Τράβηξε την κουρτίνα Αχνοχάραζε Όλα μες στο πέπλο της ακινησίας αναπαμένα
Η φιλύρα ο σκίνος το δυοσμαρίνι ο χαλικόδρομος Όλα έμοιαζαν σαν να ψιθύριζαν
μεταξύ τους μυστικά που κανείς δεν θα ήθελε να ακούσει Ο αυγερινός αγέρωχος
όδευε στο θυσιαστήριο
Ξάφνου ένα φτερούγισμα ακούστηκα κάπου μακριά Ίσως να 'ταν κάποια κουκουβάγια
ή ένα ορτύκι που ξέφυγε απ' το βόλι
Τα μάτια της αποχαιρετούσαν το σκότος Τα χέρια της αγκάλιαζαν το λυκαυγές Οι
σκέψεις της ανέλυαν τα όνειρα που τη συντρόφεψαν τη νύχτα
Κάποτε -σε νεαρή ηλικία- έβλεπε συχνά ότι πετούσε Καλό όνειρο είναι της έλεγε η
γιαγιά της Θα πας ψηλά Θα ευτυχίσεις Θα απολαύσεις τις χαρές όλου του κόσμου
Την ελαφράδα θα γνωρίσεις της γαλήνης
Α! ρε γιαγιά χαμένα πήγαν τα λόγια σου!
Εσύ που σε όλα έπεφτες μέσα τελικά σε ό,τι για μένα πρόβλεψες διαψεύστηκες οικτρά
Χαράμι γιαγιά πήγαν κι οι μαντεψιές σου!
Εσύ που με τα σκίνα έφτιαχνες στεφάνια ολοστρόγγυλα πως και λάθεψες αγκάθια
να μπήξεις πάνω τους αντί για ρόδα και κρίνα Εκείνα θα μου ταίριαζαν Εκείνα θα με
προετοίμαζαν για τα μελλούμενα
Τα φορούσα αυτά τα στεφάνια και χόρευα Μαγιάτικα στεφάνια πλεγμένα με τέχνη
Φιγούρες έκανα μπροστά στον καθρέφτη Φιγούρες μπροστά στα ανοιχτά μπράτσα
της στέρνας που μυστικούς φρουρούς είχε στη δέση της
-Λουλούδι μου φώναζες έλα γρήγορα μέσα μη σε πάρει καμιά νεράιδα έτσι όμορφη
που είσαι Μη σε βασκάνει του ουρανού το μάτι και χάσεις τη λαμπράδα σου
Σε άκουγα Πώς να σου χαλάσω χατήρι; Έμπαινα στα λημέρια σου Αλεύρωνα τα χέρια
μου και τραβούσα προς το κατώι Άπλωνα το αλεύρι στο πρόσωπό μου Γελούσα Ήμουν
μια πραγματική νεράιδα ένας κρίνος στο έβγα του Απρίλη Με έπαιρναν οι νεράιδες που
λες γιαγιά χωρίς ποτέ να το καταλάβεις
Ζούσα πλάι στο ποτάμι των χεριών τους Ζούσα πίσω από τη ματιά του φεγγαριού κάθε
που απογειωνόμουν στα ονειρικά της φαντασίας ύψη και όταν μέσα στη χρυσόσκονη
των αστεριών περιδιάβαινα τα κρύες μου φωτιές μαγευόταν ο νους μου!
των αστεριών περιδιάβαινα τα κρύες μου φωτιές μαγευόταν ο νους μου!
Εσύ ράφτρα σπουδαία μου έφτιαχνες εσάρπες φουστάνια και μπολερά Ποτέ όμως δεν
είχες δει τα μυστικά αραχνοΰφαντα φορέματα μου Τα δερμάτινα σαντάλια μου Ούτε τα
γαλαζωπά φτερά μου γιαγιά ποτέ δεν θώρησες Έπαιρνα τις προφυλάξεις μου σαν να μην
ήθελα να σε οδηγήσω στις περιπλανήσεις μου μην και χαθείς Τόσο που σ' αγαπούσα
Σε σεντούκια τα έκρυβα κάτω από τα λινά χειροποίητα σεντόνια σου που μοσχοβολούσαν
λεβάντα βανίλια και κίτρο
Εκεί τα φύλαγα και κάθε που πήγαινες το καταμεσήμερο να ξεκουραστείς τα ξετρύπωνα
θριαμβευτικά κι έβγαινα από το σπίτι Νεράιδα γινόμουν γιαγιά κι επιθυμούσα να με αγαπούν
τα ξωτικά οι μάγισσες κι οι άγγελοι τόσο που κι εσύ με αγαπούσες
Μίλαγα στα τζιτζίκια πλάγιαζα στα άγανα των σταριών κατέβαινα στο ποτάμι κι έπαιρνα
τη μιλιά του Πόσες μου έμαθε λέξεις δεν φαντάζεσαι Λίγο κρατούσε η περιπέτεια τελικά
όμως μήπως σ' αυτό το λίγο δεν εφορμούν όλα τα μεγάλα; Ψήλωνα γιαγιά όπως ψηλώνει
ο κισσός την Άνοιξη όπως ψηλώνει η κορμοστασιά στη νεότητα
όμως μήπως σ' αυτό το λίγο δεν εφορμούν όλα τα μεγάλα; Ψήλωνα γιαγιά όπως ψηλώνει
ο κισσός την Άνοιξη όπως ψηλώνει η κορμοστασιά στη νεότητα
Κι έπειτα ήρθαν τα ακάνθινα χρόνια Ήρθε η αρρώστια και τα κλειστά παραθυρόφυλλα
Τέλειωσαν οι αποδράσεις Έφυγες κι εσύ γιαγιά Μάζεψε κουβάρια μαύρα η πίκρα και μου
ύφανε το νέο μου φόρεμα Ξέφτισαν κι εκείνα τα αραχνοΰφαντα που φύλαγα στα σεντούκια
Ένα μόνο έμεινε ανέπαφο απ' τη φθορά κι ήταν εκείνο το τετράδιο με τα πατρόν σου γιαγιά
χιτώνες να φτιάχνω στης μοναξιάς τις ώρες για τις δικές μου νύμφες