καλέσει με αδρά βήματα
και πατάς πάνω στα
λουλούδια της αυλής μου
χωρίς διόλου να προσέχεις.
Τσαλαπατάς τα κρίνα μου,
τους πανσέδες και τα
εκατόφυλλα ρόδα μου.
Σου μιλάω, σε εγκαλώ.
Δεν αποκρίνεσαι.
Μένω να κοιτώ μουδιασμένη
τα νεκρά πέταλα των λουλουδιών
στριμωγμένα κι ακέφαλα πάνω
στα σπασμένα πλακάκια της αυλής.
Γόοι με πνίγουν.
Άρπαγα χέρια με συγκρατούν.
Λάμψεις από νέον με τυφλώνουν.
Ανασυντάσσομαι όμως και δεν εγκαταλείπω.
Δίνω τη μάχη και κερδίζω.
Παίρνω μαστίγιο από του
Ιησού τα χέρια και σε κυνηγώ.
Τα άνθη μου, που κάποτε
στόλιζαν επτά επιτάφιους
στη μικρή μου πολίχνη
σαν ύαινα μπροστά στα
μικρά της που κινδυνεύουν
υπερασπίζομαι.
Απομακρύνεσαι μαζί
με τους πελαργούς που
κάποτε σε έφεραν
σε αυτή την πόλη και την
τερατόμορφη, δύσμορφη σου
φύση απωθώ με ένα τίναγμα
του χεριού δυνατό σαν
αγώνας ζωής και θανάτου
κάποτε σε έφεραν
σε αυτή την πόλη και την
τερατόμορφη, δύσμορφη σου
φύση απωθώ με ένα τίναγμα
του χεριού δυνατό σαν
αγώνας ζωής και θανάτου
σε παλαίστρα.