Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Ετερόφωτη

Ανέβαζες το φεγγάρι μπρος τα μάτια μου μα
δεν έβλεπα, τόσο πηγαίο ήταν το φως σου που
ακόμα και στην θέα της πανσελήνου τυφλή
γινόμουν, ήσουν οι αστερισμοί κι ο δεύτερος
ήλιος που στα χέρια μου απάγκιαζε.
Εξ ου και τα δάκτυλα - αχτίδες που έχω.

Το άπιαστο λευκό

Δεν της πήγαιναν τα λευκά, την χλόμιαζαν και την απομάκρυναν απ' την την πολύχρωμη παλέτα των υπαίθριων ζωγράφων που πορτραίτα φτιάχνουν κοριτσιών και σε τοπία βουκολικά βυθίζονται.
Αντιπαθούσε τους λευκούς τοίχους. Εκείνους τους αψεγάδιαστους που με τις άδειες σελίδες των μοιραίων ποιητών μοιάζουν.
Ούτε μια γραμμή τεθλασμένη το υφαντό να διπλώσει σκοτάδι.
Ούτε μια λέξη ερωτική την αψάδα να νιώσει του πάθους.
Ούτε ένα γκράφιτι με μια γροθιά υψωμένη να επαναστατεί δίπλα στο σύνθημα.
Ξέρεις η αγνότητα δεν γράφεται ούτε συγγενεύει με το άσπρο μελάνι αλλά στα πιο έντονα χρώματα ρίχνεται στο πέλαγο και υπάρχει.
Οι βρώμικοι τοίχοι της πόλης την εξίταραν.
Είναι όμοιοι με το ανυπόγραφο ποίημα ενός
νεαρού ποιητή που οι στίχοι τον βασανίζουν στα όνειρα και το πρωί πρώτα τους ψελλίζει στο καναρίνι και έπειτα στην μαρκίζα τους αποτυπώνει με δίχρωμο μελάνι.
Αυτοί οι αγαπημένοι, αυτοί οι στέρνες σελίδες της. Αυτοί οι δικοί που τα επτασφράγιστα μυστικά εμπιστεύονταν με ζύγισμα δίκαιο χωρίς ψιμύθια.
Τοίχοι γραμμές ίδιες με τη ζωή που παντού τους βρίσκεις αν γνώρισες το πετράδι του θανάτου και στης μοίρας τις απώλειες φώλιασες.
Στις φτωχογειτονιές ανθούν.
Στα εγκαταλελειμμένα αρχοντικά ζουν.
Στα υπόγεια μαζί με την διάχυτη μυρωδιά του κρεμμυδιού να σε προκαλούν.
Κάποτε έγραψε μια ομολογία αγάπης σε αυτούς κι έναν ανεκπλήρωτο έρωτα ζωγράφισε μοναχικά να μην κάνει ταξίδια στην τρέλα.
Με το νύχι τους σκάλισε, με το αίμα της τους έβαψε, αργούσε το ουράνιο τόξο να 'ρθει.
Σαν πήγε σπίτι ελαφρωμένη ένιωσε.
Τώρα συχνά τις νύχτες στην πόλη βγαίνει με ένα σάλι στους ώμους.
Περνά από τα αρχοντικά, τα υπόγεια και τις φτωχογειτονιές κι εκεί προσκυνά τον έρωτα.
Τα ποιήματα της εκεί βρίσκουν χώρο, εκεί κι οι τεθλασμένες της συγκροτούν τον κόσμο της μοναξιάς και καθαγιάζονται.
Το λευκό την τρόμαζε από παιδί.
Ήταν σαν μια αδύναμη πεταλούδα που ποτέ λουλούδι δεν άγγιξε γιατί με ημιτελή φτερά γεννήθηκε, στραπατσαρισμένη ήταν και απ' το άπιαστο λευκό της μνήμης νήμα κρέμεται.
Καταδικασμένη κι η λευκή της μάντρα.
Πόσο την φοβόταν ειδικά τις νύχτες με πανσέληνο.
Το σπίτι της λουσμένο στα χρώματα είναι τώρα σαν τέντα περιφερομένου τσίρκου.
Κυρίαρχα το κόκκινο, το κεραμιδί, το λιλά και
το γαλάζιο.
Πέταξε τα μολύβια της σκέψης.
Πέταξε τις πένες της αφοσίωσης.
Πέταξε τους κοντυλοφόρους της λήθης.
Μόνη χωρίς τα χαρτιά της που μια νύχτα διαπαντός αφόρισε κι έκαψε στους άθλιους τοίχους τώρα καταφεύγει.
Εκεί ζει τα πάθη της, στο μαύρο περιφέρεται σαν νυχτοπεταλούδα γύρω απ' το φως της ουτοπίας.
Εκεί απεριόριστο βρίσκει χώρο για τα μελλοντικά της ποιήματα που το χτένι αργά μαδάνε και επώδυνα ωριμάζουν με τα δόντια σμιχτά σαν σε μοιρολόι.