Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

ήρθαν αργά

Περιπλανιόμουν στους δρόμους
Της σελήνης
Με τους ταφικούς μου φίλους
Άλλοτε σε λιμάνια ολόγυρτα
Κι άλλοτε στης στέπας το κρανίο
Πολυσχιδής η μοίρα της χήρας Άνοιξης
Μαδούσε τρίχρωμες μαργαρίτες
Στο αμπέλι των κυκλώνων
Αναρριγούσε η λεύκα πένθιμο φυλλορρόημα
Ποτέ μην μιλάς πριν ο χρόνος κλείσει
Στωικά τα χέρια στα μάτια
Κατεβάζαμε τις λυχνίες του τρένου
Στο χάσμα του μετώπου
Πέτρα -πέτρα χτίζαμε το τελευταίο
Φυλάκιο της λήθης
Απούσα η μέρα μόνο ένα δάκρυ
Μας κοιτούσε στο απόβροχο της ζωής
Τραγικά πρόφερες το όνομα μου
Μα δεν σε άκουγα
Περικυκλωμένη από στρατεύματα
Ανίατων λέξεων που φοβούνται να πεθάνουν
Τρυγούσα τις αφίξεις του πένθους
Πέτρα τη πέτρα μετέφραζα την κλίμακα των ήχων
Δεν ήταν μοιρολόι ούτε αναστάσιμο τραγούδι
Ούτε μπαλάντα αγάπης να τραγουδάς
Θούριος για να διαβαίνεις
Μήτε παιάνας να λυγίζεις το τόξο
Μόνο ήχοι άσπαστοι προδομένοι
Στιγμές χαμένες μάταιες
Άναρχες ρήσεις και συλλαβές
Κρωγμοί του παγονιού στάσιμοι
Χορδές καμτσικιού και δέρμα αλόγου ζαρωμένο
Συγκράτησα δυο τρεις στίξεις στης ζέβρας το μαρτύριο

Όταν η θάλασσα πονάει τα κύματα σχηματίζουν
Στους βράχους πάλλευκα δάση
Καρτέρεψε την δική μου μοναδική στιγμή
Δεν είναι το περιγιάλι και οι μαυροφόρες
Τουλίπες που με ξεγέλασαν
Ούτε τα κάστρα που πίνουν το αμίλητο νερό
Και πια δεν αντιστέκονται
Δεν είναι ο γύπας που τα νύχια του παγίδεψε
Ούτε το λίκνισμα της αορτής που αργοπεθαίνει
Μόνο ο περίπατος της σελήνης που χέρι –χέρι
Με τραβά στην άβυσσο
Μιλάω αργά για να με ακούς
Βαδίζω αργά για να με βλέπεις
Πλέω μες το κενό να με ξεχνάς
Κι όταν σου λείπω φοράω μια προσωπίδα χάρτινη
Φύγε για να αποκτήσω μορφή στη κόλαση

Στην μάντρα που πλαγιάσανε οι ταφικοί μου φίλοι
Απλώθηκε το μεσημέρι πάναγνο
Ο τόπος μου κι ο χρόνος μου εδώ
Κι ένα σποράκι πολύκλωνης βιολέτας
Να έρχεσαι
Στέρνα στεγνή λούζει τον κόσμο
Κι ένα πιθάρι τρύπιο τον μεταπλάθει σε όνειρο
Ήρθαν αργά οι ταφικοί μου φίλοι
Μες το περίβλημα της νεαράς σελήνης
Αποκοιμιούνται
Άνυδροι και μελαγχολικοί
Με λόγια ριζωμένα στο αυτί
Κι επιστολές παπύρου δυσνόητες στο χέρι
Ιερογλυφικά σφηνοειδείς εκρήξεις
Χωρούν στο πέλμα τους
Σαν διαβάζεις τη σιωπή αβέβαια τα βήματα προχωρούν
Στις ακροπόλεις πια κανείς δεν ζει
Ήρθαν αργά οι ταφικοί μου φίλοι