όνομα θεϊκό. 
Βρέχεται η πήλινη κόρη μα δεν 
λιώνει γιατί αγαπητικιά σου έγινε 
γυναίκα και σταθμός της ζωής σου
ύστερος και μοναδικός. 

Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Τάνκα

Στην Mak Phaedrus 

Ταπεινό άνθος 
η αυλή πλακόστρωτη
το χώμα βαρύ 
παίρνω το σκαλιστήρι
βραγιές στη γη ανοίγω.

*
Μανόλιας άνθος 
του ανέμου ομπρέλα 
η γη γόνιμη 
οι μέλισσες συρρέουν 
ζουζούνισμα και βόμβοι.

*
Μυστικό άνθος 
φυτρώνει στην αυλή σου
τα χείλη σμιχτά 
είπα να το κλαδέψω 
τα μαλλιά να στολίσω. 

*
Άνθη στο βάζο 
αναπολούν τον κάμπο 
τις κρύες βρύσες 
έρημο το δωμάτιο 
κανείς δεν τα θαυμάζει. 

*
Άνθη της πέτρας 
σκληροτράχηλο χώμα 
νερό λιγοστό 
σκύβω να τα μυρίσω 
άοσμα όμως είναι. 

*
Ματσάκια ανθη 
πουλάει το κορίτσι 
ζουμπούλια λευκά 
πολύβουοι οι δρόμοι 
γεμάτο το πανέρι. 

*
Κίτρινα άνθη 
χαλί θαρρείς απλώνουν 
στρώμα χαράς 
ανεβαίνω στ' αλώνι 
πολλές οι μαργαρίτες. 

*
Κόκκινο κρίνο 
λεπτό άνθος του κήπου 
ευωδιά σκορπά 
μένω να το θαυμάζω 
σ' απόμακρη γωνία. 

Παρασκευή 11 Απριλίου 2025

Επαυξημένα

Είναι μακρύς ο δρόμος και συνεχώς 
πρέπει να κάνεις στάσεις. 
Τη μια για δέσεις τα κορδόνια σου
Την άλλη για να ξεδιψασεις από το 
γυλιό σου.
Κι έτσι καθώς κοντοστέκεσαι για μια στιγμή 
σε βάζει σημάδι μια πεταλούδα. 
Ερωτεύεσαι την ελευθερία της.
Ζηλεύεις τα φτερά της. 
Σε παίρνει μαζί της. 
Είναι μακρύς ο δρόμος και τα φτερά
αραχνοΰφαντα αλλά σε αντέχουν. 

*
Στο μπαρμπέρικο μιλούσαν για το
χθεσινοβραδυνό ματς .
Ανέλυσαν, εκφέραν γνώμη, αναπαριστούσαν. 
Ο κουρέας ήταν ευθυτενής κι ολίγο απόμακρος. 
Είχε τους βοστρύχους ως τους ώμους κι ένα
μικρό ψαλίδισμένο μουστάκι. 
Φορούσε άσπρη ποδιά και μια επιγονατίδα 
στο δεξί πόδι. 
Ο Λουκάς ήθελε ξύρισμα.
Ο Τάσος κούρεμα .
Κι ο κυρ Βάϊος μια θεραπεία για τα αραιά 
του μαλλιά 
Ο κουρέας ήταν γλυκομίλητος και εγγλέζος 
στα ραντεβού του.
Τη νύχτα στα όνειρα του έβλεπε πάντα να
χορεύει όχι όμως γύρω από την καρέκλα 
του κομμωτηρίου αλλά σε μια αχανή έκταση 
γεμάτη παπαρούνες. 

*
Η αμυγδαλιά πέταξε τα λευκά της πέπλα 
και ντύθηκε την πράσινη τσόχα των φύλλων. 
Τα πουλιά ποντάριζαν παθιασμένα σε αυτήν.
Τα έντομα φοβούνταιν πάρα πολύ το ασσόδυο.
Οταν έρχονταν η σειρά των πεταλούδων 
στο σκορ πάντα προηγούνταν τα πουλιά. 
Τα έντομα ζουζούνιζαν νευρικά για την 
ήττα τους
Όταν πλησίασε ο Μάρκος συνεχίστηκε το
παιχνίδι αδιαλείπτως
Απτόητοι οι παίχτες δεν το εγκατέλειψαν. 
Ήξεραν καλά τον Μάρκο τον μισότρελο 
του χωριού που γνώριζε απέξω και
ανακατωτά τη γλώσσα των φτερωτών του 
φίλων. 

Πέμπτη 10 Απριλίου 2025

Στιγμές

Τα φυσίγγια ήταν αδειανά 
κατρακύλησε ο έρωτας 
παροπλισμένος ανάμεσα 
στις φτέρες και ξεψύχησε. 

*
Ο φούρναρης έβγαλε ζεστό 
το ψωμί από τη λαμαρίνα. 
Η μυρωδιά του σκέπασε 
την αυλή, το δρόμο, την
προκυμαία κι έφερε κοντά του
τα πεινασμένα σπουργίτια
ψίχουλα να τσιμπήσουν 
από την ανοιχτή του παλάμη. 

*
Στο δρόμο με τις πικροδάφνες 
πέρασε το φορτηγό φορτωμένο 
με φρούτα εποχής. 
Η Μαρία ζήλευε τα κεράσια 
αλλά ο καιρός τους δεν είχε 
έρθει ακόμη.
Πήρε να κλαίει με δάκρυα κορόμηλα.
Αυτά έμελλε να γευματίσει 
εκείνο το προχωρημένο δείλι.

*
Στην ασβεστωμένη μάντρα 
κάθονταν δυο παιδιά με τις 
ξύλινες σφεντόνες στα χέρια. 
Δεν σημάδευαν πουλιά. 
τουναντίον είχαν βάλει στόχο 
τα λεμόνια της ασφάλτου. 
Τα κίτρινα λεμόνια που η Μαρία 
είχε στον κόρφο. 

*
Ο δρόμος που οδηγούσε 
στην εκκλησία ήταν αδειανός.
Μοναχά ένας σαλεπιτζής διαλαλούσε 
την πραμάτεια του.
Ύστερα ήρθε ένας πιστός 
άφραγκος και τον προσπέρασε.
Έντονα μύριζε το σαλέπι τρυπώντας
τα ρουθούνια του.
Πήρε κλεφτά ένα ταληρο από το 
παγκάρι.
Το σαλέπι ξάφνου έχασε τη γεύση του.

Δωδέκατη ώρα

Από τριπλό πεθαίνω έρωτα 
και καθελκύω το κορμί μου
να ψηθεί σε ήλιου πέτρα. 
Έρωτας για τα κλαριά που
υψώνονται σε περγιάλι 
δαντελένιο, εκεί που η λήθη 
στιβαρά τραβά μια γραμμή 
για να ξεπλυθεί κατόπιν από το κύμα
που μηνύματα ηδονικά φέρνει 
στους εραστές του Αυγούστου. 
Κλαριά από αρμυρίκια και δάφνες 
που παχύ ίσκιο προσφέρουν 
στους μοναχικούς περιπατητές
που βαδίζουν δυο δυο 
δίπλα στις άγριες βιολέτες 
και στα βότσαλα. 

Έρωτας για εσένα που πριν 
ακόμα χαράξει μου ξέφυγες
και για χρόνια αμέτρητα 
περιπλανιέσαι μόνος 
σε κήπους ανθισμένους που
η μνημοσύνη τους κρατά ζωντανούς. 
Εδώ η πασχαλιά κι η ευωδιά 
του επιταφίου. 
Εδώ το κρίνο της Παναγίας 
κι η δόξα της πρωίας. 
Εδώ η κοσμική γαρδένια 
και το άδειο καλάθι του 
αλχημιστή σε κέντρο απόμερο
πνιγμένο στην αιθάλη. 
Σε μυρίζομαι και σε θέλω 
Σε ακουμπάω και σπαράσσω 
Σε κλείνω στη φούχτα 
σαν δίδραχμο φτωχού. 

Έρωτας για τους σπογγαλιείς
των λέξεων που ανεβάζουν 
μέσα από βυθούς κοραλλένιους 
στο φως πάνω στιχουργήματα 
και τραγούδια για την κόρη 
που κοιμήθηκε ένα βράδυ με 
τα αγάλματα και βάφτηκε 
κόκκινο το φόρεμα της από 
το κρασί του πόθου. 
Άκου το τραγούδι, δικό της είναι. 
Μέθυσε από το πάθος του.
Δοκίμασε το πουκάμισο του
που για το κορμί σου μονάχα 
ράφτηκε τη μαγική για να κρύψεις 
εκεί λέξη της αυταπάτης.
Από τριπλό χάνομαι έρωτα 
και κουρδίζω το ρολόι 
να χτυπήσει στη δωδέκατη 
ώρα το φιλί να μην χαθεί.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

Το ατόπημα

Γύρισες σελίδα αφήνοντας αδιάβαστα 
τρία λήμματα στην εγκυκλοπαίδεια.
Παραμέλησες ό,τι πιο ακριβό 
είχε το βιβλίο για να μην πονέσεις. 
Πήγες παρακάτω για να χαθείς 
σε εδάφια άγνωστα κι υπερτιμημένα.
Βυθίστηκες σε δανεικούς ποιητικούς 
οίστρους τόσο που τα μάτια δάκρυσαν
και το μυαλό ακινητοποιήθηκε 
ανάμεσα σε μια αρχή κι ένα άδοξο 
τέλος. 

Δεν εβλεπες μακριά και τα κοντινά 
σε φόβιζαν όπως φοβούνται τα παιδιά 
τα μαγικά φίλτρα και τις ιπτάμενες σκούπες. 
Στυλό κρατούσες στο χέρι και σημείωνες 
στα περιθώρια ερωτήσεις κι παράταιρα 
νοήματα.
Πήρες ύστερα να γράψεις ένα ποίημα 
δεν γνώριζες ότι τα ποιήματα 
δεν γράφονται με μελάνι αλλά με αίμα 
από φλέβες που αστόχησαν 
στον έρωτα και στις αρχέγονες αλήθειες. 
Παραδίπλα το καναρίνι σιωπούσε.
Δεν είχε οξυγόνο να τιτιβίσει ή να 
πλάσει νέες μελωδίες.

Ήρθε το βράδυ κι οι λέξεις πονούσαν
φριχτά. 
Εκείνες κυρίως που προσπέρασες βιαστικά .
Έκλαιγαν νομίζω με ένα κλάμα βουβό,
εξοντωτικό και αφορμισμένο.
Το φιλί.έμεινε ορφανό και πενθούσε.
Η αγάπη έγινε επαίτης και ζητιάνευε. 
Η πατρίδα έχασε μέρος από τα σύνορα της.
Ήσουν υπαίτιος για όλο αυτό το ατόπημα 
Πάνω σε ξύλινο πάγκο με ακονισμενο 
το μπαλτά εξοβέλισες από το χάρτη, 
του έρωτα τις κρυφές συνάψεις. 

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Νεφέλη

Φίλντισι θα σου κρεμάσω 
στο λαιμό και λεμονάνθια 
θα στρώσω στα λυτά μαλλιά σου.
Όμορφη να τριγυρνάς στην άνω πόλη 
και τα αρσενικά να σκανδαλίζεις. 
Πρωτοξαδέρφη σε λέω της Άνοιξης
με τα μακριά σου δάχτυλα 
συνομιλείς με τους ίσκιους 
του καταμεσήμερου. 
Απίθανοι σχηματισμοί που θορυβούν,
μπρος στο κέρινο φιλί σου, έρωτα
μοσχοβολιστό.

Αγαπιέσαι και δεν αγαπάς. 
Σε θέλουν μα δεν δίνεσαι. 
Αέρινη ξεφεύγεις και οι ιστοί 
μιας αόρατης αράχνης δεν σε πιάνουν
ποτέ. 
Στις προκυμαίες καταφεύγεις 
και το μικρό ναυτόπουλο συναντάς 
το αίνιγμα να σου λύσει της ζωής. 
Πολλά έχεις ερωτήματα. 
Πολλές έχεις να μάθεις λέξεις. 
Αρκετά έχεις να ξεσηκώσεις τραγούδια. 
Αρμενίζεις στις ιστορικές σελίδες 
μαζί με τους πυρπολητές.

Η μάνα σου σε σταυρώνει τρεις φορές
και σε παρακαλάει ένα φυλαχτό να σου 
βάλει στόν κόρφο. 
Τα αδέλφια σου καβαλικεύουν 
τα άλογα και στο κατόπι σε παίρνουν. 
Άνεμος εσύ δεν πιάνεσαι.
Αγναντεύεις τη θάλασσα και τα
κύματα μετράς για να γαληνέψει 
λίγο η ψυχή. 
Τα βραδινά σου σεντόνια αγαπητικός 
δεν τα κοιμήθηκε ούτε ξένος. 

Στους ναούς συχνάζεις κι από 
τις εικόνες δάκρυα μαζεύεις και
μικρά διαμαντάκια.
Ύστε­ρα στους σταθμούς των τρένων 
πηγαίνεις τα δώρα σου να προσφέρεις
στους κλειδούχους κοντινά για να νιώσουν 
τα θαύματα. 
Ταξίδια δεν κάνεις και αφήνεσαι μόνο 
στα όνειρα τους χάρτες να σου δείξουν 
του σύμπαντος. 
Εκεί η πατρίδα σου και το αρχοντικό σου. 
Εγώ θα σε καλώ με το μικρό σου όνομα 
Νεφέλη - κόρη της Άνοιξης.- 
Θα ήθελα να λύσω τους γρίφους που
σε δυσκολεύουν και κοντά σου να με πάρεις 
στον αλαβάστρινο να πεθάνω λαιμό σου
παραδομένος στα λυγμικά σου τραγούδια. 

Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Χαϊκού

Ξύπνησα νωρίς 
κι είπα να ξεψαχνίσω
αλλιώς τη μέρα.

*
Στην προκυμαία 
σπαράζουν τα κύματα 
και οι βοριάδες. 

*
Σαν ανεβαίνεις 
πάνω απ' τα σύννεφα 
πες μου μια λέξη.

*
Γρατζουνισμένη
η κοιλιά του σύννεφου 
ξεσπά σε βροχή. 

*
Χαροκαμμένη 
γύρνα η χελιδόνα
στ' άδειο της σπίτι. 

*
Δυο καλεντούλες
σ' οργώμενο χωράφι 
ψήγματα ζωής.

*
Σπείρε σιτάρι 
περιμένουν οι νεκροί 
ανθρώπων δώρα. 

*
Στ' ανεμοβόρι
κρύφτηκαν τα κοτσύφια
κάτω απ' το πεύκο. 

*
Ψύχρα σήμερα 
μια αγκαλιά απλώνω 
σ' άστεγο πουλί. 

*
Πεζούλι λευκό 
κάθονται τα κορίτσια 
και γνέθουν νήμα.

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Υποδοχή

Ένα φως καίει στο μπαλκόνι
ώρα περασμένη μεταμεσονύχτια.
Θα έρθεις ίσως;
Τα παχύφυτα υγρασία αποταμιεύουν
στους μίσχους και στα φύλλα για να 
λουλουδίσουν.
Έχουν καιρό να βγάλουν εκείνα 
τα κόκκινα σαν μακριές βελόνες άνθη. 
Άοσμα μεν εντυπωσιακά δε.
Οι μέλισσες δεν τα εκτιμούν. 
Οι πεταλούδες τα αποφεύγουν. 
Οι μπούρμπουνες τα προσπερνούν.
Μόνο πρόπερσι την άνοιξη είδα
ένα ζευγάρι πασχαλίτσες να τα
πλησιάζουν. 
Λαχταριστός μεζές τα μαμούνια
φαίνεται. 

Πάμε παρακάτω.
Δεν θα κλείσω το φως.
Θα σκοντάψεις στο πλατύσκαλο και
θα χτυπήσεις την δεξιά σου φτέρνα. 
Ποιος να σε περιθάλψει τότε;
Εγώ δουλεύω ολημερίς στον αργαλειό
και στα κηπευτικά.
Φυτεύω, ξεριζώνω, σκάβω και ποτίζω. 
Έχω κι εκείνη την μισοτελειωμένη κουβέρτα
να αποσώσω.
Αν είσαι τώρα κάπου εδώ κοντά θα ακούσεις 
τα χτένια να χτυπούν. 
Το τραγούδι μου μόνο δεν θα ακούσεις 
έμαθα να μουρμουρίζω τα λόγια 
της αγάπης χαμηλόφωνα. 
Αν τα φωνάξω δυνατά οι μούσες 
θα θυμώσουν και δεν θα ξανάρθουν. 

Καθυστερείς πες μου γιατί.
Απόψε σε καρτερώ περισσότερο
από όλες τις νυχτιές.
Δεν με χωράει το στρώμα. 
Ύπνος δεν με παίρνει. 
Η κουρτίνα έχει μπλαβί χρώμα. 
Πνίγομαι. 
Πλέκω τα χέρια καλαθάκι καί πονάω. 
Δεν θα κοιμηθώ, το αποφάσισα. 
Γέμισα το δωμάτιο με καπνούς. 
Καπνίζω ακόμα εκείνα τα βαριά τσιγάρα 
από τότε που με είχες γνωρίσει. 

Πρέπει να βγω έξω.
Λιγοστεύει επικίνδυνα ο αέρας
εδώ πέρα. 
Ανοίγω τις πόρτες, ένα πετούμενο
μπαίνει μέσα. 
Μια νυχτερίδα. 
Δεν την διώχνω. 
Αυτή με προτίμησε, εσύ ποτέ. 
Ανοίγω ένα βιβλίο του Πόε.
Δεν φοβάμαι. 
Διαβάζω διψασμένη τρεις σελίδες. 
Δεν ακούω βήματα. 
Περνά ένα απορρηματοφόρο.
Τρέχω στο μπαλκόνι, βαριά συννεφιά 
κρύβει τα αστέρια. 
Ίσως να έρθεις αύριο με το πρώτο 
ξάφνιασμα της αυγής.
Καλύτερα τότε δεν θα χρειαστεί να ανάψω 
και φώτα και κάτι μου λέει πως τα
παχύφυτα θα ετοιμάζονται να ανθίσουν
ήρθε ο καιρός να σε υποδεχτούν. 

Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

Χορευτικές επιδόσεις

Πως βρέθηκε στα ουράνια 
μονοπάτια ούτε που το κατάλαβε.
Κάποιοι είπαν πως με ποδήλατο 
ανέβηκε μια μια τις αχτίδες 
του φεγγαριού πατώντας 
ορθοπεταλιά.
Κάποιοι άλλοι πάλι είπαν πως ένα 
αστέρι τον φορτώθηκε στη πλάτη του
και τον έφερε ως εκεί πάνω. 

Λυτρωμένος τώρα γυρίζει στις άγνωρες 
στράτες και από όλα τα γήινα αποχωρεί. 
Μονάχα ένα κλαδάκι δυόσμου 
τον πηγαίνει πίσω στη ζωή
και στην αλήτικη παρέα. 
Στα χέρια το κρατάει με λατρεία 
όπως μια μικρομάνα κρατά το βρέφος 
της ακριβώς μετά τον τοκετό. 

Με δάκρυα το συντηρεί ζωντανό.
Που και που μασάει κανένα φυλλαράκι
γεμίζοντας την ανάσα του με
τη δροσιά των δρυμών 
εκεί που μόλις χτες έτρεχε. 
Ωραιότερος γίνεται. 
Τον βλέπουν οι άγγελοι και σιωπούν
ένοχα. 

Νέος ακόμα με το σφρίγος της χαράς
στο κατατμημένο του σώμα.  
Συγκολλητική δεν βρίσκει ουσία 
να ενωθεί και πάλι. 
Κυρίως την καρδιά του επιθυμεί
σφόδρα να ξαναφέρει στο στέρνο. 
Ακούει τους χτύπους της από  μακριά 
και τρελαίνεται. 
Είναι σαν να ακούει ταμπούρλο σε μια
υπό διάλυση παρέλαση. 

Σπιτικό στήνει στα σύννεφα. 
Ρίχνει το δυόσμο σε μια γούρνα 
από νερό. 
Ξαναζωντανεύει το φυτό. 
Καλεί πάλι την καρδιά που τον πρόδωσε 
κοντά του όπως ένα αφεντικό 
προστάζει τον γερασμένο του σκύλο 
να έρθει σιμά. 
Μετά από πολλές προσπάθειες έρχεται. 
Κοιμάται αμέριμνος τότε. 
Ζει μια δεύτερη ζωή με διάχυτη γύρω 
του την ευωδιά του δυόσμου και με
καρδιά λεβέντικη να σέρνει τις δίπλες 
του χορού στο πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου
πλάι στις ξεμυαλισμένες κοπελιές
με τα αλλόκοτα χείλη. 

Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Το αθάνατο νερό

Είναι καιρός τώρα που βαδίζεις 
πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί
σε δυσθεώρητα ύψη δεμένο. 
Πώς και δεν φοβάσαι στο κενό 
μην πέσεις και σπάσει η στάμνα 
που κρατάς στα χέρια σου;
Ή μήπως πάλι πώς και δεν 
νοιάζεσαι μην ακρωτηριαστείς πέφτοντας 
πάνω στην καυτή ανάσα της ασφάλτου
πριν προλάβει κάποιος να σε
συγκρατήσει μέσα σε δίχτυ σφιχτό;

Σε θωρώ και τρέμω.
Τρέχω προς τα εσένα. 
Τα καινούργια φοράω λουστρίνια 
και δοκιμάζω την ισορροπία μου
πάνω στους μίσχους των λουλουδιών. 
Από ψηλά εσύ με παρακολουθείς.
Μάλιστα σαν να ακούω να ψιθυρίζεις 
μια μελωδία για αγάπες περασμένες.
Σε ακολουθώ. 
Μόνο πώς να σε αφήσω;

Μάνα δεν έχεις να σε παρακαλέσει 
να κατέβεις ή έστω ένας πατέρας. 
Αδερφή δεν υπάρχει να σε συμβουλέψει.
Μόνο εγώ σε γνοιάζομαι.
Μάνα, αδερφή, φίλος και πατέρας μαζί. 
Απλώνω τα χέρια.
Πηδάω ψηλά, τεντώνομαι.
Πώς να σε φτάσω;
Με τα σύννεφα συγγένεψες και με τα
ουράνια τόξα συνομιλείς.

Το αποφάσισα.
Εκεί δεν θα σε αφήσω να μείνεις.
Πέτρες θα παίρνω και θα σου πετώ.
Βέλη θα φτιάχνω και θα σου στέλνω. 
Σφαίρες θα ρίχνω την άτρωτη σάρκα σου
να βρίσκουν. 
Με μπάλες κανονιών θα σε πολιορκώ. 
Εδώ να έρθεις να σου αλλάξω την παλιά 
φορεσιά και με το λινό να σε ντύσω κοστούμι.
Να ζηλεύουν οι κοπελιές. 
Στις ρούγες να μιλούν για εσένα οι κυράδες
κι εγώ να στέκομαι δίπλα σου και να
κορδώνομαι όχι γιατί μόνο σε έχω κοντά μου
αλλά γιατί κάτοχος έγινα της στάμνας 
με το αθάνατο νερό. 

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Πρόσω ολοταχώς

Τα καράβια εξαφανίστηκαν κι οι
βαρκούλες χάθηκαν. 
Το μικρό λιμάνι επιχωματίστηκε 
και πώς θα βρεις τρόπο να έρθεις 
να με συναντήσεις στο άσπρο ακρωτήρι 
δίπλα στο στέκι του φαροφύλακα;

Μαίνονται άνεμοι τώρα ισχυροί. 
Ένα μανταρίνι κρατώ στο χέρι 
και το ξεφλουδίζω. 
Η σπιρτάδα μου καίει τα μάτια. 
Κάνω να σκουπιστώ μα ο γραίγος 
μου έκλεψε το μαντήλι με τα χρυσά 
σιρίτια.
Αφήνω τα δάκρυα να πέσουν στην
πέτρα. 
Ο ήλιος τα στεγνώνει ευθύς. 

Ο φαροφυλακας πίνει βαριά ποτά,
βλαστημάει και μιλά συνεχώς για
μια γυναίκα με μάτια πικραμύγδαλα. 
Μου προτείνει ένα ποτήρι 
με αλκοόλ, λικέρ νομίζω. 
Δεν το παίρνω ξέμαθα εδώ και χρόνια
να πίνω οτιδήποτε. 

Δυνάμωσαν κι άλλο οι άνεμοι.
Ο ήλιος-λεβέντης σε αλώνι μαρμάρινο-
κρύβεται πίσω από ένα μαύρο σύννεφο. 
Φτάνει όπου να 'ναι καταιγίδα. 
Ο φαραφυλακας φοράει ένα κόκκινο σκουφί
και φθαρμένο παντελόνι. 
Στο σπιτάκι του τρίζει μια πόρτα. 
Ακούω τους γλάρους, ακούω τους 
τριγμούς δεν ακούω εσένα. 

Πλοίο δεν φαίνεται. 
Σε λιμάνια άλλα να πας εκεί που τα
καράβια βάρδια έχουν πιάσει
και τα γρι γρι ετοιμάζονται για απόπλου. 
Θα σε περιμένω όσα κι αν διαβούν 
χρόνια. 
Άλλωστε νοερά κοντά μου βρίσκεσαι
από πάντα. 
Φρόντισε μόνο πολλά να μου
φέρεις μαντήλια με χρυσά σιρίτια
τις ηλιαχτίδες να αντικαταστήσω. 
Κουράστηκε η πέτρα να απορροφάει 
κι άλλα δάκρυα κι ο ήλιος ξεσκέπαστο 
παιδί τη μάνα του ζητάει.

Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Ο υγρός τάφος

Αγαπούσε τα πουλιά και τα
χρυσορόδινα φουρά της αμφιλύκης.
Πριν ακόμη φέξει έπαιρνε 
το άλογο της, μια σταχτιά φοράδα,
κι έβγαινε στο δάσος με τις σημύδες 
και τις αιώνιες βελανιδιές.
Τα πουλιά είχαν κιόλας ξυπνήσει.
Σμήνη από σπίνους την υποδέχονταν
και ζευγάρια κορυδαλλών την
χαιρετούσαν. 
Γλυκόηχες άρχιζαν μουσικές 
και ζεστά τιτιβίσματα ξεκινούσαν. 

Σήμερα όμως όλα άλλαξαν.
Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν.
Τα δέντρα δεν ανέπνεαν και
τα φουρά της αμφιλύκης είχαν 
απεμπολήσει την ομορφιά κι 
είχαν γκριζάρει σαν τους κροτάφους 
ενός πρώαρα γερασμένου νέου. 
Ένα σκαντζοχοιράκι είχε μαζευτεί 
σε μπάλα και κατρακυλούσε στο γκρεμό. 

Υπερχείλισε ο ποταμός Αχέροντας 
κι έπνιξε το δάσος μαζι με όλη την έμβια 
φύση του. 
Καταρράκτες δημιουργήθηκαν. 
Παραπόταμοι έρεαν.
Λίμνες απλώθηκαν εκεί που κάποτε 
φύτρωνε η αλισφακιά και το φλισκούνι. 
Η υγρή κόλαση καταπλάκωσε τη ζωή της
το σπίτι της βυθίστηκε στη λάσπη 
μόνο το σκαντζοχοιράκι επέζησε 
ανεβασμένο πάνω στην καμινάδα 
μετρούσε τις ημέρες που του απέμεναν
χωρίς διόλου τροφή.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Υπόσχεση

ΕΛλαδα μου πήρα τα δυο 
λάμδα από το όνομά σου 
και δεκανίκια τα έκανα στους
δρόμους της ιστορίας να πηγαίνω 
με το κεφάλι ψηλά. 
Τι για χρόνια πολλά σε λαμπρές μάχες 
ρίχτηκα και νικητής βγήκα.
Τα πλευρά μου όμως έσπασα 
και τα δύο μου πόδια τσάκισα.
Μονάχος βαδίζω και το ελλιπές 
όνομα σου δοξολογώ. 
Μπροστά στο μνημείο των ηρώων 
στέκομαι και δάφνινο φέρνω 
στεφάνι στους αιώνες να ζουν
ωραίοι και μακάριοι.
Υπόσχεση δίνω πολλά να γεννήσω 
παιδιά που το όνομά σου θα 
συμπληρώσουν κι αλώβητη 
να κυκλοφορείς στα απόρθητα 
του κόσμου φυλάκια.
Αγόρια και κορίτσια λυγερά θα 
χαρώ να έχω που εμένα θα βοηθήσουν 
να γιατρευτώ και χωρίς δεκανίκια 
ακμαίος να υπάρχω μέσα στις χρυσές 
σελίδες της απαράμιλλης δόξας σου 
και του λαμπρού σου πεπρωμένου. 

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Τα παιδιά της Άνοιξης

Μοσχοβολάει το χνώτο της Άνοιξης 
άρωμα λεβάντας κι άγριας φρέζας.
Βάλε την μπροστά σε ασημένιο 
καθρέφτη και φυλάκισε εκεί αυτά 
τα αρώματα την ζωή σου να ποτίσουν. 
Ύστερα κοιτάξου σ' αυτόν και τη μορφή 
θα πάρεις ξωτικού που ημίγυμνο
πλένεται στο ποτάμι. 

Ρουμπινένια τα χείλη να καλούν σε έρωτα. 
Βαθιά θάλασσα τα μάτια να πολιορκούν 
ακυβέρνητα καράβια. 
Το μέτωπο κήπος εαρινός που ένα ζευγάρι 
πεταλούδων έχει για σπίτι. 
Τα μαλλιά σκάλες στριφογυριστές που βγάζουν
στα ουράνια. 
Και τέλος τα μάγουλα φουσκωμένα μπαλόνια 
στα χέρια παιδιού που ορφάνεψε ένα Μάρτη. 

Διστακτικές μην έχεις κινήσεις αρματωμένη 
έρχεται η Άνοιξη και με βήμα ταχύ. 
Μην της μιλήσεις θα σου κλέψει τη φωνή
κι άλαλος πως θα τραγουδάς τον έρω­τα 
κάτω από τα παραθύρια.
Μόνο κοίταξε την ίσα στα μάτια κι ένα λουλούδι 
κρέμασε της στο αυτί. 
Η ομορφιά της θα σε σκλαβώσει μα μην 
την μαρτυρήσεις γιατί σύννεφο θα γίνει 
και θα χαθεί για πάντα. 

Σαν ερωμένη να την δεις που θέλεις να την 
πλαγιάσεις πάνω στο χορτάρι. 
Το χέρι της να κρατάς σφιχτά καθώς 
ανεβάζεις την φούστα της στον αρχέγονο 
να πέσεις χορό. 
Πολλά κι όμορφα παιδιά να γεννηθούν 
έτσι που να μοσχοβολάει ο κόσμος σαν
απόρθητη ελατοκορφή πνιγμένη στο θυμάρι 
και στην άγρια μέντα. 
Νικητής εσύ που την κέρδισες 
αιώνια νέος θα παραμείνεις και με χέρια 
επιδέξια θα της στεφανωνεις τα μαλλιά
και δακτυλίδι θα της περνάς μονόπετρο 
στον αντίχειρα κάθε που γιορτάζει.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

Ανερμήνευτα όνειρα

Στο ίδιο προσκεφάλι κοιμηθήκαμε.
Λευκό μαξιλάρι με δαντέλα 
στην άκρη περίτεχνη από τα χέρια της μάνας. 
Το σταυρώσαμε τρεις φορές λαμπερά 
να μας βρούνε όνειρα, συνέχεια 
της καλοκαμωμένης μας ζήσης. 
Στη στράτα των ονείρων ένα ένα 
πετούσαμε τα πετραδάκια το δρόμο 
να βρούμε του γυρισμού κατά το ξημέρωμα. 

Στα όνειρα που μας συνόδευσαν 
υποκλιθήκαμε σαν θεατές στο θέατρο 
του παραλόγου. 
Εσύ με ένα ποδήλατο της πολιτείας 
διέσχιζες τα στενά. 
Μαντήλι φορούσες στο λαιμό που ο αέρας 
το πλατάγιζε πέρα δώθε σαν σημαία 
σε νοερό σύνορο. 
Το πρόσωπό σου ξαναμμένο σαν πρώιμη 
αγριοφράουλα πετούσε σπίθες. 
Εγώ πάνω σε ολόασπρο άλογο το
περιαστικό διέσχιζα δάσος. 
Στο καλαθάκι δίπλα στη χαίτη τοποθετούσα
κλωνιά από αειθαλή δέντρα. 
Μύριζε ένα γύρω ρετσίνι και στεγνή άργιλος. 
Τα πατζάκια μου λερωμένα και το
στρίφωμα ξυλωμένο από τη χαλαρή τριχιά. 

Το πρωί με τον καφέ να αχνίζει 
δεν είπαμε τίποτα. 
Στα βάζα του σαλονιού κλαδιά από 
αειθαλή δέντρα. 
Στο κέντρο της κάμαρας πάνω στο χαλί 
σαν περιστέρι ριγμένο το λευκό σου μαντήλι.
Κοιτούσαμε δεξιά αριστερά για να
αποφύγουμε να κοιταχτούμε κατάματα.
Ακούστηκε το κουδουνάκι του ταχυδρόμου. 
Ανοίξαμε την πόρτα.
Κοντοστάθηκε.
Του ψήσαμε καφέ.

Έβγαλε το καπέλο αφήνοντας ελεύθερη 
μια ξανθιά του τούφα. 
Ήταν όμορφος σαν άγγελος φευγάτος. 
Ψαχούλεψε τη σάκα του και μας παρέδωσε 
την αλληλογραφία μας. 
Όταν έφυγε άφησε πίσω του την σκόνη
των δρόμων. 
Δεν ξεσκονίσαμε παρά αφήσαμε τη σκόνη 
να αιωρείται στον πικρό αέρα του σαλονιού. 
Ξέραμε πως θα ξαναπερνούσε το επόμενο 
πρωί την ίδια ώρα ακριβώς με ένα 
πάκο από γράμματα.
Βλέπεις είχαμε πολλούς ξενιτεμένους
αδερφούς και πολλά ανερμήνευτα όνειρα 
κι αυτός σαν καλός μάντης τα γνώριζε όλα
και μας παρηγορούσε.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Η σκακιέρα του ουρανού

Έλα εδώ να σου δείξω τους
δρόμους της καθολικής σιωπής. 
Αμάρτησα κάτω από ουρανούς 
που μεροληπτούσαν με λέξεις άφατες.
Όλα τα φωνήεντα είχαν αποτραβηχτεί 
μαζί με τα πνεύματα και τους τόνους. 
Άηχο ο κόσμος κοχύλι. 

Τρία σύμφωνα μόνο έμελε να με κατοικήσουν. 
Το κάπα, το λάμδα και το χι.
Κάπα όπως καλημέρα όταν πετιέσαι 
από το κρεβάτι με ένα άνθος γαρυφαλλιάς 
στο αυτί και τεντώνεις το σώμα 
σε στάση ευλύγιστου τόξου έτοιμο να φύγει
προς το στόχο. 

Λάμδα όπως λίλιουμ σε παρτέρι καλυμμένο 
από την ώχρα του πρωινού. Λουλούδι 
δεμένο σε ανθοδέσμη νυφική που μικρό παιδί 
έπιασε στον αέρα ενώ ένα γύρω οι ερωμένες 
των λιμανιών καιροφυλακτούσαν.
Αν και αποκαρδιωμένες δεν το κουνούσαν ρούπι
προσμένοντας την οδηγία των άστρων
ή των σοφών τις προσταγές. 

Και τέλος το χι όπως χιόνι εκείνο το πρώτο 
που πέφτει στις κορυφές μήνα Νοέμβρη 
και το οσμίζονται ανυπότακτα θηρία κι άλλοτε 
πάλι ο άνεμος το βάζει στις σόλες του και
κατεβαίνει στις πολιτείες για να θερίσει 
ξεμπράτσωτες κορασίδες που παζαρεύουν
ένα μέτρο καθαρό μετάξι 

Καλημέρα λοιπόν με ένα λίλιουμ στο χέρι 
στο χρώμα του χιονιού που αργά έχει αρχίσει 
να μου σκεπάζει το σώμα. 
Δεν φαίνομαι μα εσύ θα με γνωρίσεις.
Δεν αναπνέω μα εσύ θα με αφουγκραστείς.
Είσαι εδώ. 
Σε διάλεξα μέσα από ένα πλήθος 
που ασυγκράτητο έτρεχε στις μεγάλες 
συγκεντρώσεις για να φωνάξει Όχι
ενώ για επιλογή του είχε χιλιάδες Ναι.

Κόλαφος λοιπόν οι σημαίες που δεν 
κυμάτισαν και διπλωμένες έμειναν δίπλα 
στην παλιά σερβάντα με τα ρακοπότηρα
των πεθαμένων. 
Τη σιωπή τους να θαυμάζεις και με έλαια 
λεβάντας να τις θυμιατίζεις οι νέες γενιές 
να τις κληρονομήσουν και να τις προτάξουν 
ορθά μπροστά από ανέφελους ουρανούς
εκεί που ο ήλιος την σκακιέρα του άπλωσε
για μια τελευταία παρτίδα με τους αγγέλους 
που έκπτωτοι κλαίνε. 

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Μια νέα αρχή

Ήρθε ο καιρός να αποχωριστείς 
τα σκοτάδια σου. 
Να η χαραυγή προβάλλει και με
ένα μαυριτάνικο σπαθί στο χέρι 
τέμνει στα δυο το σαρακοφαγωμένο 
τέμπλο του ουρανού. 
Αναβλύζει αίμα κατακόκκινο
με μια υποψία χρυσού στους 
τελευταίους του κόμπους. 
Υποχωρεί το σκότος που σε ήθελε. 
Έτοιμη η παλαίστρα για τη μάχη
που θα δοθεί με αυστηρούς κανόνες. 
Έσω έτοιμος. 

Άκου τις ελάχιστες νότες του γρύλου. 
Άκου του ανυπότακτου αλέκτωρα την 
συνηθισμένη φωνή.. 
Άκου του ημίονου την επίμονη περπατησιά. 
Στον αχυρώνα δυο κλωσσόπουλα 
λυμαίνονται το παχύ ασπράδι ενός 
σπασμένο αυγού. 
Το ροδομάγουλο κορίτσι θα μείνει νηστικό
σήμερα. 
Ας είναι. 
Πάρε το από το χέρι για μια βόλτα στο δάσος. 
Τακτοποίησε πρώτο λίγο τα σγουρά σου
μαλλιά έτσι που να μην σκοντάφτει πουθενά 
το βλέμμα. 

Εκεί στο δάσος η χαρά είναι κρυμμένη 
πίσω από την ανθισμένη αμυγδαλιά. 
Σε περιμένει ανυπόμονα εδώ και μέρες. 
Πρόσεχε τα άνθη.
Αντέχουν στο ψύχος αλλά φοβούνται 
πολύ την παλάμη της απραξίας. 
Μην ρίξεις τα άνθη. 
Πονάει η γύμνια. 
Η χαρά θα σε ταξιδέψει σε νέους κόσμους. 
Εκεί που άλλοτε δεν πήγες. 
Κόψε ένα λουλούδι της γης μια λευκή 
ορχιδέα και χάρισε της το.
Εσύ που γνώρισες το μαύρο ξέρεις να εκτιμάς 
το απαστράπτον λευκό περισσότερο από 
τον καθένα. 
Μόνο μια συμβουλή μου άκουσε. 
Το κορίτσι μην απαρνηθείς. 
Τάισε το κουμαροκαρπούς και τα 
δυσεύρετα αυγά της πέρδικας χάρισε της.
Αυτό η ελπίδα και η απαντοχή.
Αυτό ο νέος κόσμος που σου ξάνοιξε την ψυχή. 

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Κρυφή αγάπη

Σε αγάπησα κι ας μου ξέφευγες 
όπως μια πέτρα που κατρακυλά 
στον γκρεμό και στην όχθη του
ποταμού καταλήγει ποταμίσιο
να γίνει βότσαλο. 
Μικρό παιδί το προφταίνει 
και αφού εξετάζει τις φλέβες του
στο υγρό ύφασμα του παντελονιού 
το κρύβει για να μην το χάσει. 
Το βράδυ γυρνώντας στο σπίτι ή μάνα 
του κάνει πως δεν καταλαβαίνει,
αρπάζει το βότσαλο και το περνάει 
στην κάλτσα που ξηλώθηκε για να 
την ράψει πιο σταθερά. 

Το παιδί επίμονα εξετάζει τα ρούχα του.
Τρέχει στο μπάνιο, μπαίνει 
στο λουτήρα πλένεται στα χέρια του
το σαπούνι όμοιο με βότσαλο 
που κατρακυλά σε γκρεμό απάτητο. 
Η μάνα φοβάται, χτυπάει την πόρτα,
το παιδί δεν απαντάει, ακούει αφηρημένο
από μακριά την βουή του ποταμού.
Οι φωνές κατόπιν σταματούν. 

Όταν βγαίνει στην κάμαρα η μάνα 
έχει αποκοιμηθεί δίπλα στην σβηστή 
φωτιά. 
Στην ποδιά της μάνας η κάλτσα, 
πουθενά το βότσαλο ή το λεπτό βελόνι.
Ψάχνει τις τσέπες της, τίποτα.
Το παιδί ανεβάζει τον διακόπτη
να δει καλύτερα.
Η μαμά δεν ξυπνά.
Η μαμά παραμιλάει, φωνάζει κάποιον 
Γιάννη. 
Το παιδί τρέχει στην πόρτα 
Απέξω περνάει ο καστανάς. 
Παίρνει με ένα δίδραχμο μια σακούλα. 
Τώρα που κοιμήθηκε η μάνα 
αυτό θα είναι το βραδινό του.
Από μακριά ακούγονται βότσαλα 
να κατρακυλούν σαν ήχοι απόκοσμοι.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Συναίνεση

Άπλωσε το χέρια πάνω απ' τη
φωτιά δεν κάηκε. 
Έβαλε τα χέρια κάτω απ' τη 
βροχή δεν βράχηκε. 
Πρόταξε τα χέρια στον λίβα
δεν ίδρωσε. 
Ακούμπησε τα χέρια πάνω 
απ' το κλειστό πηγάδι δεν θύμωσε. 
Μόνο όταν την πλησίασε ο έρωτας 
με τα καψαλισμένα φτερά 
κάηκε, βράχηκε, ίδρωσε και θύμωσε 
έτσι καθώς μακάρια κοιμόταν πάνω στα
φλοράλ σεντόνια με τα αταίριαστα
για την εποχή λουλούδια.
Έτσι αισθάνθηκε επιτέλους τη χαρά 
πως ξαναζούσε. 

*
Έσπρωξε το συρματόπλεγμα και μπήκε 
στο λιβάδι. 
Μια αμυχή στο χέρι δεν την ένοιαξε. 
Ο τόπος κατάσπαρτος με αγριολούλουδα 
αγριόχορτα και βλαστάρια της γης. 
Έβγαλε το μαχαιράκι κι άρχισε να
μαζεύει παχολάχανα, ραδίκια, 
καβουράκια και πικραλίδες. 
Το χώμα ήταν νωπό και δεν δυσκολεύτηκε. 
Είχε περάσει μια μεγάλη περίοδος 
βροχών που αφύπνησε τη γη.
Πριν φύγει έχασε το ασημένιο 
δαχτυλίδι της, το έψαξε παντού 
δεν το βρήκε. 
Έφυγε πιο πλούσια κι ας έχασκε 
βαρύ το αποτύπωμα στο δάκτυλο της
από το χαμένο κόσμημα. 

*
Κόπασε ο αέρας και το σώμα 
παραδόθηκε στην άπνοια, κάτι 
σαν βουβή κόλαση τους είχε πλησιάσει. 
Αύριο δεν θα μπορέσουν να πετάξουν 
οι χαρταετοί με τις σγουρές ουρές. 
Τα παιδιά θα κλαίνε και οι μανάδες 
μάταια θα ξεφυσούν το αεράκι της
καρδιάς τους μπας και κάτι αλλάξει. 
Το βράδυ στο σπίτι δίπλα στο τζάκι 
τα παιδιά θα χαϊδεύουν τους
τσαλαπατημένους χαρταετούς.
Η οργή είχε βρει ευτυχώς κανάλι 
εκτόνωσης κι ο ουρανός συνεσταλμένος 
άρχισε να μαζεύει μέσα σε ένα θεόρατο 
πουγκί τα αστέρια του όλα για να 
τα χαρίσει στα απαρηγόρητα παιδιά. 
Κάποτε τα παραμύθια από μόνα τους 
δεν βοηθούν. 

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Δημιουργία

Έμπηξε ένα ξύλο στο χώμα 
και φύτρωσε λουλούδι. 
Άφωνη στάθηκε μπροστά 
στο θαύμα. 
Δεν ωφελεί να εξηγείς. 
Δεν ωφελεί να ψάχνεις,
παλιούς να ανοίγεις
παπύρους και να προβαίνεις 
σε αναλύσεις.
Η παρακμή σου θα φανεί.
Τα θαύματα ενυπάρχουν 
προ του σχηματισμού του
σύμπαντος, προ της έλευσης 
του φωτός και επιβεβαιώνουν 
με τρόπο εκρηκτικό 
το αναπόσπαστο δέσιμο 
της ανθρώπινης φύσης 
με το άχραντο. 

(όπου άχραντο το Θείο στην ανθρώπινη φύση
το ανεξερεύνητο στα καθημερινά μικρά)

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Μυστική αποστολή

Έμαθα το όνομά σου μόλις 
χτες βράδυ, δεν το ήξερα. 
Μου το ψιθύρισε ένα παιδί 
με γρατζουνισμένο μάγουλο 
και περικνημίδες στα πόδια. 
Είχε έρθει από μακριά μέσα 
στον καυτό ήλιο, ιδρωμένο 
και ταλαίπωρο και με βρήκε. 

Με πλησίασε και με έπιασε 
από τη μέση, σχεδόν με 
ταρακούνησε.
Έτσι τον λένε μου είπε αυτόν 
που κρυφά αγαπάς. 
Αυτό είναι το πραγματικό του 
όνομα, όλα τα άλλα είναι 
αποκυήματα της φαντασίας 
του, της μέθεξης ενοράσεις.

Το φίλησα στο μέτωπο, του 
σφούγγιξα τον ιδρώτα και το
τάρταρα σιμιγδαλένιο γλυκό. 
Δεν το καταδέχτηκε.
Μόνο μου ζήτησε ζαχαρωτά 
πολύχρωμα σαν αυτά της μάνας 
του.
Όταν του έφερα, χάρηκε και 
με μια ξαφνική κίνηση πέταξε 
μακριά τις περικνημίδες.
Ένιωσα άβολα, ένιωσα σαν να 
με κυνηγούσαν αφηνιασμένα 
θεριά.

Κάτω από τις περικνημίδες είχε 
μεγάλες κι ανοιχτές πληγές. 
Δεν άντεξα και σχεδόν λυπόθυμη 
κρατήθηκα από τον ώμο του.
Με συνέφερε.
Κοίτα τις πληγές μου είπε, έτσι 
είναι η καρδιά του αγαπημένου σου
και πρόσεξε καλά, το όνομα 
του να μην το μαρτυρήσεις ποτέ 
σε κανέναν γιατί κάκτου
λουλούδι θα γίνει και λίγες θα του 
απομείνουν μέρες πάνω στη γη.

Γύρισε την πλάτη κι έφυγε. 
Τότε μόνο κατάλαβα πως είχε φτερά 
και αντί για χέρια είχε μια πυκνή 
φυλλωσιά άγριας φτέρης από 
την οποία καθώς βάδιζε έπεφταν 
πλήθος μαραμένα φύλλα. 
Έσκυψα και τα μάζευα και σε κάθε ένα 
από αυτά ήταν το όνομά σου γραμμένο. 
Ψέλλισα ένα αδύναμο "μην φεύγεις."
Το τραυματισμένο παιδί δεν ήταν 
τίποτα άλλο παρά η ίδια η καρδιά σου 
που ζωντάνεψε μόνο για μένα και 
για τόσο λίγο. 

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

Ο τρομερός δράκος

Επειδή οι μέρες είναι πονηρές 

Τα μαύρα πουλιά κατέβηκαν 
στη χώρα αρχές του χρόνου. 
Έκατσαν στα ηλεκτροφόρα 
σύρματα πάνω από την πλατεία. 
Μαύρισε η πλατεία κι ο κόσμος 
σκόρπισε στα τέσσερα σημεία
υποψιασμένος. 

Τα μαύρα πουλιά δεν έφερναν 
κανένα προμάντεμα χαράς.
Αντιθέτως έσπειραν τρόμο 
και φόβο στους κατοίκους 
της μικρής πολίχνης.

Σαρκοβόρα, ανθρωποφάγα 
κι αιμοχαρή άρχισαν τις χαμηλές 
πτήσεις. 
Έτρεχε αλλόφρον το πλήθος 
για να σωθεί, κλείνονταν στα 
σπίτια μα κι εκεί ο κίνδυνος 
δεν αποσοβούσε.

Τα πουλιά έσπαγαν τα τζάμια 
με τα ατσάλινα ράμφη τους, 
μετακυλούσαν πέτρες και 
χοντρές λαμαρίνες με τα γαμψά 
τους νύχια. 
Κατέσχιζαν σάρκες, μόλευαν 
αγκαλιές, ξεδιψούσαν με αίμα. 

Μεγάλοι σεισμοί και της γης 
αναταράξεις συνόδευσαν την
κάθοδο τους στη χώρα. 
Κανείς, ούτε καν οι αρχηγοί 
κατάφεραν να τα σταματήσουν. 
Βγήκαν οι πανοπλίες από τα
σεντούκια, βγήκαν τα όπλα,
τα σπαθιά κι εκείνα τα 
κουμπούρια των προγόνων. 

Μάχονταν οι κάτοικοι μέχρι 
θανάτου μα ανίκητα τα μαύρα 
πουλιά συνέχιζαν τις επελάσεις.
Μαυροντυμένες οι γυναίκες 
έφτιαχναν σπερνά κι έκρυβαν 
τα παιδιά κάτω από τις φούστες 
τους, ίσως το μέλλον να ήταν 
φωτεινότερο.

Ο όλεθρος επέχαιρε κι έτριβε 
με ικανοποίηση τα χέρια του. 
Τα μαύρα πουλιά τα είχε 
ξεράσει ο δράκος της λίμνης 
που κανένας γενναίος δεν 
τόλμησε να πάρει κοντάρι 
να τον εξοντώσει. 
Γη των Ψαρών έγινε η μικρή 
τους κοινότητα κι η δόξα 
κανένα στεφάνι δεν κρατούσε.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Προδοσία

Έστησε το αντίσκηνο του
δίπλα σε έναν συνοικισμό από 
μπουλούκια. 
Τσιγγάνοι ήταν κατά το πλείστον 
γυναίκες και παιδιά με λαχουρωτά 
ρούχα και σώματα φιδίσια.
Εκεί να κατασκηνώσει, ελευθερία 
να γευτεί και σκέψεις καθάριες. 
Νομάς να γίνει, να πλέκει καλάθια 
με τις αλυγαριές.
Ξυπόλητος να περπατά πάνω στο 
χαλί με τις παπαρούνες. 
Το ντέφι να παίρνει να διασκεδάζει 
τους πικραμένους και τους ζητιάνους
γύρω από τη φωτιά. 

Πήρε κάρβουνο έβαψε το πρόσωπό του,
τα χέρια του, την πλάτη του
για να τους μοιάζει. 
Μόνο το στήθος του δεν πείραξε. 
Εκεί το τατουάζ μίας γυναίκας, εκεί
μια καρδιά που σκουρόχρωμο ήταν 
κουρελάκι.
Γυναίκα η αιτία.
Θεϊκό το όνομά της. Ελοΐζα.
Αυτή που απαρνήθηκε τη φυλή της
και κοσμική έγινε κυρία με τέλειο 
το ανφάς και χείλη σαρκώδη.
Το μέρος αυτό θα επέλεγε 
για να νιώθει την ορμή της αγάπης του 
να αυγαταίνει σαν χείμαρρος του χειμώνα. 
Μίας αγάπης μοιραίας που στα παζάρια
πουλήθηκε έναντι αδράς αμοιβής 
από την πλευράς της άπιστης Ελοΐζας.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Αναβολή

αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει
Κώστας Ουράνης

Ανέβηκε πρόθυμα στο σκαμνάκι.
Το σκοινί το είχε δέσει ψηλά
από χθες.
Πέρασε τη θηλιά στο λαιμό.
Κοίταξε γύρω του, όλα στη θέση τους,
όλα τακτοποιημένα.
Έκανε το σταυρό του.
Ξανακοίταξε εξεταστικά το δωμάτιο.
Το πιάνο είχε πιάσει σκόνη,
δεν το είχε από πριν προσέξει.
Άκουσε το νιούρισμα της γάτας του.
Τον γυρόφερνε ανήσυχη ίσως
να είχε έρθει η ώρα του φαγητού της.
Δεν έλεγε να σταματήσει παρόλο το
παρακαλετό.
Στο κατόπι το γέρικο του ροτβάιλερ
με το λουρί στο στόμα τον καλούσε
για την απογευματινή βόλτα.
Ανυπόμονο γάβγιζε κι όρθωνε τα αυτιά.
Τα κατοικίδια δεν ήξεραν τις προθέσεις του.

Μετεωρίστηκε για λίγο κι έπειτα
έβγαλε τη θηλιά.
Ο λαιμός του κρουστός.
Τα χέρια του παγωμένα.
Τα μελίγγια χτυπούσαν δυνατά.
Πλησίασε τη σόμπα, έκαιγε ακόμα.
Ζεστάθηκε.
Στη τσαγιέρα κόχλαζε το νερό, το
απομάκρυνε.
Ετοιμάστηκε για τη βόλτα αφού πρώτα
τάισε τη γάτα.
Το ροτβάιλερ κρατούσε το λουράκι.
Κουνούσε ευχαριστημένο την ουρά.
Ο αέρας έδιωξε μακριά μια μύγα.
Δεν την είχε από πριν προσέξει.
Ίσως να μπήκε τώρα από το μισάνοιχτο
παράθυρο.

Βγήκε στην είσοδο.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, είχε γένια
πέντε ημερών που τον αγρίευαν.
Προχώρησε, αναστενάζοντας.
Στο τραπεζάκι με τους λογαριασμούς
είδε ένα γράμμα σε φάκελο κίτρινο Α4
με ένα γραμματόσημο στα δεξιά
Είχε τη διεύθυνση του.
Για αποστολέα είχε εκείνη.
Αναθάρρησε.
Χαμογέλασε.
Ποιος το περίμενε....

Αφού τελείωσε με την βόλτα και μπήκε
σπίτι άνοιξε τον φάκελο.
Τα καλλιγραφικά της γράμματα τον καλούσαν
αύριο το απόγευμα στις έξι η ώρα στο σταθμό
για να την παραλάβει.
Θα επέστρεφε.
Χαμογέλασε.
Χάιδεψε το γράμμα.
Μύρισε το λεπτό της άρωμα.
Ύστερα το μάτι του πήγε στο σκοινί.
Ανέβηκε στη σκάλα και το κατέβασε.

Βγήκε στο μπαλκόνι.
Ο αέρας μύριζε κίτρο και αρμπαρόριζα.
Θυμήθηκε πως έτσι μύριζε και το σώμα της.
Έδεσε το σκοινί στις προεξοχές.
Αύριο θα πέταγε τη σπασμένη απλώστρα.
Τώρα που θα ήταν δυο χρειάζονταν πιο
πολύ χώρο για τη μπουγάδα.

Κάθισε στο τραπέζι κι έκανε τσιγάρο.
Η μέρα τον αποχαιρετούσε.
Είχε βαμμένα τα μάγουλα της ροζ.
Υποκλίθηκε στην ομορφιά της
και μπήκε μέσα, ήταν η ώρα του δείπνου.
Η γάτα τρίφτηκε στα πόδια του ενώ
το σκυλί του είχε νωχελικά καθίσει
πάνω στη μεγάλη ασπρόμαυρη μαξιλάρα.
Η νύχτα έπεφτε σιγά σιγά, το άρωμα της
διάχυτο στην κάμαρα έδινε υποσχέσεις.

Ένα όνειρο

Στην κρύα νύχτα ξεβράστηκε
Σε παγωμένη λίμνη βρέθηκα 
γυμνή να παλεύω στην όχθη 
να βγω. 
Κολύμπι δεν ήξερα, πυξίδα 
δεν κρατούσα μόνο την καρδιά 
στα χέρια μου είχα, ρόδο
εκατόφυλλο να την ξεφυλλίζω. 
Στο τέλος τίποτα δεν περίσσεψε.
Έμεινα πιασμένη από μια καλαμιά
με την γονατισμένη μου καρδιά 
να βγάζει οξείς ήχους και να με
παρακαλάει απεγνωσμένα τα φύλλα 
της να συγκολλήσω.
Ένα γύρω τα πέταλα απομακρύνονταν.
Ούρλιαξα θυμό μεγάλο. 
Ανέβηκαν φυσαλίδες.
Είχα ήδη πεθάνει και δεν το γνώριζα. 

Εκπυρσοκρότιση

Ο χρόνος σε σεβάστηκε και 
δεν άγγιξε τα γκρίζα μάτια σου. 
Είχε άδικο ο Αλεξανδρινός 
την ομορφιά τους κράτησαν 
ακέρια σαν παλιό αρωματικό
κρασί στο πέτρινο κελάρι. 
Και μένω εδώ να τα θωρώ 
σπίθες να βγάζουν και μαχαίρια 
να κρατούν κι όποιος γλυτώσει. 
Και μένω εδώ να τα κοιτάζω
τις βαριές τους βλεφαρίδες 
να ανοιγοκλείνουν και να με
φυλακίζουν σε κελί υγρό 
και σκοτεινό.

Δέσμιος τους τώρα και πώς
να ξεφύγω;
Υπηρέτης τους και πώς να μην
υποκλιθώ;
Αιχμάλωτος τους και πώς να 
απελευθερωθώ;
Στήνω τραπέζι και τα καλοδέχομαι
με μια ανθοδέσμη στα χέρια από 
τις τουλίπες του δειλινού. 
Εδώ θα μείνω κι αν κάποτε 
αποστραγγίξω το δάκρυ τους
και διψάσω δεν θα τα αρνηθώ.
Τη βροχή θα καλέσω κι εκείνο
τον καταρράκτη που περνάει 
ανάμεσα από τα χέρια σου για να 
δροσιστώ και να νίψω το πρόσωπό μου.
Όμορφη να με θωρείς νερό αθάνατο 
να σε κερνώ και στο χορό να μπαίνω 
κρατώντας του νόστου μαντήλι. 

Στο ζωνάρι κρύβω δυναμίτη 
αν τυχόν μου αντισταθείς. 

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Διάρρηξη

Στολίδι τα γκρίζα σου μάτια. 
Από που τα πηρες;
Στις προθήκες με τα βυζαντινά 
σκουλαρίκια λείπει ένα ζευγάρι. 
Δεν υπονοώ τίποτα. 
Αυτοκρατόρισσες στα χάρισαν 
για να θωρείς κατάματα την ιστορία. 
Όπως μικρό παιδί στο παραμύθι 
κοιτάζει ίσα το ασέλωτο άλογο 
του μικρού πρίγκιπα και το παίρνει
για να ταξιδέψει πολύ πέρα από τη 
λογική, πολύ πιο πέρα από τα συμβάντα. 
Στα μέρη εκείνα που ανθούν 
οι αγαπησιάρικες λέξεις με τα 
μεγάλα νοήματα. 
Αχ και να σε είχα κοντά μου
διαρρήκτης να μην γίνω τις 
προθήκες κι αδειάσω και με
συλλάβουν οι αυλικοί σου.

Ο ιπτάμενος φίλος

Σαν το κιρκινέζι που επιστρέφει 
από τις θερμές χώρες 
ήρθα στην αγκαλιά σου.
Τι κι αν είναι χειμώνας ακόμα 
εγώ δεν το υπολόγισα, με θάρρος 
ζώστηκα και την Άνοιξη δίπλα στις 
μπουμπουκιασμένες φρέζες του
μπαλκονιού σου είπα να φέρω.

Χιλιόμετρα πολλά έκανα.
Δάση πέρασα με κουμαριές και ρείκια.
Θάλασσες χαιρέτησα και κι εκεί στάθηκα 
για λίγο και στο χορό των δελφινιών υποκλίθηκα. 
Σε ασήμαντες βραχονησίδες ξεκουράστηκα.
Σε μια γαλάζια κορδέλα ακροβάτης 
έγινα και ξενιστής.
Άκου το τιτίβισμα μου.
Νιώσε των φτερών μου την ακαταμάχητη 
ελευθερία. 
Αφουγκράσου την πείνα μου όμοια με το
λεπίδι του έρωτα που τις όμορφες καρδιές 
στα δυο κατατέμνει. 

Είμαι το κιρκινέζι σου.
Ο αδούλωτος αέρας σου.
Το ραντεβού σου με την ομορφιά. 
Ο χάρτης που μελετάς για τα ταξίδια. 
Η απαρχή για το πολυπόθητο σμίξιμο
των ξαναμμένων κορμιών 
Δώσε μου τα πρωινά φιλιά σου.
Δώσε μου το ποτήρι της ηδονής γεμάτο
από υποσχέσεις.

Πόσο πολύ πόθησα να νιώσω την ανάσα σου,
δίπλα στο καταπονημένο μου σώμα,
να χαρτογραφεί την έξαψη των κυττάρων μου. 
Πόσο πολύ σε νοιάστηκα, εσύ που τους
χειμώνες με βεργούλες διώχνεις μακριά. 
Ήρθα και θα μείνω. 
Εσύ ο βιότοπος σου.
Εσύ ή υπέρχειλη κούπα 
Μα πάνω από όλα εσύ ο κηπουρός μου
που θα ξεχερσώσει την πίκρα από τα
χείλη μου με τη βουκέντρα του φιλιού σου. 

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Η ΕΠΙΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Λοβοτομή

Σπατάλησα μια ζωή 
για να σε βρω 
κι όταν σε βρήκα 
(ριπή από ατλάζι
στον αγριεμένο καιρό)
σε έχασα σαν τα σβησμένο 
ίχνη ενός δραπέτη 
πάνω στην τροχιά 
της σελήνης.

*
Επιστροφή 

Μέσα σε διαδρόμους 
νοσοκομείων,
με τη μυρωδιά 
του χλωροφόρμιου 
να με απειλεί,
σε συνάντησα.
Ακροβατούσες μεταξύ 
ζωής και θανάτου 
και σε τράβηξα πίσω.
Κοχύλι που ξαναγυρνά
στη μήτρα της θάλασσας
θρυμματισμένο. 

*
Καταδίωξη

Στο χνούδι που έχουν 
οι παπαρούνες 
στους μίσχους τους
πάνω 
θα γράψω τα ποιήματα.
Να έρχονται 
οι μαγιοπούλες
με τα χρυσά μενταγιόν 
να τα διαβάζουν.
Ανάστατες οι νεράιδες 
να κρύβονται τρέχοντας 
στους ποταμούς 
την ομορφιά τους
μη δουν και την συλήσουν.
 
*
Ανάσταση 

Στο ψυχιατρείο 
τα κλινοσκεπάσματα
είχαν κυανό χρώμα.
Δεν ήταν γιατί 
ήθελαν να μοιάζουν 
σε ουρανό ή θάλασσα 
αλλά διότι 
στο πλυσταριό 
που πλύθηκαν 
περίσσευε το λουλάκι
αυτό που χρησιμοποιούσε 
η νόνα για να φρεσκάρει 
τα τοιχία του σπιτιού της
κάθε που πλησίαζε 
στον κόσμο η ανάσταση.

*
Ορχήστρα 

Το ραδιόφωνο έπαιζε 
γλυκανάλατα τραγούδια. 
Δεν έβρισκε σταθμό 
που να συντονίζεται 
πλήρως με της καρδιάς 
τους θορύβους. 
Έριξε νερό στο πρόσωπο της,
μάτισε λίγο το σάλι της
και πήρε το σαξόφωνο
πλέον αποφασισμένη
για όλα. 
Έπρεπε να τολμήσει 
και να διαπλατύνει 
τις οκτάβες του έρωτα 
στο έπακρον 
σύμφωνα με την ορχήστρα 
των πουλιών το λυκαυγές.

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

Ανάφλεξη

Με τα καλαμποκόφυλλα 
οι γιαγιάδες μας γέμιζαν στρώματα,
παπλώματα και μαξιλάρια.
Ζεσταίνονταν τα σώματα με αυτά. 
Ξεκουράζονταν τα κορμιά.
Χτυπούσαν δυνατά οι καρδιές 
σαν έμπαιναν στου έρωτα 
τον αέναο στροβιλισμό. 
Χριτς χρατς τα καλαμποκόφυλλα
να θορυβούν άγρια τίς νύχτες. 
Οϊμέ οι γειτονιές να απαντάνε. 
Όμορφα χρόνια με αθώα ακόμα 
τα χαμόγελα καί χωρίς πολλές 
αιτιάσεις οι αγκαλιές. 

Τώρα τα καλαμποκόφυλλα τα καίνε 
στα χαντάκια δίπλα στους κήπους. 
Μεγάλες οι φλόγες που ανεβαίνουν,
ίσαμε δυο μέτρα περίπου, τα φίδια και
τις σαύρες να φοβίζουν και τα παιδιά 
να τα κάνουν να λακάνε. 
Αν έχεις μάτια εσωτερικά
θα διακρίνεις ανάμεσα στις φλόγες 
κάτι μεγάλα χέρια με δαγκάνες 
αντί για δάκτυλα να προσπαθούν 
να περισώσουν κάτι από το ανέφικτο. 
Είναι οι ψυχές που κατεβαίνουν 
κι έρχονται εδώ λαχταρώντας λίγη 
ζεστασιά κι ανάπαυση. 

Στους ουρανούς που ζουν 
έχει πολλή ψύχρα και από μόνα 
τους τα σεντόνια των σύννεφων 
δεν τους φτάνουν, κρυώνουν και
τουρτουρίζουν όλες τις εποχές. 
Επιπλέον τα σώματα τους υποφέρουν,
καθώς δεν αναπαύονται καλά έτσι 
που κοιμούνται στις κακοτράχαλες 
βουνοκορφές πλάι στις αποικίες 
του τσαγιού, πονούν οι αρθρώσεις 
τους κάθε που κατεβαίνουν τις 
σκάλες για να έρθουν ως εδώ. 

Συμπόνεσε τους κι άσε στην άκρια 
κάποια ξερά φύλλα, στρωσίδια για 
να φτιάξουν. 
Αυτοί θα σε ευγνωμονούν και
δάκρυα θα χύνουν που στη συνέχεια 
βροχές θα γίνονται, τα χωράφια 
να καρπίζουν όπως παλιά μαζί με 
τα αθώα χαμόγελα και τις χωρίς 
πολλές αιτιάσεις αγκαλιές.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Ενάργεια

Ο τελάλης

Ξέκοψε από τις στρατιές των 
αγγέλων κι έλα εδώ. 
Εγώ με νύχια σκληρά θα σου
γράφω ποιήματα πάνω στην
πελεκημένη πέτρα. 
Δυνατά θα στα απαγγέλω 
με τη φωνή του ξακουστού τελάλη.
Θυμήσου τον.
(Αυτόν με την ευγενική όψη
και τις χθόνιες λέξεις που
περνούσε κάθε εξάμηνο)
Γυναίκες τον υποδέχονταν 
με γύψινα χέρια. 
Την πιο μικρή διάλεγε,
αυτή με τα σαγηνευτικά μάτια. 
Στον έρωτα ρίχνονταν, 
στην άκρια της προβλήτας,
με τις αγκαλιές γεμάτες 
από την αιωνιότητα του εφήμερου. 

*
Το ξωτικό 

Στο κάστρο διπλοκλείδωσαν 
τις πόρτες, έβαλαν για σιγουριά 
και βαριές αλυσίδες.
Το στοιχειό που ζούσε μέσα 
από εκεί να μην φεύγει και
στις ρούγες του χωριού 
διαρκώς να περιδιάβαινει 
σκιάζοντας τα αθώα κορίτσια. 
Μόνο που δεν ήξεραν 
πως πριν περάσουν τις αλυσίδες 
το ξωτικό είχε προλάβει 
κι είχε κλέψει την πεντάμορφη 
κόρη του άρχοντα
που στα όρη έως τα σήμερα 
κουστωδίες στρατιωτών 
ματαίως την αναζητούν με
αναμμένες τις δάδες
και φολιδωτά τα σώματα.

*
Ανυπαρξία 

Τίναξε τα φτερά του.
Λίγο χιόνι είχε πάνω. 
Είχε ανέβει στις Άλπεις 
για να φτάσει και να ανάψει 
το φεγγάρι. 
Τώρα ένιωθε χρήσιμος
και ωραίος. 
Τράβηξε μια φωτογραφία.
Το φεγγάρι υπέρλαμπρο 
έσβησε τη μορφή του. 
Υπηρξε;
Στο πέτο του καρφιτσωμένο 
ένα εντελβάις.

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Ολιγολεκτα

Αμελητέο πλην καθ' όλα δυνατό 

Δαγκωτό θα σου πάρω το φιλί
έτσι που από μια μόνη ρανίδα 
αίματος δικού σου 
νεαρός βλαστός να γενώ 
στα μάτια σου να αναρριχηθώ
κλεφτά.

*
Παρελθούσες εικόνες 

Στον εγκαταλελλειμένο  
σιδηροδρομικό σταθμό 
ακούστηκε ο θόρυβος 
από ένα τρένο που πλησίαζε.
Ξαφνιάστηκε.
Ο σταθμός ήταν κλειστός
εδώ και δυο δεκαετίες. 
Τρένο δεν περνούσε πια.
Έρημος ο σταθμός.
Στις ράγες χτες το απόγευμα 
είδε να φυτρώνει μια 
ανυπόμονη μαργαρίτα. 
Η μόνη ζωή εκεί. 
Την σκέφτηκε τώρα κάτω 
από το συμπαγές σίδερο 
να πεθαίνει. 
Αντί να τα γίνει ως είθισται 
θύμα μιας μυστικής αγάπης 
έμελλε να στενάξει 
κάτω από την επέλαση 
ενός αμείλικτου παρελθόντος.

*
Αδιαμαρτύρητα.  

Τα πόδια της ήταν παγωμένα,
τα χέρια της πολύ κρύα 
Έλεγες και θα πέσουν
αμαχητί πάνω στο παρκέ. 
Σήκωσε τα χέρια στην 
ανάταση.
Δεν θα γυμνάζονταν 
απλά θα παραδίδονταν 
στο σκληρό περίβλημα 
του χειμώνα όπως τα ψάρια 
με υποταγή ενδίδουν 
στόν παγωμένο φλοιό 
της λίμνης.