Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

Υπό τους ήχους των αηδονιών

Φύγε από τον σταθμό
Ενρίκε το τρένο της 
τελευταίας γραμμής
δεν θα έρθει ποτέ. 
Άδικα περιπλανήθηκες
από σταθμό σε σταθμό
να το περιμένεις. 
Το τρένο της τελευταίας
γραμμής, άδειο από
επιβάτες, ακύρωσε
το δρομολόγιο του 
κι έμεινε στην αφετηρία. 
Κανείς δεν το χρειάστηκε
μόνο ένα πετεινάρι έχει 
στην πρώτη κουκέτα του
για επιβάτη. 
Τυχερό υπήρξε αυτό το πτηνό. 
Ευτυχώς  έγκαιρα 
αντιλήφθηκε το τσεκούρι
και το έσκασε από τα χέρια
της μικρής μαρκησίας 
που σουπίτσα ήθελε
να το κάνει. 
Μαντεψιές κάνει τώρα
και για αλλαγή του καιρού
προειδοποιεί. 

Άδικα περιμένεις Ενρίκε
καιρός να πας σπίτι
το τρένο αποσύρθηκε. 
Αύριο έλα να πάρεις
το πρώτο τρένο της γραμμής. 
Το πετεινάρι θα είναι εκεί. 
Μόνο θέση θα έχει
αλλάξει και θα έχει
διαλέξει το τελευταίο
λαϊκό βαγόνι για κατάλυμα. 
Εκεί που λαγοκοιμούνται
οι εργάτες και τα 
κορίτσια φορούν
κλαρωτά φορέματα
πριν βγουν στο θυσιαστήριο. 
Απλόχερα τους δίνει
την αγάπη του
κι αυτοί άδολα σ' αυτό
ανταποκρίνονται. 
Το βαγόνι της τελευταίας
γραμμής σε περιμένει
Ενρίκε μαζί με το άγρυπνο
για πάντα πετεινάρι. 

Φύγε από το σταθμό 
Ενρίκε το αποψινό 
τρένο δεν θα ρθει. 
Άδικα έδωσες το τσίγκινο
κέρμα σου στον ζητιάνο
της εισόδου. 
Παραδόξως στο ψάθινο
καπέλο του είχε έναν
σωρό από ατόφιο χρυσάφι. 
Έβγαζε μάτι ανάμεσα
στον τόσο χρυσό το
δικό σου ευτελές κέρμα. 

Ο ζητιάνος θα αλλάξει
σταθμό Ενρίκε αύριο
το πρωί. 
Στον καινούργιο
σταθμό θα του ρίχνουν
αφειδώς δεσμίδες
από κολλαριστά
χαρτονομίσματα. 
Μην απορείς διόλου
έτσι είναι το γραφτό. 
Μεγιστάνας θα γίνει
ο ταπεινός ζητιάνος 
και θα διαφεντέψει 
στη μεγάλη πολιτεία. 
Αυτός σαν πρώτος άρχων
που θα στεφθεί από τον λαό
θα φτιάξει πολλές
παιδικές χαρές, επαύλεις
και μεγάλα λαϊκά στάδια
να τρέχουν τα παιδιά
που ορφάνεψαν νωρίς. 

Καρτέρεψε τον στον
πρώτο πρωινό συρμό
να τον γνωρίσεις. 
Το πετεινάρι κι ο ζητιάνος
περιμένουν στωικά εσένα
καλέ μου Ενρίκε να ρθεις
και σπαραχτικά σε ικετεύουν 
τη νύχτα να απαρνηθείς 
και τα αηδόνια της αυγής 
που κελαηδούν πλάι
στους συρμούς να διαλέξεις. 
Εκεί ο κόσμος σου
μικρέ μου, καλέ Ενρίκε.

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Εκλεκτός συνοδός

Δεν ήσουν τρωτός οπώρας
αλλά άφθαρτος καρπός
ήσουν πάνω σε παραδείσιο
δέντρο που ένας
τρομακτικός δράκοντας
το φρουρεί κι έχει στη ράχη
του δυο σειρές από
χαλκοπράσινες φολίδες. 
Κανείς δεν τον φτάνει. 
Κανένας δεν τον γεύεται. 
Ζηλευτός καρπός είναι. 
Βουλιμικές γυναίκες τον κοιτούν. 
Άντρες με κοντάρια στα χέρια
ζητούν να τον κατακτήσουν. 
Οι θύρες κλειστές. 
Οι δρόμοι ανύπαρκτοι. 
Κάποιοι βούλονται να χαράξουν
μονοπάτια μα ποιος αυτός
που θα καταλύσει το άπειρο
και το ανυπέρβλητο ύψος 
του θηρίου θα δαμάσει;
Κανείς. 

Δεν ήσουν ένα ψυχρό 
χειμωνιάτικο τοπίο
αλλά μια ξερική νησίδα ήσουν
που η καυτή του ηφαιστείου
λάβα την ανέβασε στην
επιφάνεια. 
Τίποτα δεν φυτρώνει εκεί
παρά μονάχα λίγα φρύγανα
ξερά και άθλια. 
Αφιλόξενη γη που κάτοικο
δεν γνώρισε ούτε ιστορία. 
Καράβια δεν την προσεγγίζουν. 
Ναυαγοί δεν την ξέρουν. 
Μόνο μια γοργόνα κουνώντας
την ουρά της την νανουρίζει
και ταχταρίσματα της λέει. 

Δεν ήσουν κάκτος αγκαθωτός 
μήτε βάτος άκαυτη αλλά
μοσχομυριστό γιασεμί ήσουν
που αναρριχάται σε πεζούλα 
κενοταφίου. 
Μικρά κορίτσια δεν καταδέχεται. 
Ματαιοπονούν όσοι αποπειραθούν 
τα άσπρα άνθη του να μαζέψουν. 
Ναρκισσιστικό φυτό που
συνομιλεί μόνο με τους
νεκρούς και σε μελίσσια
ελεύθερα, ξέρει να χαρίζει 
τους χυμούς του. 
Οι εραστές το ζηλεύουν. 
Δωδεκάχρονα παιδιά μόνο
μια φορά το χρόνο αφήνει
να το κλαδέψουν για να
φτιάξουν το μαγιάτικο
στεφάνι την είσοδο της
εκκλησίας να στολίσουν. 

Μέσα στις αντιθέσεις υπάρχεις
και καλά κρατάς τα μυστικά
της αιωνιότητας που σε έχει
ξεχωρίσει μέσα απ' τα 
απροσδιόριστα πλήθη και 
για συνοδό της εκλεκτό 
σε έχει επιλέξει. 

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Αφίξεις

Ένεκα της αγάπης σου
θα αλλαξοπιστήσω
Την παλιά θρησκεία μου
θα απαρνηθώ κι επίγειο
και γαλήνιο Θεό θα σε
ορίσω.
Από τα τάγματα της ποίησης
σταλμένος εδώ τα ιερά
και τα όσια σου θα προσκυνώ.

Μπροστά στην ωραία πύλη
της καρδιάς θα εγκαταστήσω
τον θρόνο σου.
Εκεί με θυμιατό και ένα
κλωνάρι βασιλικό στο χέρι
τα πλήθη που μας ακολουθούν
θα ευλογείς.
Γιατί πολλούς θιασώτες εσύ
από τις χώρες των ονείρων
θα φέρνεις κοντά σου.

Εδώ τα υψηλά ιδανικά και
ο δρόμος.
Εδώ τα ακαταμάχητα συνθήματα
και οι αχανείς τόποι.
Εδώ οι μεγάλες πορείες
των ανθρώπων και των αγγέλων
και οι εφτάζυμοι άρτοι.
Εδώ το πρώτο φιλί και
οι όρκοι των ηρώων.

Αυτοί οι ταγοί μας κι εσύ
-ο πρώτος των πρώτων-
με μακριά ιμάτια
το άχραντο σου σώμα
να θαυμάζω και άλω χρυσή
να σου περνώ στα μαλλιά.
Ποιήματα να φτιάχνεις και
μαζί με τα πουλιά βιβλία
να σκαρώνεις με ύμνους
εωθινούς στα πέτρινα
πεζούλια.

Κι αν κάποια στιγμή
κουραστείς το δίκιο
να διαδίδεις μόνο δεν
θα σε αφήσω.
Εγώ ιέρεια σου πιστή
και μήτρα χοϊκή
θα απλώνω τις φτερούγες
μου για να χωράς και
μέσα στους αιώνες σαν
τη φωτιά να ξαναγεννιέσαι.  

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Ορεσίβιοι

Στα ασυγκράτητα να μπούμε
νερά του έρωτα μας
να δροσιστούμε.
Τι κατά την άφιξη μας
στην παραλιακή σκηνή
άναψαν πολλά φωτεινά
λαμπιόνια και το αίμα
της καρδιάς στέρεψε
ολοκληρωτικά.

Χάθηκαν οι δροσοσταλίδες
των ανθέων μας που
κοσμούσαν τους ανοιχτούς
μας πόρους και τα πλούσια
νερά που υποδέχονταν
τα καράβια μας στα ταξίδια
της ψυχής αποστραγγίστηκαν

Στις ρίζες μας να πάμε
με στρατηλάτη την αγάπη
μας κι ένα μαντήλι στη μέση.
Στα βουνά το πεπρωμένο μας.
Εκεί ο τόπος μας κι ο Θεός
μας με τη σπασμένη λήκυθο.

Κρουστές πηγές μας
υποδέχονται.
Στοιβάδες χιονιών μας καρτερούν.
Ρυάκια καλλίρρυτα τραγούδια
μας γράφουν.
Το λαούτο στο χέρι μας.
Η κιθάρα στα πόδια μας
και το ένδοξο ακορντεόν
σφραγίζει τα στήθια μας.

Ανάμεσα στα έλατα βοά
ο έρωτας μας και αποικίες
φτιάχνει στων κισσών
τα γόνατα.
Χρεμετίζει το άλογο και
μας καλεί να φύγουμε.

Στη σκηνή θα βγει
ο παρουσιαστής να αναγγείλει
την αναχώρηση μας κι ένα
μπουλούκι πολύχρωμο
ετοιμάζεται πυρετωδώς
στου έρωτα μας
τα γάργαρα νερά να βαφτιστεί
πριν η παράσταση αρχίσει
εμάς να εκθειάζει.  

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Οι πελαργοί

Έρχεσαι αν και δεν σε έχω
καλέσει με αδρά βήματα
και πατάς πάνω στα
λουλούδια της αυλής μου
χωρίς διόλου να προσέχεις.
Τσαλαπατάς τα κρίνα μου,
τους πανσέδες και τα
εκατόφυλλα ρόδα μου.
Σου μιλάω, σε εγκαλώ.
Δεν αποκρίνεσαι.
Μένω να κοιτώ μουδιασμένη
τα νεκρά πέταλα των λουλουδιών
στριμωγμένα κι ακέφαλα πάνω
στα σπασμένα πλακάκια της αυλής.

Γόοι με πνίγουν.
Άρπαγα χέρια με συγκρατούν.
Λάμψεις από νέον με τυφλώνουν.
Ανασυντάσσομαι όμως και δεν εγκαταλείπω.
Δίνω τη μάχη και κερδίζω.

Παίρνω μαστίγιο από του
Ιησού τα χέρια και σε κυνηγώ.
Τα άνθη μου, που κάποτε
στόλιζαν επτά επιτάφιους
στη μικρή μου πολίχνη
σαν ύαινα μπροστά στα
μικρά της που κινδυνεύουν
υπερασπίζομαι.

Απομακρύνεσαι μαζί
με τους πελαργούς που
κάποτε σε έφεραν
σε αυτή την πόλη και την
τερατόμορφη, δύσμορφη σου
φύση απωθώ με ένα τίναγμα
του χεριού δυνατό σαν
αγώνας ζωής και θανάτου
σε παλαίστρα.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Εκ βαθέων

Στην όχθη του ποταμού
κάθονταν δυο βάτραχοι
και κόαζαν με τη βραχνή
φωνή τους.
Πλησίασες, σε αντιλήφθηκαν
και φοβισμένοι ρίχτηκαν
στα νερά.
Στην επιφάνεια του νερού
σχηματίστηκαν πολλοί
ομόκεντροι κύκλοι.
Τους παρατηρούσες σιγά-σιγά
να σβήνουν.
Έκανες μια σκέψη σύννομη
με τη μοναξιά σου.
Το άγος της ψυχής πολλοί
ομόκεντροι κύκλοι που
απλώνονται και δεν υπακούν
στην αρμονία της φύσης
κι έρχονται σε αντίθεση
και σε αντιπερισπασμό με
τα πεπραγμένα.

*
Στο μυαλό σου έρχονταν
καθαρά χρόνια τώρα ένα
σοκάκι με πυγολαμπίδες
που το βάδισες νεαρή ακόμα.
Τόσες πολλές μαζί δεν είχες
ξανασυναντήσει.
Η πόλη με τα χρόνια ξεχάστηκε.
Αυτό δεν ξεχάστηκε, αντιθέτως
μάλιστα έρχονταν κατ' επανάληψη
και φώτιζε τα όνειρα σου.
Στο στοίχημα με τη μνήμη
πρόδωσες τελικά μια πόλη
αλλά ανταμείφθηκες
με μια ονειρική εικόνα
που κάποτε θα κατακτήσει
τις φωταγωγημένες πόλεις
του μέλλοντος σου.
*
Ξημερώματα στη βόλτα με τον
σκύλο σου συναντούσες
πάντα έναν γείτονα που τάιζε
τις γάτες.
Τσούρμο αυτές γύρω του.
Άλλες χαϊδεύονταν στα πόδια του
κι άλλες πάλι νιαούριζαν ανυπόμονα.
Ποτέ δεν είχατε ανταλλάξει
κουβέντα.
Ώσπου μια μέρα σου ζήτησε
φωτιά. Έψαξες την τσέπη σου
αλλά δεν είχες τίποτα άλλο παρά
ένα κουτάκι βρεγμένα σπίρτα.
Παρόλα ταύτα σε ευχαρίστησε.
Από εκείνη τη στιγμή και
πέρα είχες πάντα μαζί σου
στεγνά σπίρτα και μια
πρόθυμη καλημέρα στα χείλη.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Πρωινά

Στη θάλασσα να πας, 
εκεί στο ακροθαλάσσι, 
στη μεριά που ρίχνει
το κύμα πόντο - πόντο
αέρινες βελονιές για
να φτιάξει την ανυπέρβλητη
ομορφιάς δαντέλα
της ακτής. 

*
Η παραμυθία σε γέννησε
και φοβάμαι να σε πιστέψω. 
Πώς να εμπιστευτώ
ένα παιδί που τρέχει μακριά
από τη μάνα του για να πάει
να ξαπλώσει στον ίσκιο
της ακακίας. 

*
Τρεμόπαιζαν οι βλεφαρίδες σου
κι ήταν σαν να άνοιγες 
μια μεγάλη βεντάλια 
για να σκιάσεις το πρόσωπο
και να το διατηρήσεις ακέραιο
από τα ακατανόητα μάτια. 

*
Οι νόμοι της ζούγκλας
μπήκαν στη ζωή μας
απ' όταν εμπιστευθήκαμε 
τα ματωμένα φεγγάρια
ενός θέρους που σφαγιάστηκε
πάνω στον ποδόγυρο
των γυναικών. 

*
Έμεινες από καύσιμα
στην ανηφόρα κι είχες
πολλά χιλιόμετρα 
να διανύσεις ώσπου
να φτάσεις στο περίπτερο
της ψυχής. 

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Υπό υιοθεσία

Τη ζέστη που άφησες
στα σκαλοπάτια μου όταν
ήρθες ξανά και με βρήκες
την περιφρουρώ.
Γιατί για χρόνια ολόκληρα
τα κλαδιά του χειμώνα
περιστροφικά τύλιξαν το κορμί μου
και δεν αναπνέω.

Το χαλάζι χτύπησε τους
μύες μου, πώς να σηκωθώ
και να ξεφύγω απ' το χώμα;

Οι βροχές αφαλάτωσαν
τα δάκρυα μου, πώς να κλάψω;

Το χιόνι έκλεισε τις σήραγγες
των φλεβών μου, πώς να γυρίσω
πίσω στην καρδιά μου
να τη χαϊδέψω;

Ο πάγος θρυμμάτισε τις σελίδες
που έγραφα τα ποιήματα μου,
πώς στα τάγματα των αγγέλων
να εισέλθω ορφανή από εκείνα;

Έλα εδώ να φέρεις τον
καλό καιρό κι άνοιξε με
καλοσύνη λίγο τη στρόφιγγα
να με ζεστάνεις.

Μείνε εδώ για πάντα.
Το παιδί του πολέμου
η μικρή Τασία που πρώτευσε
στα συναξάρια του έρωτα
έμεινε ορφανή και ζητά
να την υιοθετήσουμε.

Τρομάζω να βλέπω τα λιγνά
της πόδια, θα τσακιστεί
τριγυρνώντας στον κόσμο
αυτό που ολιγωρεί
να κοιμηθεί στο χάδι.  

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Μετάγγιση


Το σώμα μου
όταν σε γνώρισε μεγαλοπρεπής
ναός έγινε να έρχεσαι
να τον προσκυνάς αγάπη μου.
Στα πόδια μου τα θεμέλια του.
Βαθιά θεμέλια που σκίζουν
το ριζοβούνι κάθετα.
Εκεί οι μεγάλες ιδέες σου,
τα πιστεύω σου και οι
μελλοντικοί σου στίχοι.

Στα χέρια μου το σκουρόχρωμο
τέμπλο και η ωραία πύλη.
Προσκυνητή σε καλώ
να θυμιατίζεις του έρωτα
τη φωτεινή άλω.
Μπροστά στην πύλη στέκεσαι
με τα χρυσοποίκιλτα άμφια
και μεταλαβιά μου δίνεις
αντικρούοντας τις τόσες
αμαρτίες μου.

Στο μέτωπο μου
η κεραμοσκεπή του με τις
φωλιές των χελιδονιών.
Εκεί υψιπετής να με βλέπεις
και να με γνωρίζεις
με τους ουρανούς σου
και με τα απροσδόκητα θέλω.

Στα μάτια μου ο προαύλιος
χώρος με το κωδωνοστάσιο.
Εκεί να έρχεσαι να χτυπάς την
καμπάνα για τη λαμπρή γιορτή
και για το μέγα Πάσχα.
Μεγάλο το ποίμνιο που
σε ακολουθεί και από τις
διδαχές σου αγαλλιάται.

Τώρα που στη λήθη τάχθηκες
δεν έχω που να σταθώ
δεν έχω που να πιστέψω.
Ο θάνατος με τα λουστρινένια
παπούτσια του πατάει πάνω
στα ιερά βιβλία που μετά το
σεισμό του φευγιού σου διέσωσα.
Τα σκίζει.
Τα μαγαρίζει.
Τα ατιμάζει με τη σκοτεινή
ουρά που έχει στα σκέλια.
Το ναό απ' άκρη σ' άκρη
καταλύει στη συνέχεια.

Μένω να τον παρακολουθώ
βυζαίνοντας τη θηλή της
πίκρας και νιώθοντας στα
χείλη μου την αποκρουστική
ανάσα του που με βδελυγμία
κοντά του με καλεί βάζοντας
μου όρο αδιαπραγμάτευτο
να πληρώσω με αίμα
την είσοδο μου στο σκότος.  

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Οι κραδασμοί

Φυσάει πολύ αγάπη μου,
πρόσεχε, το χοντρό
γαμπριάτικο σακάκι
να φοράς εκείνο που
με σπουδή μεγάλη σού
έραψα από τα αποφόρια
των πεθαμένων.
Στις τσέπες σού έβαλα
παστίλιες μέντας να μασάς
για να δροσίζεται ο ουρανίσκος
σου με αρώματα.
Στο πέτο σού πέρασα μια
καρφίτσα από τη μεγάλη
συλλογή της μαμάς.
Εκείνη την εκθαμβωτική
με το ουράνιο τόξο
γιατί μη κοιτάς τώρα
που είναι καλοκαίρι θα έρθουν
αργότερα οι βροχές, οι κρύες νύχτες
και ο αναμαλλιάρης άνεμος
και θα σου χρειαστεί,
θα το δεις, για να σπρώξεις
τα σύννεφα στο βυθό του ουρανού.

Πάντα αγαπούσες τον γλυκό
ανοιξιάτικο καιρό εκείνον
που τελικά σε προσάρτησε
στις αγκάλες του για πάντα.
Με ένα μόνο κοντομάνικο
μπλουζάκι σε άφησα να φύγεις.
Τι απερισκεψία!
Τι αβλεψία και τι ανόητη κίνηση!
Ποτέ δεν υπήρξα προνοητική...
μα τώρα έμαθα όταν σου έπιασα
μια νύχτα τα χέρια και πάγωσα.
Σύγκορμη έτρεμα.
Άλλαξα πάραυτα αγάπη.
Είναι σκληρό κι επικίνδυνο
να μην σε συντρέχει κανείς.

Έκατσα λοιπόν και σού έπλεξα
και μάλλινα γάντια στο χρώμα
που αγαπούσες.
Κίτρινο σαν τα μάτια της μικρής
Ριρίκας της γάτας σου.
Τώρα αποσώνω το κασκόλ σου.
Πολλά δράμια νήμα αγόρασα
από τις απριλιάτικες αποθήκες
του ήλιου.
Όλα έτοιμα.
Σου δίνω ραντεβού στο γνωστό
τρίστρατο που σε γνώρισα.
Μείνε πιστός κι έλα.
Στο σπίτι το γεύμα σου ζεστό
κι ένα ζευγάρι φτερά σε
περιμένει πίσω από την πόρτα
για να έρχεσαι ντυμένος
καλοσύνη κι απαντοχή να
ξεγελιέμαι έστω λίγο.
Σαν να ακούω κραδασμούς υπόκωφους .  

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Εν αναμονή

Σε χειρουργική κλίνη
βρέθηκα κι εσύ από
πάνω με καυτές βελόνες
να προσπαθείς να κλείσεις
τις πληγές μου.
Αποστειρωμένο το περιβάλλον
με φώτα από νέον μα εγώ
λερωμένα και γδαρμένα
είχα γόνατα όταν γονυπετής
βάδιζα στο ναό σου
να φτάσω τον άγιο να πάρω
άρτο του έρωτα να χορτάσει
το κορμί φιλήματα.

Δεν με συμπόνεσες παρά με
άφησες βαθιά μες στις πληγές
να υπάρχω.
Αλλού κοιτούσες και τα μάτια
μου που σε έλουζαν με στίχους
απέφευγες.
Μάρτυρας μου το κλωνάρι
του βασιλικού που κρατούσα
στα χέρια μου τα δάχτυλα μου
που σπάραζαν δεν άγγιξες
ούτε μια στιγμή παρηγορία
να νιώσω.

Τώρα στη χειρουργική κλίνη
ημιθανής πλέον με λαβίδες,
με βελόνες και φακούς
εκτυφλωτικούς προσπαθείς
να με γιατρέψεις.
Εγώ, που γλυκό σου έφερνα
κεράσι και λάιμ ποτό να πιεις
για να ξεχνάς το δηλητήριο,
καμία καλή τύχη δεν είχα.
Μένω να περιμένω την
λύτρωση από του θανάτου
το χέρι μα ξέρω το καλά
σαν νέος Προμηθέας πάνω
στο βράχο θα σταθώ να
περιμένω το όρνεο
να του παραδώσω την
καρδιά μου σε εσένα
να την φέρει ακμάζουσα κι ωραία.  

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Πώς να ξεχωρίσεις τους ποιητές

Οι ποιητές φορούν στενά
και λεπτά ρούχα για να
αντιλαμβάνεται ο κόσμος
πόσο δυνατά πάλλεται η 
καρδιά τους όταν αφήνονται 
να πέσουν στης έμπνευσης 
τον άγριο οίστρο. 

Αν δεις άνθρωπο να φορά
τσόχινο καπέλο και βαριά
παλτουδιά μην τον πιστέψεις
αν σου πει πως είναι ποιητής
Ψεύδεται. 
Οι ποιητές καθόλου δεν 
κρυώνουν καθώς μες στις 
στράτες τους φυτρώνουν 
οι ανεμώνες του Γενάρη 
που γελαστές τους καλοδέχονται 
με πέταλα μαβιά και κόκκινα. 

Αν πάλι δεις άνθρωπο 
να κρατά μαχαίρι μην πας
κοντά του, απομακρύνσου. 
Ψυχή δεν έχει. 
Φλόγα δεν προσκυνά κι η 
γλώσσα του δεμένη είναι
με τους ιστούς μιας 
πανάρχαιας αράχνης. 
Οι ποιητές δεν ξέρουν από 
αμάχη και σκληρά πρόσωπα. 
Όπλα δεν θα βρεις στη 
φαρέτρα τους μήτε καρφιά
οξειδωμένα στα χέρια τους. 
Άοπλοι ρίχνουν σπόρους
στη γη για να γευματίσει
ο σπούργιτας και το αηδόνι. 
Απόκληροι του πολέμου 
δεν ρίχνονται ποτέ στην πυρά, 
όχι γιατί φοβούνται αλλά γιατί
αρέσκονται στην δικιά τους
ενδημική φλόγα.

Και τέλος αν δεις άνθρωπο
να χτίζει κάστρα μην τον
βοηθήσεις ούτε να πεις πως
θα σε δεχτεί κοντά του. 
Ανεμομαζώματα είναι τα
πλούτη του και θρύψαλα. 
Οι ποιητές κονάκι δεν έχουν, 
με τον πηλό και με την
πέτρα χτίζουν ποιήματα
και νέες πολιτείες. 
Σε βυθούς πλάι στα κοράλλια
τη σκέπη τους έχουν, 
φιλόξενες φωλιές βρίσκουν
για να ζουν και με πελαγίσια
σεντόνια σκεπάζονται 

Εκεί θα τους συναντήσεις
όταν ναυαγός βγεις μια μέρα
από τον πόνο και από την 
απόρριψη ηττημένος. 
Τους τεθνεώτες συγγενείς τους 
μην παρηγορήσεις οι ποιητές 
ζουν πέρα από γήινα και τις
μετατοπίσεις. 
Μάρμαρο πάρε και λάξευσε 
δυο στίχους τους αιώνια να
σε ταξιδεύουν μέσα από το
ανεκπλήρωτο πιθανόν και
το αδόμητο έστω.

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Πατέρας σαν χώμα

Πατέρα ακουμπάω τα
σκληρά σου χέρια. 
Κοντά δάκτυλα ροζιασμένα, 
νύχια ακανόνιστα
ποτισμένα στο χώμα. 
Στην άργιλο, στο μαυρόχωμα
και στην ποταμίσια άμμο. 
Δεν προλάβαινες πατέρα
στο νιπτήρα να πας. 
Δεν απιστούσες της γης. 
Δεν αποχωριζόσουν στιγμή
την πέτρα, το κλαδί, το τσαπί.
Σπόρος πατέρα νυμφεύτηκες 
κάθε κόκκο χώματος 
από τη μήτρα της μάνας 
σου ακόμα. 

Το μεγάλο νύχι δουλεμένο
ως το δέρμα, φαγωμένο 
απ' τις ρίζες του σέλινου
κι από την επιμονή του χόρτου. 
Σφιχτά ζητούσες να δένονται 
τα ματσάκια πριν βγουν
στην αγορά και μπουν στη
παλάντζα πουγκί να γίνουν
για τη φτωχική σου τσέπη
και τροφή για τη χρεία της φαμίλιας. 
Ακούραστος ανέβαινες 
τ' αψήλου με τις φαρδιές
πατούσες σου. 
Βοτάνιζες την αγριάδα, την
τσουκνίδα, την αντράκλα και
κι έτρωγες σμέουρα υπνωτισμένος. 

Σε αγγίζω πατέρα. 
Εικόνα σε βάζω στα βιβλία
που δεν γράφτηκαν και
ονοματοδοσία τους δίνω
παρατηρώντας προσεκτικά
την κοφτή ανάσα σου. 
Όλοι σε επαινούν. 
Όλοι σε θαυμάζουν. 
Όλοι σε θέλουν. 
Μονάχα εγώ σε μέμφομαι. 
Κάνω να σε κοιτάξω, φεύγεις. 
Κάνω να σου μιλήσω, χάνεσαι
στους Αγίους και στα 
κλειστά ξωκλήσια. 
Κάνω να σε μάθω, 
μου ξεφεύγεις σαν την 
ουρά του χαρταετού 
στην επιφάνεια της λίμνης. 
Όλα πατέρα θα τα δεχτώ. 
Μα εκείνο το χαμόγελο σου
που τόσο με καταδιώκει
στείλτο μου εδώ για να διαβάζω
καθαρά τις κινήσεις στη σκακιέρα 
της ζωής.
Χρεώθηκα πολλές ήττες πριν
ακόμα σχηματιστώ. 

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024

Σκηνοθεσία

Έκανες θόρυβο. 
Ήσουν δίπλα στην ιτιά
και μιλούσες. 
Ακατάληπτα έλεγες λόγια
μπερδεμένα. 
Για μάγισσες μιλούσες, για
ψαράδες και για τσιγγάνες
ερωτιάρες με μακριές 
τις μαντήλες. 
Τα πλήθη στέκονταν 
και σε κοιτούσαν με μάτια
εκστασιασμένα. 

Οι μάγισσες ήταν τα χέρια
της μάνας που σκάφτει τη γη. 
Οι ψαράδες ήταν τα πόδια
του πατέρα που ανεβαίνει
στην ανεμόσκαλα χωρίς
να στρεκλάει. 
Και τέλος οι τσιγγάνες ήταν
τα ρόδινα μάγουλα της αδελφής
που αποκοιμήθηκε με το
παραμύθι του αθώου γίγαντα. 

Έκανες μεγάλη φασαρία. 
Ήσουν δίπλα στην ιτιά 
και τής έπιανες κουβέντα. 
Τα πλήθη απομακρύνονταν
σαν τα νερά της παλίρροιας. 
Αντρίκια λόγια έλεγες 
διανθισμένα με σπάνιες 
λέξεις σαν τα ξεχωριστά
κοσμήματα της γιαγιάς 
μπροστά στην εικόνα 
του Άη Νικόλα στο ομώνυμο
ξωκλήσι. 

Ένα παιδί μονάχα απόμεινε
να σε παρακολουθεί. 
Ήταν ο μικρός Αναστάσης
με δυο κεριά αναμμένα. 
Ψηλά ίσα με το μπόι του. 
Εσύ συνέχιζες να συνομιλείς
και το παιδί σού μετέφραζε
τη γλώσσα των φύλλων. 
Ένας κόμπος σε έπνιγε. 

Σαν απόσιωσες κι ήρθε
η νύχτα πήρες το δρόμο 
για το σπίτι. 
Το παιδί έμεινε όλη νύχτα
να εξετάζει την ιτιά. 
Ο άνεμος σού έστελνε
μυνήματα κι από μακριά
έρχονταν τα θροΐσματα 
των δέντρων. 

Έτριβες τα χέρια σου 
ικανοποιημένος σαν 
τον δάσκαλο που στέκει
μπροστά στο λυμένο 
πρόβλημα με καμάρι
κι ύστερα απομακρύνει 
τη σκόνη της κιμωλίας
απ' το μουστάκι κι από
τα βλέφαρα για να μην
θολώσει τη μνήμη του κάδρου.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Ο χαρταετός

Ευτυχώς που πριν το
φευγιό σου μου άφησες
πίσω για κληρονομιά βαριά
τα πολύτιμα χέρια σου.
Με αυτά νίκησα τη μοναξιά
κι έμαθα γρήγορα πως
να σπάω το σκληρό
περίβλημα του πόνου.
Στην κοσμηματοθήκη μου
τα έβαλα προσεκτικά
μαζί με τα μαλάματα της
μάνας.
Τα χέρια σου αγάπη και
τι δεν μου έμαθαν, τι δεν
μου δίδαξαν και από πόσους
εφιάλτες δεν με προστάτεψαν
ωραία να κοιμάμαι στην
κλίνη του έρωτα χωρίς φόβους.

Σε έκταση τα άνοιγα
και πετούσα στα ύψη.
Ανάλαφρο πέταγμα πάνω
από λιβάδια στρωμένα
με ρείκια κι αινιγματικές
παπαρούνες.
Στεκόμουν προς στιγμή και
μάζευα δυο ματσάκια και
στην δύση τα πήγαινα
να έχουν τροφή και φόντο
οι ερωτευμένοι έφηβοι για
να χαμογελούν στη ζωή.
Δεν κουραζόσουν αγάπη
κι η ανάσα σου δεν κόνταινε
διόλου όσο κι αν μετεωριζόμουν
στον αιθέρα.

Σε πρόταση τα άνοιγα
και προχωρούσα στο φως.
Χαίρονταν η ψυχή και το αίμα
έβρισκε διέξοδο ανάμεσα
από κοιτάσματα οψιδιανού και
περλίτη.
Με πήγαιναν ταξίδια
σε χώρες νέες και σε
λιμάνια με επιβατικά πλοία
με έβγαζαν να κουνάω μαντήλια
και να μαζεύω το δάκρυ
του αποχωρισμού να μην
πονάνε τα ορφανά παιδιά
μόνα στις προκυμαίες.
Δεν λύγιζες αγάπη, δεν
κουραζόσουν, αντένες τα
χέρια σου μουσικά να ντύνουν
τον βίο των ποιητών.

Σε ανάταση τα άνοιγα
κι ακουμπούσα ουρανό.
Πλατιά χαμογελούσα
στους αστερισμούς,
στους αγγέλους και
στα πάλλευκα σύννεφα.
Εκεί ο κόσμος μου τώρα,
πλάι στο δικό σου και σιμά
στην εμπατή Του Θεού.
Στα θαύματα με πηγαίνεις.
Στα μετάξια με ντύνεις.
Νέκταρ με κερνάς και τα
ασφοδίλια απομακρύνεις
από τις θύρες των ναών.
Ιέρεια με χρήζεις σε μια
μελλοντική θρησκεία που
θα περιβάλλει με λατρεία
τα σαστισμένα χαμόγελα των
παιδιών που τους ξέφυγε
ο χαρταετός με την καλοζυγισμένη
ουρά κι ανέβηκε τ' απείρου
για να σε συναντήσει.

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024

Σελίδα 152

Καπνίζοντας το δεύτερο
πρωινό μου τσιγάρο είπα 
να σε συναντήσω λίγο. 
Έψαξα και σε βρήκα. 
Άλλοτε στις θαλασσοσπηλιές
αψιμαχίες να στήνεις
με τους γλάρους
κι άλλοτε σε εκατόχρονα
σφραγισμένα πηγάδια
τους θείους βοστρύχους σου
να λούζεις. 
Δεν με κοιτούσες, 
μονάχα το βλέμμα σου
πάντα σταθερά το κάρφωνες
στις μερμηγκοφωλιές. 
Πέρα από τα ανθρώπινα και
πέρα από τα διαυγή μάτια
όλες οι επιλογές σου ως τώρα. 

Ήσουν όμορφος και από χρόνια
πολλά πλασμένος για τον
επέκεινα.
Στα χείλη μου είχα σμιλεμένα
τα τραγούδια σου. 
Γιατί σιωπάς;
Στη σκέψη μου είχαν
διπλά καρφωθεί οι ατάκες σου. 
Γιατί ξεμακραίνεις;
Φτερά στις φτέρνες μου
και σε φτάνω. 
Οι ανάσες μου δέκτες ραδιοφώνων
και σε παρακολουθώ. 
Τα χέρια μου κουπιά 
που στα υδάτινα μονοπάτια
σου με βγάζουν. 
Τι δεν βρίσκω εκεί! 
Το καπέλο σου, η εφημερίδα σου, 
το μπρελόκ σου, το σημειωματάριο σου
και εκείνο το σκαλισμένο
κουτάκι με τις ψεύτικες πέρλες. 

Άοπλη έρχομαι ως εκεί. 
Εσύ, ίδιος πάνοπλος αστακός
μέσα στα κοράλλια κρύβεσαι
και ένα πουκάμισο θαλασσί
σκεπάζει το στέρνο σου. 
Δεν με ξεγελάς. 
Άτι κάτασπρο η καρδιά μου
τους λαγόνες σου αιχμαλωτίζει. 
Αγαλματίδια σου φέρνω 
και πόρπες ασημένιες
τους θεούς να εξαγοράζεις. 
Έχουμε πολλά να πούμε
μα κυρίως πολλά να ξεχάσουμε
που σαν βελόνες διαπερνούν 
τις όποιες αιτιάσεις μας. 
Το βιβλίο που διάβαζες 
εκείνο το Σάββατο
έμεινε στην προτελευταία σελίδα
και σε περιμένει. 
Σελίδα 152,τσαλακωμένη ελαφρά. 

Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

Μελλοντικός κόσμος

 Το ποίημα γράφτηκε
στη λευκή σελίδα.
Το ποίημα τα είπε όλα
πριν εμφανιστεί στη σκηνή.
Έμοιαζε με το παιδί
που πριν πάει σχολείο
επαναλαμβάνει την
ορθογραφία του.
Δυο σταγόνες γάλα
στην επιφάνεια του
συμβάλλει στην επάρκεια του
και πολύ θα το βοηθήσει
να αναπτύξει ανάστημα.
Ψηλό να γίνει σαν το
κυπαρίσσι στα χάη
του σούρουπου.

Από το ποίημα περίσσεψαν
δυο σύμφωνα.
Το δέλτα και το λάμδα.
Τα τράβηξε μακριά
από τον ιστό του
η τρεμάμενη φωνή
της μούσας.
Άπληστη ήταν.
Το δέλτα έμοιαζε
με τον καρπό του
κουμ κουάτ που έχει
ωριμάσει και με ζάχαρη
ντύθηκε για να μπει
στο βάζο.
Το ποίημα αλάφρωσε
έδιωξε τις περιττές
θερμίδες μακριά.
Το παιδί ξερογλείφεται
και περιφρονεί το ποίημα.
Το παιδί αγαπά τα
γλειφιτζούρια και το
χωνάκι παγωτό.

Το λάμδα έμοιαζε
με την γκλίτσα του
τσοπάνου φτιαγμένη
από ξύλο σφενδάμου.
Αφού επιτέλεσε
το καθήκον της
τώρα σε μια προθήκη
εκτίθεται μουσείου.
Την βλέπουν πολλά
μάτια μα το παιδί
δεν μπορεί να την
χρησιμοποιήσει πουθενά.
Το παιδί γερά έχει
δυο πόδια κουτσό
για να παίζει.
Ανάπηρο έμεινε
το ποίημα και
η ανάσα του μυρίζει
σαπισμένο δόντι.
Το παιδί αγαπά
τις αναρριχήσεις
στο άχρονο και στο
άτοπο.

Το ποίημα αφού
εκτέθηκε στη σκηνή
έκανε υπόκλιση
κι αποχώρησε.
Χειροκροτήματα
απέσπασε πολλά.
Δίβουλο το παιδί
το κοίταξε, δεν
χειροκρότησε.
Τα δύο σύμφωνα
αποδείχτηκαν μοιραία.
Αν κάποτε το παιδί
αγαπήσει τα ποιήματα
ίσως θα μιλήσουμε
για μια νέα ανάσταση
με λέξεις γλυκές
κι ατίθασες και
βλέμματα σπινθηροβόλα.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Τάνκα

Βότσαλα λευκά
ανταριασμένα νερά
κύματα βουνά
τα μάτια σου κοιτάω
εισβάλλω στο γαλάζιο.

*
Έρημη ακτή
ο ήλιος κατακαίει 
λόγχες καλαμιάς
βότσαλα ζωγραφίζω
έμπνευση η μορφή σου.

*
Κρινάκια άμμου
κατάλευκα βότσαλα
ζεστά τα νερά
πέφτω με μακροβούτι
χάνομαι στο γαλάζιο.

*
Συννεφιάς πέπλα
σκεπάστηκε ο ήλιος
βροχή ξεκινά
τρέχω να σε προφτάσω
λεία βότσαλα φέρνω.

*
Βοριάς φυσάει
βότσαλα παρασέρνει
κρινάκια μαδά
βρίσκω μικρή κρυψώνα
στέγαστρο από σκίνα.

*
Περνά ο χρόνος
απόδητη γυρίζω
η άμμος παχιά
βότσαλα με λαβώνουν 
βροχές με πολιορκούν. 

*
Βότσαλα γκρίζα
ακύμαντη θάλασσα
οι βάρκες πλέουν
στέκομαι και θαυμάζω
ολάνοιχτο το στόμα. 

*
Γνώριμη ακτή
σώπασαν τα κύματα
βότσαλα γύρω
γυρεύω το φιλί σου
καμίνι το κορμί μου. 

*
Μαύρα βότσαλα
παρθενικά τα νερά
ρόδινο το φως
βασίλεμα του ήλιου
με πνίγουν αναμνήσεις. 

*
Φιλικά νερά
αιχμηρά τα βότσαλα
το πέλμα γυμνό
πληγώνομαι για σένα
ξωπίσω σου βαδίζω. 

*
Βότσαλα βαριά
κύκλοι δημιουργούνται
τα ψάρια φεύγουν
ατέρμονο παιχνίδι
την αρμύρα ξιφουλκώ. 

*
Δέντρα στον κάμπο
ποταμίσια βότσαλα
χρυσοί οι καρποί
περνάει μια πέστροφα
ασημίζουν τα νερά. 

*
Μαγκίτης καιρός
μαζεύω δυο βότσαλα
ο ήλιος λαμπρός
καπηλατώ στα χάη
σαφρίδια μες τα δίχτυα. 

*
Μαύρα βότσαλα
άδενδρο το τοπίο
κάθετες πλαγιές
διαστέλλεται η κόρη
ριγάω στην ομορφιά. 

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Η μικρή αμαζόνα

Αγαπούσε τον καφέ,
τα αφεψήματα μέντας,
πράσινου τσαγιού και
τα άφιλτρα τσιγάρα.
Μικρή αμαζόνα θα την
έλεγες με δάχτυλα
μακριά πιανίστα και
με κόμη χρυσή σαν
τα αθέριστα στάχυα
στην αυλή του φτωχού.
Το πρόσωπο της παρέπεμπε
στον ήλιο και τα αυτάκια της
μικροί ημισέληνοι ενός
Αυγούστου που χάθηκε
ανεπιστρεπτί.

Τα δάχτυλα πιανίστα
βάφονταν κίτρινα από
την νικοτίνη.
Με την λίμα που ο πατέρας
της τρόχιζε τα μαχαίρια
την αφαιρούσε.
Δεν άφηνε ίχνος κι όλο
πάλι ματαίωνε την ημέρα
που θα έκοβε το τσιγάρο.
Από μικρή το έμαθε
όταν ο μερακλής παππούς
της επισκέπτονταν το πατρικό
και την κέρναγε ένα από αυτά.

Πήγαινε στον αχυρώνα
και το κάπνιζε στα κρυφά.
Κάποτε μάλιστα άναψε
ένα μπροστά στην μάνα της.
Αυτή λιβάνισε τρεις φορές
το σπίτι να φύγει ο έξω
από εδώ.
Ο παππούς γελούσε.
Ο πατέρας έλεγε συνεχώς
την ίδια πάντα επωδό.
Μην γίνεστε δούλοι
του καπνού.
Δεν τον άκουγε.
Ο πατέρας είχε λάβει
μέρος σε μάχη.
Ο πατέρας έτρεμε κι είχε
πολλά τικ.

Τώρα καπνίζει τα τσιγάρα
μόνη της κι οι ημισέληνοι
την έχουν εγκαταλείψει.
Μόνο στον ύπνο της βλέπει
παλιούς γνώριμους νεκρούς
να την κερνούν τσιγάρο.
Αραίωσε κι η κόμη της
κι η φτώχεια στην γη
έχει πολλαπλασιαστεί.
Αναθυμάται και δακρύζει.
Ξεχνάει και πονεί.
Στον αχυρώνα είχε
παίξει τα πρώτα ερωτικά
της παιχνίδια.
Στα δαχτυλίδια του καπνού
μετρά τώρα τα χρόνια
της νιότης που πέρασαν
και τους χαμένους Αυγούστους.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Εδώ να ζεις

Τις νύχτες θα έρχομαι,
τότε που απλώνω τα χέρια
μου στη χόβολη των άστρων
για να ζεσταθώ.
Ένα μικρό γάντζο θα φορώ
στο μεγάλο μου δάχτυλο
για να τραβώ
τις αγριοτριανταφυλιές
που έχουν τυλίξει το σώμα σου.
Δεν σε βλέπω αγάπη,
η όραση μου ασθενική.
Πολλά τα λουλούδια γύρω σου
και χάνω τη μυρωδιά
του κορμιού σου.

Κάνω να σε αγγίξω και
πληγώνομαι.
Αίμα κυλάει στις παρειές μου
και μία άμορφη γίνομαι
μάζα.
Πώς να με γνωρίσεις;
Εσύ που τόσο πόθησες
ένα κρυστάλλινο να έχεις
βλέμμα τώρα μέσα από μια
οργιώδη βλάστηση ίσα
που με θωρείς.
Δίπλα σου μια λίμνη
με βουρκωμένα τα νερά
μήπως είναι τα δάκρυα σου
που ευθύνονται;
Σε ψάχνω εναγωνίως.
Δίπλα σου ένα δάσος
απροσπέλαστο, σε χάνω.
Περνούν ζαρκάδια πώς
να τα φτάσω;
Στον ίλιγγο ζω.
Μέσα στον κουρνιαχτό
υπάρχω.
Κάτω από τον θόρυβο
των οπλών τους ξεχνώ
τα τραγούδια που σου έγραψα.

Δεν βγαίνει φωνή
και το γαντζάκι μου έσπασε.
Απομένω με κάποια
αγριοτριαντάφυλλα
στην αγκαλιά να προσπαθώ
ροδόνερο να σου φτιάξω
μήπως και σου ξυπνήσω
της θύμησης τα κύτταρα
να πάψεις για άλλους
κόσμους να μοσχοβολάς.
Εδώ να υπάρχεις.
Εδώ να ζεις.  

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Στιχουργία

Τράβηξε αυτόν τον σύρτη
άνοιξε την κλειδαριά
με το βαρύ κλειδί
μην μένεις σ' αυτό το
κάστρο ολομόναχος.
Οι τοίχοι δεν σε γνωρίζουν.
Οι καθρέφτες σε μουντζώνουν.
Τα ποτήρια στραγγίζουν
πριν ακόμα γεμιστούν με ρούμι.
Φοβάσαι.
Απορείς.
Διψάς.
Γιατί μένεις;
Θα αργήσεις στο ραντεβού
με το πρωινό άστρο κι η κόμη
σου δεν θα χρυσίσει με φως
όπως θα έπρεπε.

Σ' αυτό το κάστρο πώς μπήκες;
Εγώ άλλη σου είχα ετοιμάσει
ζεστή φωλιά με τα σπαράγματα
του έρωτα.
Πώς και έχασες το δρόμο;
Αυτό το κάστρο στην κορυφή
ενός λόφου βρίσκεται και
στεφανώνεται από νεφέλες.
Σε χάνω.
Εκεί έχει καταλύσει ο γκιώνης
με τα πένθιμα ορατόρια.
Καρδιές λυγίζει η φωνή του.
Δεν βαστώ να τον παρακολουθώ.

Εγώ σου είχα ετοιμάσει
μουσικές από το σπέρμα
της αγάπης.
Χαρωπές μουσικές αισθαντικές
στο χορό τους να μπαίνεις
με πέλματα ολόγυμνα.
Θυμάσαι που χόρευες στη
μέθεξη του τρύγου;
Πόσο όμορφος ήσουν.
Με ένα τσαμπί στο στόμα
γλυκογέλαγες και με καλούσες.

Πέτα το κλειδί αν δεν μπορείς
να ανοίξεις κι εγώ στον αέρα
θα το πιάσω για να βγεις.
Η φωλιά μας μικρή αλλά
απέραντη από χαρά είναι.
Σε περιμένει.
Δεν έχει κιγκλιδώματα
κι ούτε βαριά κλειδιά.
Η φωλιά μας ο τελευταίος
στίχος ενός σονέτου που
ο ποιητής ξέχασε να γράψει.
Έλα να το συνεχίσεις.
Πονούν πολύ τα ακρωτηριασμένα
ποιήματα.  

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Τα σπίτια του έρωτα

Στο ακατέργαστο κίτρινο
μίας αστραπής κατοικείς
με τα χέρια διάπλατα 
στην έκταση για να σε 
βλέπω καθαρά. 
Κάθε που βυθίζονται
τα καράβια και πιάνει
καιρός κοντά μου έρχεσαι. 
Οι αεικίνητες διακλαδώσεις
σου με βρίσκουν και με
φωτίζουν ολάκερη έτσι
που σαν δίδυμη να μοιάζω
αδερφή σου. 

Κανείς εκτός από εσένα
δεν παρατηρεί τη νέα μου
μορφή. 
Όλοι με προσπερνούν
κι είναι ο κόσμος σαν να 
γεννήθηκε μόνο για μας
τους δυο. 
Μόνο τα σπίτια με τα 
απαρχαιωμένα παράθυρα
με ξεχωρίζουν και
σκίζονται να με δουν. 
Είναι τα σπίτια που διάλεγες
στον έρωτα να δοθείς
και στην αγάπη να μιλήσεις. 
Το θυμάμαι καθαρά αυτό
το δόσιμο και τον νου μου
ως σήμερα εξιτάρει δυνατά
με το ρεαλισμό του. 

Σε ένα από αυτά τα σπίτια
κι εγώ κατοικώ. 
Ψηλά ταβάνια, γύψινα σκαλιστά
στην οροφή, ασπρόμαυρα
πλακάκια και πόρτες δίμετρες
να χωρούν οι πόθοι κι οι
καημοί. 
Μία αστραπή εσύ κι εγώ
η ιστορία η μεγάλη των
μαχών που αυτολεξεί
γνωρίζεις απέξω. 

Σαν δέντρο αστραπής 
έρχεσαι και με βρίσκεις. 
Δεν με σκοτώνεις, χάρη
μου δίνεις για να ζήσω
για ακόμα μια μέρα. 
Μια μέρα λοιπόν που
σαν αιώνας θα μοιάζει
θα σου δοθώ φτάνει να
μην τελειώσουν οι βροχές
πάνω στη γη και τα σπίτια
να παραμείνουν όρθια
κόντρα στην ασχήμια
και την προχειρότητα. 

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Τροφός σου γίνομαι

Οκτώ χρόνια τώρα ζω
σε ένα υδαρές περιβάλλον.
Δάκρυα πολλά αναβλύζουν
από τις πηγές των ματιών μου.
Μουσκεύει ο κόσμος μου
κι εγώ περιφρονημένη
το χέρι της μοναξιάς κρατώ.
Σιγά σιγά σχηματίστηκαν
οι δικοί μου ποταμοί
με τους καταρράκτες τους
και ασίγαστα πλοκάμια τους.
Εκεί βρίσκω την τροφή μου.
Εκεί ξεδιψάω.
Εκεί με την βοήθεια
των ασταμάτητων ρυθμών
τους γράφω τα ομοιοκατάληκτα
ποιήματα και στα αφιερώνω.

Προχθές ψάρεψα δυο
πέστροφες αναποφάσιστες.
Τις έψησα και στην κοιλιά
της πιο μικρής βρήκα
το χρυσό που είχα χάσει
δακτυλίδι στα χρόνια
της νεότητας.
Μου ταίριαζε γάντι.
Τα χρόνια δεν επηρέασαν
τα κομψά μου χέρια.

Την κράτησα την μικρή
πέστροφα στην πιατέλα
να ρθεις να δειπνήσεις.
Χρόνια αυτή η πιατέλα
γεμάτη από ποταμίσια
όντα μένει και σε καρτερεί.
Μάλιστα όταν πριν καιρό
πήγα στα αρραβωνιάσματα
της γοργόνας φρόντισα
γλυκίσματα να πάρω
την πιατέλα σου να γεμίσω
να μην σου λείψει τίποτα..

Μη μου πεις πως δεν
πεινάς.
Μην νομίζεις πως σου
φτάνει η αμβροσία που
τρέφεσαι.
Αδυνάτισες πολύ.
Όπως πας κλαράκι θα σε
παρασύρουν οι άνεμοι του
ουρανού.
Πόσο άλλο να σε προσέχω.
Εγώ κι η μικρή μου
γοργόνα οι δικοί σου
άνθρωποι.

Σε νοιαζόμαστε όπως
νοιάζεται η κόρη τον
τυφλό της πατέρα.
Έλα στους ποταμούς μου
γρήγορα γιατί ξέρεις
φοβάμαι πολύ
το σφουγγάρι της λήθης
μην ξεφύγει από τα
πλάτη της θάλασσας
κι έρθει και σε αφανίσει.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Η σταύρωση

Αγαπούσε πολύ όλα τα φυτά
μα πιο πολύ λάτρευε τις
ευφορβίες που είχε
στο μπαλκόνι της.
Δύο στο σύνολο.
Η μία σε μικρή μεγέθους
γλάστρα κι η άλλη η πιο
μεγάλη σε κανονική.
Την πρώτη της την χάρισε
μια γειτόνισσα.
Την είχε δει στα σκαλοπάτια
της εισόδου με τα πορτοκαλί
ανθάκια και πολύ την ζήλεψε.
Της έδωσε λοιπόν ένα μόσχευμα
χωρίς άνθη, έπιασε αμέσως
κι έβγαλε γρήγορα τα δικά του
λουλούδια που έμοιαζαν
με κούπες.
Ίσως γι αυτό να την
αποκαλούσαν και κυάθιο.
Την δεύτερη την πιο μεγάλη
την αγόρασε απ' την λαϊκή
αγορά.
Είχε μικροσκοπικά κόκκινα
άνθη κι ήταν ψηλή με πολλά
αγκάθια.
Όταν ρώτησε πως την λένε
της απάντησαν αγκάθι
του Χριστού.
Πού να συγκρατήσουν το άλλο
δύσκολο όνομα σκέφτηκε.
Ευφορβία, κυάθιο με πενήντα
και πλέον είδη.
Ομορφαίναν το μπαλκόνι της
προς το παρόν.
Ποιος ξέρει ίσως στο μέλλον
να τις χρησιμοποιούσε για
να φτιάξει το δικό της
ακάνθινο στεφάνι.
Στο διάβα της ζωής
είχε υπερβεί πολλούς
θανάτους μα τώρα κάτι
της έλεγε πως η θυσία της
ήταν πολύ κοντά.
Γέρασαν κι ευφορβίες.
Πόσο θα ζούσαν; 
Άσε που και τα μοσχεύματα
τους αδύναμα ήσαν τώρα. 

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Τα ρούχα που δάκρυζαν

Ήταν πικρό το χαμόγελο μας
σαν τα καλά μαύρα ρούχα 
που έβαζε η μαμά στις κηδείες. 
Αυστηρά ρούχα, καλοσιδερωμένα, 
ενταφιασμένα στην καρυδένια
ντουλάπα για προστασία. 
Για ένα σκοπό είχαν φτιαχτεί
αυτόν του οδυρμού και της απώλειας. 
Ρούχα επιμελημένα από τα επιδέξια 
χέρια και μάτια μιας παραδοσιακής
μοδίστρας με διπλές ραφές, πιέτες  
ίσιες και κουμπότρυπες τέλειες.  
Στη χάση και στη φέξη τα έπλενε 
η μαμά καθώς τα δάκρυα
που διαπερνούσαν τις ίνες τους
φρόντιζαν να τα αποσπούν και να
τα αποκόπτουν από τη σκόνη της 
καθημερινής τριβής. 
Φόβητρο γίνονταν για εμάς και
μόνο στη θέα τους τρέμαμε. 
Καθόλου δεν τα θέλαμε, 
δεν τα πλησιάζαμε και προσευχές κάναμε 
όσο το δυνατόν πιο σπάνιες
να είναι οι εμφανίσεις τους. 
Μια μέρα μετά το ξόδι ενός
υπέργηρου του χωριού η μαμά 
τα ξέχασε στην αναπαυτική 
πολυθρόνα της εισόδου δίπλα 
στον παλαιικό καθρέφτη. 
Τί ήταν να συμβεί αυτό;
Δάκρυσε το σπίτι συθέμελα, 
πληγώθηκαν οι κήποι, 
οι ανοικτές αυλές πάγωσαν
και τα λουλούδια χλόμιασαν 
Το χωριό λαχτάρησε για τα καλά
κι έτρεξε να δει τι συμβαίνει. 
Η μάνα στις ελιές χαμπάρι δεν πήρε. 
Μια γειτόνισσα καλοσυνάτη
με το αχρόνιαγο μωρό στην αγκαλιά
της ήρθε τα πήρε και τα έκρυψε βαθιά
στη σκοτεινή πάλι τους θέση. 
Την επέπληξαν όλοι τότε τη μαμά 
για την παράβλεψη της κι αμέσως αυτή 
μετανιωμένη και συντετριμμένη 
πήρε τα ρούχα τα σαβάνωσε με 
χαρτιά και τα έκρυψε στο σκουριασμένο 
μπαούλο της κάμαρας της 
να μείνουν εκεί για πάντα. 
Δεν ξαναπήγε σε ξόδι κι εμείς 
απαλλαγμένοι από τον φόβο
μάθαμε επιτέλους να χαμογελάμε. 
Μόνο που κάποιες νύχτες κυρίως
του Αυγούστου ακούγαμε ένα βουητό
μες στα όνειρα μας κι έναν κλαυθμό,
ήταν απ' τα ρούχα που δακρύζανε 
καταδικασμένα στην εγκατάλειψη τους. 
Δεν δίναμε σημασία όμως, 
χαμογελούσαμε  προς τα μέσα, 
μόνο που η μάνα άυπνη έμενε 
να φτιάχνει πίτες και σκαλτσούνια 
της γιορτής για να μας γλυκάνει το πρωί. 
........................................................
Όταν μετά από πάρα πολύ καιρό η μαμά
μας άφησε χρόνους αυτά τα ρούχα 
-τα δροσερά από τα δάκρυα- τής βάλαμε
λες και να μας κυνηγούσε σαν κατάρα
η ενοχή που νιώθαμε από την επιλογή μας 
να την αποτραβήξουμε από το πένθος 
που τελικά αποδείχθηκε πως ήταν 
σύμφυτο με την όλη της ύπαρξη. 

Αγώνας δρόμου

haibun
Αγώνας δρόμου.
Στον κήπο είχε τρεις λεβάντες. Τις είχε φυτέψει την ίδια χρονιά, πάνε τέσσερα χρόνια τώρα. Η μία από τις τρεις είχε ρίξει πολύ μπόι
κι είχε γίνει σωστός θάμνος. Οι άλλες δύο καχεκτικές με ελάχιστα λουλούδια και κιτρινισμένα φύλλα. Το ίδιο τις πότιζε, την ίδια κοπριά τους έριχνε, το ίδιο τις αγαπούσε δεν έλεγαν να συνέλθουν. Απογοητεύτηκε κι άφηνε το χέρι του χρόνου να αποφασίσει γι αυτές.
Γλιστρά η βάρκα
σε γαλήνια νερά-
γλάροι την σέρνουν.
Τις είχε κατά νου τις δυο αρρωστούλες. Η γιαγιά της, της έλεγε να μην πικραίνεται και πως η εύρωστη λεβάντα απλά είχε ερωτευτεί το χώμα και το φως. Αντίθετα από τις άλλες που είχαν δεν είχαν τις ηλιαχτίδες βαθιά μες την καρδιά. Σκληρά λόγια, τα απέρριπτε. Έφτασε στο σημείο να τις περιποιείται ιδιαίτερα Τις σκάλιζε πιο ταχτικά, τις δρόσιζε με τον ψεκαστήρα ακόμα και κλασσική μουσική τους έβαζε μπας και συνέλθουν.
Σκάει το κύμα
πάνω στα ακρογιάλι
τζιτζίκια ηχούν.
Κάθε καλοκαίρι η μεγάλη φούντωνε έβγαζε λουλούδια πολλά, ενώ οι άλλες δύο, οι κακομοιρασμένες, ίσα που πέταγαν ίσα με δέκα κλωνάρια με ανθούς. κι αυτά ισχνά σαν ποδαράκια μικρού πτηνού. Τους είχε δώσει κι ονόματα λες και ήταν έμψυχα πλάσματα. Την πρώτη, την ξεχωριστή, την έλεγε Μυρτώ και τις άλλες δύο τις έλεγε Χαρά και Ευθαλία. Τις λάτρευε και έπιανε κουβεντολόι μαζί τους..
Στεγνό το χώμα
κονιορτός στον δρόμο-
λίβας φυσάει.
Μάζευε πάνω στην άνθιση τους κάποια από τα κλωναράκια χωρίς να τις μαδάει τελείως. Τα άφηνε στον ήλιο να ξεραθούν. Η γιαγιά της έφτιαχνε στην παλιά της ραπτομηχανή χρωματιστά και δαντελωτά σακουλάκια. Εκεί έβαζε τα λουλούδια που είχαν πλέον αποξηρανθεί από τον ήλιο και τα έδενε με κόκκινες βελουδένιες κορδέλες. Γέμισε τις ντουλάπες της κι η κάμαρά της μοσχομύριζε σαν κήπος ολάνθιστος. Οι σκόροι δεν πάταγαν πόδι εδώ.
Ρίχνει καμάκι
ο ήλιος στο μπαλκόνι-
σταφύλια τρυγά.