Εγώ τα ταξίδια μου τα έκανα
Με χάρτινες βαρκούλες
Σχεδίαζα στο χαρτί
Με την τέχνη του σκιτσογράφου
Πέδιλα εκστρατείας φωτιές της άμμου
Σκάλιζα στον πηλό με κοπίδι
Άγκυρες γλάρους σωσίβιες λέμβους
Συρματοπλέγματα κομμένα
Κι εκείνους τους ήλιους του θέρους
Που ως και μες στη νύχτα έλαμπαν
Να φωτίζεται ο κόσμος
Με δροσερά όνειρα να ξαγρυπνάει
Ο τρελός με τις τρεις σκούνες
Που με φεγγαριού αχτίδες ζητά να γητεύσει
Τις μικρές μου αδερφές
Σκυφτός να χαθεί στο έρεβος για πάντα
Ένα ταξίδι η ζωή
Με τα κουρελάκια της γιαγιάς
Για άλμπουρα και πανιά
Να χαμογελούν
Στο απόρθητο μέσα ελπιδοφόρα
Να στοιχίζονται οι στιγμές
Με τα φτερά
Της αέρινης πεταλούδας
Και να ελαφροπατούν στραμμένες προς το γαλάζιο φως
Υγρό κι αέρας
Θάλασσα κι όστρια
Σε κύκλους τεμνόμενους απ' το εγγύς θέλω
Να λάμνουν αέναα στους αστρικούς βυθούς
Μύθος το άγνωστο
Μου μαρτυρούσαν οι μούσες
Μύθος το ταξίδι
Μου κέλευαν οι ιεροφάντες
Όλα κοντά
Όλα τα σύνορα προσιτά και στα χέρια σου
Μια μικρή αυλή κι ένα σοκάκι γνώριμο
Να παίζουν μπάλα οι αγύρτες εραστές
Δεν με έπειθαν
Αναχωρούσα διαμέσου των πορθμείων
Καραβοκύρισσα του ονείρου
Ξεχορτάριαζα τις λίμνες της σκέψης
Κυματισμούς σχημάτιζα στις γούβες των πόντων
Έτσι που το ταξίδι αέναα να επαναλαμβάνεται
Επιφάνεια και βυθός
Ουρανός και υπέδαφος
Στεφανωμένα με κισσούς
Πλεγμένα με νήματα γονικά
Στα άβατα της ψυχής να εισχωρούν και να κρούουν τα σήμαντρα
Εγώ τα ταξίδια τα έκανα
Με χάρτινες βαρκούλες
Αποδράσεις στης καρδιάς τους κολπίσκους
Βάφονταν τα δάκτυλα κόκκινα
Επαναστατούσε η χαίτη του θυμού
Ράμφιζε το κοτσύφι κι έφευγε
Κελαρύσματα παντού
Νερά πουλιά ηλιοβασιλέματα λυγαριές
Και γλυκά λυκαυγή
Άνοιγα φτερούγες λευκές
Χρυσά φορούσα σανδάλια
Κι ας έλειπε το ψωμί και το μαχαίρι
Απ' το τραπέζι
Φτάνει που περίσσευε το αλάτι στα δάκτυλα των όρμων
Το νέκταρ στου Απρίλη την μπόλια
Εκεί ξεδιψούσα και δείπνιζα
Εκεί μεγάλωνα και μοιραζόμουν
Ψήλωνε ο κόσμος
Έτσι που ψήλωνε το λευκό μαντήλι
Στους αποχωρισμούς μιας άλλης εποχής
Ξένη και γνώριμη
Μακρινή και οικεία
Φίλιωνα με τα χνάρια των ελαφιών
Και σε δάση απάτητα έφερνα το όνομα μου
Ερατώ Ελένη Ελπινίκη Ευτυχία
Στο μέγιστο Έψιλον συναντούσα
Της Ελλάδας την απεραντοσύνη
Τα υπογάστρια της μικρής μου κόγχης με πάθος ερευνούσα
Μεθούσαν οι οπλές των αλόγων
Σαν που μεθάει ο κυματισμός της σημαίας
Στη γαλάζια επιδερμίδα του ουρανού
Μεθούσα κι εγώ σαν μέδουσα
Πάνω σε αρχαϊκά αγγεία σκαλισμένη
Λατρείας γινόμουν συνοδός
Και σ' έπαιρνα μαζί μου
Αθάνατος να ζεις στα γόνατα της αμφιλύκης
Συγγένεψε με την ανάσα της πλώρης
Κι έλα να πάμε μαζί στο άγνωστο ταξιδευτές της ουτοπίας
Σε εσένα που θα αγαπώ για πάντα.....
Έλαβε μέρος στο 12ο Συμπόσιο Ποίησης που επιτυχώς
κι ακούραστα διοργάνωσε η αγαπημένη φίλη Αριστέα