Το δακτυλίδι έπεσε στο πηγάδι.
Βαθύ πηγάδι πέτρινο στο μέσο
της αυλής.
Πήρες τον κουβά κι ανέβασες
δέκα κουβάδες νερό γλυφό, πηγαδίσιο.
Πουθενά το δακτυλίδι.
Στον ενδέκατο κουβά ανέβασες το κόσμημα.
Τίποτα όμως δέν ήταν όπως πριν.
Το νερό είχε λειάνει τις γωνίες
του δακτυλιδιού και τις είχε επιμελώς
στρογγυλέψει.
Χάθηκε το εξάγωνο σχήμα του κι ήρθαν
οι καμπύλες να το διαφοροποιήσουν.
Και κάτι ακόμα πιο σοβαρό.
Το μέγεθος του είχε αλλάξει κι είχε
φαρδύνει αρκετά.
Τώρα έπλεε στον δείκτη που το
φορούσες πάντα.
Ταίριαζε γάντι μόνο στον μέσο.
Στο δάκτυλο που χρησιμοποιούσες
για να σιχτιρίζεις όλα τα ανομήματα
του κόσμου και κάθε τι που αποστρεφόσουν.
Ευχαριστήθηκες πολύ κι έσκασε λίγο
γέλιο το χειλάκι σου.
Σύμμαχοι σου το νερό και το πηγάδι
σε αναμετρούσαν με το άδικο και την
παραφθορά με το κακό και τις επιβουλές.
Κατείχες πλέον ολάκερο τον οπλισμό σου
και σαν αστακός έμπαινες στη μάχη
της καθημερινότητας.
Ζωσμένος τα άρματα σου να αντιμετωπίσεις
τα απεχθή κεφάλια της Λερναίας Ύδρας.
Το δαχτυλίδι, που αποτέλεσε το όπλο απέναντι στα απεχθή κεφάλια της Λερναίας Ύδρας. Ελένη μου, καλησπέρα σου και καλή βδομάδα, καλή μου φίλη. Σε ευχαριστούμε για ένα σου ακόμα δημιούργημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ ευχαριστώ θερμά
Διαγραφή