Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Η Άννα των φτωχών

Πούλησε τα ρούχα της
στις αγορές και στα παζάρια 
για ένα κομμάτι ψωμί. 
Διαπραγματεύσεις δεν έκανε. 
Όσο κι όσο τα έδωσε, είχε
ένα δύσκολο χειμώνα να βγάλει
πέρα και οι προμήθειες στο 
ντουλάπι είχαν τελειώσει προ 
πολλού. 
Πεινούσε κι ανήμπορη ένιωθε
να σηκώσει το χέρι σε γροθιά. 

Στον κακό χαμό πήγαν πρώτα
οι μάλλινες μπλούζες 
της μάνας της. 
Θυμάται καλά πόσο την είχαν
παιδέψει στα κοψίματα και
στο γιακά. 
Ζέσταιναν το σώμα της καλά
όπως καλά ζεσταίνει η φουφού 
τα χέρια του καστανά. 
Κρουστό πλέξιμο με τρεις
πλεξίδες στο σχέδιο να
ανεβαίνουν από τη βάση
του λάστιχου ως τους ώμους
κι άλλες πάλι με πλέξη
πουαντερί. 
Τις θυσίασε μαζί με τις
αναμνήσεις με ένα ερύθημα 
στο μάγουλο βαθύ. 

Εκτός από τις μπλούζες
απαρνήθηκε τα πέντε τζιν
παντελόνια της που τα είχε
αγοράσει από τη μπουτίκ
της γωνίας που πρόσφατα
έκλεισε λόγω χρεών. 
Καλά ρούχα ακριβά για το 
είδος τους. 
Εφάρμοζαν τέλεια πάνω της
κι αναδείκνυαν τα λεπτά της
πόδια. 
(Αχ οι καλλίγραμμες γάμπες  
της πόσο ξεσήκωναν τα
αρσενικά της πλατείας.) 
Με αυτά καβαλίκευε τον ήλιο
του Αυγούστου και της
σελήνης το ασημένιο
τάσι χωρίς να κουράζεται 
ή να ενοχλείται. 
Χαράμι πήγαν τελικά για λίγες
λίμπρες κρέας. 

Έχασκε η ντουλάπα της αδειανή
σαν στόμα γέρικο.
Το θέαμα την έθλιβε φοβερά.
Έμεινε μόνο με τα φορέματα 
και με τα πανωφόρια. 
Αυτά δεν τα χαλάλισε έπρεπε
άλλωστε κάτι να έχει για να
ρίχνει πάνω της. 
Ωραία ρούχα με αυστηρή 
κάπως γραμμή. 
Τέσσερα για κάθε εποχή:
Τα σκούρα για τον χειμώνα. 
Τα άσπρα για το καλοκαίρι. 
Τα λιλά για την άνοιξη και 
τα μπορντό για το φθινόπωρο. 

Σαν μέγγενη ένιωσε να την
περιθωριοποιεί το σκοτάδι
γύρω της. 
Την έλεγαν Άννα. 
Έκλαιγε συνέχεια κι ήταν η
μούσα των ποιητών μα και 
των καταφρονημένων το 
στερνό καταφύγιο. 
Την έλεγαν Άννα και στο
ντουλάπι δεν είχε ψίχα ψωμί.
Ήταν η Άννα των φτωχών.

(Επικαιρικό διαβάζεται και σαν μπροσούρα) 

Υ. Γ Το ταγιεράκι της μάνας με τις κόπιτιτσες δεν το πούλησε όπως και το κασμιρένιο κοστούμι του πατέρα με το ρολόι τσέπης να δείχνει οκτώ 
ακριβώς