Το πρόσωπο σου στο κάδρο
του σαλονιού είναι χρόνια
που δεν ξεσκονίστηκε.
Χέρι αγαπημένο δεν το
φρόντισε στον κύκλο της
ζωής να ανατείλει.
Χείλη σμιχτά δεν το πλησίασαν,
φιλί να του μοιράσουν.
Μάτι αχόρταγο - πίσω από το
δάκρυ- ποτέ δεν το έστερξε
προς το ακαθόριστο να φτάσει,
ματιά για να ρίξει στα μεγάλα
ονείρατα.
Η αδηφάγα ήρθε σκόνη
με στρώσεις πολλές και
το κατάπιε όπως καταπίνει
η γύρη της άνοιξης το
ξεφούσκωτο ποδήλατο
του άνεργου αλιέα μπροστά
από τα κιτρινισμένα αρμυρίκια.
Έμεινε να υπομένει το
βάρος ενός αργού και
παρατεταμένου θανάτου
με την μεγαλοσύνη της
παραίτησης ενός ασκητή.
Δεν γνώρισε την ανθρώπινη
παρουσία παρά μονάχα
στα τρεμάμενα πόδια της
αράχνης παραδόθηκε.
Τεράστια αράχνη που
αγαπά τα παιδιά της λήθης
και αφροδισιακά ποτά κερνάει
τους φυλακισμένους της.
Κι έχει πολλούς στην αρμαθιά
της εγκλωβισμένους μαζί
με εσένα.
Το δίχτυ πυκνό πώς να
ξεφύγετε;
Το δηλητήριο γλυκό πώς να
αντισταθείτε;
Ο χρόνος πολύς πως να
θυμηθείτε;
Το πρόσωπο σου έρμαιο μιας
αγάπης φτηνής.
Άνοστο φιλί πριν τον χωρισμό.
Πεταμένο γάντι στην κερκίδα
ενός άδειου σταδίου.
Κανένας δεν το αναζητά
κανείς δεν το ψάχνει κι
ούτε κανείς το καταδέχεται.
Συμπληγάδες πέτρες
σε χτυπούν κι η λησμονιά μέσα
στο ασπράδι του ματιού της
σε κλείνει σαν ουτοπική
ρήση που η μοίρα δεν την
προίκισε με άνθια αθανασίας
ή συμπόνιας.