Απέθεσε την ογκώδη πέτρα δίπλα στο παραγώνι Εκεί που είχε τακτοποιημένες και τις υπόλοιπες
οκτώ Αυτές που είχε καταφέρει να ανασηκώσει με πολύ κόπο έως τα τώρα
Είχε την όψη σκληρή Τα μάτια βαθουλωμένα Τα χέρια γεμάτα χώματα και λάσπες Τα πόδια γρατζουνισμένα Ήταν δεν ήταν γύρω στα εξήντα με καμαρωτή ακόμα τη πλάτη κι άσβεστο το πάθος για ζωή Τα παιδιά της ξενιτεμένα χρόνια τώρα Μόνη άναβε κι έσβηνε το καντήλι στο μικρό αλλά πολύ περιποιημένο σπιτικό της μπροστά στις στεφανοθήκες και τα κειμήλια
Στα στερνά του ο άντρας της της ομολόγησε το μυστικό:
-Άκου γυναίκα εγώ τώρα φεύγω και θέλω να σου εξομολογηθώ αυτό που χρόνια ήθελα να σου
πω αλλά πάντα δίσταζα Λαβωμένη μη μείνει η ψυχή μου κι άπορη η αγάπη μας
Κοντανάσανε μάζεψε δυνάμεις και συνέχιζε σχεδόν ψιθυριστά
Στο αλωνάκι στη Λάκα των Πηγών έχω κρυμμένο ένα θησαυρό Ένα πιθάρι παλαιικό γεμάτο με
λίρες αστραφτερές Πάνε χρόνοι που το ΄κρυψα και πιο δεν θυμάμαι κάτω από ποια πέτρα το παράχωσα Είσαι άξια όμως και θα το βρεις Με την προϋπόθεση πως μόνο από μια πέτρα θα βγάζεις κάθε φορά Και κάθε πρώτη του μήνα Ποτέ άλλοτε Αλλιώς ο θησαυρός θα χαθεί και στα έγκατα της γης θα καταβυθιστεί παντοτινά
Έτρεμαν οι μυς του προσώπου του απ' την προσπάθεια
Είναι λάφυρα πολέμου που τυχαία τα βρήκα κάποτε όταν όργωνα το ελαιοπερίβολο στη Παλιοπαναγιά στο σύνορο με τον Ξερακιά
Όρκο να μου δώσεις πως θα σεβαστείς τις επιθυμίες μου
Όλες τις πέτρες να τις φυλάξεις δίπλα στο παραγώνι θα σου χρειαστούν Πίστεψέ με
Έφευγε η ψυχή του αλλά συνέχιζε
-Το μόνο που θυμάμαι είναι πως κάτω από την πέτρα αυτή που έθαψα το χρυσάφι είχε μια
πελώρια ρωγμή που ο προπάππους μου έλεγε πως καταλήγει ίσα στο κοιμητήρι της Ρωμανιάς
Αυτή ήταν κι η τελευταία του κουβέντα κι ύστερα έσβησε μ' ένα χαμόγελο ανακούφισης στα χείλη
Την μεθεπόμενη μέρα το πρωί κι αφού έγινε το ξόδι κίνησε για την Λάκα των Πηγών να κάνει μια πρώτη έρευνα Ο μήνας ήταν στην πρώτη του μέρα Είχε χρόνια να πάει εκεί Απείχε δυο ώρες δρόμο από το χωριό Ήταν ένας τόπος όλο πλατάνια λεύκες και νερά εξού κι ονομασία του
Παλιά όταν καμιά πεζούλα του χωριού δεν έμενε άσπαρτη εδώ αλώνιζαν το σιτάρι εδώ έδενε
ο ιδρώτας με τη χαρά του μόχθου το κάμα και με τα δώρα της γης
Ευλογημένος τόπος Ιδανικός να ξαποστάσεις για λίγο και να δροσιστείς όταν σε βάραινε το σώμα
απ' τη δουλειά και τον ήλιο
Έκανε όπως ο άντρας της όρισε Κάθε πρώτη του μήνα κάψα είχε ξεροβόρι είχε βροχή ή χιόνι
αυτή ακολουθούσε πιστά τα στερνά του λόγια Κι ήταν ογκώδεις οι πέτρες μια μέρα ολόκληρη
την τυραννούσαν Έσκαβε με την αξίνα ξεχωμάτιζε με το φτυάρι ξεχορτάριαζε με τα χέρια
καθάριζε με τη σβάρνα και ό,τι περίσσευε το πέταγε με το καρότσι στα ρηχά του ρυακιού
Στη συνέχεια φόρτωνε την πέτρα και όλα τα συμπράγκαλα στον ψαρή και τραβούσε για το σπιτικό
της
Κάθε φορά πριν αφήσει πίσω το ξεδοντιασμένο αλώνι πήγαινε στο παραπλήσιο κοιμητήριο κι
άναβε όλα τα καντηλάκια Μη θαρρείς πως ήταν πολλά εννιά μνήματα όλα κι όλα Οκτώ άντρες
και μια γυναίκα Της έκανε εντύπωση το όνομά της "Κρινιώ"
Είχε ακουστά πως υπήρχε οικισμός κάποτε εδώ πέρα που κάποια πυρκαγιά τον είχε
ξεθεμελιώσει Μόνο ο ναός και το κοιμητήριο γλύτωσαν από την απληστία της
Είχε φτάσει λοιπόν στην όγδοη πέτρα Ήταν Μάρτης Βαρύς ο καιρός ακόμα Αποχείμωνο με
βροχές κρύα και δυνατούς βοριάδες
Πούντιασα σήμερα άντε να δώσει ο Απρίλης χυμούς κι άλλο δεν μπορώ συλλογίστηκε κι έκανε
να πιει το ζεστό της τσάι Δεν πρόλαβε να πιει την πρώτη γουλιά όταν άκουσε χτύπο στην πόρτα
Ήταν η Χαριτίνη η γειτόνισσά της με το σάλι της ανεβασμένο ως πάνω το κεφάλι
Της έψησε κι αυτής τσάι ψιλοκουβέντιασαν και στο τέλος η Χαριτίνη τη ρώτησε:
-Τι συμβαίνει και τα έχει βάλει με τ' αλωνάκι Λωλάθηκες λένε στο χωριό Κι αυτές οι πέτρες βρε χριστιανή μου τι θα τις κάνεις και τις φυλάς;
-Δουλειά σου της είπε εκείνη Καθαρίζω τον τόπο Τίποτα παραπάνω Θα φυτέψω αγριαγκινάρες
που άρεσαν και στον συχωρεμένο Να έχω να στυλώνομαι κι εγώ από την γλύκα τους Όσο για τις πέτρες έχω τη χρεία τους Θα φτιάξω ένα μεϊντάνι να χορέψω όταν έρθουν τα ξενιτεμένα μου
-Συγχώρα με βρε Αναστασιώ από γνοιάξιμο τα είπα όλα Με τέτοιο κρύο απόρησα πως και ξεπόρτισες Δεν έφταναν οι άλλες μέρες Πούντιασες κει κάτω Είναι κι ο τόπος ανοιχτός
-Σήμερα μπόρεγα Μην και κάθομαι διόλου Όσο για το χωριό παρήγγειλε τους να μην μιλούν πολύ
και να κοιτάξουν τα σπίτια τους Δικός μου είναι ο τόπος Χρωστούν πολλά σε τε μας Και πες τους πως τα 'χω τετρακόσια και μην ασχολούνται άλλο μαζί μου Σώνει πια!
Κύλησε ο Μάρτης με την διγνωμία του κι ήρθε ο Απρίλης όλο χαρές και κελαηδίσματα Πρωί πρωί πήρε τα απαραίτητα και ξεκίνησε για τις πηγές Έφτασε εκεί έφαγε λίγο ψωμί με κρεμμύδι και ξεκίνησε να σκάβει σχεδόν ανόρεχτη φοβούμενη πως τσάμπα θα παιδεύονταν για άλλη μια φορά Κόντευε να ξεριζώσει την πέτρα όταν η αξίνα της σκόνταψε κάπου Πλησίασε και τι να δει Ένας λαιμός πιθαριού είχε προβάλλει μες απ' τα χώματα Πέταξε την αξίνα μακριά κι ολόχαρη συνέχιζε να σκάβει με τα νύχια της μην προξενήσει καμιά ζημιά
Κόπος μεγάλος μιας και το χώμα ήταν πολύ συνεκτικό Κοκκινόχωμα υγραμένο Δεν κατάλαβε πόσες ώρες έσκαβε ώσπου να το φέρει στο φως Της αντιστέκονταν Κόντευε να νυχτώσει Έπρεπε να είναι σβέλτη να μαζέψει τον θησαυρό νωρίς στο σπίτι
Ανέβασε προσεκτικά το πιθάρι και το ακούμπησε πάνω σε ένα βουναλάκι από κοκκινόχωμα Ελαφρύ της φάνηκε Κρότος κανένας Άνοιξε το καπάκι Άδειο το εσωτερικό του Το περιεργάστηκε ένα γύρω μην ήταν τρύπιο Πουθενά δεν έχανε Γύρισε στη λακκούβα μην σκόρπισαν οι λίρες καθώς τις έκρυβε ο άντρας της στο χώμα Τίποτα Απόκαμε Οργίστηκε Τόσος κόπος είχε πάει στα χαμένα
Άνοιξε και πάλι το πιθάρι και κάτι αντιλήφθηκε στο βάθος του Μια επιστολή κιτρινισμένη Την άνοιξε με τρεμάμενα χέρια σκουπίζοντας ταυτόχρονα με την ανάστροφη του χεριού της τον ιδρώτα της
Γνώρισε αμέσως τον γραφικό χαρακτήρα της μάνας της
"Κόρη μου όταν διαβάσεις αυτές τις λέξεις εγώ θα είμαι πολύ μακριά Να με συγχωρέσεις που ποτέ δεν σου μίλησα Ο άντρας σου τα ήξερε όλα Σ' αυτόν τα ομολόγησα όλα μιας εξαρχής Δεν μπόρεα σ' εσένα να μιλήσω ανοιχτά Ούτε αυτός ημπορούσε Μάθε λοιπόν πως δεν είσαι δικό μου παιδί Των σπλάχνων εννοώ γιατί παιδί μου πραγματικό ήσουν πάντα Είσαι παιδί της Κρινιώς Αστεφάνωτη σ' έπιασε Κανείς δεν έμαθε τίποτα Στο σπίτι μου την είχα κρυμμένη Εγώ την ξεγέννησα Την έψαχναν μήνες οι δικοί της Με τον Άντρα σου είσαστε αίμα δευτεροξάδερφα Δεν μπορούσα όμως να πάω κόντρα στον έρωτά σας Να αποκαλυφτώ Μικρός ο τόπος Κουδούνια θα μας έβαζαν Να τον τιμάς τον άντρα σου κι είχε πάρει μια λαχτάρα μεγάλη τότε που του το ξεστόμισα Δεν έκανε όμως πίσω τόσο που σ' ήθελε....
Συγχώρα με και μην φανερωθείς τα 'στρωσε η ζωή καλά όλα Σ' αγαπάω"
Αυτές λοιπόν ήταν οι περίφημες λίρες; Απλά μια προτροπή για να κινηθώ δραστικά Μια αφορμή να οσφριστώ την καρδιά της μάνας γης Της Κρινιώς το άβατο μονοπάτι να περάσω Κι ο άντρας μου γιατί δεν μου μίλησε ανοιχτά παρά φρόντισε κάτω στη γη να σφραγίσει το μυστικό;
Κι εκείνες τις πέτρες τι με έβαζε και τις κουβαλούσα σαν να ήταν ιερές;
Και γιατί κάθε πρώτη του μήνα;
Μια ιεροτελεστία ίσως μια αναφορά μυστική που την πήρε μαζί του Ένας άλυτος γρίφος σαν της ψυχής του τον ημιτελή ιστό
Κι αυτό το εννιά τι σημαίνει;
Εννιά μήνες έσκαβα Εννιά τα καντηλάκια στο κοιμητήρι Εννιά μήνες η εξαφάνιση της Κρινιώς
Εννιά κι οι πέτρες που έχω Δυο πεζούλες θα χτίσω στον κήπο Φύρανε το χώμα θα πέσουν τα
όχτια μου τόνιζε πριν πεθάνει ο άντρας μου Κι εγώ για να μην χαθεί το μέτρο κάθε που θα μπαίνει καινούριος μήνας από μια πέτρα θα χτίζω Να στεριώσει καλά το έδαφος
Τι να το κάνω το μεϊντάνι..Τα παιδιά μου δεν πρόκειται να έρθουν Και στο πιθάρι μια αγριοτριανταφυλλιά θα φυτέψω με ροζ μικρά άνθη σαν τις φουντίτσες στα παιδικά ζεκετάκια που η μάνα μου έπλεκε
Η δική μου μάνα
Αραίωσε το χώμα πάνω στη γη αραίωσε κι η ομορφιά!