Μετά από πολλά χιλιόμετρα
οδοπορείας βρέθηκα σε μια
σκοτεινή σήραγγα.
Μια ταμπέλα μετά τη διχάλα
του δρόμου με είχε
προειδοποιήσει πως έμπαινα
σε ένα υπό κατασκευή δίκτυο
και κάτω από την προσωπική
μου ευθύνη θα γινόταν
η διέλευση μου σε αυτό.
Δεν το σκέφτηκα καθόλου
πήρα την ευθύνη πάνω μου
και βάδισα.
Η σήραγγα ήταν μεγάλη και
θεοσκότεινη.
Δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί
ακόμα.
Αυτοκίνητα δεν περνούσαν.
Οι πεζοί απόντες, είχαν πάρει
τα βουνά όπου μάζευαν
χαμομήλι και άγρια ρίγανη.
Βάδιζα ψηλαφητά, σχεδόν
με κομμένη ανάσα.
Το μαύρο χρώμα είναι σκληρό
όπως και να το δεις.
Αν είχα έναν φακό μαζί μου
κάτι θα γινόταν η έστω ένα
κερί η ένα σπαρματσέτο.
Προσπαθούσα λοιπόν να
εξορύξω λίγο φως από το
μαύρο για να μην σκοντάψω.
Ήταν σαν να είχα μπει στην
κοιλιά ενός κήτους και
περίμενα καρτερικά να με
ξεράσει.
Άνοιγα διάπλατα τα μάτια.
Άπλωνα τα χέρια, δεν μπορείς
να φανταστείς πόσο βοηθούν
τα χέρια όταν όλα σε
εγκαταλείπουν.
Δεν είχα μαζί μου πάρει εφόδια.
Πεινούσα και διψούσα.
Δεν μου έμενε παρά να βαδίζω.
Κάποια στιγμή ένα αδύναμο
φως με πλησίασε.
Φοβήθηκα μήπως με
παρακολουθούν.
Λάθεψα δεν ήταν κανένας απλά
έβγαινα επιτέλους στο φως.
Ξεσκόνισα την καμπάνα του
παντελονιού μου, έδεσα τα
μαλλιά μου, ήμουν χαρούμενη.
Στην έξοδο μια κίτρινη
μπουλντόζα με καλωσόρισε.
Ήταν σκουριασμένη και τα
λάστιχα της ήταν σκασμένα.
Περιεργάστηκα λίγο το τιμόνι
και την άφησα.
Πιο κάτω είδα έναν
οδοστρωτήρα, ατάραχος με
υποδέχτηκε κι έπιασε να μου
σιδερώνει το τσαλακωμένο
μου γιακαδάκι.
Γύρω μου ψυχή.
Στο τριακοστό τρίτο χιλιόμετρο
συνάντησα ένα ταπεινό
εικονοστάσι.
Εκεί ήταν σκοτωμένοι είκοσι
τρεις Μάηδες.
Άναψα το καντήλι και πήρα
τα σπίρτα, θα μου χρειαζόνταν.
Και βέβαια δεν έπεσα έξω.
Το φως χάνονταν κι έμπαινα
στη σκοτεινή σήραγγα της νύχτας
σε έναν έρημο τόπο.
Είχα κουραστεί.
Πεινούσα και διψούσα.
Για να μην σκέφτομαι βρήκα
μια πέτρα και κοιμήθηκα.
Ήταν η φορά που είχα δει
το πιο ζωντανό όνειρο.
Είχε λέει αναστηθεί ο νεκρός
του τριακοστού τρίτου
χιλιομέτρου και μου έκανε
το τραπέζι.
Με τα σπίρτα που είχα κλέψει
άναβε κάτι θεόρατα κηροπήγια.
Πετάχτηκα πάνω έντρομη.
Γύρισα πίσω κι άφησα τα
σπίρτα.
Ιερόσυλη υπήρξα.
Τι θα έκανε η μάνα του
σκέφτηκα αν έρχονταν και
δεν έβρισκε τρόπο να ανάψει
το καντήλι.
Έκανα να φύγω, ακούστηκε
μια μηχανή να πλησιάζει.
Ήταν η μάνα.
Τα σπίρτα στη θέση τους.
Ευτυχώς είπα δυνατά
κι απομακρύνθηκα, ένα κόκκινο
μάτι με κοίταζε αυστηρά.
Ύαινα η μάνα άπλωνε νύχια
ίδια μυτερά με τα αγκάθια
των τριαντάφυλλων που
κρατούσε στα χέρια.
Αύριο θα έφερνα δίχως άλλο
ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα
να καλμάρει λίγο ο πόνος της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου