Ποιος σου έδωσε το
δικαίωμα να κινείσαι
ελεύθερα στους δρόμους μου;
Χαμένο χαρτί η αγάπη σου
σε μια τράπουλα ελλιπή
και πώς να ξεκινήσει
το παιχνίδι;
Οι παίχτες μουδιασμένοι
εναποθέτουν την καρδιά τους
πάνω στην πράσινη τσόχα.
Δεν μιλούν παρά μόνο
περιμένουν την τελευταία
αμαξοστοιχία που θα τους
βγάλει στο μπερδεμένο
πουθενά και στην απόλυτη
συντριβή.
*
Τίναξες τα χέρια σου.
Τα ψίχουλα τα προόριζες
μόνο για τα πουλιά.
Κι εγώ που τόσο σε πείνασα
έμεινα να σε παρακολουθώ
εκστασιασμένη με τον ένα
μου κοπτήρα σε αδράνεια
και τη ψυχή σε ύπτια θέση.
Δεν με έβλεπες.
Δεν με άκουγες ή μήπως
υποκρινόσουν;
Η εξάτμιση της μηχανής
τα έκρυψε στο τέλος όλα.
Αιθάλη και βουητό.
*
Οι λέξεις σε ένα ποίημα
είναι το λευκό μπαστούνι
που κρατούν οι τυφλοί.
Ψηλαφητά τις αγγίζεις.
Όταν φθάσουν στο φανάρι
θέλουν συνοδηγό και ταίρι
για να περάσουν απέναντι.
Σταμάτα να αμφιβάλλεις.
Στο λυσάρι της ψυχής
θα βρεις το εκλεπτυσμένο
τους νόημα.
*
Στην κούκλα της βιτρίνας
έλειπε το αριστερό χέρι.
Ίσως να το πήρε ο μονόχειρας
που πριν λίγο σερβίριζε
αψέντι μια υπερφίαλη γυναίκα.
Όλα λοιπόν εξηγούνται.
Μόνο πρόσεξε.
Αυτή η γυναίκα έχει για φλέβες
μαστίγια που πληγώνουν
τους αδύναμους.
Ο μονόχειρας μοναχά το
φαντάστηκε κι είναι ο μόνος
τελικά που δεν κρεμάστηκε
από τον ποδόγυρο της.