Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Ο μουσουργός

Ο νεαρός Πέτρος είναι
μουσουργός με ταλέντο
μεγάλο. 
Σήμερα είναι επικεφαλής
της μπάντας του δήμου. 
Από μικρός είχε μια έφεση
στη μουσική. 
Η δασκάλα του τόνιζε στους
κηδεμόνες το χάρισμα του. 
Στην ανάγνωση ο μικρός Πέτρος
κυμάτιζε τη φωνή του με χάρη
έτσι ώστε να βγαίνει μελωδική
προς τα έξω σαν κελάηδημα
αηδονιών. 

Η τάξη έμενε με ορθάνοιχτο
στόμα όταν διάβαζε ή όταν
έστω μιλούσε. 
Το ίδιο και στα μαθηματικά. 
Η προπαίδεια στα χείλη του
μεταμορφώνονταν 
σε πρελούδιο, σε σονέτο 
σε αντάτζιο. 
Η μάνα του καμάρωνε
Η γιαγιά του έκανε όλα τα
χατίρια. 
Μα πάνω από όλους τον
θαύμαζε η Θάλεια η χήρα
του Αντώνη από τον πέρα
μαχαλά. 

Τον χειροκροτούσε με κάθε
ευκαιρία και μαζί με το
χειροκρότημα σείονταν το
κορμί της, τα βραχιόλια της
και τα περιδέραια. 
Φθονούσαν γύρω και μουρμούριζαν. 
Άπληστα κρυφοκοίταζαν
από την ανοιχτή κλειδαρότρυπα
του εκκωφαντικού μη. 

Ο Πέτρος αγαπούσε την Θάλεια
κι όπως της ομολογούσε
ήταν αυτή που τον απογείωνε 
κι έπαιζε τόσο καλά.
Η Θάλεια τύγχανε άτεκνη. 
Στην αρχή τον έβλεπε σαν 
παιδί της. 
Στη συνέχεια οι καρδιές
τους αποστάτησαν. 
Πρώτη του μικρού Πέτρου
κι ύστερα της όμορφης Θάλειας. 
Ο Πέτρος θαυματουργούσε
κι η μουσική του σκέπαζε 
το σούσουρο και την
κακεντρέχεια  της μικρής
πολίχνης. 

Μουσουργός μέγιστος ο Πέτρος
μα σήμερα παράλυσαν τα χέρια
του, σκίασε η ζωή του. 
Μετά την εξόδιο ακολουθία
η μπάντα συνόδεψε τη χήρα
στο κοιμητήριο. 
Ο Πέτρος μετέωρος
παρακολουθούσε, δεν έπαιζε.
Είχε χάσει τη μούσα του, τον
παλμό και τους ήλιους του. 
Στα τρία χρόνια έπαιξε ξανά. 
Η μουσική του όμως πλέον
χρωματίστηκε από νότες
μαβιές κι αυστηρές. 

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Μετά από χρόνια

Τράβηξα την κουρτίνα. 
Ήσουν εκεί στον περίβολο
του κήπου μου πριν χαράξει
ακόμα η ανατολή και σφύριζες
το αγαπημένο μας κομμάτι. 
Το βλέμμα μου σε διέσχισε, 
με πρόσεξες με εκείνα
τα σκούρα μάτια όλο υπόσχεση
έρωτα. 

Ήσουν ανεβασμένος στη σέλα
του ποδηλάτου με μια κιθάρα
στα χέρια σου να τρέμει από
λαχτάρα και πόθο.
Κατέβηκες κι ακούμπησες
το ποδήλατο στον κορμό
της ακακίας χωρίς να στρέψεις
αλλού το βλέμμα. 

Είχες έρθει μετά από πολλά
χρόνια ξενιτιάς κι εγώ ωσάν
περίλυπη αγάπη σε περίμενα
χωρίς πώς και γιατί. 
Απλά είχα μαντέψει τον ερχομό
σου κι είχα καλά αφουγκραστεί
το τρίξιμο των φθινοπωρινών
δέντρων καθώς αποχωρίζονται
τη φυλλωσιά τους. 

Φύλλο κι εσύ τρεμάμενο στα
ημικύκλια του βοριά με τα
κλαδιά σου ματισμένα από
την φαλτσέτα του χρόνου.
Κάποιο μακρινό φθινόπωρο
σε είχα συναντήσει στο μικρό
καφέ μιας μεγάλης λεωφόρου. 

Και τώρα να'σου πάλι εδώ
στο σπίτι με τα πεθαμένα
αγάλματα και τις γλυσίνες
να το περισφίγγουν. 
Το καφέ έκλεισε. 
Το σπίτι μου όμως είναι ανοιχτό
με τα πορτοπαράθυρα του
να χαιρετάνε την ανατολή. 

Το σκυλί μου δες χοροπηδάει.
Σε αναγνώρισε σε αντίθεση 
με την γάτα μου που κοιμάται
αμέριμνη. 
Μην την ξυπνήσεις, βλέπει
ξανά εκείνη την ερωτική μας
σκηνή πλάι στο παγκάκι. 
Το σκυλί μου κι εγώ θα
σε υποδεχτούμε εδώ να φανείς
να σου χτενίσουμε τις γκρίζες
σου τούφες. 

Εγώ δεν γκριζάρισα, διατήρησα
το καστανό μου χρώμα
μονάχα λίγο η καρδιά μου
πήρε να φορά το λευκό
της απουσίας σου. 
Πέτα την φαλτσέτα στη 
φωτιά της λήθης και πάρε
λίγο κόκκινο από τις φλόγες
την καρδιά μου που πάγωσε 
να ξεγερέψεις. 

(Χτες κάποια παιδιά πετούσαν
εδώ χαρταετό και σου έστειλα
μήνυμα με τον πράσινο σπάγκο
αν το έλαβες...έλα...ξανοίχτηκες
πολύ και δεν σε βλέπω.) 

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Το πνεύμα της λίμνης

Υφάρπαξα σταγόνες
από τα δάκρυα σου 
κι έφτιαξα διαμαντόπετρα
Έλαμπε σαν το βλέμμα
των ποιητών όταν
μετά από αγώνα 
συλλαμβάνουν το άτι 
της έμπνευσης και
το ζεύουν στο άρμα τους. 

Ύστερα παραφύλαξα 
να κοιμηθείς κι έκοψα
μια χρυσή μπούκλα 
απ' τα μαλλιά σου την
ταίριαξα στην πέτρα 
κι έφτιαξα δακτυλίδι 
ολόχρυσο σαν τα στάχυα
του Βαν Γκογκ δίπλα
στις γυναίκες με τα 
κοφτερά δρεπάνια. 

Στο φόρεσα στον αντίχειρα
έκπληκτη χαμογέλασες. 
Αχ πως σου ταίριαξε! 
Αχ πως σου πήγαινε! 
Σου είπα ότι είναι από
τα χέρια μου καμωμένο
και στο χαρίζω. 
Πήρες και το έριξες
στην λίμνη θυμωμένη. 
Δεν διαπραγματευόσουν 
την ανεξαρτησία σου ούτε
εξαγοραζόσουν
μου φώναξες. 

Φουρτούνιασαν τα νερά
και το έβγαλαν στην όχθη.
Απελπισμένος το μάζεψα. 
Το καθάρισα από τις λειχήνες
και τις λάσπες. 
Ήρθες κοντά μου. 
Δεν ήταν πως με αγάπησες.
Ήταν πως ζήλεψες τη λάμψη του. 
Συνεπαρμένη το πέρασες
στο δάκτυλο σου κι έλαμψαν
όλες οι καλαμιές και 
τα νούφαρα. 

Έφυγες τρέχοντας. 
Από τα βάθη της λίμνης
ήρθε μια φωνή. 
"Οι μαγιοπούλες δεν θέλουν
για δώρο μόνο δακτυλίδι, 
έρωτα θέλουν κι όρκους
αγάπης αιώνιους."

Έτρεξα και σε βρήκα κάτω
από μια συκαμιά να κλαις
απαρηγόρητα. 
Έβγαλα το δακτυλίδι και σε
αγκάλιασα. 
Καυτό σου έδωσα φιλί κι
υπόσχεση αγάπης παντοτινής. 

Φεύγοντας πέταξα το δακτυλίδι
στα νερά, να τρέφεται
το πνεύμα της λίμνης
από τη σάρκα του έρωτα μας
κι από τα δάκρυα σου να ξεδιψά.
Μου έφτανε ο έρωτας σου
και τα γυμνά σου δάκτυλα
γύρω από τον λαιμό μου
σφιχτά δεμένα
σαν κρεμάλα. 

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Τα δάκτυλα του ερέβους

             .                 Στον Άκη

Διψάσαμε για λίγο σκοτάδι.
Εμάς τον χρόνο μας εδώ
τον διέπει ένας απαστράπτων
ήλιος. 
Δεν βρίσκουμε τρόπο
να κλείσουμε τα βιβλία
με τα παμπάλαια μυστικά
και να πέσουμε πάνω στο 
χώμα να κοιμηθούμε ύπνο
υγιή. 

Όλα σημαδεμένα από το φως.
Κιτρίνισαν οι σελίδες μας, 
τα χέρια μας γέμισαν πανάδες
και τα μαλλιά μας ξεστάχιασαν
από την αλμύρα και τις αχτίδες. 
Τα χωράφια γύρω μας είναι
σπαρμένα μόνο με ηλιοτρόπια.
Τόσο πολύ κίτρινο πονάει.
Πουθενά δέντρα να κυλήσει
ο ποταμός και το ρυάκι, να
ξαποστάσει ο κισσός που
έρπει κλαίγοντας για χρόνια. 

Ποθήσαμε το σκοτάδι του πηγαδιού. 
Κάναμε προσευχές, τάματα,
δεήσεις και στείλαμε τα αγόρια
μας στο άγιο βήμα να πάρουν 
τα ευαγγέλια και τα ιερά σκεύη
μήπως και εξαφανίσουμε
αυτό το ωχρό πρόσωπο
του ταχυδρόμου που περιέπεσε
στο σφάλμα της κλοπής. 
Δεν τα καταφέραμε, ασφυκτιούσαμε. 

Ψιχάλισαν τα μάτια μας
ερωτικές λέξεις που ο νους
δεν τις συγκρατεί να έρθει 
η νύχτα να τις διαβάσει. 
Ήταν η τελευταία μας ελπίδα.
Στα μανουάλια μας δεν βάζαμε
πια κεριά παρά μονάχα
τα δάκτυλα του ερέβους.
Σκοτείνιαζε λίγο και μας
άρεσε, χαμογελούσαμε.

Αρχίζαμε να καταλαβαίνουμε
τα άλεκτα γράμματα που
δεν μας παραδόθηκαν ποτέ.
Ευχαριστημένοι υποδεχτήκαμε
την πρώτη νύχτα της ζωής μας
κι ήταν νύχτα γάμου
σαν αυτή των παππούδων μας
με τις χοντρές προκαδούρες
Αποκοιμηθήκαμε κάτω από
τον ήχο και νιώσαμε 
ζωντανοί μετά από καιρό, 
ζωντανοί και επηρμένοι. 
από τα σκουρόχρωμα μας
πέπλα. 

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Τέσσερις γενιές

Τέσσερις γενιές ασπάστηκαν
τα ακρόνυχα της ιερής τρέλας. 
Πρώτη ξεκίνησε η προγιαγιά 
η ξακουστή Θάλεια. 
Μια αντρογυναίκα που έμπαινε
στο αλώνι μπροστά από τα
άλογα και δεν λιγοψυχούσε.
Αυτή αγαπούσε παθολογικά 
τις παπαρούνες. 
Μάζευε κάθε άνοιξη
ασταμάτητα παπαρουνόσπορους
μέσα σε τσίγκινα κουτιά
με ξεφτισμένη επίστρωση. 
Απ' αυτούς που συνέλεγε
άλλους τους έσπερνε σε
βραγιές, με άλλους
νοστίμιζε τις σούπες κι ο,τι
περίσσευε τους έστριβε μαζί 
με καπνό και τους κάπνιζε. 
Μια συνήθεια που κράτησε
ευλαβικά ως τα βαθιά γεράματα.
Η Θάλεια έφυγε στα εκατό .
της συνοδευόμενη από
στεφάνια με παπαρούνες. 

Δεύτερη η κόρη της η Ευτέρπη
αγαπούσε παθολογικά
τους αγγέλους και τα αρσενικά.
Αρσενικό δεν της ξέφευγε
δείχνοντας μεγαλύτερη 
προτίμηση στους αμούστακους
άνδρες. 
Οι γυναίκες την έβλεπαν 
κι έστριβαν φτύνοντας τους
κόρφους τους. 
Επιπλέον οι άγγελοι την είχαν
σημαδέψει. 
Νόμιζε ότι είχε φτερά. 
Μια μέρα μάλιστα πήγε και
πέταξε από τον τρίτο όροφο,
ήταν και δεν ήταν εξήντα
χρόνων. 

Η τρίτη στη σειρά η Αντιγόνη
αγαπούσε παθολογικά 
τα μαντήλια. 
Όλα τα συρτάρια του σπιτιού
ήταν γεμάτα από αυτά. 
Τα δίπλωνε με τάξη στα
τέσσερα στα οκτώ στα δεκάξι
κατά πως έλεγε ο ποιητής 
και τα αρωμάτιζε με άνθη
λεβάντας. 
Το καθένα από αυτά το φορούσε
μόνο μια φορά κι ύστερα
το κολλάριζε και το
τακτοποιούσε δίπλα στα άλλα.
Μια μέρα την βρήκανε
στην κάμαρα της να αιωρείται.
Οι κόμποι διπλοί και την κράτησαν ψηλά.
Είχε διαλέξει τρία ολομέταξα
μαντήλια για να κλείσει μέσα
τους τα τριάντα της χρόνια. 

Ο τέταρτος στη σειρά  
ο Μιχάλης αγαπούσε
παθολογικά τα πουλιά 
κι ιδιαίτερα τα περιστέρια.
Έβγαινε στις πλατείες είτε
ήταν μέρα είτε ήταν νύχτα
και τα τάιζε. 
Αυτά τον ήξεραν και κάθονταν
στα χέρια και στους ώμους του.
Περιστρέφονταν γελώντας
δυνατά και γύριζαν κι αυτά 
μαζί του. 
Αυτός σεβάστηκε την αρρώστια
του, γάμο δεν έκανε και ποτέ
δεν πήγε με γυναίκα. 
Έζησε σαν την προγιαγιά
του πολύ και θάφτηκε κάτω 
από ένα πλάτανο που
φιλοξενούσε κιρκινέζια 
και κοκκινολαίμηδες 
Ήταν η τελευταία του επιθυμία
και το χωριό την σεβάστηκε. 

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Γαμήλιος στολισμός

Με μια γλάστρα βασιλικό
σε μια χάρτινη σακούλα
βάδιζε στη λεωφόρο. 
Πολλά τα αυτοκίνητα και
πεζοδρόμια δεν υπήρχαν.
Κινδύνευε ανά πάσα στιγμή
να παρασυρθεί.
Το μικρό φυτό την
παρηγορούσε. 
Δεν της έφτανε όμως
Έπρεπε να τον βρει. 
Έπρεπε να θυμηθεί
τον αριθμό του και να τον
καλέσει να έρθει να την
μαζέψει. 
Είχαν χαθεί. 

Αυτός είχε μείνει πίσω
θαυμάζοντας στο φυτώριο
δυο γλάστρες με κοράλλια. 
Ο ιδιοκτήτης τα πωλούσε
σε εξωφρενικά μεγάλη τιμή
ακατέβατη όπως διατείνονταν.
Αγόρασε τη μία κι άρχισε
να τη καμαρώνει και να τη
χαζεύει. 
Πάνω εκεί είχαν χαθεί. 
Έπρεπε να αγοράσει τσιγάρα
αυτή κι έφυγε. 
Πού να βρεις περίπτερο
σε μια τεράστια λεωφόρο;
Πήγε μακριά. 

Βάδισε πολύ, φοβήθηκε αρκετά.
Η συνοικία ήταν κακόφημη.
Ζήτησε βοήθεια μα
αδιαφόρησαν όλοι. 
Τουλάχιστον να της πουν τον
αριθμό του. 
Δεν ήξεραν. 
Δεν ήθελαν. 
Δεν την πίστεψαν. 
Στο τέλος εκεί που είχε
απογοητευθεί ένας νεαρός
με έναν παπαγάλο στον ώμο
την βοήθησε. 
Ήταν ο μόνος που γνώριζε
τον αριθμό. 

Βρέθηκαν τελικά έξω από ένα
σουβλατζίδικο από αυτά
του δρόμου τα βρώμικα. 
Το αμάξι ήταν παραφορτωμένο
με γλάστρες. 
Που να βρήκε τόσα χρήματα;
Αναρωτήθηκε. 
Δεν είπε τίποτα. 
Ακούμπησε τον βασιλικό
στα πόδια της. 

Η συνοικία σαν μυτερό μαχαίρι
τους επιτέθηκε. 
Δεν τους άφησε να χαρούν
τις αγορές τους. 
Τους άρπαξε τις γλάστρες 
με βία, παραδόξως δεν τους
πείραξε τον βασιλικό. 
Αύριο στον γάμο τους θα ήταν
το μοναδικό τους στολίδι. 
Ο βασιλικός άλλωστε στα
όνειρα προμηνύει γάμο. 

Ο πειρατής και το ταξίδι

Σε θάλασσες αφιλόξενες
ταξιδεύεις και σε πελάγη
ανοιχτά με τα κύματα μάχαισαι. 
Τα πέλματα σου τα έχει
σκάψει η αλμύρα και τα
χέρια είναι χρόνια που έχουν
ξεχάσει την προσευχή κι
εκείνα τα γράμματα που
στους θάμνους έκρυψες. 

Επιδρομές κάνεις στα νησιά, 
στα λιμάνια και σε κείνες
τις άγονες ξέρες. 
Στα αμπάρια σου πολλά τα
λάφυρα:
Χρυσές λίρες και περιδέραια.
Ατόφιο ασήμι, πετράδια
σπάνια και ράβδοι χρυσού. 
Θα μπορούσες να οικοδομήσεις
δυο πόλεις ολάκερες με τα
καμπαναριά τους, τα χαμόσπιτα,
τα επιβλητικά μέγαρα και τα
μουσεία με τα δακρυσμένα
αγάλματα. 

Δεν το έκανες. 
Δεν το θέλησες. 
Σαν σάπιο κρέας μισούσες
την όποια ιδιοκτησία. 
Σπίτι δικό σου δεν απέκτησες
ποτέ, μόνο τις θαλασσοσπηλιές
πάντα ονειρευόσουν. 

Στην τελευταία μας συνάντηση
εκτός από τα λάφυρα που μου
έφερες, έκοψες και μου 
έδωσες την πειρατική σου
πλεξίδα και την καλύπτρα 
του άδειου ματιού σου.
Ανεξήγητη κίνηση, την
αποδέχτηκα και δεν είπα
τίποτα. 

Θα τα φορέσω και θα ρθω
κοντά σου το ταχύτερο. 
Η είδηση του θανάτου σου
με συνέτριψε. 
Το άγιο σώμα σου να βρω και
στην πόλη που της γύρισες
την πλάτη να το ενταφιάσω
με τιμές πολλές. 

Την πλεξίδα και την καλύπτρα
θα βάλω και θα ρθω. 
Τώρα εξηγώ την κίνηση σου,
παρτίδες είχες με το θάνατο
χρόνια τώρα. 
Ξέρω που σύχναζες κι αν
μπερδευτώ θα ρωτήσω 
τα κορίτσια που κοιμήθηκες.
Μεγαλοπρεπές μνήμα θα σου
στήσω στο ακριβότερο
κοιμητήριο. 
Τόσα λάφυρα τι να τα κανω;
Μαζί θα παραχώσω και τα
θυμητάρια σου, δεν ωφελεί
εδώ να τα κρατήσω. 
Μου έδωσαν το ταξίδι κι αυτό
μου φτάνει μου δήλωσαν το
θάνατο σου κι αυτό με πονεί. 

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Τα προσωνύμια του Φάνη

Ο Φάνης ήταν γνωστός
στη γειτονιά σαν συνοδός
μεγάλων κυριών. 
Για την Μάνια όμως ήταν
ο μεγάλος της έρωτας. 
Θυμάται που παιδιά ακόμα
την έπαιρνε στην πίσω σέλα
του μπλέ ποδηλάτου και
την πήγαινε βόλτα στα σφαγεία
κι άλλοτε πάλι στην ακρογιάλια
με τα μπλε αρμυρίκια. 

Ο Φάνης ορφάνεψε από μητέρα
όταν ήταν έντεκα ετών. 
Ο πατέρας τον εγκατέλειψε,
γιαγιά δεν υπήρχε κι έτσι
ο Φάνης μεγάλωσε σε ίδρυμα
κι έγινε με την βούλα ο Φάνης 
ο ορφανός καθώς και ο Φάνης
του ορφανοτροφείου. 

Ο Φάνης δεν ξεπέρασε τον
χαμό της όμορφης μητέρας 
του κι όταν βγήκε από το ίδρυμα
νομοτελειακά έγινε συνοδός
μεγάλων κυριών, δεν είχε
σκουριάσει βλέπεις μέσα του 
η μνήμη της. 

Η Μάνια ωστόσο τον αγαπούσε. 
Ένα βράδυ τον κάλεσε σπίτι της.
Την επόμενη ο Φάνης της έδωσε
δακτυλίδι αρραβώνα. 
Δεν πρόλαβαν να παντρευτούν.
Ο Φάνης βρέθηκε σφαγμένος
στην είσοδο της πολυκατοικίας. 

Μια ώριμη γυναίκα η κυρία
Αλίκη ανέλαβε την ευθύνη. 
Στην απολογία της ισχυρίστηκε
πως της είχε φάει δυο σπίτια
στα χαρτιά. 
Έτσι έγινε ο Φάνης 
ο χαρτοπαίκτης. 

Στην τελευταία του κατοικία
τον συνόδεψε μόνο η Μάνια. 
Η συνοικία στα καφενεία έπαιζε
πρέφα και κουτσομπόλευε. 
Ο Φάνης ο σφαγμένος ατίμασε
τη γειτονιά με τα χαΐρια του
κανείς δεν ήθελε να τον ξέρει.
Ο κύκλος των προσωνυμίων 
του σταθερά ανέβαινε κι ας
ήταν κάτω από το χώμα. 

Η Μάνια έφερε στον κόσμο
τον παράνομο καρπό τους. 
Ποτέ δεν ξέχασε τον Φάνη. 
Ο μικρός πήρε το όνομα του.
Φάνης ο τζούνιορ. 
Τα παιδιά δεν τον έπαιζαν
στη γειτονιά κι οι γυναίκες
έφτυναν τον κόρφο τους
όταν τον συναντούσαν. 

Ο μικρός λοιπόν συνέχισε
την παράδοση του πατέρα 
κι απέκτησε γρήγορα ένα
προσωνύμιο που θα το
κουβαλούσε εσαεί και θα
τον περιθωριοποιούσε. 

Έγινε ο Φάνης ο μπάσταρδος. 
Ένας βαρύς χαλκάς στο πόδι
τον ακολουθούσε. 
Μια υπόθεση άκρως
οικογενειακή τα προσωνύμια
και μια βαριά κατάρα για τη
γενιά του Φάνη που ποτέ δεν
πατάχθηκε. 

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Ανυπόγραφο

Τα βότσαλα παρατεταγμένα
στη βιβλιοθήκη είναι
τα μοναδικά περιουσιακά
στοιχεία που μου άφησες
τότε που φτερά ανέπτυξες
στους ώμους κι έφυγες. 
Και τι δεν είχες ζωγραφίσει
πάνω τους, πληθωρική μου
αγάπη! 
Έναν ήλιο, έναν τεράστιο
οφθαλμό, μια πιατέλα με
κεράσια ώριμα, έναν κήπο
ολάνθιστο να ζουζουνίζουν
τα μελισσόπουλα κι εκείνο
το σκαμνάκι της γιαγιάς που
πάνω του αυτή ξεκουράζονταν
μετά από το πολύωρο
ζαλίκι στο κορμί της γης. 

Παράπονο δεν έχω, δεν
μεμψιμοιρώ, δεν εγκαταλείπω.
Όλα στα πόδια μου, όλα
κοντά μου, έτσι να κάνω μια
πιάνω τη ζωή από τα μαλλιά. 

Αυτάρκης είμαι, σκοτάδια δεν
γνωρίζω, έχω τον ήλιο σου
συνοδοιπόρο μαζί να βγαίνω
στα ανοιχτά με τα κύματα
να συνομιλώ και με τις θύελλες.
Είναι ωραία εκεί με την αλμύρα
σύμμαχο και δεν μου λείπεις
καθόλου. 

Πρόβλημα βιοπορισμού
δεν έχω, πολλά μου άφησες
κεράσια να τρέφομαι. 
Γλυκό φτιάχνω πάστα φλόρα 
κι εκείνο το δυνατό τσέρι για
να γεμίζω τις άκαρπες ώρες
κι αν μου περισσέψουν κάποια
τα κρεμώ στον καθρέφτη μου
πλάι στις καλημέρες να τα
κοιτάζεις. 

Για όλα φρόντισες εσύ έτσι
που ανενδοίαστα να μπαίνω
στη χώρα της ποίησης
με τις άριες του έρωτα
να συνυπάρχω. 
Εκεί βρίσκω την ομορφιά 
των κήπων σου που πολλά 
μου χαρίζουν άνθη κάθε άνοιξη
τα φτωχικά μνήματα να στολίζω
και τα μικρά εικονοστάσια. 
Δεν ξεχνώ βέβαια με αυτά
τα μαγιάτικα να πλέκω
στεφάνια στις θύρες των
τροβαδούρων να τα κρεμώ. 
Δες με πως ομορφαίνω 
με αυτή τη μαργαρίτα στο αυτί! 

Παράπονο δεν έχω, δεν
μεμψιμοιρώ και δεν
εγκαταλείπω κι αν κάπου
κουραστώ έχω το προγονικό
μου σκαμνάκι που πάντα
επιμελούμαι καθαρό να μένει
και στο χρώμα της ώχρας 
να ζει μαζί με την ανάσα σου
που τη ζωή μου ανασταίνει. 

Τέλος άφησα τον οφθαλμό
που πρώτιστα σαν τα μάτια 
μου τον προσέχω. 
Με αυτόν τα αστέρια παρατηρώ
και κάποια από αυτά τα
κατεβάζω στη γη παρέα
να κάνουν στις πυγολαμπίδες
του Αυγούστου. 
Κοίταξε τα τι όμορφα φωτίζουν
τους γύρω λόφους. 

Ένα από αυτά το πιο λαμπερό
είναι το δικό σου. 
Τα καταφέρνω μια χαρά. 
Αχ! δεν μου λείπεις στιγμή, δες
με πως δεν σκοντάφτω όταν
κοντά σου έρχομαι κι απλώνω
τα σεντόνια να με αγαπάς και
σαν παιδί να με ταχταρίζεις 
που για χρόνια τη μυρωδιά 
της μάνας του ψάχνει εναγώνια. 

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

Οι μελωδίες του φεγγαριού

Απόψε είχε φεγγάρι
και ξαμοληθήκαμε 
στους δρόμους. 
Η πόλη γύρω μύριζε
σπασμένο ρόδι, κανέλα
και κιτρολέμονο. 

Ούρλιαζαν τα σκυλιά
και οι νυχτοπεταλούδες
έκοβαν κυκλικές βόλτες
γύρω τους. 
Αγριεύονταν τα σκυλιά
και τις κυνηγούσαν. 

Αυτές σαν τιμωρημένα
παιδιά έτρεχαν
κι επικάθονταν στις φούστες
μας και τις τραβούσαν. 
Εμείς αποπλανημένοι 
από το σεληνόφως δεν
τις προσέχαμε. 

Πηγαίναμε αντίθετα
στη φορά τους, 
ξεχειλώνονταν οι φούστες 
μας κι ανέμιζαν
σαν τριγωνικά πανιά
τυραγνισμένα από την
όστρια. 

Στη θέα τους το φεγγάρι
μαγεύονταν και έστελνε 
χρυσές μπαλίτσες 
για να παίξουν και
να μας αφήσουν ήσυχους. 

Τότε γίνονταν το θαύμα. 
Οι νυχτοπεταλούδες 
άφηναν τις φούστες μας,
σχημάτιζαν ομάδες
κι άρχιζαν να κλωτσούν
τα μικρά φεγγάρια της γης. 

Μαγεμένοι εμείς τότε
μπαίναμε στο παιχνίδι τους. 
Το φεγγάρι ξετρελαμένο 
άρχισε να στέλνει
βροχή τα δώρα του. 

Γέμισαν οι αγκαλιές μας
με μικρά φεγγάρια.
Καταργήθηκαν οι αποστάσεις
κι ο ουράνιος θόλος
έγινε σκέπη μας. 

Μπάζαμε το φεγγάρι
στα σπίτια μας και το
κερνούσαμε γλυκό
κιτρολέμονο και λικέρ
ροδιού. 

Μεθούσε το φεγγάρι
κι εκεί πάνω στη ζάλη του
έγερνε στο καπάκι του πιάνου
κι αποκοιμιούνταν.  

Το πρωί βρίσκαμε
στην επιφάνεια του πιάνου
πεντάγραμμα με τις
μελωδίες του φεγγαριού. 
Τις καταχωνιάζαμε  
κάτω από τη μασχάλη. 
Αύριο τα παιδιά μας
θα παρέλαζαν με αυτές
τις μελωδίες. 

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Μαθητεία

Απ' το γενέθλιο τόπο
τρία στρέμματα γης πήρα. 
Ελιές φυτρώνουν εκεί, 
καμμιά εικοσαριά ρίζες, 
επίσης σπαραγγιές, βάτα, σκίνα, 
αγριάδες, γκορτσιές
κι ένας μεγαλοπρεπής
αθάνατος. 
Αφρόντιστος μένει εδώ
και χρόνια ο τόπος αυτός. 
Δεν κλαδεύτηκε, 
δεν ξεχερσώθηκε, 
δεν σκάφτηκε, 
δεν λιπάστηκε, 
δεν ποτίστηκε κι άφησε
την άγρια φύση ελεύθερα 
να οργιάζει και να εξαπλώνεται
σαν λόγος ρητορικός 
και φορές-φορές ακατάληπτος. 

Κάποτε ο πατέρας, σε χρονιά
σοδειάς έβγαζε δεκαπέντε
τσουβάλια καρπό ελιάς. 
Δεν με λυπεί το γεγονός αυτό
καθ' αυτό, καθώς ασύμφορο
είναι να καλλιεργηθεί αλλά 
κι ίσως να είναι προτιμότερο 
να παραιτηθεί και να γίνει
λόγγος.
Να αφηνιάσει η φύση και
να εκτραχυνθεί πάνω στο
σαρκίο του σαν γητεύτρα
θεά. 
Αχ αυτή η μαγεία της
παραίτησης πόσο με θέλγει! 

Τον αγαπώ μέσα από τις
αναμνήσεις αυτόν τον τόπο.
Εκτός από τις ελιές που
αγιασμένες είναι, ξεχωρίζω
τον γλαυκοπράσινο αθάνατο.
Έχει φυτρώσει στο σύνορο
του χωραφιού κι έχει 
οριοθετήσει τον τόπο. 
Σκληρό φυτό που στη γη
σαρκώνεται και ζητά με τα
άνθη του στον ουρανό να
αναρριχηθεί. 

Ατίθασο φυτό με πολλαπλές
παραφυάδες που αναγεννάται
συνεχώς.
Θάνατο ολοκληρωτικό
δεν γνωρίζει,  άπαξ και
ανθίσει πεθαίνει μα έχει
στρατιά πίσω να συνεχίσει
τον κύκλο της ζωής.
Αυτές οι παραφυάδες πόση
ιεροσύνη κρύβουν! 
Με κάνουν να σιωπώ μπρος
στην μεγαλοσύνη τους
και τη σοφή διάρκεια τους.
Υποσκάπτουν την παροδικότητα
και με απλωμένα χέρια
υμνούν τον ουρανό.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Το τρένο και ο κάμπος (Τέμπη)

Τσίμπα με για να ξυπνήσω, 
δεν είναι αλήθεια ένας
εφιάλτης είναι τσίμπα με. 

Στο τρίτο βαγόνι τρεις νεαροί
τρώνε σάντουιτς, ένας άλλος
πίνει μπύρα και μια κοπελιά
με γαλάζιο το φόρεμα
μασάει ανέμελα μια τσίχλα.
Χτυπάει το τηλέφωνο της. 
Το σηκώνει. 
Πετάει την τσίχλα στο καλάθι.
"Θα σε πάρω όταν φτάσω μαμά."
Πάω να κοιμηθώ τώρα. 
Φέρνει το χέρι στο στόμα, 
δεν χασμουριέται, παρότι
νυστάζει για τα καλά. 
(Το αναβάλει, αγαπά τη νύχτα,
θέλει να εξηγήσει τα μυστικά
της. 
Πάει στο πρώτο βαγόνι. 
Παραγγέλνει καφέ. 
Κάθεται στο παράθυρο.) 
Με το χέρι της, ασταμάτητα,
μοιράζει φιλιά στη νύχτα, 
στους αγγέλους που σιγά σιγά
κατεβαίνουν και στα πουλιά
που απόψε ξαγρυπνούν. 
-Οι άγγελοι έχουν αιμάτινα
χείλη και δυο λακάκια
χαριτωμένα στα μάγουλα.-
Η κοπέλα τους χαιρετά,
ανυποψίαστη. 

Έξω ο κάμπος ίσα που φαίνεται.
Η κοπέλα βλέπει καλά αλλά
ο κάμπος φορά το μαύρο, μακρύ
φόρεμα από προηγούμενα
πένθη και στριφογυρίζει 
νευρικά. 
Ένας κάστορας ανοίγει
τρύπες και κανάλια, ακούγεται
το σκάψιμο πιο πολύ από το 
θόρυβο του τρένου. 
Ο κάμπος προειδοποιεί. 
Έχει ένστικτο ο κάμπος
δεν πέφτει έξω. 
Τα δέντρα του, ανοίγουν
διάπλατα τις παλάμες τους, 
τα κλαδιά σιγοτραγουδούν
παρέα με τον άνεμο 
τη μπαλάντα του Ούρι.

Ακούγεται αυξανόμενο 
το σκάψιμο, το τραγούδι, 
οι ζαριές των άστρων, η άρπα 
του ανέμου.
Ο κάμπος ξαγρυπνά και φοβάται.
Φτάνουν γέλωτες, ουρλιαχτά
τσακαλιών και λύκων κι ύστερα
ένας εκκωφαντικός θόρυβος
που τα σκεπάζει όλα. 
Η κοπέλα με το γαλάζιο
φόρεμα πιάνεται από το
χέρι ενός αρχαγγέλου,
ταξιδεύει η κοπέλα ψηλά
και φωνάζει δυνατά:
Τσίμπα με για να ξυπνήσω, 
δεν είναι αλήθεια ένας
εφιάλτης είναι τσίμπα με. 
Ένας σκοτεινός άνθρωπος
της κλείνει το στόμα. 
Ο αρχάγγελος τον διώχνει. 
Η κοπέλα συνεχίζει να φωνάζει.
Άκου τη φωνή της και την
παράκληση της. 
Τσίμπα με....... 

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

Εκκρεμές

Σε μια μεγάλη θαλασσόπετρα
ζωγράφισε με τα ακρυλικά της
μια τεράστια πασχαλίτσα. 
Την αγαπούσε αυτήν την
ενασχόληση αν και δεν τα
πήγαινε τόσο καλά με το σχέδιο.
Στο ενεργητικό της είχε έναν
σκαντζόχοιρο, μια χελώνα, 
έναν ιππόκαμπο, ένα βάτραχο
κι έναν τζίτζικα αρκετά μεγάλο
βούβαλος θα ήταν. 
Την πασχαλίτσα αφού την
πέρασε με διαφανές βερνίκι,
πήγε και την έβαλε στη γλάστρα
με τα χρυσάνθεμα. 
Είχαν ανθίσει αλλά είχαν πάνω
τους πολλή μελίγκρα. 
Νοτερή η πόλη τους ευνοούσε
την εμφάνιση της. 
Έσπαγε το κεφάλι του γιατί
να τοποθέτησε την πέτρα εκεί.
Την επόμενη συνομιλώντας
στο τηλέφωνο με μια φίλη της
εκθείαζε στο πόσο ζωντανές
ήταν οι πέτρες της και ω! ως
εκ θαύματος η πασχαλίτσα της
είχε εξαφανίσει όλες τις
μελίγκρες. 
Βιαστικά αυτός για να πειστεί
πήγε προς τα φυτά και τα βρήκε
τελείως απελευθερωμένα από
τα παράσιτα. 
Η πασχαλίτσα της μέσα στη
γλάστρα έδειχνε να έχει τώρα
διογκωμένη πολύ την κοιλιά
της. 
Σώπασε μπροστά σε αυτό το
μικρό θαύμα που έγινε η απαρχή
να  πιστέψει στην θεϊκή 
υπόσταση των χεριών της. 

*
Το ρολόι του τοίχου ήταν
σταματημένο από καιρό. 
Δυο φορές την ημέρα πάντως
μπορούσε κι έδειχνε τη σωστή
ώρα, τρεις το μεσημέρι και
τρεις τη νύχτα. 
Έλεγε να το πάει στον
ωρολογοποιό αλλά συνεχώς
το ανέβαλε. 
Ίσως και να του άρεσε αυτή
η αγρανάπαυση. 
Τρεις το μεσημέρι συνήθως
κοιμόταν αλλά τρεις τη νύχτα
ήταν ξύπνιος με το βλέμμα του
πάνω στα βιβλία ή στο γράψιμο.
Ετοίμαζε ένα βιβλίο
διηγημάτων με κεντρικό
θέμα τους ακροβάτες και
τα τεκταινόμενα στο τσίρκο.
Μια μέρα αποφάσισε να φτιάξει
το ρολόι, η βλάβη ήταν μικρή
και το πήρε γρήγορα από τον
μάστορα. 
Του στοίχισε όμως αυτή 
η κίνηση, τον αιχμαλώτισε
το πηδάλιο του χρόνου και
τον έβγαλε από τη ραστώνη
του. 
Απορροφήθηκε από την
καθημερινότητα κι ούτε λόγος
για τα διηγήματα που έμειναν
τελικά στη μέση. 
Έπαψε να ασχολείται αν και
είχε υλικό. 
Μόνο τον ακροβάτη είχε
ετοιμάσει. Τον έλεγαν Γρηγόρη. 

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Ακαριαία

                               Στα παιδιά μου

Στο δάσος υπάρχει ένα πουλί, το τραγούδι του σας σταματάει και σας κάνει να κοκκινίζετε. 
Αρθούρος Ρεμπώ

Ο πόθος ομοιάζει με το άγριο
κύμα που πετάει χωρίς έλεος
τα αφρόψαρα στα βράχια.
Συντρίβονται ουρές, μάτια,
σπλάχνα και καρδιές. 
Τα μόνα που μένουν ανέπαφα
είναι τα λέπια και τα μουστάκια.
Αυτά τα παίρνουν τα κορίτσια
και φτιάχνουν δακτυλίδια.
Φαντάσου ένα δακτυλίδι 
με πέτρα από λέπι! Ακόμα
κι η διαμαντόπετρα ωχριά
μπροστά του. 
Σαν απότοκο του πόθου δεν 
συγκρίνεται σε εύρος ομορφιάς 
με τίποτα άλλο. 

*
Πηγαίναμε στα τέσσερα 
γιατί στην αντίπερα 
πλευρά της λίμνης
κυνηγούσαν αγριόχηνες
κι έπρεπε να καλυφθούμε.
Ακούγονταν διάσπαρτες
οι ριπές των όπλων σαν
ομοβροντίες τουφεκιών
σε εμφύλιες συρράξεις. 
Πηγαίναμε αργά. 
Οι καρποί από τις γύρω
καστανιές που είχαν πέσει 
στην γη μάς τσιμπούσαν 
τα γόνατα.
Πονούσαμε, αιμορραγούσαμε 
κι ήταν σαν να οδηγούμασταν
στο θυσιαστήριο ολόγυμνοι
από προθέσεις με μόνο τις
καρδιές μας ορθάνοιχτες 
στις εικασίες των φύλλων. 

*
Βαδίζαμε μέσα στο δάσος
Έλατα πολλά, κουμαριές, 
ρείκια και φλέβες νερού.
Ακούστηκε το ουρλιαχτό
ενός λύκου, δεν φοβηθήκαμε
παρότι κοντά μας είχαμε
ένα κοριτσάκι με κόκκινο
σκουφάκι. 
Η γιαγιά του είχε πεθάνει
μήνες πριν σε μια στέγη
γερόντων από προχωρημένη
ασιτία κι αιμορραγικό σοκ. 

*
Όταν οδηγήθηκα από την
πύλη του έρωτα στην ακτή
της αγάπης ήταν βράδυ κι
είχε ένα φεγγάρι ολόγιομο
και πουθενά ένα άστρο
να κάνω μια ευχή. 
Ένιωσα μια πλημμυρίδα
συναισθημάτων και μια
πρωτόγνωρη τρυφερότητα 
να διακατέχει το κάθε μου
κύτταρο. 
Σε αγαπούσα αλλιώς. 

*
Κάποτε στις τσουβαλομαχίες
που παίζαμε ένα παιδί έβγαλε
το χέρι του. 
Πονούσε πολύ, σχεδόν
ούρλιαζε. 
Το δέσαμε πρόχειρα
κι ησύχασε για λίγο. 
Η μάνα του το πήρε
και το πήγε στην κυρία
Πηνελόπη που ήταν πρακτική.
Το παιδί αυτό που αήδιαζε 
στο αυγό έγινε καλά 
με ένα κατάπλασμα αυγού
κι ολίγο αλεύρι. 

*
Στην τελευταία στροφή
πριν βγούμε στην θάλασσα
υπήρχε ένα δέντρο, μια
χιλιόχρονη ελιά. 
Σταθήκαμε στον ίσκιο της
για να γευματίσουμε. 
Όταν αποφάγαμε ένιωσα
μια περίεργη έλξη για
αυτό το δέντρο κι ήταν
σαν να μου μίλησε η ιστορία
μέσα από τις βαθιές ρυτίδες
του. 

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Προσωπογραφία

Το πρόσωπο σου στο κάδρο
του σαλονιού είναι χρόνια
που δεν ξεσκονίστηκε. 
Χέρι αγαπημένο δεν το
φρόντισε στον κύκλο της
ζωής να ανατείλει. 
Χείλη σμιχτά δεν το πλησίασαν,
φιλί να του μοιράσουν. 
Μάτι αχόρταγο - πίσω από το
δάκρυ- ποτέ δεν το έστερξε
προς το ακαθόριστο να φτάσει, 
ματιά για να ρίξει στα μεγάλα 
ονείρατα. 

Η αδηφάγα ήρθε σκόνη 
με στρώσεις πολλές και 
το κατάπιε όπως καταπίνει
η γύρη της άνοιξης το
ξεφούσκωτο ποδήλατο
του άνεργου αλιέα μπροστά
από τα κιτρινισμένα αρμυρίκια. 

Έμεινε να υπομένει το
βάρος ενός αργού και
παρατεταμένου θανάτου
με την μεγαλοσύνη της
παραίτησης ενός ασκητή. 

Δεν γνώρισε την ανθρώπινη
παρουσία παρά μονάχα
στα τρεμάμενα πόδια της
αράχνης παραδόθηκε. 
Τεράστια αράχνη που 
αγαπά τα παιδιά της λήθης
και αφροδισιακά ποτά κερνάει
τους φυλακισμένους της. 

Κι έχει πολλούς στην αρμαθιά
της εγκλωβισμένους μαζί
με εσένα. 
Το δίχτυ πυκνό πώς να
ξεφύγετε;
Το δηλητήριο γλυκό πώς να
αντισταθείτε;
Ο χρόνος πολύς πως να
θυμηθείτε;

Το πρόσωπο σου έρμαιο μιας
αγάπης φτηνής. 
Άνοστο φιλί πριν τον χωρισμό.
Πεταμένο γάντι στην κερκίδα
ενός άδειου σταδίου. 
Κανένας δεν το αναζητά 
κανείς δεν το ψάχνει κι
ούτε κανείς το καταδέχεται.

Συμπληγάδες πέτρες 
σε χτυπούν κι η λησμονιά μέσα
στο ασπράδι του ματιού της
σε κλείνει σαν ουτοπική 
ρήση που η μοίρα δεν την
προίκισε με άνθια αθανασίας
ή συμπόνιας. 

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

Μάχιμες παπαρούνες

Από όλες τις εποχές
αγαπώ εκείνη που γεννά
τις παπαρούνες. 
Κόκκινα πουλιά που ήρθαν
τη χλόη να στολίσουν. 
Αχ αυτό το χρώμα πόσο
παθολογικά το ζηλεύω. 
Θα το ήθελα στα μάγουλα μου
το ωχρό να κρύψει πρόσωπο
μου, όμορφη να βγαίνω
στα λυρικά μονοπάτια. 

Εύθραυστο λουλούδι σαν τις
τρεμάμενες πένες των
ποιητών λίγο πριν συλλάβουν 
το ποίημα. 
Δύσκολη ώρα όπου μέσα 
στην αρένα βρίσκεσαι να
μάχεσαι με τις λέξεις και 
τα νοήματα. 
Πονούν οι λέξεις. 
Αν δεν τις περιποιηθείς το
βέλος σου δεν θα βρει στόχο. 
Γιατί οι λέξεις είναι κόκκινα
πουλιά που ήρθαν στη γη να
συντροφεύσουν τις παπαρούνες
και δεν τα φτάνεις. 
Να το θυμάσαι καλά αυτό, 
γιατί αλλιώς αυτά τα πουλιά
μαύρα γίνονται και σε λαβώνουν. 

Θυμάμαι όταν ήμασταν παιδιά
ανοίγαμε τα κλειστά
μπουμπούκια της παπαρούνας
για να δούμε τι χρώμα έχουν. 
Αν ήταν άσπρα, κόκκινα ή ροζ.
Στο κόκκινο κέρδιζες, στο ροζ
ερχόσουν δεύτερος και στο
άσπρο πήγαινες μια θέση πίσω. 
Έτσι κι οι λέξεις έχουν
περίβλημα και κρύβονται. 
Αν βρεις αυτή την κόκκινη,
αναταράξεις θα συμβούν και
θα σου φανερωθεί το ποίημα
στιβαρό σαν βάδισμα κορμοράνου. 

Κατά τη θητεία μου στην ποίηση
άνοιξα πολλά άσπρα
μπουμπούκια και βρέθηκα στο
τέλος μιας μεγάλης ουράς
μπροστά από το βωμό της
τέχνης. 
Δεν πτοήθηκα, δεν λύγισα, 
δεν το έβαλα στα πόδια. 
Παρέμεινα εργάτης που
συνδαυλίζει τη στάχτη 
κάρβουνα να βρει για να
ζεσταθεί. 

Αν κάποτε αξιωθώ να ανοίγω
κόκκινα μπουμπούκια θα
αλλάξω σειρά και στο βωμό 
της τέχνης μπροστά θα
αποθέσω ένα μπουκέτο άλικες
παπαρούνες σαν ανταμοιβή για
την εύνοια τους κι έπειτα
μαχητής εμπρός στην πίστα θα
σταθώ για να ταΐσω τα κόκκινα
πουλιά πριν αλαργέψουν. 

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Η Άννα των φτωχών

Πούλησε τα ρούχα της
στις αγορές και στα παζάρια 
για ένα κομμάτι ψωμί. 
Διαπραγματεύσεις δεν έκανε. 
Όσο κι όσο τα έδωσε, είχε
ένα δύσκολο χειμώνα να βγάλει
πέρα και οι προμήθειες στο 
ντουλάπι είχαν τελειώσει προ 
πολλού. 
Πεινούσε κι ανήμπορη ένιωθε
να σηκώσει το χέρι σε γροθιά. 

Στον κακό χαμό πήγαν πρώτα
οι μάλλινες μπλούζες 
της μάνας της. 
Θυμάται καλά πόσο την είχαν
παιδέψει στα κοψίματα και
στο γιακά. 
Ζέσταιναν το σώμα της καλά
όπως καλά ζεσταίνει η φουφού 
τα χέρια του καστανά. 
Κρουστό πλέξιμο με τρεις
πλεξίδες στο σχέδιο να
ανεβαίνουν από τη βάση
του λάστιχου ως τους ώμους
κι άλλες πάλι με πλέξη
πουαντερί. 
Τις θυσίασε μαζί με τις
αναμνήσεις με ένα ερύθημα 
στο μάγουλο βαθύ. 

Εκτός από τις μπλούζες
απαρνήθηκε τα πέντε τζιν
παντελόνια της που τα είχε
αγοράσει από τη μπουτίκ
της γωνίας που πρόσφατα
έκλεισε λόγω χρεών. 
Καλά ρούχα ακριβά για το 
είδος τους. 
Εφάρμοζαν τέλεια πάνω της
κι αναδείκνυαν τα λεπτά της
πόδια. 
(Αχ οι καλλίγραμμες γάμπες  
της πόσο ξεσήκωναν τα
αρσενικά της πλατείας.) 
Με αυτά καβαλίκευε τον ήλιο
του Αυγούστου και της
σελήνης το ασημένιο
τάσι χωρίς να κουράζεται 
ή να ενοχλείται. 
Χαράμι πήγαν τελικά για λίγες
λίμπρες κρέας. 

Έχασκε η ντουλάπα της αδειανή
σαν στόμα γέρικο.
Το θέαμα την έθλιβε φοβερά.
Έμεινε μόνο με τα φορέματα 
και με τα πανωφόρια. 
Αυτά δεν τα χαλάλισε έπρεπε
άλλωστε κάτι να έχει για να
ρίχνει πάνω της. 
Ωραία ρούχα με αυστηρή 
κάπως γραμμή. 
Τέσσερα για κάθε εποχή:
Τα σκούρα για τον χειμώνα. 
Τα άσπρα για το καλοκαίρι. 
Τα λιλά για την άνοιξη και 
τα μπορντό για το φθινόπωρο. 

Σαν μέγγενη ένιωσε να την
περιθωριοποιεί το σκοτάδι
γύρω της. 
Την έλεγαν Άννα. 
Έκλαιγε συνέχεια κι ήταν η
μούσα των ποιητών μα και 
των καταφρονημένων το 
στερνό καταφύγιο. 
Την έλεγαν Άννα και στο
ντουλάπι δεν είχε ψίχα ψωμί.
Ήταν η Άννα των φτωχών.

(Επικαιρικό διαβάζεται και σαν μπροσούρα) 

Υ. Γ Το ταγιεράκι της μάνας με τις κόπιτιτσες δεν το πούλησε όπως και το κασμιρένιο κοστούμι του πατέρα με το ρολόι τσέπης να δείχνει οκτώ 
ακριβώς

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Η φύση του σκύλου μου

Στην Άρυα

Το σκυλί μου κοιμάται
μαζί μου. 
Είναι ήσυχο κι επιθυμεί
να ξαγρυπνά στο πλάι μου
όταν δεν έχω άλλα κύματα
να μετρήσω. 
Το σκυλί μου παρότι
κυνηγόσκυλο ποτέ δεν
έπιασε κανέναν κατατρεγμένο
λαγό. 
Δεν ξέρει τα μονοπάτια
του δάσους, αγνοεί τα λαγούμια,
κι η όσφρηση του δεν του
χρησίμευσε σε τίποτα
άλλο πέρα από την μυρωδιά
μου. 

Το σκυλί μου είναι ειρηνικό. 
Ποτέ δεν ξεπουπούλιασε πουλί.
Δεν ξέρει τίποτα από σκάγια
κι οι πατούσες του είναι 
σαν πέλμα μωρού. 
Το σκυλί μου αναγνωρίζει
μόνο τον ήχο των
πυροτεχνημάτων και των
βεγγαλικών. 
Τουφέκι δεν μπήκε στο σπίτι
μας, δεν συνέτρεξε λόγος, 
οι πρόγονοι μας ήταν
ειρηνικοί όπως και αυτό. 

Το σκυλί μου έχει άδολη
καρδιά κι είναι πιστό στη
φύση του με έναν ανορθόδοξο
τρόπο. 
Μια βραδιά που βρήκε ένα
σκοτωμένο περιστέρι το
πλησίασε αλλά δεν το γράπωσε. 
Μάλιστα κυνήγησε μια
ύπουλη γάτα που ετοιμαζόταν
να το αρπάξει. 
Το σκυλί μου πένθησε 
για το περιστέρι και θέλησε
να επιστρέψει γρήγορα
στο σπίτι αφήνοντας τη βόλτα
στη μέση. 

Το σκυλί μου κοιμάται μαζί
κι απόψε που δεν έχω ύπνο
με βοηθά να γράψω το ποίημα.
Με ξεπερνάει. 
Με αναγνωρίζει. 
Μου συμπαρίσταται. 
Είναι η παρέα μου και το
αντίβαρο στη μοναξιά. 
Παρότι κυνηγόσκυλο
αγαπά τις απαλές κουβέρτες
κι απάνω στα χαλιά 
δεν ονειρεύεται λαγκάδια
παρά μόνο λιχουδιές. 

https://youtu.be/5RZDDHjWCkI?si=RDlvShsQgSfN8F6u

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Το τριακοστό τρίτο χιλιόμετρο

Στην Φανή τη φίλη μου

Μετά από πολλά χιλιόμετρα
οδοπορείας βρέθηκα σε μια
σκοτεινή σήραγγα. 
Μια ταμπέλα μετά τη διχάλα
του δρόμου με είχε
προειδοποιήσει πως έμπαινα
σε ένα υπό κατασκευή δίκτυο
και κάτω από την προσωπική
μου ευθύνη θα γινόταν 
η διέλευση μου σε αυτό. 
Δεν το σκέφτηκα καθόλου 
πήρα την ευθύνη πάνω μου
και βάδισα. 

Η σήραγγα ήταν μεγάλη και
θεοσκότεινη. 
Δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί
ακόμα. 
Αυτοκίνητα δεν περνούσαν. 
Οι πεζοί απόντες, είχαν πάρει
τα βουνά όπου μάζευαν
χαμομήλι και άγρια ρίγανη.
Βάδιζα ψηλαφητά, σχεδόν 
με κομμένη ανάσα. 
Το μαύρο χρώμα είναι σκληρό
όπως και να το δεις. 

Αν είχα έναν φακό μαζί μου
κάτι θα γινόταν η έστω ένα
κερί η ένα σπαρματσέτο. 
Προσπαθούσα λοιπόν να 
εξορύξω λίγο φως από το 
μαύρο για να μην σκοντάψω. 
Ήταν σαν να είχα μπει στην
κοιλιά ενός κήτους και 
περίμενα καρτερικά να με
ξεράσει. 

Άνοιγα διάπλατα τα μάτια.
Άπλωνα τα χέρια, δεν μπορείς
να φανταστείς πόσο βοηθούν
τα χέρια όταν όλα σε
εγκαταλείπουν. 
Δεν είχα μαζί μου πάρει εφόδια.
Πεινούσα και διψούσα. 
Δεν μου έμενε παρά να βαδίζω.
Κάποια στιγμή ένα αδύναμο 
φως με πλησίασε. 
Φοβήθηκα μήπως με
παρακολουθούν. 
Λάθεψα δεν ήταν κανένας απλά
έβγαινα επιτέλους στο φως. 

Ξεσκόνισα την καμπάνα του
παντελονιού μου, έδεσα τα
μαλλιά μου, ήμουν χαρούμενη. 
Στην έξοδο μια κίτρινη
μπουλντόζα με καλωσόρισε. 
Ήταν σκουριασμένη και τα
λάστιχα της ήταν σκασμένα.
Περιεργάστηκα λίγο το τιμόνι
και την άφησα. 
Πιο κάτω είδα έναν
οδοστρωτήρα, ατάραχος με
υποδέχτηκε κι έπιασε να μου
σιδερώνει το τσαλακωμένο
μου γιακαδάκι. 

Γύρω μου ψυχή. 
Στο τριακοστό τρίτο χιλιόμετρο
συνάντησα ένα ταπεινό
εικονοστάσι. 
Εκεί ήταν σκοτωμένοι είκοσι
τρεις Μάηδες. 
Άναψα το καντήλι και πήρα 
τα σπίρτα, θα μου χρειαζόνταν.
Και βέβαια δεν έπεσα έξω. 
Το φως χάνονταν κι έμπαινα
στη σκοτεινή σήραγγα της νύχτας 
σε έναν έρημο τόπο. 

Είχα κουραστεί. 
Πεινούσα και διψούσα. 
Για να μην σκέφτομαι βρήκα
μια πέτρα και κοιμήθηκα. 
Ήταν η φορά που είχα δει
το πιο ζωντανό όνειρο. 
Είχε λέει αναστηθεί ο νεκρός
του τριακοστού τρίτου
χιλιομέτρου και μου έκανε
το τραπέζι. 
Με τα σπίρτα που είχα κλέψει
άναβε κάτι θεόρατα κηροπήγια.
Πετάχτηκα πάνω έντρομη. 

Γύρισα πίσω κι άφησα τα
σπίρτα. 
Ιερόσυλη υπήρξα. 
Τι θα έκανε η μάνα του
σκέφτηκα αν έρχονταν και
δεν έβρισκε τρόπο να ανάψει
το καντήλι. 
Έκανα να φύγω, ακούστηκε
μια μηχανή να πλησιάζει. 
Ήταν η μάνα. 

Τα σπίρτα στη θέση τους.
Ευτυχώς είπα δυνατά 
κι απομακρύνθηκα, ένα κόκκινο
μάτι με κοίταζε αυστηρά. 
Ύαινα η μάνα άπλωνε νύχια
ίδια μυτερά με τα αγκάθια
των τριαντάφυλλων που
κρατούσε στα χέρια. 
Αύριο θα έφερνα δίχως άλλο
ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα 
να καλμάρει λίγο ο πόνος της.