Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Στην αγκαλιά σου πόθησα γαλήνια να μείνω



Έχει γαλήνη κι είναι άλκιμο το γυμνό σου σώμα
-Αν και εξουθενωμένο απ τη πυρά της λαγνείας
Και απ' το ατίθασο άτι της ηδονής λαχανιασμένο-
Παύει να διακοντίζεται με το αγρίμι του πάθους
Ημερεύει και μερώνει σαν ηφαίστειο νήσου ανενεργό
Έχει γαλήνης φτερωσιά και όγκου στερείται
Όταν μετά τον έρωτα κατέρχεται άυλο σχεδόν
Σαν φωνή μελωδού σε ύμνου παύση
Στους λειμώνες του μεταξιού και της μελάνης
Ικανοποιημένο και θεϊκό να αποθησαυρίσει
Σαρκώδη όνειρα -της νύχτας οξύτονους φθόγγους!

Κι εγώ μόνη στο πλάι σου ξαναμμένη χτυπώ
Οργιαστικά το χρυσό ντέφι της νύχτας
Αποσκοπώντας ενδόμυχα σαν κρυφός κυνηγός
Να αποσπάσω έστω κι ένα
Μπακιρένιο λάφυρο κι ας ειν' καρφί
Απ' του Έρωτά σου την ανισοσκελή σκαλωσιά
Απαντοχή να πλουτίσω και καρτερία να οπλιστώ στα ύψη!

Στην αγκαλιά σου πόθησα γαλήνια να μείνω
Κι ας φουρτουνιάζει πίσω απ' τις κουρτίνες μου
Ο διττός ωκεανός της αμφιβολίας
Άγκυρα να ρίξω στου στέρνου σου τον όρμο
Να πιαστώ αιχμάλωτη σαν πάνω σε ιστίο
Από τα μυώδη μπράτσα σου
Περιπλανήθηκα πολύ στην μοναξιά
Κρύωσα στους πόλους γυμνή
Εφτάψυχη έγινα κι αμαρτωλή ακροπατώντας στα πεδία της θλίψης
Σήμα κινδύνου εκπέμπω τώρα
Φωτιά ιθαγενών προσανάβω με δρυς
Λαχούρι τυχερό περνώ στον ώμο
Να σε έχω πάλι δίπλα μου έστω σαν σκιά
Και σαν οργαντίνα της γιορτής στην κάμαρά μου να διεισδύσεις
Βεντέτα να μην στήνω με της γαλήνης τα νούφαρα και τα μαραίνω!

Χτυπώ το ντέφι ξαναμμένη μην φύγεις
Χαρτωσιά τσιγγάνικη ρίχνω μην αφανιστείς
Παλάμες εξερευνώ τις χαμένες πατρίδες σου
Στην επιφάνεια να ανεβάσω ξανά με της ψυχής την παλίρροια
Σείεται η κουρτίνα χωρίς ριπή ανέμου
Φοβάμαι αναριγώ στο κενό γραπώνομαι
Λεβάντες μην γίνω και στο άγνωρο χαθώ
Το κηροπήγιο φλογίζεται χωρίς σπινθήρα
Κρύβομαι σε αράχνης γκρίζους ιστούς
Αποκαΐδι μην γίνω -στάχτη φτηνή σε μαγκάλι ψυχρό
Στην αγκαλιά σου πόθησα γαλήνια να προσαράξω
Να μην βλέπω τεμαχισμένη την εικόνα μου
Στα κάτοπτρα του κύματος και στου αφρού την δαντέλα
Η Αρμύρα ξέρεις με έχει διαποτίσει από παιδί
Και ήρθε ο καιρός γλυκόπιοτα να πιω το νέκταρ
Στο ραγισμένο απ' την λήθη κρασοπότηρο
Να γαληνέψει πια ο άνεμος της ψυχής
Γκρεμούς να μην βλέπω κι ύφαλους στις γκρίζες κόρες των ματιών σου!