Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

η ενδέκατη ώρα


Πονούσε η χορδή της καρδιάς
Στην θέα του ερεβώδους ωκεανού
Σήκωνες τα χέρια ψηλά
Να φτάσεις τους πολιορκητές
Της Άγιας Αρμύρας
Αποστασιοποιημένος πάντα
Στα κελιά των μοναχικών λειμώνων
Οξειδωνόσουν σε πλανήτες
Μακρινών ονειροδρομίων
Έκλαιγε η Αυγή
Με το τραχύ ύφασμα στο χέρι
Και τα μπουκέτα της αγράμπελης
Στην περίφρακτη αγκάλη
Υποταγμένη λες από χρόνια
Να ανακοινώνει αργά και παρήγορα
Τις οικτρές αναχωρήσεις
Και τις άχρονες αναγγελίες
Των υπόγειων σιδηροδρόμων
Άφαντοι οι επιβάτες
Ολοφύρονταν
Στις τροχιές του ισημερινού
Τα λαβωμένα δάκρυα τους
Κυλούσαν αέναα μετά
Πάνω στην προβλήτα
Με τις τρέμουσες γωνίες
Μαστίγωνε η σελήνη
Τον τροχό και το θείο χέλι
Του αόρατου ποταμού
Οι πέστροφες των πόλεων αδερφές
Βυθίζονταν απαλά
Σε καλοσυνάτες μοναξιές
Αργοπορούσες στην κλίμακα
Των τραυμάτων πυώδης και ωχρός
Σαν τη γλώσσα του φιδιού
Που παραπαίει στο φως
Φλέγονταν τα υπέρθυρα
Της πράσινης ματιάς
Κραυγές έγερσης σε διαπερνούσαν
Θάλασσες και σμήνη γλάρων
Περιέβαλλαν το δαχτυλίδι του πόθου
Με την αλυσίδα του νερού
Μοσχοβολούσε το άπαρτο
Στέμμα του έρωτα
Λεμονάνθια και υγρές αμαρυλλίδες
Οι αιώνες των αγαλμάτων
Σήμαιναν την ενδέκατη ώρα
Απωθούσαν τα νεκρά χέρια των πηγαδιών
Και την χοάνη της πορφύρας
Σε μακρινούς απόκρυφους μαιάνδρους
Ατημέλητος διάβαινες
Και δειλά προσκαλούσες
Το πάλλευκο περιστέρι
Στο περβάζι με τα αειθαλή ρόδα
Και τους πικραμένους κατιφέδες
Εμβόλιζες τις πτυχώσεις
Της γιορτινής γιρλάντας
Στον στολισμένο πόντο
Των θριαμβικών ενθυμήσεων
Μια χούφτα ασημένιου δελφινιού
Πρόδιδε το βλέμμα του Αδερφού
Τα λύτρα σου παραγκωνισμένα
Στις φιλύποπτες φραγκοσυκιές
Του εφήμερου Έρωτα
Βραδιά δυσοίωνη
Με τα σκάφανδρα
Ενός βραδυφλεγή Δεκέμβρη
Πώς να δώσεις έμφαση
Στην ματωμένη πλευρά
Του φεγγαρόφωτου;
Πονούσε η χορδή της καρδιάς
Στην θέα του ερεβώδους ωκεανού 
Σήκωνες τα χέρια ψηλά
Να φτάσεις τους πολιορκητές
Της Άγιας Αρμύρας

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

η εφαπτομένη της ζωής


Ύψωνες την εφαπτομένη της καρδιάς
Μπροστά στη μαβιά σημαία της Δύσης 
Αλύτρωτος βάδιζες
Παγιδευμένος 
Στις κυανώσεις της άναρχης λήθης
Έρχονταν η νύχτα με τους νάρδους
Και τους κρίνους στο χέρι
Καρδιοχτυπούσες
Ανάπλεκες λέξεις
Βουβή η νύχτα
Σε χτυπούσε με το ρομφαία της
Και το αιχμηρό χαράκι στους ώμους
Σκιρτούσες
Σαν μπροστά σε μια παλιά
Αγαπημένη φωτογραφία
Ταπεινωτικά θαμμένη
Στην αφιλόξενη τσέπη του χρόνου
Ποτέ το παρελθόν δεν σε σκίασε
Με τις προκρούστειες κλίνες του
Είχες  τις πόρπες σου καλογυαλισμένες
Το τόξο σου στο ερμάρι των πλανητών
Και τη σοφή σου κλεψύδρα στα αιμάτινα
Κλαριά της χαραυγής
Διάστικτο το φεγγάρι
Παράστεκε  το αφιονισμένο
Κυπαρίσσι του αναφιλητού
Ολόγραμμα ζωής μιας σπονδής
Στον κήπο με τα διαυγή αγάλματα

Ένας προφήτης μελετούσε
Τον ρόγχο του κόκκινου ουρανού
Παραδόθηκαν οι ρίζες του έρωτα έλεγε
Στους ωχρούς βράχους
Με τις κρύες πηγές
Η νύχτα σκούπιζε τη τέφρα της
Άναβε τα αστέρια
Των κολασμένων ποιητών
Με τα μεγάλα όνειρα
Και τα σταυροκάρφια στο χέρι
Προνοούσε για τους
Μυστικούς τους περιπάτους
Στα βαλτώδη νερά του Άδη
Κι έδινε το αντίτιμο
Στον βαρκάρη
Της Αχερουσίας αγκάλης
Τα δάκρυα των μυστών ύφαιναν
Τις εύθραυστες φτέρες
Και την άδολη μνήμη των άνθεων
Ο θάνατος έπλενε
Τα χέρια της ζωής
Με το αρμυρό νερό των βωμών
Και τα μύρα των ασφόδελων
Έσβηνε το μονόγραμμα σου
Από την άμμο των κυμάτων
Αδρανής ο μύθος των ουρανών
Πρόβαλε τα ικριώματα
Των διυλισμένων νεφών
Στον υπέργειο υδρατμό της μουσικής
Ύψωνες την εφαπτομένη της ζωής
Μπροστά στη μαβιά σημαία της Δύσης
Αλύτρωτος βάδιζες
Παγιδευμένος 
Στις κυανώσεις της άναρχης ανάμνησης 

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

το πληγωμένο χέρι του έρωτα



Με ευχές ντύσαμε το ασημένιο πουκάμισο της αρπαγής 
Μάτωνε το σώμα στην ανάκρουση του τελευταίου μύθου
Περιμέναμε ανέστιοι μπροστά στον φεγγερό ορίζοντα
Λυπημένοι να δούμε  την φρενιασμένη λήθη να περνά
Φοβηθήκαμε να κοιτάξουμε το στεφάνι του πηγαδιού
Η λάμα κύρτωνε πάνω στο λεκιασμένο μπράτσο της λίμνης 
Ήταν νωρίς να αποκοιμίσεις τα όνειρα πάνω στον πάγο
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

Προσπέσαμε θρηνητικά  ένα πρωί στο άρμα της αγάπης
Ο χωρισμός σπαραγμένο αιλουροειδές χωρίς αίμα 
Ένας ύφαλος ο πόνος κυμάτιζε στα στήθη μας
Δεν πήραμε απόκριση, θυμωμένο το κτέρισμα
Με το κέρινο χερούλι πολιορκούσε τα απογεύματα μας
Μακρινές εξοχές συλλάβιζαν τις αποχρωματώσεις του κάδρου
Στένεψαν οι θάλασσες και τα βυσσινιά μουράγια
Πάνω στα  χείλη των ψαράδων απλώθηκε το χαραγμένο
Όστρακο των Αδερφών με τα κατάστικτα μάτια
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

Μέσα σε διττές απουσίες καλύψαμε τον αγιασμό
Με το σκουρόχρωμο βασιλικό και την μεθυσμένη λεβάντα
Το θυμίαμα έκαιγε στο αργυρό φτερό του αητού
Χρύσιζε ο ουρανός το ρόδο έπεφτε  νεκρό στα πόδια μας
Αιχμηρούς σταυρούς καρφώσαμε στο φεγγίτη του σπηλαίου
Δίπλα στον σταλαγμίτη βρήκαμε το σφαγιασμένο
Φως του αποσταμένου κωδωνοκρούστη, δεν μας μίλησε
Κινούσε τα χέρια του δεξιόστροφα σαν να ήθελε να πετάξει   
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

Στην αποτέφρωση του κορμιού μας συνάξαμε σταγόνα σταγόνα
Την αφρώδη αρμύρα, απέριττοι περιμέναμε το ξημέρωμα
Έπειτα ήρθαν οι άγγελοι με τις λευκές τριζάτες μπλούζες
Μας φίλησαν στο μέτωπο και ένα κλωνάρι βάγιας μας χάρισαν
Σε πολυεπίπεδες αίθουσες μας οδήγησαν, βγάλαμε τα μαντήλια μας
Στρίψαμε τσιγάρο με φεγγαρόσκονη μη μας αναγνωρίσει ο δήμιος
Τα απογεύματα την ώρα του καφέ αυτοκτονούσαμε στη γαλήνη του τραπεζιού
Μαζεύαμε τα ψίχουλα από το μπαγιάτικο μάτι του ήλιου και  δέσμιοι
Περιμέναμε μάταια το πιάνο να κατρακυλήσει τις νότες του στην ψυχή μας
Ελεήμονες σβήναμε τα πέλματα μας από τις τροχιές και τα σκοινιά του χρόνου
Απάντηση δεν πήραμε για το άγος, η ζωή μας πύρωνε τους κρυστάλλους
Είχαμε χρόνια αποκλεισμένοι στα θαλερά μαύρα κουτιά της αγάπης
Πως να φυγαδεύσεις το πληγωμένο χέρι του έρωτα;

στον φίλο Φάρο

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

σουρεαλιστικά δρώμενα


"γωνιομετρώ τις εγκάρσιες φλέβες σου
εκεί που ζεις με ένα άλικο λουλούδι στα χείλη" 



Έκλεισες τη ζωή σου
Σε ένα σπίτι δίπλα
Στην αρχαϊκή πλατεία
Λιτός ο χώρος
Ρυτιδωμένος
Από τα γκρίζες ριπές
Της ύστερης καταιγίδας
Ο καστανάς σαν ευέλικτος
Ζογκλέρ
Έστελνε τις φρεσκοψημένες
Ψίχες του
Στα νεαρά ζευγάρια
Με τους ιώδεις
Χαρταετούς
Τα παιδιά απουσίαζαν
Στις σπονδυλωτές ζωγραφιές
Του δάσους
Οι μανάδες έτριβαν
Με χαρά τις φιλικές
Παλάμες τους
Ανυπομονούσαν
Σήμερα δεν πέρασε
Ο ταχυδρόμος
Τα γράμματα αποξεχάστηκαν
Στο πηγάδι του άφωνου
Επταπύργιου
Δίπλα στο περίπτερο
Το τρενάκι συλλάβιζε
Τους τριγμούς
Της απέθαντης άρπας
Είχε ένα κόκκινο κουμπί
Και μια κερματοθήκη
Διχασμένης απουσίας
Σώπαινε
Δυο σταγόνες ιδρώτα
Στις ρόδες του
Και μια ανάμνηση
Μακρινής εξοχής
Στον σκυρόδετο
Ανεμοδείχτη της
Ενόρασης
Κλείδωνε η ζωή
Την βουλιαγμένη
Σιωπή της
Στο ξαναμμένο
Παγκάκι με τη γκρι
Ομπρέλα

Έκλεισες τη ζωή σου
Σε ένα σπίτι δίπλα 
Στην αρχαϊκή πλατεία
Αβρός ο χώρος
Λεπτοδεμένος 
Σαν τη μικρή φλέβα
Της ανήσυχης 
Θυγατέρας 
Που καθέλκυε τους
Μανδύες του
Απογεύματος   
Το άγαλμα χρέωνε
Στους θλιβερούς 
Περιπατητές
Την αισιοδοξία 
Της πράσινης γρίλιας 
Ζητούσε το αντίτιμο
Της γλυκόριζας 
Χωρίς να ματώσει 
Τη μουσκεμένη του 
Κνήμη 
Πονούσε ο έρωτας
Καμπάνες ακούστηκαν
Από τα οδοφράγματα 
Της πολιτείας 
Το κωδωνοστάσιο 
Αποχαιρετούσε τη σκόνη
Του ορίζοντα
Μέσα από την έλξη της 
Μεσιανής Πέτρας
Το μάρμαρο 
Σιγμοειδείς ποταμός
Χάραζε αγγελικά 
Αρχικά πάνω στην μετόπη του

Έκλεισες τη ζωή σου
Σε ένα σπίτι δίπλα 
Στην αρχαϊκή πλατεία
Ζεστός ο χώρος 
Ασκητικός 
Ο εφιάλτης του 
Ονείρου ανέβαζε 
Στις σπασμένες χορδές του
Το είδωλο του ακροβάτη 
Πλακόστρωτος 
Ο πόνος του παγοπώλη 
Έφερνε στα μάτια 
Πλάγιους ολοφυρμούς   
Σκοτείνιαζε στις άκρες
Της καλοσυνάτης 
Χειρονομίας 
Στο παλτό σου 
Έλειπε το δεύτερο κουμπί 
Αέρας κρύος 
Διαπερνούσε τα εφτά 
Χρώματα του Μάγου 
Βιαζόσουν 
Τύλιξες εγκάρσια 
Την εφημερίδα σου 
Έτσι για να απασχολήσεις 
Τα μουδιασμένα δάκτυλα σου 
Το σπίτι σου 
Φθαρμένο πορτραίτο 
Της δικής σου σταύρωσης 
Σε καλωσόρισε 
Στα παντζούρια 
Και στο πλατύσκαλο
Είχαν στήσει φωλιές 
Τα ασπρόρουχα της θάλασσας 
Τα ανάδεψες με τον αντίχειρα 
Κι απόκρυφα τράβηξες 
Το μάνταλο της πόρτας 
Στο όνειρο σου ήρθε 
Η μορφή του αδέσποτου 
Σκύλου με το σπασμένο 
Πόδι 
Βγήκες στην πλατεία 
Όλοι είχαν φύγει 
Μόνο το άγαλμα 
Σφύριζε μπαλάντες 
Της βροχής 
Στο γκρίζο ίσο  
Της ομπρέλας 
Την άνοιξες 
Κι άρχισες να πετάς 
Στην ισορροπία
Του ικριώματος 
Κανείς δεν σε αναζήτησε 
Για τα επόμενα 
Τριάντα χρόνια

αφιερωμένο στην Φαραώνα